ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 1 ΑΑΔ 1497

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.10420

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.

Χάρης Παπαχαραλάμπους,

Εφεσείοντα ς-ενάγοντας,

και

Χριστάκης Πατέρα,

Εφεσίβλητο ς-εναγόμενος.

- - - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 25.9.00

Για τον εφεσείοντα: κ. Α. Δικηγορόπουλος

Για τον εφεσίβλητο: κα Στ. Ερωτοκρίτου.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Στις 23.6.95, ενώ ο εφεσείων-ενάγων οδηγούσε το αυτοκίνητο του με αρ. εγγραφής VY 101 στη Λεωφόρο Μακαρίου στην Παλλουριώτισσα, συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο JA 430, που οδηγούσε σε αντίθετη κατεύθυνση ο εναγόμενος. Η σύγκρουση έγινε περίπου στο κέντρο του δρόμου. Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν μόνο η πρόκληση ζημιάς στα δύο οχήματα.

Στο στάδιο της ακρόασης οι αποζημιώσεις τις οποίες θα εδικαιούτο ο ενάγων για ειδικές ζημίες με βάση πλήρη ευθύνη, καθορίστηκαν στο ποσό των £2.000.

Προς απόδειξη της υπόθεσης του ο εφεσείων-ενάγων κατέθεσε ενόρκως και κάλεσε επίσης τρεις άλλους μάρτυρες, δύο από τους οποίους κατέθεσαν για θέματα σχετικά με την ευθύνη. Από την πλευρά του εφεσίβλητου-εναγόμενου δεν κλήθηκε μαρτυρία, ούτε και κατέθεσε ο ίδιος. Ο Μ.Ε. Αστυφ. Κώστας Φλώρου παρουσίασε και σχέδιο, τεκμήριο Α, στο οποίο κατέγραψε όλα τα σχετικά σημεία και με το οποίο προφανώς συμφώνησαν οι δύο οδηγοί. Από το σχέδιο αυτό προκύπτει ότι το σημείο σύγκρουσης βρισκόταν περίπου 5 εκ. πέραν του κέντρου του δρόμου και προς την πλευρά του εφεσίβλητου-εναγόμενου. Ας σημειωθεί ότι στο δρόμο αυτό δεν υπήρχε κεντρική διαχωριστική γραμμή επί της ασφάλτου. Το πλάτος του δρόμου στο σημείο αυτό ήταν 7.30 μέτρα και σύμφωνα με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα-ενάγοντα, στην πλευρά του υπήρχε σταθμευμένο αυτοκίνητο πολύ κοντά στο πεζοδρόμιο, καταλαμβάνοντας μέρος της πλευράς του. Επίσης υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ότι σε ποινική υπόθεση σχετικά με το ατύχημα ο εφεσίβλητος-εναγόμενος είχε παραδεχθεί ότι κατά το χρόνο εκείνο οδηγούσε το αυτοκίνητο υπό την επήρεια οινοπνεύματος και αμελώς.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να αξιολογήσει τη μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους του ενάγοντα και θεώρησε τον εναγόμενο ως υπεύθυνο αμέλειας, αλλά και τον εφεσείοντα-ενάγοντα υπεύθυνο συντρέχουσας αμέλειας κατά 50% για την παράλειψή του να "ασκήσει τη δέουσα προσοχή και παρατηρητικότητα και να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές να προσπεράσει το σταθμευμένο όχημα . . ." και την αποτυχία του "να πάρει οποιαδήποτε μέτρα για να αποφύγει τη σύγκρουση όταν αντιλήφθηκε το αυτοκίνητο του εναγομένου".

Με την έφεση του ο εφεσείων-ενάγων προσβάλλει τα ευρήματα του Δικαστηρίου τα σχετικά με τον καταμερισμό της ευθύνης, εισηγούμενος πως αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα είχε ο εφεσίβλητος-εναγόμενος. Οι αρχές επέμβασης του Εφετείου είναι ευρέως νομολογημένες και επί τούτου παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Bullows v. Νεοφύτου και Άλλης (1994) 1 Α.Α.Δ. 41 στη σελ. 49:

"Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός εάν ο εφεσείων ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής, ή ότι τα ευρήματα δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρουμένη στο σύνολό της. Με απροθυμία επεμβαίνει στα ευρήματα γεγονότων, εκτός στις περιπτώσεις όπου η δικαιοσύνη το απαιτεί, όταν τα ευρήματα αυτά δεν είναι εύλογα επιτρεπτά με βάση τα πρωτογενή γεγονότα.

Ο εφεσείων έχει την ευθύνη να πείσει το Δικαστήριο ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένα (βλ. μεταξύ άλλων, Sofoclis Mamas v. The Firm "ARMA" Tyres (1966) 1 C.L.R. 158, Nearchou v. Papaefstathiou (1970) 1 C.L.R. 109, Roussou v. Aristodemou (1989) 1 C.L.R. 12, Μαυρίδης ν. Dharaghji and Others (1990) 1 A.A.Δ. 1013)".

Ειδικότερα, σε σχέση με τον καταμερισμό ευθύνης, στην McΚenna v. Boυτή και άλλων (1992) 1(Β) C.L.R. 775, λέχθηκαν τα πιο κάτω στη σελ. 779:

"Οι αρχές, με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στον καταμερισμό ευθύνης από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι πολύ καλά γνωστές και υπάρχει σωρεία αποφάσεων επί του σημείου και το θεωρούμε περιττό να τις αναλύσουμε. (Ιδε μεταξύ άλλων Despotis v. Tseriotou (1969) 1 C.L.R. 261, στη σελ. 263, Emmanuel and another v. Nicolaou and another (1977) 1 C.L.R. 15 στις σελ. 24-31, Papadopoulos v. Pericleous (1980) 1 C.L.R. 576, στις σελ. 579-80, Tavelis v. Evangelou and another (1984) 1 C.L.R. 460, στη σελ. 463). Αρκεί να πούμε ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου ο καταμερισμός ευθύνης είναι πρόδηλα εσφαλμένος."

 

(Δέστε, μεταξύ άλλων, και Flourentzou v. Christodoulou and another (1988) 1 C.L.R. 791, Xαραλάμπους ν. Στυλιανού (1991) 1 Α.Α.Δ.284).

Ήταν η εκδοχή του εφεσείοντα-ενάγοντα ότι όταν πλησίασε το σταθμευμένο αυτοκίνητο οδήγησε προς το κέντρο του δρόμου για να το προσπεράσει και, ενώ βρισκόταν δίπλα του, είδε το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου-εναγόμενου να πλησιάζει από την αντίθετη κατεύθυνση κανονικά στην πλευρά του. Μόλις προσπέρασε το σταθμευμένο όχημα ο εφεσίβλητος-εναγόμενος έκαμε απότομη στροφή προς τα δεξιά, με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί με το πίσω δεξιό μέρος του οχήματος του εφεσείοντα-ενάγοντα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επί του σημείου αυτού έκρινε ότι το μέρος αυτό της μαρτυρίας του εφεσείοντα-ενάγοντα δεν ήταν ειλικρινές και αληθές γιατί, μεταξύ άλλων, δεν υποστηριζόταν από την πραγματική μαρτυρία. Αφού προέβη σε ορισμένους μαθηματικούς υπολογισμούς βασιζόμενους στη μαρτυρία του εφεσείοντα-ενάγοντα για την απόσταση στην οποία είδε για πρώτη φορά το άλλο αυτοκίνητο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για να είναι ορθή η θέση του εφεσείοντα-ενάγοντα θα έπρεπε το άλλο αυτοκίνητο να ταξίδευε με μεγαλύτερη ταχύτητα από το δικό του, γεγονός για το οποίο δεν είχε μαρτυρία. Κατά την κρίση μας το συμπέρασμα αυτό δεν είναι ορθό. Είτε έκανε απότομη στροφή προς τα δεξιά, είτε όχι ο εφεσίβλητος-εναγόμενος, με βάση τη λογική του Δικαστηρίου, το σημείο σύγκρουσης δεν θα μπορούσε να ήταν εκεί που πραγματικά ήταν. Δεδομένου του αδιαμφισβήτητου γεγονότος της θέσης του σημείου συγκρούσεως, η εκδοχή του εφεσείοντα-ενάγοντα ήταν δυνατή και πιθανή, ασχέτως της ύπαρξης οποιασδήποτε μαρτυρίας για την ταχύτητα του εφεσίβλητου-εναγόμενου.

Επιπρόσθετα, το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εκδοχή του εφεσείοντα-ενάγοντα για απότομη στροφή του εφεσίβλητου-εναγόμενου προς τα δεξιά δεν υποστηριζόταν από την πραγματική μαρτυρία που αφορούσε τα σημεία όπου προκλήθηκε η ζημιά στα δύο οχήματα λόγω της μη ύπαρξης μαρτυρίας εμπειρογνώμονα που να συνδέει τις ζημιές στα δύο αυτοκίνητα με την ακριβή πορεία τους τη στιγμή της σύγκρουσης, ελέγχεται επίσης ως εσφαλμένο. Κατά την άποψη μας, το γεγονός ότι οι ζημιές στο αυτοκίνητο του εφεσίβλητου-εναγόμενου βρίσκονταν στη μπροστινή δεξιά πλευρά του, ενώ εκείνες στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα-ενάγοντα στην πισινή δεξιά πόρτα και φτερό, συνάδουν πλήρως με την εκδοχή του ενάγοντα και ουδεμία μαρτυρία εμπειρογνώμονα ήταν αναγκαία επί του προκειμένου. Επισημαίνουμε πως, παρόλον ότι η επήρεια αλκοόλ αφ΄εαυτής δεν αποδεικνύει αμέλεια, (Παλαιομυλίτης ν. Τροχαίας (1966) 2 Α.Α.Δ. 300), εντούτοις το γεγονός αυτό μπορεί να προσφέρει εξήγηση για απότομη στροφή προς τα δεξιά του εφεσίβλητου-εναγόμενου. Εν όψει του γεγονότος τούτου και της παράλειψης του εφεσίβλητου-εναγόμενου να δώσει μαρτυρία στο Δικαστήριο που να υποστηρίζει το αντίθετο, το Δικαστήριο έπρεπε να δεχθεί την εκδοχή του εφεσείοντα- ενάγοντα, αφού αυτός δεν θεωρήθηκε ως γενικά αναξιόπιστος μάρτυρας.

Των πιο πάνω δοθέντων, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η ύπαρξη σταθμευμένων οχημάτων στην πλευρά οδηγού σε δρόμο αρκετά πλατύ, που παρά τη στάθμευση να επιτρέπει σε δύο οχήματα ταυτόχρονα να περάσουν, δεν αναμένεται από ένα οδηγό να σταματά συνεχώς πίσω από σταθμευμένα οχήματα για να αφήνει τους ερχόμενους από την άλλη πλευρά να περάσουν. Κάτι τέτοιο θα έθετε σοβαρά κωλύματα στην κανονική ροή της τροχαίας κυκλοφορίας. Αντίθετα, οδηγοί που βλέπουν οχήματα σταθμευμένα στην αντίθετη πλευρά οφείλουν να οδηγούν όσο το δυνατόν αριστερότερα για να επιτρέπουν τη ροή αυτή ανεμπόδιστα.

Σύμφωνα με την εκδοχή του εφεσείοντα-ενάγοντα, που όπως αναφέραμε πιο πάνω έπρεπε να γίνει αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, όταν αυτό είδε για πρώτη φορά το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου-εναγόμενου αυτό οδηγείτο κανονικά στην πλευρά του. Ως εκ τούτου δεν ετίθετο θέμα για τον ενάγοντα να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια για αποφυγή σύγκρουσης, αφού τέτοια σύγκρουση δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί.

Κάτω από τις πιο πάνω συνθήκες κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων-ενάγων ήταν ένοχος συντρέχουσας αμέλειας και εν όψει της μαρτυρίας θα έπρεπε να δεχθεί πλήρως την εκδοχή του.

Ως εκ τούτου η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και ο εφεσίβλητος-εναγόμενος κρίνεται εξ ολοκλήρου υπεύθυνος για το ατύχημα. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα-ενάγοντα για το ποσό των £2.000 με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα-ενάγοντα.

 

 

Δ. Δ. Δ.

 

/Χ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο