ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 1 ΑΑΔ 1305
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 10500 και 10502
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10500
Μεταξύ:
Γεώργιου Τρύφωνος, εκ Χλώρακας
Εφεσείοντα
και
Σωτήρη Σωτηρίου, εκ Πάφου
Εφεσίβλητου
------------------------------
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10502
Μεταξύ:
Γεώργιου Τρύφωνος, εκ Χλώρακας
Εφεσείοντα
και
Σωτήρη Σωτηρίου, εκ Πάφου
Εφεσίβλητου
------------------------------
18 Ιουλίου 2000
Εμφανίσεις
:Π.Ε. 10500
Για τον Εφεσείοντα: κ. Ν. Πελίδης.
Για τον Εφεσίβλητο: κ. Α. Δράκος.
Π.Ε. 10502
Για τον Εφεσείοντα: κ. Ν. Πελίδης.
Για τον Εφεσίβλητο: κ. Α. Δράκος.
------------------
Πικής, Π.
: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
A Π Ο Φ Α Σ Η
Χατζηχαμπής, Δ.
: Η έφεση 10502 προσβάλλει απόφαση στην αγωγή 2109/90 Ε.Δ. Πάφου με την οποία απεφασίσθη η ευθύνη για σύγκρουση μεταξύ των αυτοκινήτων των διαδίκων ως δύο τρίτα εις βάρος του Εφεσείοντα-Ενάγοντα και ένα τρίτο εις βάρος του Εφεσίβλητου-Εναγόμενου. Οι λόγοι έφεσης αφορούν αποκλειστικά το θέμα αυτό και δεν αφορούν τις επί βάσεως πλήρους ευθύνης υπολογισθείσες αποζημιώσεις του Εφεσείοντα. Η έφεση 10500 προέρχεται από άλλη αγωγή μεταξύ των ιδίων διαδίκων, την 2156/90, E.Δ. Πάφου, αλλά αντιστρόφως, Εφεσείων και Εφεσίβλητος είναι όμως και πάλι οι ίδιοι. Ως εκ του κοινού θέματος της ευθύνης στις δύο αγωγές, συνεφωνήθη πρωτοδίκως ότι το αποτέλεσμα της 2109/90 θα εδέσμευε τους διαδίκους στην 2156/90 όσον αφορά την ευθύνη. Στην 10500 υπάρχουν οι ίδιοι λόγοι έφεσης που αφορούν τη διαπίστωση της ευθύνης. Υπάρχουν όμως και άλλοι λόγοι έφεσης που αφορούν τον υπολογισμό των ειδικών και των γενικών αποζημιώσεων του Εφεσίβλητου-Εναγόμενου, ο οποίος περαιτέρω με αντέφεση του και στις δύο εφέσεις προσβάλλει την κατάληξη του δικαστηρίου επί της ευθύνης, εισηγούμενος ότι κακώς ο Εφεσίβλητος-Εναγόμενος εκρίθη ένοχος οποιασδήποτε ευθύνης, και ότι εν πάση περιπτώσει η απόδοση ευθύνης σε αυτόν κατά το ένα τρίτο είναι υπερβολική. Η αντέφεση στη 10500 προσβάλλει και την κατάληξη του δικαστηρίου ως προς το ύψος των υπολογισθεισών ειδικών και γενικών αποζημιώσεων του, εισηγούμενη ότι αυτό είναι πολύ χαμηλό. Ως εκ του προκύπτοντος συσχετισμού των εφέσεων και των αντεφέσεων, αυτές ακούσθησαν από κοινού.Η εκδοχή του Εφεσείοντα ήταν ότι πριν από διασταύρωση ελεγχόμενη από φώτα τροχαίας, και προτιθέμενος να στρίψει δεξιά στη διασταύρωση, κοίταξε στον καθρέφτη χωρίς να δει οποιοδήποτε αυτοκίνητο πίσω του, έθεσε σε λειτουργία το δείκτη για να δείξει την πρόθεση του να στρίψει δεξιά, εισήλθε στη
διασταύρωση με σχεδόν μηδαμινή ταχύτητα, και, όταν από απέναντι δεν υπήρχε κίνηση, άρχισε να στρίβει δεξιά όταν ξαφνιάστηκε από τη σύγκρουση.Η εκδοχή του Εφεσίβλητου ήταν ότι ακολουθούσε το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα, και οι δύο δε προσπέρασαν ένα μοτοποδήλατο. Λίγο πριν από τα φώτα της διασταύρωσης, και ενώ αυτά αναβόσβηναν, το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα έδειξε ότι θα έστριβε αριστερά. Ο Εφεσίβλητος συνέχισε την ευθεία πορεία του οδηγώντας πιο δεξιά, ενώ δε το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα ήταν στα φώτα έκαμε αρχικά μια κλίση αριστερά και ακολούθως έστριψε απότομα δεξιά. Ο Εφεσίβλητος χρησιμοποίησε τα φρένα του αλλά δεν απέφυγε τη σύγκρουση.
Ο ευπαίδευτος δικαστής προτίμησε τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου έναντι εκείνης του Εφεσείοντα. Απέρριψε επίσης τη μαρτυρία του Μ.Ε.4 Κουρίδη, ο οποίος επέβαινε στο αυτοκίνητο του Εφεσείοντα, και η οποία στήριζε εκείνη του Εφεσείοντα, αν και ο Κουρίδης δεν θυμόταν αν ο Εφεσείων είχε χρησιμοποιήσει το σηματοδότη του. Δέχθηκε δε και τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 Γεωργίου, οδηγού του μοτοποδηλάτου, η οποία στήριζε εκείνη του Εφεσίβλητου, αφού ο Γεωργίου είπε ότι ο σηματοδότης του Εφεσείοντα, ο οποίος τον είχε προσπεράσει, άναψε δείχνοντας ότι θα στρίψει αριστερά ενώ τα φώτα αναβόσβηναν, οπότε τον προσπέρασε και ο Εφεσίβλητος, το δε
αυτοκίνητο του Εφεσείοντα αντί να στρίψει αριστερά έστριψε δεξιά, άκουσε τότε φρένα και είδε τα αυτοκίνητα να συγκρούονται. Πέραν αυτής της μαρτυρίας υπήρχε και η πραγματική μαρτυρία όπως αποτυπώθηκε σε σχέδιο από τον αστυνομικό που εξέτασε τη σκηνή της σύγκρουσης. Προκύπτει ότι το αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου εκινείτο στο κέντρο του δρόμου αφήνοντας ίχνη τροχοπέδησης πέριξ των 35 μ. πριν από τη σύγκρουση η οποία έγινε μέσα στη διασταύρωση.Οι λόγοι έφεσης 1-3 αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας για σκοπούς διακρίβωσης της αξιοπιστίας της και θεμελίωσης των ευρημάτων του δικαστηρίου. Η εισήγηση είναι ότι το δικαστήριο δεν προέβη σε ορθή ή επαρκή αξιολόγηση, παραπέμποντας σε ιδιαίτερες πτυχές της μαρτυρίας, κατά κύριο λόγο σε εκείνη του Εφεσίβλητου και του Γεωργίου και στην πραγματική μαρτυρία, θίγοντας και το ότι δεν υπήρξε σχόλιο για την παράλειψη του Γεωργίου να δώσει τα στοιχεία του πάραυτα και τον εντοπισμό του πολύ αργότερα ότε και έδωσε κατάθεση. Δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε έρεισμα στις θέσεις αυτές. Το δικαστήριο διατύπωσε με ανάλογη ακρίβεια και σαφήνεια την ουσία της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του (και η οποία ήταν αρκετά εκτεταμένη) και διατύπωσε την άποψη του τόσο ως προς την εντύπωση που το ίδιο απεκόμισε από τους μάρτυρες όσο και ως προς το συσχετισμό της μαρτυρίας. Το δικαστήριο δεν όφειλε να προβεί σε λεπτομερή σχολιασμό κάθε επί μέρους αναφοράς που είχε γίνει από κάθε μάρτυρα, η δε ουσιαστική άποψη του της μαρτυρίας δεν καταδεικνύεται τέτοια που να ήταν αυθαίρετη ή μη λογική. Οι ισχυριζόμενες αντιφάσεις, ιδιαίτερα ως προς το αν ο Εφεσείων έστριψε δεξιά ή έκανε επαναστροφή, δεν αποκαλύπτονται ως πέραν διαφοράς στη φραστική διατύπωση μιας παρατήρησης που ενέχει την ίδια αποτελεσματικότητα ως προς την ουσία της. Δεν μπορούμε να δεχθούμε την εισήγηση ότι η μαρτυρία του Εφεσίβλητου και του Ιωάννου ήταν αλληλοσυγκρουόμενες ή κάθε μια αντιφατική αφ΄εαυτής. Οι δύο έδωσαν την ίδια εκδοχή, με ορισμένες διαφορετικές διατυπώσεις που παύουν να είναι τέτοιες όταν η μαρτυρία αντικρουσθεί στο σύνολο της και γίνει αντιληπτό το νόημα και η ουσία της. Μάλιστα θα λέγαμε ότι η αναφορά σε "επαναστροφή" έτεινε, αν τι, να ενισχύσει την εκδοχή ότι ο Εφεσείων κινήθηκε πρώτα προς τα αριστερά. Όσο για την πραγματική μαρτυρία, το δικαστήριο όχι μόνο δεν την παραγνώρισε αλλά και αξιολόγησε την προφορική μαρτυρία ανάλογα με αυτή, και μάλιστα ως προς τη σωστή θέση του Εφεσίβλητου και το μήκος των ιχνών τροχοπέδησης του - που συνδυάζοντο και προς την ταχύτητα του, ούτε καθ΄οιονδήποτε τρόπο αντίκειται η πραγματική μαρτυρία προς την εκδοχή την οποία εδέχθη το δικαστήριο.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφ΄ενός μεν επαναλαμβάνει τα ήδη συζητηθέντα ανωτέρω, επί των οποίων και δεν θα σχολιασθεί περαιτέρω, αφ΄ετέρου δε αφορά στην κατανομή της ευθύνης, εισηγούμενος ότι το δικαστήριο ενήργησε ενάντια στις αρχές της νομολογίας. Στο θέμα αυτό υπεισέρχεται και η αντέφεση, με τη θέση ότι, επί των ευρημάτων του δικαστηρίου, δεν μπορούσε να αποδοθεί ευθύνη στον Εφεσίβλητο και ότι εν πάση περιπτώσει η αποδοθείσα σε αυτόν ευθύνη ήταν υπερβολική. Δεν συμφωνούμε είτε με την έφεση είτε με την αντέφεση επ΄αυτού. Η διαπιστωθείσα ευθύνη του Εφεσείοντα ήταν η ξαφνική αλλαγή της πορείας του χωρίς να δώσει ένδειξη περί τούτου και χωρίς να λάβει υπ΄όψη την υπόλοιπη τροχαία κίνηση, εκείνη δε του Εφεσίβλητου ήταν η υπερβολική υπό τις περιστάσεις ταχύτητα του - πέραν των 80 χαω σύμφωνα με τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή και δεν αμφισβητείται με την αντέφεση - λαμβανομένων υπ΄όψη της τροχαίας κίνησης που προηγείτο, του ότι ήταν νύκτα, του ότι εισήρχετο
σε φωτοελεγχόμενη διασταύρωση, και του ότι δεν αντιλήφθηκε άμεσα τα συμβαίνοντα έμπροσθεν του, σύμφωνα και πάλι με τα ευρήματα του δικαστηρίου τα οποία δεν αμφισβητούνται με την αντέφεση. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν βλέπουμε πως μπορούμε να επέμβουμε με τον καταλογισμό και τον καταμερισμό της ευθύνης από το πρωτόδικο δικαστήριο, πάγια αρμοδιότητα του οποίου και ήταν να πράξει τούτο. Είναι πρόδηλο από τα γεγονότα ότι, αν και η βασική και βαρύνουσα ευθύνη ήταν εκείνη του Εφεσείοντα, και ο Εφεσίβλητος έφερε όχι μικρή ευθύνη ως εκ των ως άνω, η δε κατανομή της ευθύνης έγινε στα πλαίσια των αρχών που ορθά αντιλήφθηκε και διατύπωσε το δικαστήριο και αντανακλά την αναλογία που εύλογα θα μπορούσε να καθορισθεί μεταξύ των δύο οδηγών. Η νομολογία στην οποία έχουν αναφερθεί οι ευπαίδευτοι συνήγοροι διαφοροποιείται από την προκειμένη περίπτωση. Στην Constantinou v. Katsouris (1975) 1 CLR 188 ο οδηγός του προπορευόμενου οχήματος είχε δείξει την πρόθεση του να στρίψει δεξιά και η αμέλεια του περιορίζετο στην παράλειψη να αντιληφθεί το όχημα το οποίο τον ακολουθούσε. Η απόδοση μόνο ενός τρίτου της ευθύνης στον ίδιο είναι κατανοητή. Η ίδια λογική διέπει την Parmaxi v. Katsiola (1985) 1 CLR 633, και την Γεωργίου ν. Παναγιωτίδη (1994) 1 ΑΑΔ 80. Αντίθετα, η Polycarpou v. Adamou (1988) 1 CLR 727, στην οποία ο οδηγός του προπορευόμενου οχήματος δεν έδειξε ότι θα στρίψει δεξιά αλλά κινήθηκε προς το κέντρο του δρόμου δείχνει, με την κατανομή ευθύνης κατά 60% εναντίον του, τη βαρύνουσα ευθύνη του και προσομοιάζει προς την παρούσα υπόθεση. Από την άλλη πλευρά, διαφοροποιείται η ενώπιον μας υπόθεση και από την Koudellaris v. Christoforou (1975) 1 CLR 366 στην οποία αναφέρθηκε ο κ. Δράκος, καθ΄όσον η κατάληξη εκεί, ότι ο οδηγός του οχήματος το οποίο ακολουθούσε δεν ευθύνετο, δεν ενείχε διαπίστωση οποιουδήποτε στοιχείου αμέλειας, όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση ιδιαίτερα η υπερβολική υπό τις περιστάσεις ταχύτητα, η προσπάθεια προσπεράσματος σε διασταύρωση και η παράλειψη έγκαιρης αντίληψης του κινδύνου. Τόσο ο τέταρτος λόγος έφεσης όσο και οι λόγοι αντέφεσης 1-4 δεν παρέχουν λόγο παρέμβασης μας.Ο πέμπτος και ο έκτος λόγος έφεσης και ο πέμπτος και ο έκτος λόγος αντέφεσης στην έφεση 10500 αφορούν τις αποζημιώσεις του Εφεσίβλητου. Ως προς τις γενικές αποζημιώσεις, οι αντίστοιχες εισηγήσεις είναι ότι το ποσό των £100,000 που επιδικάσθηκε στον Εφεσίβλητο είναι υπερβολικό ή ανεπαρκές. Ο Εφεσίβλητος είχε τραυματισθεί στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα ουσιαστικά την πλήρη τύφλωση. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο, με βάση την ιατρική μαρτυρία, διαπίστωσε ότι έχει ολική τύφλωση στο δεξί μάτι και μόνο μερική ασθενή αντίληψη του φωτός στο αριστερό μάτι. Ήταν 22 χρονών όταν τραυματίσθηκε. Υπεβλήθη σε τρεις εγχειρήσεις στο εξωτερικό στην προσπάθεια βελτίωσης της κατάστασης του και σε σειρά εξετάσεων και θεραπειών. Θα είναι εξαρτημένος από άλλους και θα στερείται τις απολαύσεις της ζωής που σχετίζονται με την όραση, με ανάλογες επιπτώσεις και στη ψυχοσωματική υγεία του. Δεν διστάζουμε να διαφωνήσουμε με την εισήγηση ότι το ποσό των £100,000 είναι, με αυτά τα δεδομένα, καθ΄οιονδήποτε τρόπο υπερβολικό. Όπως δεν διστάζουμε να συμφωνήσουμε με την εισήγηση ότι είναι έκδηλα ανεπαρκές. Η πλήρης τύφλωση ενός νεότατου ανθρώπου δεν μπορεί παρά να έχει τραγικές, σαρωτικές και καταλυτικές συνέπειες σε κάθε πτυχή της ζωής του. Ούτε μπορεί να προσφέρουν βάση σύγκρισης οι υποθέσεις που αφορούν απώλεια ενός ματιού (ίδε: Παναγή ν. Θεοδώρου (1992) 1 ΑΑΔ 1303 - £30,000), αφού η διαφορά δεν είναι θέμα βαθμού αλλά ουσιαστικά μεταξύ όρασης και μη όρασης, εκτός για να καταδείξουν, όπως επιχειρηματολογεί και ο κ. Δράκος, ότι οι αποζημιώσεις για απώλεια και των δύο ματιών πρέπει να είναι πλειστάκις υψηλότερες εκείνων για απώλεια ενός ματιού. Αυξάνοντας το ποσό των γενικών αποζημιώσεων στις £150,000, θεωρούμε ότι αποδίδεται η πρέπουσα σημασία, όσο είναι δυνατό από απόψεως χρηματικής αποζημίωσης, στη στέρηση της πιο σημαντικής από τις αισθήσεις η οποία και διέπει την όλη δημιουργικότητα, αξία και δυνατότητα ευτυχίας στη ζωή. Αυτό συνάδει με την αναγνώριση στη νομολογία της ανάγκης ουσιαστικής και όχι μόνο φραστικής αποκατάστασης, διά του πάντα ατελούς μέσου των χρημάτων, της ανεπανόρθωτα πληγείσας σωματικής ακεραιότητας ως ύψιστης αξίας στη ζωή όσο και στο νόμο (ίδε:
Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofi (1982) 1 CLR 789, Polycarpou v. Adamou (1988) 1 CLR 727, Φοινικαρίδης & άλλη ν. Γεωργίου & άλλων (1991) 1 ΑΑΔ 475, Παναγή ν. Θεοδώρου (1992) 1 ΑΑΔ 1303, Κωνσταντίνου ν. Ιωάννου (1993) 1 ΑΑΔ 669), χωρίς να παραγνωρίζεται και η παράλληλη παράμετρος ότι οι αποζημιώσεις, αν και πάντοτε παραμένουν υποκατάστατο, πρέπει να έχουν κάποιο όριο που συναρτάται προς το σύνολο των κοινωνικών και οικονομικών δεδομένων του χώρου και του χρόνου (ίδε: Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 ΑΑΔ 66).Στις γενικές αποζημιώσεις προστέθηκε ποσό £18,000 σε σχέση με απώλεια μελλοντικών απολαβών με βάση το ποσό των £100 μηνιαίως (τη διαφορά μεταξύ των προηγούμενων απολαβών του Εφεσίβλητου ως οικοδόμου και των απολαβών του μετά από τον τραυματισμό του ως τηλεφωνητή) και πολλαπλασιαστή 15. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση στην αντέφεση (την οποία και δεν πραγματεύεται το περίγραμμα) ότι στον υπολογισμό αυτό δεν ελήφθη υπ΄όψη η επαγγελματική ανέλιξη του Εφεσίβλητου από οικοδόμο σε εργολάβο, αφού δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη είτε για τη βεβαιότητα της ανέλιξης αυτής είτε για τις ενδεχόμενες απολαβές του ως εργολάβος. Ούτε συμφωνούμε με την εισήγηση ότι δεν ελήφθη υπ΄όψη το επί πλέον κόστος μετάβασης προς και επιστροφής από την εργασία του Εφεσίβλητου, αφού στον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων ελήφθη υπ΄όψη γενικά το ότι κατέστη εξαρτημένο άτομο. Την εισήγηση ότι δεν ελήφθη υπ΄όψη η απώλεια της ικανότητας προς κερδαίνειν και η απώλεια στην εργατική αγορά, αφού το δικαστήριο περιορίσθηκε στη διαπίστωση της διαφοράς μεταξύ των προηγούμενων και των νυν απολαβών του Εφεσίβλητου, δεν θα την εξετάσουμε αφού δεν αναπτύσσεται στο περίγραμμα. Συμφωνούμε όμως με την εισήγηση ότι ο πολλαπλασιαστής 15 είναι χαμηλός εν όψει ιδιαίτερα της ηλικίας του Εφεσίβλητου και της συνεχώς αυξανόμενης προσδοκίας ζωής και συνθηκών ζωής. Υιοθετούμε πολλαπλασιαστή 17. Αυτό μας οδηγεί στην αύξηση των αποζημιώσεων για απώλεια μελλοντικών απολαβών από £18,000 σε £20,400.
Στην έφεση γίνεται εισήγηση ότι δεν ελήφθη υπ΄όψη η αναμενόμενη αύξηση του μισθού του Εφεσίβλητου λόγω της αύξησης του τιμαριθμικού επιδόματος και άλλων ωφελημάτων. Πέραν της αβεβαιότητας και ασάφειας του όμως, ο παράγων αυτός θα ίσχυε και όσον αφορά τις προηγούμενες απολαβές του Εφεσίβλητου.
Ως προς τις ειδικές αποζημιώσεις, γίνεται εισήγηση στην έφεση ότι το δικαστήριο έσφαλε στον καθορισμό των προηγούμενων απολαβών του Εφεσίβλητου σε £200 εβδομαδιαίως (από τις οποίες αφαίρεσε ποσό £75 για διάφορες επιβαρύνσεις, καταλήγοντας σε καθαρές απολαβές £125 εβδομαδιαίως). Δεν διαπιστώνουμε λανθασμένο το συλλογισμό του δικαστηρίου που το οδήγησε στο εύρημα του, με βάση το σύνολο των ενώπιον του στοιχείων.
Άλλη εισήγηση στην έφεση είναι ότι κακώς το δικαστήριο προέβη σε κατ΄αποκοπή μείωση της αξίας του αυτοκινήτου του Εφεσίβλητου (το οποίο κατεστράφη ολοσχερώς) κατά £1,000 ή 10% της αξίας αγοράς του ως καινούργιου προ 18 μηνών. Εκλαμβάνουμε το λόγο αυτό ως αφορώντα όχι το ότι έγινε τέτοια μείωση - αφού για τούτο ο Εφεσίβλητος μάλλον και όχι ο Εφεσείων θα ήταν εκείνος που ενδεχόμενα να παραπονείτο ως επηρεαζόμενος - αλλά ως αφορώντα το ότι δε έγινε μεγαλύτερη μείωση. Με βάση ποια όμως μαρτυρία θα εγίνετο αυτό δεν αποκαλύπτεται.
Προσβάλλεται επίσης στην έφεση η επιδίκαση στον Εφεσίβλητο ποσού £50 ημερησίως (συνολικά £3,959) για τα έξοδα των συνοδών του κατά τις μεταβάσεις του στο εξωτερικό για σκοπούς της θεραπείας του, με βάση το ότι δεν υπήρξαν συγκεκριμένα στοιχεία μαρτυρίας που να αποδεικνύουν το ποσό αυτό. Κρίνουμε ορθή την άποψη του δικαστηρίου ότι και η ανάγκη συνοδείας του Εφεσίβλητου προέκυπτε αφού ήταν τυφλός, και το ύψος του ποσού σε £50 ημερησίως, προκειμένου περί μετάβασης στο εξωτερικό, ήταν λογικό σύμφωνα και με τη μαρτυρία την οποία απεδέχθη.
Υποστηρίζεται τέλος στην έφεση ότι τα έξοδα τα οποία υπέστη ο Εφεσίβλητος για σκοπούς θεραπείας στο εξωτερικό όσο και στην Κύπρο δεν θα έπρεπε να επιτραπούν καθ΄όσον η γνώμη των ιατρών του ήταν ότι δεν θα αποκαθίστατο η όραση του, με αναφορά στην αρχή ότι μόνο έξοδα λογικά υφιστάμενα μπορούν να ανακτηθούν (ίδε: Μιχαηλίδης ν. Κακουλλή (1992) 1 ΑΑΔ 674). Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση αυτή με το ακόλουθο σκεπτικό (σελίδες 18-19):
"Κάτω από το φως των δεδομένων που υπάρχουν στην παρούσα υπόθεση και την αγωνία του Ενάγοντα να αναζητήσει κάθε ελπίδα για να επανακτήσει μέρος της απωλεσθείσας όρασης του και στα δυο μάτια του, πέραν του γεγονότος ότι και ο γιατρός Παπαμιχαήλ, ανάφερε στη μαρτυρία του ότι δεν μπορούσε να στερήσει τον ασθενή του από μια δεύτερη γνώμη, γεγονός το οποίο και ο γιατρός Cooling αναφέρει στην έκθεση του, (Τεκμ. 3), οι οποίοι του ανέφεραν ότι μπορούσε να επισκεφθεί άλλους γιατρούς τους οποίους κατονόμασαν για σκοπούς γνωμάτευσης των, το Δικαστήριο βρίσκει ότι ο Ενάγοντας είχε κάθε δικαίωμα, αν όχι υποχρέωση, να κάμει κάθε τι το δυνατό για να επισκεφθεί γιατρό με την ελπίδα της αποκατάστασης της όρασης του ώστε να μπορέσει να ξαναδεί το φως της ημέρας και τον κόσμο που τον περιβάλλει και τα έξοδα που υποβλήθηκε για το σκοπό αυτό δικαιούται να τα αξιώσει γιατί είναι δικαιολογημένα, η δε μετάβαση του στο εξωτερικό ήταν μέσα σε λογικά πλαίσια όπως φαίνεται από την μαρτυρία που έχει κάμει δεκτή το Δικαστήριο και σύμφωνα με την γνώμη των ιατρών του."
Η προσέγγιση αυτή μας βρίσκει σύμφωνους. Ασφαλώς, προκειμένου περί τόσο σημαντικού τομέα υγείας, και η παραμικρή πιθανότητα αποκατάστασης ή οποιασδήποτε βελτίωσης καθιστά εύλογη την αναζήτηση θεραπείας όσο και δεύτερης γνώμης.
Με την εισήγηση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε στην πρόσθεση των ειδικών αποζημιώσεων του Εφεσίβλητου δεν θα ασχοληθούμε αφού δεν εξειδικεύεται είτε στην έφεση είτε στο περίγραμμα.
Ως αποτέλεσμα, οι εφέσεις και η αντέφεση στην Έφεση 10502 αποτυγχάνουν στο σύνολο τους και απορρίπτονται. Η αντέφεση στην Έφεση 10500 επιτυγχάνει και επιτρέπεται εν μέρει και αποτυγχάνει και απορρίπτεται κατά τα λοιπά, ως ανωτέρω. Η πρωτόδικη απόφαση στην έφεση 10500 τροποποιείται και συμπληρώνεται ως ακολούθως:
1. Το ποσό των γενικών αποζημιώσεων του Εφεσίβλητου επί βάσεως πλήρους ευθύνης αυξάνεται από £100,000 σε £150,000.
2. Το ποσό των αποζημιώσεων του Εφεσίβλητου για απώλεια μελλοντικών απολαβών επί βάσεως πλήρους ευθύνης αυξάνεται από £18,000 σε £20,400.
Λαμβανομένης υπ΄όψη της συνολικής έκβασης των διαδικασιών, η κάθε πλευρά θα αναλάβει τα έξοδα της όσον αφορά τις εφέσεις και την αντέφεση στην έφεση 10502, ο δε Εφεσείων θα καταβάλει τα έξοδα του Εφεσίβλητου στην αντέφεση στην έφεση 10500.
Π.
Δ.
Δ.
/ΚΧ"Π