ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 1 ΑΑΔ 1504

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.10180

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.

IRIS DEVELOPMENT LIMITED,

Εφεσειόντε ς-εναγόμενοι,

και

Τάκης Λαζαρίδης,

Εφεσίβλητος-ενάγων.

- - - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 25.9.00

Για τους εφεσείοντες: κ. Π. Αγγελίδης.

Για τον εφεσίβλητο: κ. Θ. Ιωαννίδης.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Με γραπτή συμφωνία που υπογράφηκε στις 22.7.85, ο εφεσίβλητος-ενάγων συμφώνησε να αγοράσει από την εφεσείουσα εναγόμενη εταιρεία 4 καταστήματα και ένα χώρο στάθμευσης στην οδό Ρωμανού 12, στη Λευκωσία. Παραθέτουμε πιο κάτω όρους της πιο πάνω σύμβασης που σχετίζονται άμεσα με τα επίδικα θέματα στην έφεση:

"2. Η τιμή πωλήσεως συνεφωνήθη εκ £50.000=

πληρωτέα ως ακολούθως:

α) Προκαταβολή £28.500=

β) Ο αγοραστής υποχρεούται να πληρώση το υπόλοιπον ποσόν

εκ £21.500= ως εξής:

Το ποσόν των £21.500= είναι αξία κτήματος εις Τσέρι Φύλλον Σχ. ΧΧΙ/53.WI, Αρ. Τεμαχίου, Μπλοκ Κ. Τσέρι. Εκ δεκαέξι και ήμισυ σκάλας προς πλήρη εξώφλησιν.

3. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

4. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

5. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

6. Οιοσδήποτε εκ των συμβαλλομένων ακυρώσει την συμφωνίαν ταύτην υποχρεούται εις την πληρωμήν νομίμου αποζημιώσεως εκ £ . . . . . . . . . . Μεταβίβασις των καταστημάτων αμέσως μετά την τιτλοποίησιν ουχί αργότερο πέραν τέλους 1985), πλέον τόκοι και δικαστικά έξοδα."

Τελικά, ο εφεσίβλητος-ενάγων, σε διάφορες ημερομηνίες από την 22.7.85 μέχρι την 7.3.86, πλήρωσε το ποσό της προκαταβολής και επιπλέον £3.400 που καταβλήθηκε κατά λάθος. Το τι είχε παραμείνει ήταν η μεταβίβαση που εξαρτάτο από την έκδοση των τίτλων των καταστημάτων, έκδοση των οποίων ήταν ευθύνη των εφεσειόντων-εναγομένων. Αναφορικά με το κτήμα που θα μεταβίβαζε ο εφεσίβλητος-ενάγων, το Δικαστήριο δέχθηκε από την ενώπιον του μαρτυρία ότι αν και δεν ήταν εγγεγραμμένο επ΄ονόματι του είχε πληρεξούσιο με βάση το οποίο θα μπορούσε να το μεταβιβάσει. Τελικά οι τίτλοι για τα καταστήματα εκδόθηκαν στις 27.6.88 αλλά οι εφεσείοντες-εναγόμενοι δεν προχώρησαν στη μεταβίβαση αλλά ούτε και ειδοποίησαν τον εφεσίβλητο-ενάγοντα. Στις 25.4.89 οι εφεσείοντες-εναγόμενοι έστειλαν την πιο κάτω επιστολή, τεκμήριο 19 στον εφεσίβλητο-ενάγοντα:

"Έχουμεν εντολήν από τους πελάτες μας κ.κ. IRIS DEVELOPMENT CO LTD να σας πληροφορήσουμε τα πιο κάτω:

Οι πελάτες μας σας καλούν όπως στις 13.5.1989 και ώραν 8.30 π.μ. βρίσκεστε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας για να σας μεταβιβαστούν τα 4 (τέσσερα) καταστήματα με αρ. 1, 2, 3 & 4 στην οδό Ρωμανού Αρ. 12 Πολυκατοικίας V.C. 4 στη Λευκωσία και ταυτόχρονα προβείτε και σεις στη μεταβίβαση στο όνομα των πελατών μας του κτήματος με αρ. εγγραφής Κ572 Φ/Σ ΧΧΧ 53.W.Ι τεμάχιο 508 τοποθεσία Μάρμαρο 16 στρέμματα 1 προστ. και 2500 τ. πόδια στο Τσέρι Λευκωσίας.

Σημειώστε ότι αν δεν παρουσιασθείτε στο Κτηματολόγιο Λευκωσίας στις 13.5.1989 και ώρα 8.30 π.μ. όπως αναφέρουμε πιο πάνω η συμφωνία της 22.7.1985 καθίσταται εξ υπαρχής άκυρος και οι πελάτες επιφυλάσσουν όλα τα νόμιμα δικαίωματα τους σε περίπτωση που θα υποστούν ζημίας λόγω της στάσης σας."

Ο εφεσίβλητος-ενάγων τελικά δεν παρουσιάστηκε στο Κτηματολόγιο Λευκωσίας στις 13.5.1989 λόγω, όπως εξήγησε, προσωπικών του προβλημάτων και ακολούθως, σε μεταγενέστερο στάδιο, οι εφεσείοντες-εναγόμενοι πώλησαν τα καταστήματα σε τρίτον.

Με την αγωγή του ο εφεσίβλητος-ενάγων, θεωρώντας ότι οι εφεσείοντες-εναγόμενοι διέρρηξαν τη σύμβαση, απαίτησε αποζημιώσεις και επιστροφή των καταβληθέντων ποσών. Απαίτηση για ειδική εκτέλεση εγκαταλείφθηκε. Τελικά εκδόθηκε υπέρ του απόφαση για το ποσό που είχε ήδη καταβάλει, δηλαδή £31.400. Η ανταπαίτηση των εφεσειόντων-εναγομένων, που θεώρησαν τον εφεσίβλητο-ενάγοντα υπεύθυνο για τη διάρρηξη της σύμβασης και ζήτησαν αποζημιώσεις, απορρίφθηκε.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι ο χρόνος δεν ήταν ουσιώδης για τους σκοπούς της σύμβασης, εξέτασε το κατά πόσο το τεκμήριο 19 τον κατέστησε ουσιώδη, δίδοντας εύλογη προειδοποίηση. Τελικά, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προειδοποίηση που δόθηκε δεν ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις και θεώρησε ότι υπεύθυνοι για τη διάρρηξη της σύμβασης ήταν οι εφεσείοντες-εναγόμενοι.

Με την έφεση τους οι εφεσείοντες-εναγόμενοι προσβάλλουν το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο χρόνος μεταβίβασης δεν ήταν ουσιώδης, ισχυριζόμενοι ότι και αν δεν ήταν, αυτός κατέστη ουσιώδης ως αποτέλεσμα της αποστολής του τεκμηρίου 19. Επίσης, υποστηρίζουν ότι στην κρίση του κατά πόσο ο χρόνος που δόθηκε ήταν εύλογος, το Δικαστήριο διέπραξε σφάλμα, λαμβάνοντας υπόψη ως ένα από τι κριτήρια, τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου-ενάγοντα. Κατ΄επέκταση υποστηρίζουν ότι έπρεπε να είχαν επιτύχει στην ανταπαίτηση τους για αποζημιώσεις.

Ο εφεσίβλητος-ενάγων με αντέφεσή του προσβάλλει την απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της απαίτησής του για καταβολή τόκων ως αποζημιώσεις, επισημαίνοντας ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι δεν εδόθη οποιαδήποτε μαρτυρία στο θέμα των τόκων, είναι εσφαλμένο, παραπέμποντας στα πρακτικά που αφορούν τη μαρτυρία που έδωσε ο εφεσίβλητος-ενάγων.

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, όσον αφορά την απαίτηση, δεν υπάρχει λόγος έφεσης που να προσβάλλει τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Έτσι, το κύριο θέμα που έχουμε να εξετάσουμε, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι κατά πόσο υπήρξε δικαιολογημένα τερματισμός της σύμβασης εκ μέρους των εφεσειόντων-εναγομένων, με ιδιαίτερη αναφορά στο τεκμήριο 19.

Το άρθρο 55(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149 προβλέπει ότι αν ένας από τους συμβαλλομένους έχει αναλάβει υποχρέωση να προβεί σε ορισμένες ενέργειες εντός ορισμένου χρόνου και παραλείψει να πράξει τούτο, το μέρος της σύμβασης που δεν εκπληρώθηκε ακόμα καθίσταται ακυρώσιμο κατ΄εκλογή του άλλου μέρους αν πρόθεση των συμβαλλομένων ήταν να καταστήσουν το χρόνο ουσιώδη όρο της σύμβασης. Παρόμοια πρόνοια υπάρχει και στον Ινδικό Περί Συμβάσεως Νόμο και στο σύγγραμμα Pollock & Mulla, Indian Contract and Specific Relief Acts, 9η Έκδοση, στη σελ. 386, διαβάζουμε τα ακόλουθα:

". . . Courts of Equity have introduced a presumption, chiefly, if not wholly applied, in cases between vendors and purchasers of land, that time is not of the essence of contract."

 

Στην υπόθεση Paraskeva & Other v. Lantas (1988) 1 C.L.R. 285 λέχθηκαν τα πιο κάτω στη σελ. 290-291:

"In his reasons for judgment the trial Judge explains that the time of payment of the instalments was of the essence and, consequently, the failure of the purchasers to meet stipulations regulating the payment of the instalments entitled the vendor to terminate the contract. It is evident that in so holding the Judge misinterpreted the decision of the Supreme Court in Charalambous v. Vakana (1982) 1 C.L.R. 310 (the judgment of the Court was given by Stylianides, J.), and cases cited therein, and failed to appreciate that equity has superseded the common law rule that contractual stipulations affecting payment are of the essence of the agreement. Now the rule is that time stipulations for the payment of the purchase price,including a contract for the sale of land, are not of the essence of the agreement unless they are so declared to be for reasons mutually in the contemplation of the contracting parties. The same principles govern the application of s.55 of the Indian Contract Act, 1872, upon which s.55 of our Contract Law, Cap. 149, is founded (see, Jamshed v. Nburjorji (1916) 43 1 A.26, and Stickney v. Keeble and Another (1915) A.C. 386). In this case not only the parties did not make the time of payment of the purchase price of the essence of the agreement but, on the contrary, they made provision for the payment of interest, a fact in itself suggestive that time was not inteded to be of the essence. Therefore, time was not initially of the essence of the contract as, indeed, counsel for the respondent candidly acknowledged. Was, then, the time of payment made of the essence by the subsequent notice of the vendor?"

(Δέστε και Melaisi v. Georghiki Eteria (1979) 1 C.L.R. 748, Stickney v. Keeble and another (1915) A.C. 386, Smith v. Hamilton (1950) 2 All E.R. 928 και Jamshed Khodaram Irani v. Burjorji Dhunjibhai (1915) 32 T.L.R. 156).

Στον Pollock & Mulla (ανωτέρω) αναφέρεται ότι, και όπου ο χρόνος δεν είναι ουσιώδης, μπορεί να καταστεί τέτοιος, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις (σελ. 389):

"Even in the case of sale of land, time can be made of the essence of the contract by giving a notice to the other side guilty of undue delay to perform the contract in a reasonable time. This can also be done in a contract where the stipulation of time as the essence has been waived."

Κατά την κρίση μας ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, με βάση την αιτιολογία που παρέθεσε, ότι αρχικά ο χρόνος δεν ήταν ουσιώδης με βάση τη σύμβαση μεταξύ των μερών και τη διαγωγή τους. Και σε αντίθετη όμως περίπτωση θεωρούμε ότι, έστω και αν ήταν, η ανοχή αμφοτέρων των διαδίκων, των μεν εφεσειόντων-εναγομένων να δέχονται την πληρωμή της προκαταβολής με δόσεις για αρκετούς μήνες, του δε εφεσείοντα-ενάγοντα να δεχθεί τη συνέχιση της ισχύος της σύμβασης πέραν της ημερομηνίας που καθοριζόταν σ΄αυτή, δηλαδή του τέλους του 1985, μπορούσαν να θεωρηθούν ως παραίτηση (waiver) των διαδίκων από τα δικαιώματα τους. Το τι παραμένει να εξετάσουμε είναι αν υπό τις περιστάσεις ήταν ορθό το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο χρόνος των 20 ημερών που δόθηκε με βάση το τεκμήριο 19 ήταν εύλογος.

Στο σύγγραμμα Chitty on Contracts, 27η Έκδοση, παράγραφος 21-013 αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά με τα κριτήρια με βάση τα οποία αποφασίζεται αν ο χρόνος που δίδεται είναι εύλογος:

"The period of notice given must, however, be reasonable and what is reasonable will depend upon all the facts and circumstances of the case. Factors to which the courts will have regard in assessing the reasonableness of the period of notice include what remains to be done at the date of the notice; the fact that the party giving the notice has continually pressed for completion, or has before given similar notices which he has waived; or that it is especially important for him to obtain early completion."

(Δέστε και Rickards Ltd v. Oppenhaim (1950) 1 K.B. 616 και Stickney v. Keeble and another, (ανωτέρω)).

Παραθέτουμε πιο κάτω το μέρος της απόφασης που αφορά το ζήτημα αυτό από τις σελ. 15-16:

"Οι τίτλοι εκδόθηκαν 27.6.1988, όμως οι Εναγόμενοι δεν προχώρησαν αμέσως στη μεταβίβαση αλλά και ούτε ειδοποίησαν τον Ενάγοντα για την έκδοση των τίτλων. Μόλις στις 25.4.89, δηλαδή δέκα μήνες αργότερα καλούν τον Ενάγοντα για μεταβίβαση των καταστημάτων και την ταυτόχρονη μεταβίβαση του κτήματος στο Τσέρι από τον ενάγοντα, τάσσοντας προθεσμία 20 ημερών.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Για να καταστεί ο χρόνος ουσιώδης, απαιτείται εύλογη προειδοποίηση και θα πρέπει να εξετασθεί εάν η προθεσμία των 20 ημερών που δόθηκε λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστατικών της υπόθεσης ήταν εύλογη. Είναι νομολογιακή αρχή ότι το εύλογον αποτελεί πραγματικό γεγονός και κρίνεται κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης. Μεταξύ των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη είναι μεταξύ άλλων, το τι υπολείπεται ακόμη να γίνει κατά την ημέρα της ειδοποίησης, ότι η πλευρά που δίδει την ειδοποίηση πίεζε συνεχώς για την εκτέλεση, όπως και εάν είναι ουσιώδες για το μέρος που δίδει την ειδοποίηση να υπάρξει σύντομη εκτέλεση. (βλ. Chitty on Contracts, Τόμος 1, 24η έκδοση, σελ. 1271).

Εδώ πρόκειται για πώληση καταστημάτων ολόκληρο το ποσό της χρηματικής προκαταβολής πληρώθηκε από τον ενάγοντα και παρέμειναν οι μεταβιβάσεις που εξαρτώντο από τους τίτλους των καταστημάτων, η έκδοση των οποίων ήταν ευθύνη των Εναγομένων, ενώ ο τίτλος του κτήματος στο Τσέρι υπήρχε. Είχε μεσολαβήσει διάστημα τεσσάρων χρόνων χωρίς οι Εναγόμενοι να εκδηλώσουν αδυναμία μεταβίβασης, αλλά και ούτε να πιέσουν καθ΄οιονδήποτε τρόπο για τις μεταβιβάσεις, αντίθετα και οι δύο πλευρές θεωρούσαν τη σύμβαση σε ισχύ. Ο Ενάγοντας συνέχιζε να κατέχει τα καταστήματα και οι Εναγόμενοι το κτήμα στο Τσέρι για τοποίο υπήρχε τίτλος. Ο Διευθυντής των Εναγομένων ήταν σε θέση μετά την έκδοση των τίτλων τον Ιούνιο του 1988 να προχωρήσει και να καλέσει τον Ενάγοντα για τις μεταβιβάσεις δεν το πράττει, αλλά ούτε και ζητά από τον Ενάγοντα μεταβίβαση του κτήματος στο Τσέρι. Χρηματική διαφορά δεν εκκρεμούσε. Μήνες αργότερα οι Εναγόμενοι αποστέλλουν την επιστολή Τεκ.19, και καλούν τον ενάγοντα για μεταβίβαση γνωρίζοντας τα προβλήματα που είχε ο Ενάγοντας. Η επιστολή Τεκ.19 δεν μπορεί να θεωρηθεί υπό τις περιστάσεις ως καθοριστική εύλογου χρόνου έτσι ώστε ο χρόνος μεταβίβασης να καθίσταται ουσιώδης και παράβαση του να δίδει στο αναίτιο μέρος το δικαίωμα να τερματίσει τη σύμβαση. Με την κατάληξη αυτή η συμφωνία Τεκ.1 παρέμεινε σε ισχύ."

(Η υπογράμμιση δική μας για λόγους που φαίνονται πιο κάτω).

Όπως αναφέραμε πιο πάνω ο μόνος λόγος για τον οποίο με την έφεση οι εφεσείοντες-εναγόμενοι θεωρούν το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο χρόνος δεν ήταν εύλογος είναι εσφαλμένο, είναι το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο "έλαβε υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του ενάγοντος", γεγονός που καθιστά τα ευρήματα του "ανασφαλή και άκυρα διότι η Εναγομένη Εταιρεία δεν συνέβαλε με οιονδήποτε τρόπο στη δημιουργία προσωπικών προβλημάτων στον ενάγοντα".

Η θέση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τους λόγους για τους οποίους δεν θεώρησε εύλογο το χρόνο, αναφερόμενο ιδιαίτερα στα γεγονότα που προηγήθηκαν και τη στάση που τήρησαν οι διάδικοι και ιδιαίτερα οι εφεσείοντες-εναγόμενοι. Η αναφορά στα προβλήματα που είχε ο εφεσίβλητος-ενάγοντας και τα οποία γνώριζαν οι εφεσείοντες-εναγόμενοι, όπως φαίνεται στο πιο πάνω απόσπασμα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, γίνεται παρεμπιπτόντως και σε συνάρτηση με το χρόνο που επέλεξαν οι εφεσείοντες-εναγόμενοι για να αποστείλουν το τεκμήριο 19. Δεν θεωρούμε ότι το Δικαστήριο έδωσε ουσιαστική βαρύτητα στο σημείο αυτό για να καταλήξει στην απόφαση του. Κρίνουμε όμως ότι, έστω και αν τούτο λήφθηκε υπόψη, όλα τα άλλα στοιχεία που παρέθεσε το Δικαστήριο και το όλο ιστορικό της υπόθεσης, ασχέτως τούτου, δικαιολογούσαν, σε βαθμό που να μη επιτρέπει επέμβασή μας, το εύρημα ότι κάτω από τις συνθήκες και τα γεγονότα της υπόθεσης ο χρόνος που δόθηκε για συμμόρφωση με την ειδοποίηση δεν ήταν εύλογος. Θα θέλαμε επίσης να παρατηρήσουμε, χωρίς να το αποφασίζουμε τελικά, αφού δεν εγέρθηκε και αναπτύχθηκε ενώπιόν μας, πως θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ειδοποίηση πάσχει και για ένα άλλο λόγο. Αυτή δεν ορίζει προθεσμία εντός της οποίας να δίδεται η ευκαιρία στον εφεσίβλητο-ενάγοντα να συμμορφωθεί, επιλέγοντας το χρόνο σε συνεννόηση με τους εφεσείοντες-εναγομένους, αλλά καθορίζει συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα, αυτοαναιρώντας έτσι το σκοπό της.

Στο σημείο αυτό επισημαίνουμε ότι με το τεκμήριο 19 οι εφεσείοντες-εναγόμενοι αναφέρουν ότι η σύμβαση "καθίσταται εξ υπαρχής άκυρος". Τούτο δεν συνάδει με τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα, γιατί όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, το αποτέλεσμα μιας τέτοιας ειδοποίησης είναι να καθιστά ακυρώσιμο το μέρος εκείνο της σύμβασης που δεν έχει εκπληρωθεί και όχι τη σύμβαση άκυρη εξ υπαρχής. Επειδή το θέμα αυτό δεν εγέρθηκε ενώπιον μας, αφήνουμε ανοικτό το κατά πόσο το τεκμήριο 19, εκφρασμένο όπως πιο πάνω επισημαίνουμε, μπορούσε ή όχι να αποτελέσει έγκυρη ειδοποίηση για να καταστήσει το χρόνο εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εφεσίβλητου-ενάγοντα ουσιώδη.

Ως εκ τούτου ο λόγος αυτός της έφεσης των εφεσειόντων-εναγομένων θα πρέπει ν΄απορριφθεί.

Με τον 5ον λόγο έφεσης οι εφεσείοντες-εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι δεν μπορούσε το Δικαστήριο να επιδικάσει τις £28.500 που πληρώθηκαν ως προκαταβολή, γιατί το θέμα αυτό δεν καλυπτόταν από τις θεραπείες που ο ενάγων αξιούσε. Βρίσκουμε ότι ούτε αυτή η θέση δεν ευσταθεί. Η απαίτηση αυτή κατά την κρίση μας, καλύπτεται από το "Δ" της παραγράφου 15, στην οποία εκτίθενται οι θεραπείες, τις οποίες αξιώνει ο εφεσίβλητος-ενάγων. Εν πάση περιπτώσει επισημαίνουμε ότι με βάση τη νομολογία (βλ. Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400) ο μη επακριβής προσδιορισμός των θεραπειών δεν αποκλείει την παροχή θεραπείας άλλης από εκείνη που επιζητείται, αν στο σώμα της Έκθεσης Απαίτησης στοιχειοθετούνται τα γεγονότα που μπορεί να αποτελέσουν βάση για παροχή αυτής της θεραπείας. Έστω και αν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το αιτητικό της αγωγής ήταν ασαφές, θεωρούμε ότι τούτο, σε συνάρτηση με τα όσα εκτίθενται στο σώμα της αγωγής, δεν αποκλείουν παροχή της θεραπείας. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή επί του προκειμένου.

Στρεφόμαστε τώρα στην αντέφεση, που αφορά τη μη επιδίκαση τόκου προς όφελος του εφεσίβλητου-ενάγοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει σχετικά τα ακόλουθα (σελ.19):

"Ο Ενάγοντας αξιώνει επίσης τόκο προς 9% ετησίως επί του ποσού της προκαταβολής από 3.12.85 και επί του ποσού που κατεβλήθη εκ λάθους από 7.3.86. Το ποσοστό αυτό του τόκου δεν προσδιορίζεται πως απαιτείται, αλλά και ούτε έχει αναφερθεί οτιδήποτε με τη μαρτυρία ώστε το θεωρώ ότι έχει εγκαταληφθεί και δεν το εξετάζω."

Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το ποσοστό του τόκου δεν προσδιορίζεται πώς απαιτείται, αλλά ούτε και έχει αναφερθεί οτιδήποτε στη μαρτυρία, είναι λανθασμένη και κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η αξίωση αυτή είχε εγκαταλειφθεί. Στο σώμα της αγωγής, στην Έκθεση Απαίτησης, στην παράγραφο 14, αναφέρεται η αξίωση για αποζημιώσεις και στις αιτούμενες θεραπείες ζητείται τόκος προς 9%. Επίσης στη σελ.12 των πρακτικών μέχρι και 13, ο εφεσίβλητος-ενάγων στη μαρτυρία του αναφέρεται στην απαίτηση του για τόκο και εξηγεί τις περιστάσεις υπό τις οποίες ο ίδιος θα όφειλε να καταβάλει τον τόκο σε τρίτο, δικαιολογώντας έτσι, κατά την κρίση του, το δικαίωμα του για αποζημιώσεις με μορφή τόκου. Η αποτυχία του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επισημάνει αυτή τη μαρτυρία και να την αξιολογήσει σε συνάρτηση με την αντεξέταση που έγινε επί του προκειμένου στον εφεσίβλητο-ενάγοντα, (βλ. πρακτικά σελ. 17-18) καθιστά την απόφαση του επί του ζητήματος τρωτή. Αναπόφευκτα, αποτέλεσμα των πιο πάνω είναι να διατάξουμε επανεκδίκαση της υπόθεσης στο ζήτημα αυτό.

Κάτω από το φως των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται. Η αντέφεση επιτυγχάνει και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης αναφορικά μόνο με την απαίτηση του εφεσίβλητου-ενάγοντα για τόκο ως αποζημιώσεις. Τα έξοδα τόσο της έφεσης όσο και της αντέφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου-ενάγοντα.

 

Δ. Δ. Δ.

/Χ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο