ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 1 ΑΑΔ 967

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική Έφεση Αρ. 10509

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Α. ΚΡΑΜΒΗ, Δ.Δ.

ΓΙΑΝΝΗΣ άλλως ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΚΟΥΔΟΥΝΑΣ,

από τη Λεμεσό

Εφεσείοντας/Ενάγοντας

- και -

1. ΣΚΥΜΕ ΛΙΜΙΤΕΔ, από τη Λεμεσό

2. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ, από τη Λεμεσό

Εφεσιβλήτων /Εναγομένων

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 21 Ιουνίου, 2000.

Για τον εφεσείοντα: Αλ. Αλεξάνδρου για Σ. Σωφρονίου.

Για τους εφεσίβλητους: Π. Ευσταθίου για Ε. Ευσταθίου.

- - - - - -

ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση των εφεσιβλήτων για τον παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία τους, την 19.3.99.

Η αγωγή, η οποία καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 17.11.97, αφορούσε ποσό £16.646,28 οφειλόμενο δυνάμει συμφωνίας όπως από κοινού αναλάβουν την εκτέλεση εργολαβικών έργων.

Το ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο της αγωγής επιδόθηκε στη σύζυγο του εφεσίβλητου αρ. 2 και για τους δύο εφεσίβλητους. Επειδή οι εφεσίβλητοι δεν καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης εντός του προκαθορισμένου από τη Δικονομία χρόνου, ο εφεσείων καταχώρησε μονομερή αίτηση την 9/1/98 για απόφαση εναντίον τους. Στην απουσία των εφεσιβλήτων ο εφεσείων πέτυχε απόφαση ως η απαίτησή του, την 28.1.98.

Την 15.7.98 οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αίτηση για παραμερισμό της απόφασης. Ισχυρίζονται στην ένορκη δήλωση τους ότι, όταν πληροφορήθηκαν για τη δικαστική απόφαση από τον επιδότη του Δικαστηρίου Λεμεσού ότι εκκρεμούσε ένταλμα κατάσχεσης κινητών εναντίον τους, αμέσως διόρισαν δικηγόρο ο οποίος κατεχώρησε την επίδικη αίτηση στο Δικαστήριο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στηριζόμενο μόνο στις ενόρκους δηλώσεις των μερών και στις αγορεύσεις των δικηγόρων τους κατέληξε ότι οι εξηγήσεις που έδωσαν οι εφεσίβλητοι για τη μη καταχώρηση εμφάνισης στην αγωγή ήσαν ικανοποιητικές και ότι ο χρόνος μερικών ημερών που παρήλθε μεταξύ της πληροφορίας από τον επιδότη του Δικαστηρίου περί εκκρεμότητας του εντάλματος κινητών εναντίον τους, δηλαδή όταν έλαβαν γνώση για την έκδοση της απόφασης, και της καταχώρησης της αίτησης δεν είναι τέτοιος ούτως ώστε να ισοδυναμεί με καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας. Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι πέτυχαν να αποδείξουν εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση ή συζητήσιμο σημείο έναντι της απαίτησης του εφεσείοντα.

Εναντίον των καταλυτικών αυτών ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κάνει εκτενή αναφορά στη νομολογία η οποία έθεσε τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να παραμερισθεί απόφαση που εκδόθηκε στην απουσία του εναγομένου. (Βλέπε: Evans v. Bartlam (1937) 2 All E.R. 646, I. Kotsapas and Sons v. Titan Constructions & Eng. Co. (1961) CLR 317, Z. Μερκή ν. Yiannoukas Holiday Inns Ltd. κ.ά. (1994) 1 ΑΑΔ 736, Phylactou and Others v. Michael (1982) 1 CLR 204, Milouca Motor Trading Ltd. v. Χρ. Κούρτη, Π.Ε. 9686, ημερ. 17.7.97).

Το θέμα του παραμερισμού απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία του εναγομένου εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Δύο είναι τα στοιχεία τα οποία πρέπει να συντρέχουν για να ασκηθεί υπέρ του αιτούντος τον παραμερισμό απόφασης η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου. Πρώτο ότι ο εναγόμενος έχει δείξει καλήν υπεράσπιση στην ουσία της υπόθεσης και δεύτερο να δείξει ότι υπάρχει σοβαρός λόγος για την μη εμφάνιση του στη διαδικασία ή την καθυστέρηση του να αποταθεί στο Δικαστήριο για τον παραμερισμό της απόφασης.

Όπως αναφέρεται στην υπόθεση MILOUCA MOTOR TRADING LTD. v. Χρύσανθου Κούρτη (πιο πάνω) "εφόσον η διακριτική ευχέρεια ασκείται με αναφορά στους παράγοντες που, κατά φυσιολογική συνέπεια επενεργούν στην άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου, το εφετείο δεν επεμβαίνει. δεν υποκαθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο νόμος. Αυτή παραμένει στο Δικαστήριο (το πρωτόδικο) στο οποίο εναποτίθεται. Είναι υπό το πρίσμα αυτής της πραγματικότητας που αναθεωρείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου από το Εφετείο. (Βλ. Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 ΑΑΔ 954, 962).".

Γνώμονας για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας πρέπει να είναι η ανάγκη εξισορρόπησης αφενός της ανάγκης διασφάλισης του δικαιώματος του κάθε διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του και αφετέρου της ανάγκης για ταχεία απονομή της δικαιοσύνης και για τελεσιδικία. (Βλ. Phylactou v. Michael και ΜΙLOUCA (πιο πάνω)).

Το Ανώτατο Δικαστήριο είναι πολύ προσεκτικό στο να επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας κατώτερου Δικαστηρίου. Επεμβαίνει μόνο στην απόφαση του εάν υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου ή αρχής δικαίου ή εάν η άσκηση της διακριτικής εξουσίας είναι καθαρά εσφαλμένη. (Βλέπε: Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (πιο πάνω) και Stylianou v. Stylianou (1988) 1 CLR 529).

Με τον πρώτο λόγο έφεσης παραπονείται ο εφεσείων ότι λανθασμένα άσκησε τη διακριτική του εξουσία το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ουδεμία άλλη μαρτυρία προσήχθηκε στο Δικαστήριο από τους εφεσίβλητους, πέραν της ένορκης δήλωσης τους, σχετικά με την παράλειψη τους να εμφανισθούν στην αγωγή, αφού με την ένορκη δήλωση του ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητά τους.

Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων και με βάση αυτό άσκησε τη διακριτική εξουσία του. Δεν έχουμε επισημάνει οτιδήποτε στην απόφαση του που να αντιβαίνει προς το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων, ούτε και οποιοδήποτε λάθος στα ευρήματά του ή οποιαδήποτε αντίθεση προς τη νομολογία. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο διαρρεύσας χρόνος από την ημέρα που έλαβαν γνώση για την έκδοση της απόφασης μέχρι την ημέρα καταχώρησης της αίτησης για παραμερισμό (μόνο μερικές μέρες) δεν είναι τέτοιος ούτως ώστε να ισοδυναμεί με καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας μας βρίσκει σύμφωνους. (Βλέπε: Έλσα Λουκαΐδου ν. Ανδρέα Γερολέμου, Π.Ε. 10334, ημερ. 15.3.2000).

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης και με την ίδια αιτιολογία, ότι δηλαδή οι εφεσίβλητοι δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε γραπτή ή άλλη προφορική μαρτυρία, προσβάλλεται ως εσφαλμένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι τελευταίοι το ικανοποίησαν ότι απέδειξαν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση.

ΟΙ εφεσίβλητοι στην ένορκη δήλωση τους, η οποία είναι μακροσκελής και λεπτομερειακή παραδέχονται την προφορική συμφωνία με τον εφεσείοντα και επίσης ότι όλα τα έξοδα που θα εγίνοντο για την υλοποίηση της συμφωνίας θα εβάρυναν κατά το ήμισυ τα δύο συμβαλλόμενα μέρη. Σ΄ αυτό συμφωνεί και ο εφεσείων. Στην Έκθεση Απαίτησης του ο εφεσείων αναφέρει μόνο τα έξοδα που ο ίδιος επιβαρύνθηκε και ζητά από τους εφεσίβλητους το ήμισυ του ποσού. Τίποτε όμως δεν αναφέρει για οποιαδήποτε έξοδα των εφεσιβλήτων, οι οποίοι στην ένορκο δήλωσή τους με κάθε λεπτομέρεια αναφέρουν σε δώδεκα υποπαραγράφους έξοδα ανερχόμενα κατ΄ αυτούς στο συνολικό ποσό των £27.037,22 σεντ. Από το ποσό αυτό το ήμισυ, με βάση την προφορική συμφωνία τους θα έπρεπε να επωμισθεί ο εφεσείων.

Τα πιο πάνω γεγονότα, όπως και άλλα στα οποία αναφέρονται στην ένορκο δήλωση των εφεσιβλήτων το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού τα σχολιάζει κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι τελευταίοι απέδειξαν, στο βαθμό που απαιτεί η νομολογία, συζητήσιμη εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.

Συμφωνούμε με τη θέση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο, σε διαδικασία τέτοιας φύσεως δεν αξιολογεί την ενώπιον του μαρτυρία, αλλά εξετάζει κατά πόσο οι εφεσίβλητοι (αιτητές) έχουν δείξει λόγους ώστε να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία προς όφελός τους. (Βλέπε: Μερκή ν. Yiannoukas Holiday Inns Ltd. (πιο πάνω), Land Securities P.L.C. v. Receiver for the Metropolitan Police District (1983) 1 W.L.R. 439).

Και ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει και απορρίπτεται.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραμερίζοντας την απόφαση είχε υποχρέωση να διατάξει την εξασφάλιση του ποσού της απόφασης και να δώσει επίσης οδηγίες για την καταχώρηση της Έκθεσης Υπεράσπισης.

Ως προς το πρώτο θέμα της εξασφάλισης του ποσού της παραμερισθείσας απόφασης ο συνήγορος του εφεσείοντα δεν μας έχει παραπέμψει σε αυθεντίες. Στο περίγραμμά του αναφέρει ότι "εξασφαλίζεται η σιγουριά του εφεσείοντα ότι μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας και εφ΄ όσον επιτύχει στην απαίτησή του θα μπορεί να εισπράξει απρόσκοπτα το ποσό της αξίωσής του.".

Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή. Με τον παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία των εφεσιβλήτων-εναγομένων η υπόθεση επανέρχεται σ΄ εκείνο το στάδιο πριν απ΄ αυτή. Ο νόμος και η δικονομία παρέχει τη δυνατότητα στον εφεσείοντα-ενάγοντα να επιδιώξει με την κατάλληλη διαδικασία εξασφάλιση της απαίτησης που εγείρει στην αγωγή. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε τον όρο προπληρωμής των εξόδων της αίτησης και των εξόδων της ερήμην εκδοθείσας απόφασης που παραμερίζεται σε βάρος των εφεσιβλήτων.

Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικονομική υποχρέωση όπως δώσει οδηγίες όπως εντός καθορισμένου χρόνου οι εφεσίβλητοι καταχωρήσουν την έκθεση υπεράσπισης τους. Η παράλειψη αυτή θα αρθεί με δικές μας οδηγίες.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

Δίδονται οδηγίες όπως οι εφεσίβλητοι καταχωρήσουν σημείωμα εμφάνισης και έκθεση υπεράσπισης στην αγωγή εντός 14 ημερών από σήμερα.

 

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο