ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 1 ΑΑΔ 995

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική έφεση αρ.10120

ΕΝΩΠΙΟΝ: NIKHTA, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, , Δ/στων

Ανδρέας Εργατίδης, από τη Λεμεσό

εφεσείων-ενάγων

- και -

1. G.GIORGALLETOS ENTERPRISES LTD., από τη Λεμεσό

2. Θεοδόσης Θεοδοσίου, από τη Λεμεσό

εφεσίβλητοι-εναγόμενοι

........................

26 Ιουνίου, 2000

Για τον εφεσείοντα: κ.Χρ. Χ΄Στερκώτης

Για τους εφεσίβλητους 2: κ.Π.Αναστασιάδης

Για τους εφεσίβλητους 1: καμιά εμφάνιση

.........................

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Δικαστής Χρ. Αρτεμίδης.

........................

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Τα γεγονότα, που στη συνέχεια παρατίθενται, περιορίζονται και αφορούν τους σκοπούς συζήτησης της έφεσης, η οποία στρέφεται ενάντια στην ακύρωση από το πρωτόδικο Δικαστήριο του συντηρητικού διατάγματος που είχε εκδώσει, σε μονομερή αίτηση του εφεσείοντα-ενάγοντα. Ο τελευταίος ισχυρίστηκε στην ένορκη δήλωση του, για να υποστηρίξει την αίτηση του για έκδοση του επίδικου συντηρητικού διατάγματος, πως στις 15.5.97 συμφώνησε με την εφεσίβλητη-εναγόμενη 1 εταιρεία να αγοράσει την επιχείρηση της, νυκτερινό κέντρο με την ονομασία Absolute Club, περιλαμβανομένου του εξοπλισμού του, για ποσό Λ.Κ.24.000, που θα πληρωνόταν ως ακολούθως: Λ.Κ.10.000 με την υπογραφή της συμφωνίας, για τις Λ.Κ.10.000 θα εκδίδονταν μεταχρονολογημένες επιταγές, το δε υπόλοιπο των £4.000 θα πληρωνόταν σε ίσες μηνιαίες δόσεις, από 1.5.98 μέχρι 1.8.98. Είναι κοινώς δεκτό πως η συμφωνία προνοούσε ότι ο εφεσείων θα έπρεπε να υπογράψει νέο ενοικιαστήριο συμβόλαιο με τον ιδιοκτήτη του υποστατικού, στο οποίο στεγαζόταν το κέντρο, πάνω από το οποίο λειτουργούσε άλλη επιχείρηση, του εφεσίβλητου-εναγόμενου 2. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, ο διευθυντής της εφεσίβλητης 1 του υποσχέθηκε πως είχε έλθει σε επαφή με τον ιδιοκτήτη του υποστατικού και σύντομα θα ετοιμάζονταν τα συμβόλαιο ενοικίασης. Ο εφεσείων όμως διαπίστωσε αργότερα πως δικαιούχος στη χρήση του υποστατικού, στο οποίο λειτουργούσε το Absolute Club, ήταν ο εφεσίβλητος 2, ο οποίος και του ζήτησε £1.600 το μήνα ως ενοίκιο. Ο εφεσείων λέγει επίσης στην ένορκη δήλωση του πως πλήρωσε δυο ενοίκια στον εφεσίβλητο 2, ενώ ξόδεψε Λ.Κ.50.000, για ανακαινίσεις και αγορά νέου εξοπλισμού. Ο διευθυντής της εφεσίβλητης 1 όμως δεν τήρησε την υπόσχεση του, να φροντίσει δηλαδή να καταρτιστεί νέο συμβόλαιο με την ιδιοκτήτρια του υποστατικού που, καθώς φάνηκε αργότερα, ήταν η εφεσίβλητη 3. Προέκυψαν διαφωνίες. Ο εφεσείων πρόβαλε τον ισχυρισμό πως ο εφεσίβλητος 2 και η ιδιοκτήτρια, εφεσίβλητη 3, τον απείλησαν με έξωση από το υποστατικό. Γι΄αυτό και απευθύνθηκε στο Δικαστήριο υποβάλλοντας την επίδικη αιτηση για συντηρητικό διάταγμα, με το οποίο ζητούσε να εμποδιστούν οι εφεσίβλητοι από του να πωλήσουν, ενοικιάσουν ή με οποιονδήποτε τρόπο αποξενώσουν την επιχείρηση, όπως λειτουργούσε με την επωνυμία Absolute Club, και επιπλέον να εμποδίζονται οι ίδιοι ή υπηρέτες τους από του να επεμβαίνουν στη λειτουργία της.

΄Οπως είπαμε πιο πάνω το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε το συντηρητικό διάταγμα στη βάση της μονομερούς αίτησης. Το ακύρωσε όμως στις 19.11.97, με την υπό έφεση απόφαση του, μετά που ακούστηκαν και οι άλλοι διάδικοι, οι οποίοι ενίσταντο στη συνέχιση της ισχύος του διατάγματος.

Ο λόγος για τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε το διάταγμα ήταν γιατί έκρινε πως ο εφεσείων είχε αποκρύψει στην ένορκη δήλωση του, που καταχώρισε για να υποστηρίξει την μονομερή έκδοση του, ουσιώδη γεγονότα. Η πρωτόδικος Δικαστής αποφάνθηκε πως ο εφεσείων όφειλε να θέσει αυτά τα γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου, ώστε να ασκηθεί με ορθό και δίκαιο τρόπο, δικαστικά δηλαδή, η διακριτική του ευχέρεια.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα διαφωνεί με την πρωτόδικη απόφαση. Εισηγείται πως τίποτε το ουσιαστικό δεν απέκρυψε ο εφεσείων, και ότι η ερμηνεία που απέδωσε η πρωτόδικη δικαστής στα επίμαχα γεγονότα, όπως ο εφεσείων τα εξέθεσε στην ένορκη του δήλωση, είναι λαθεμένη.

Θα επικεντρωθούμε στη συνέχεια στα γεγονότα, τα οποία η Δικαστής έκρινε ως ουσιώδη και που, γι΄αυτό το λόγο, η περίληψη τους στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντα καθίστατο επιβεβλημένη. Να σημειώσουμε πως η Δικαστής κάνει εκτενή αναφορά στη σχετική με το θέμα νομολογία, με επίκεντρο την υπόθεση ΄Ακης Γρηγορίου κ.α. ν. Χριστίνας Χριστοφόρου κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248.

Ο εφεσείων δέχθηκε στη μαρτυρία του πως η εφεσίβλητη εταιρεία του παρέδωσε την επιχείρηση και αποχώρησε η ίδια από αυτή, χωρίς να επεμβαίνει πλέον στη λειτουργία της. ΄Εχουμε ήδη επισημάνει πως, σύμφωνα με το μεταξύ τους συμβόλαιο ήταν υποχρέωση του ίδιου του εφεσείοντα να συνάψει νέο ενοικιαστήριο έγγραφο με τον ιδιοκτήτη του υποστατικού. Οι επιταγές όμως που πλήρωσε στην εφεσίβλητη 1, επιστράφηκαν από την τράπεζα χωρίς να τιμηθούν. Ο εφεσείων παραδέκτηκε τα πιο πάνω στην αντεξέταση του. Δεν τα ανέφερε όμως στην ένορκη δήλωση του. Διαπιστώθηκε επίσης κατά την ακρόαση πως ο εφεσείων πλήρωσε μόνο δυο ενοίκια στον εφεσίβλητο 2, χωρίς να διευκρινίζει στην ένορκη δήλωση του ότι δεν προέβη σε οποιαδήποτε άλλη πληρωμή.

Η Δικαστής έκρινε, και συμφωνούμε μαζί της, πως τα πιο πάνω στοιχεία ήσαν σοβαρά, με ενδεχόμενο να επηρεάσουν την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας. Αν ο εφεσείων αποκάλυπτε πως η εφεσίβλητη του είχε πράγματι παραδώσει την επιχείρηση, ενώ αυτός σταμάτησε να πληρώνει τις δόσεις έναντι του τιμήματος αγοράς, όπως πρόβλεπε το συμβόλαιο τους, και ανεξάρτητα από τους άλλους λόγους που προβάλλει για να στηρίξει την απαίτηση του εναντίον της, το γεγονός αυτό θα βάραινε ίσως στην κρίση του Δικαστηρίου για τη συνέχιση ή μη της ισχύος του συντηρητικού διατάγματος. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για την περίπτωση που σταμάτησε να πληρώνει τα ενοίκια στον εφεσίβλητο 2.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα, όπως ήδη αναφέραμε, ισχυρίστηκε πως η προσέγγιση της δικαστού στην ερμηνεία της ενόρκου δηλώσεως του εφεσείοντα είναι εσφαλμένη. Ειδικώτερα, για την πληρωμή του ενοικίου των £1.600, υποστήριξε πως, εφόσον ο εφεσείων αναφέρει στην ένορκη δήλωση του πως πλήρωσε δυο ενοίκια, συνάγεται λογικά πως δεν πλήρωσε άλλα. Δεν συμφωνούμε. Η διατύπωση της ενόρκου δηλώσεως δεν είχε την καθαρότητα που επιβάλλει η νομολογία. Αντίθετα, οδηγούσε σε παραπλάνηση το Δικαστήριο, έστω, χωρίς να υπάρχει τέτοια πρόθεση. Θα υποδείξουμε παρόμοια περίπτωση που αφορά το ίδιο στοιχείο όπου, αθέλητα πάλι, το Εφετείο συγχέεται από την παρουσίαση της υπόθεσης από το συνήγορο του εφεσείοντα. Στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του, για να προωθηθεί η εισήγηση πως είναι εσφαλμένη η ερμηνεία της πρωτόδικης Δικαστού αναφορικά με την απόκρυψη του γεγονότος, ότι δηλαδή εκτός από τα δυο ενοίκια που πλήρωσε στον εφεσίβλητο 2 δεν πλήρωσε άλλα, διαβάζουμε τα εξής: «Στην ένορκη δήλωση ο ενάγων αναφέρει ότι ενοίκια πλήρωσε «μόνον» για τους μήνες Μάϊο και Ιούνιο 1997 εκ ποσού Λ.Κ.1.600. Κατά συνέπεια δεν απέκρυψε το γεγονός ότι δεν επλήρωσε άλλα ενοίκια». ΄Ενας που διαβάζει τα πιο πάνω υποθέτει πως η λέξη «μόνον», που εμείς βάζουμε σε εισαγωγικά, γράφεται και στην ένορκη δήλωση, που αν ήταν έτσι θα διαφοροποιούσε πλήρως την κατάσταση. Δεν συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο. Χρησιμοποιείται στη γραπτή αγόρευση, προφανώς για να δείξει πως, όταν ο εφεσείων αναφερόταν σε δυο ενοίκια υπονοούσε πως μόνο αυτά πλήρωσε. Δεν είναι έτσι που παρουσιάζονται τα γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου, όταν διάδικος ζητά δικαστική θεραπεία. Αναμένεται ειλικρινής διάθεση, εκφραζόμενη με ανάλογο καθαρό λόγο.

Κρίνουμε πως η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

Δ.

Δ.

Δ.

 

 

/MAA


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο