ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
CONSTANTINOS CHIMONIDES ν. EVANTHIA K. MANGLIS (1967) 1 CLR 125
PAPANICOPOULOS ν. MORPHOU CO-OPERATIVE (1986) 1 CLR 288
POLICE ν. GEORGHIADES (1983) 2 CLR 33
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 19/1965 - Ο περί Ανακουφίσεως Δυσπραγούντων Ενοικιαστών Νόμος του 1965
Ν. 232/1991 - Ο περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμος του 1991
ΚΕΦ.224 - Immovable Property (Tenure, Registration and Valuation) Law
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2000) 1 ΑΑΔ 656
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΝΟΜΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ 330 ΚΑΙ 332
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ/στών
Νομικό Ερώτημα αρ. 330
Ντίνα Παπαϊωάννου από τη Λευκωσία
Αιτήτρια
και
Γιάννη Παπαϊώννου από τη Λευκωσία
Καθ΄ου η αίτηση
----------------------
Νομικό ερώτημα αρ. 332
Χλόη Κολαρίδου από την ΄Εγκωμη
Αιτήτρια
και
Ευγένιου Κολαρίδη από την ΄Εγκωμη
Καθ΄ου αίτηση.
---------------
11 Mαΐου 2000
Για τις αιτήτριες και στις δυο υποθέσεις: Μ. Τριανταφυλλίδης με την Δ. Παπαχρυσοστόμου και την Ν. Κλεάνθους.
Για τον καθ΄ου αίτηση στο Νομ. Ερ. αρ. 330: Κ. Ταλαρίδης.
Για τον καθ΄ου η αίτηση στο Νομ. Ερ. αρ. 332: Κ. Αδαμίδης.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, με στόχο τη διασφάλιση ισότητας μεταξύ των συζύγων και προς αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων από το διαζύγιο, πρώτα με την απόφασή της (78)37 της 27.9.78 και στη συνέχεια με τη σύσταση της (89)1 της 18.1.89, σύστησε στις κυβερνήσεις των κρατών μελών την υιοθέτηση ορισμένων αρχών και τη λήψη σειράς μέτρων. Είναι ιδιαιτέρως σχετικές προς το θέμα μας οι συστάσεις 14 και 16 της πρώτης και οι αρχές 1, 5 και 9 της δεύτερης. Θα τις παραθέσουμε με την πιο πάνω σειρά.
"14. to ensure that, where a matrimonial property regime of separation of goods arises by the operation of law, a spouse, on the termination of the marriage by a judicial decree of divorce or nullity, has a legal right to obtain a fair share in the property of his former spouse, or a fixed sum, for any financial inequalities which had arisen during the course of the marriage;
15. to grant each spouse an equal right to be informed of the extent of the property belonging to the other spouse where the law requires such information to be given."
"Principle 1
After a divorce the aim should be that, as far as possible, each party should be economically independent and self-supporting. This aim might be attained by appropriate rules relating to:
a. matrimonial property regimes, in particular by granting to a former spouse the right to obtain a fair share in the property of the other;
b. old age insurance schemes, to enable the former spouses to benefit equally from payments made during their marriage.
Principle 5
In the assessment of contributions to be made by one party to the other party account should not be taken of any fault of either party. However legislation may provide the possibility that a contribution may be refused or reduced where the party seeking the contribution has been seriously at fault.
Principle 9
The parties should provide the necessary information to determine whether there is an obligation to provide contributions, to fix the amount and to enable the amount to be recovered.
The obligation to provide this information may also, if necessary, be imposed on public authorities or employers of the parties who possess it."
Δεν υπήρχε στην Κύπρο νομοθεσία ρυθμιστική τέτοιων ζητημάτων. Το διαζύγιο ήταν φαινόμενο εντελώς ασύνδετο προς του μηχανισμούς διευθέτησης περιουσιακών ή ευρύτερων οικονομικών σχέσεων μεταξύ των συζύγων. Για τη ρύθμιση τέτοιων ζητημάτων οδηγός ήταν η συνήθης νομοθεσία στον τομέα του εμπράγματου ή του ενοχικού δικαίου. Επίκουρος ήταν οι αρχές της επιείκειας και ήταν σ΄αυτές που κυρίως προσέτρεχαν οι σύζυγοι για την αντιμετώπιση ζητημάτων που ανέκυπταν όταν διαψεύδονταν οι αρχικές προσδοκίες για δια βίου ομαλή συμβίωση, στη βάση των οποίων, κατά κανόνα, όπως δείχνει η ανθρώπινη πείρα, καθόριζαν τη στάση τους στα οικονομικά θέματα. Αυτή η έκφανση του δικαίου της επιείκειας, η αναφερόμενη δηλαδή στα εμπιστεύματα, είναι περιορισμένης εμβέλειας. Δεν είναι του παρόντος οι λεπτομέρειες. Εκείνο που πρέπει να έχουμε υπόψη είναι το βασικό πως αυτό το εμπίστευμα, έξ ορισμού, αφορά στο δικαίωμα κυριότητας πάνω σε συγκεκριμένη ιδιοκτησία, κινητή ή ακίνητη. Η θεμελίωση του σημαίνει πως ορισμένη ιδιοκτησία υπόκειται σε δικαίωμα κυριότητας άλλου ή και άλλου, διαφορετικού από τον κατά το λοιπό αστικό δίκαιο κύριο της. Στην υπόθεση Ανδρέας Στέλιου Ονουφρίου ν. Νίκης Ανδρέα Ορφανίδη Π.Ε. 9755 ημερομηνίας 30.1.98 συζητήθηκε ο συσχετισμός του άρθρου 14 του περι Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν. 232/91) που εξετάζουμε σ΄αυτή τη διαδικασία, προς το εμπίστευμα. Γίνεται αναφορά στη νομολογία σε σχέση με τις προϋποθέσεις, τη φύση και την επενέργειά του εμπιστεύματος και εξηγείται πως, κατά τις αρχές της επιείκειας, αντικείμενο του είναι "το περιουσιακό στοιχείο αφ΄εαυτού".
Στις 30.12.91 δημοσιεύθηκε και τέθηκε σε ισχύ ο Ν. 232/91 με στόχο τον εκσυχρονισμό του Οικογενειακού Δικαίου σε δυο βασικά τομείς. Πρώτα σε σχέση με τη διατροφή. Μετά, και αυτό είναι που εγείρεται για συζήτηση στην παρούσα διαδικασία, με τη δημιουργία αξίωσης συμμετοχής σε περιουσία στην περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων. Οι ρυθμίσεις που θεσπίστηκαν δεν αποτελούν κυπριακή πρωτοτυπία. Είχε συσταθεί νομοπαρασκευαστική επιτροπή και αναφέρεται στην έκθεσή της η μελέτη συστημάτων που υιοθέτησαν άλλες χώρες. Προτάθηκε πως το νέο ελληνικό σύστημα που εισάχθηκε με το Ν. 1319/18.2.83 αρμόζει περισσότερο στα κυπριακά δεδομένα και, πράγματι, τα αρθρα 14 και 15 του Ν. 232/91 αναπαράγουν ουσιαστικά τα άρθρα 1400 και 1401 του Ελληνικού Αστικού Κώδικα. Το σύστημα έχει ως βάση την, παρά το γάμο, διασφάλιση της περιουσιακής αυτοτέλειας των συζύγων (βλ. άρθρο 1397 του Ελληνικού Αστικού Κώδικα και άρθρο 13 του Ν. 232/91). Σχολιάζει σε σχέση με αυτή την επιλογή ο Γ. Κουμάντος στο Οικογενειακό Δίκαιο, έκδοση 1988 Τόμος Ι σελ. 188.
"Ανάμεσα στα δύο ακραία συστήματα, στο σύστημα της περιουσιακής αυτοτέλειας και στο σύστημα της γενικής κοινοκτημοσύνης, ως προσπάθεια σύνθεσης των πλεο-νεκτημάτων και αποτροπής των μειονεκτημάτων του καθενός, έχουν προταθεί διάφορα μικτά συστήματα όπως π.χ. το σύστημα της κοινοκτημοσύνης που περιορίζεται μόνο σ΄ όσα περιουσιακά στοιχεία αποκτώνται κατά τη διάρκεια του γάμου από τον έναν ή τον άλλο σύζυγο (errungenschaftsgemeinschaft) ή το σύστημα της αναγνώ- ρισης μιας αξίωσης για συμμετοχή του κάθε συζύγου στην περιουσιακή επαύξηση του άλλου (zugewinngemeinshaft, βλ. περισσότερα παρακάτω, σε σχέση με το άρθρο 1400)."
Και οι Γεωργιάδης - Σταθόπουλος - Αστικός Κώδιξ, έκδοση 1991, 7ος Τόμος σελ. 289.
"Η διάταξη ΑΚ 1400 είναι νέα στο ελληνικό δίκαιο. Ο έλληνας νομοθέτης αφενός αναγνώρισε, όπως και πολλές ευρωπαϊκές νομοθεσίες, ότι συχνά ο σχηματισμός περιουσίας των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου μπορεί να αποβαίνει, αν δεν υπάρχει κάποια προστατευτική νομοθετική παρέμβαση, σε βάρος του ενός από τους δύο συζύγους, γεγονός που αποκτά πρακτική σημασία κυρίως κατά τη λύση του γάμου� αφετέρου όμως δεν θέλησε να προβλέψει, για την αποτροπή ή αποκατάσταση τέτοιων αδικιών, τη συμμετοχή των δύο συζύγων στα αποκτώμενα περιουσιακά αγαθά με τρόπο γενικό και αφηρημένο (π.χ. πάντοτε ανά 1/2), δηλαδή ένα σύστημα κοινοκτημοσύνης. Η γενική και αφηρημένη, εκ των προτέρων για κάθε γάμο προβλεπόμενη, λύση θα αγνοούσε την ποικιλία των συνθηκών που επικρατούν σε κάθε γάμο, θα ισοπέδωνε τις (φυσιολογικές) διαφορές τους και δεν θα επέτρεπε να ληφθεί υπόψη η πραγματική κατάσταση της συγκεκριμένης έγγαμης συμβίωσης. ΄Ετσι ο νομοθέτης, διατηρώντας το σύστημα της περιουσιακής αυτοτέλειας των συζύγων (ΑΚ 1397), προχώρησε με τη νέα διάταξη, που σωστά χαρακτηρίσθηκε σταθμός για τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, σε μια λύση με αρκετή πρωτοτυπία διεθνώς, που στηρίζεται στην αρχή της συμβολής του κάθε συζύγου στο σχηματισμό της περιουσίας του άλλου. ΄Εκρινε αναγκαίο να παρέμβει διορθωτικά στο νόμιμο σύστημα της περιουσιακής αυτοτέλειας, αλλά και δίκαιο να στηρίζεται η παρέμβαση στην παραπάνω αρχή. Σύμφωνα με τη γενικότερη αυτή αρχή, απόρροια της ιδέας της δικαιοσύνης, καθένας θα πρέπει να αμείβεται για ό,τι πραγματικά συνεισφέρει, στον καθένα δηλαδή θα πρέπει να δίνεται κάποιο αντάλλαγμα ανάλογο με τις υπηρεσίες ή θυσίες ή άλλες παροχές που προσφέρει και με την εν γένει συμβολή του. Και εφόσον κάποιος άλλος ωφελείται και στο βαθμό που ωφελείται, αποκομίζοντας τους καρπούς της συνεισφοράς του πρώτου, θα πρέπει να είναι υπεύθυνος για την παροχή αυτού του ανταλλάγματος. Ο νομοθέτης επιτρέπει πάντως στους συζύγους να επιλέξουν, εάν το προτιμούν, ένα σύστημα κοινοκτη-μοσύνης (ΑΚ 1403 επ.κ.)."
Ο Ν. 232/91 τροποποιήθηκε από τους Ν. 49(Ι)/95, 34(Ι)/96 και 58(Ι)/99 που δεν διαφοροποιούν την ουσία της γενικής ρύθμισης και δεν συσχετίστηκαν προς τα ζητήματα που μας απασχολούν. Εν πάση περιπτώσει, ο Ν. 58(Ι)/99, με τον οποίο περιλήφθηκε στην έννοια της "περιουσίας" και η αποκτηθείσα "πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου" είναι και μεταγενέστερη του χρόνου υποβολής των νομικών ερωτημάτων. Παραθέτουμε τα άρθρα 14 και 15.
14.-(1) Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αφότου τελέσθηκε ο γάμος αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσο συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.
(2) Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.
(3) Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν:
(α) Από δωρεά, κληρονομία, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία�
(β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) αιτίες.
15. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 14 αξίωση:
(α) Παραγράφεται δύο χρόνια μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου�
(β) δε γεννιέται, σε περίπτωση θανάτου, στο πρόσωπο των κληρονόμων του συζύγου που πέθανε�
(γ) δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται, εκτός αν έχει αναγνωριστεί συμβατικά ή αν έχει επιδοθεί αγωγή."
Με τον τροποποιητικό Νόμο 25(Ι)/98 προστέθηκαν νέες διατάξεις, εκείνες των άρθρων 14Α μέχρι 14ΣΤ. Καθιστούν υποχρεωτική την αποκάλυψη των περιουσιακών στοιχείων των διαδίκων. Παραθέτουμε το άρθρο 14Α(1) που περιλαμβάνει τη βασική πρόνοια:
"Για σκοπούς καλύτερης εφαρμογής του άρθρου 14, το Δικαστήριο δύναται ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου να εκδώσει διάταγμα, βάσει του οποίου ο καθ΄ου η αίτηση υποχρεούται, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την έκδοσή του, ή μέσα σε οποιαδήποτε άλλη χρονική περίοδο το Δικαστήριο ορίσει, να υποβάλει ένορκη δήλωση στο Δικαστήριο, στην οποία να περιγράφει πλήρως, με σαφήνεια και κατά συγκεκριμένο τρόπο την περιουσία στην οποία είχε οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον κατά την ημερομηνία της διακοπής της συμβίωσης ή κατ΄άλλη σχετική ημερομηνία που το Δικαστήριο ορίζει στο διάταγμα."
Οι άλλες διατάξεις που ακολουθούν ρυθμίζουν επί μέρους ζητήματα. Επισημαίνουμε σ΄αυτό το στάδιο τη δυνατότητα που παρέχεται προς εξέταση για έλεγχο της ορθότητας των στοιχείων που αποκαλύπτονται (άρθρο 14Α(3)), την ποινικοποίηση της παροχής ψευδών ανακριβών ή μή πλήρων πληροφοριών (άρθρο 14Β) και την παροχή εξουσίας στο Δικαστήριο για ασφαλιστικά μέτρα με την έκδοση παρεμπίπτοντων διαταγμάτων, (άρθρο14Γ).
Στο πλαίσιο δυο αιτήσεων ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, των 43/96 και 36/96, ζητήθηκε αποκάλυψη κατ΄επίκληση του άρθρου 14Α. Υπήρξαν ενστάσεις και τέθηκαν ερωτήματα συνταγματικής φύσης. Επομένως, αυτά παραπέμφθηκαν ενώπιόν μας με τη μορφή νομικών ερωτημάτων. Ενόψει της συνάφειας τους τα ακούσαμε μαζί. Δεν χρειάζεται να τα παραθέσουμε αυτούσια. Κατά την ακρόαση διευκρινίστηκε η ουσία τους και συγκεκριμενοποιήθηκε η έκταση της αμφισβήτησης. ΄Οπως επαναλήφθηκε από την Ολομέλεια στην Ανδρέας Κούρτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Α.Ε. 2163 κ. άλλες ημερομηνίας 25.6.99 η εξέταση των συνταγματικών θεμάτων δεν είναι σε καμιά περίπτωση αυτεπάγγελτη εφόσο δε αυτά προσδιορίζονται καταλλήλως, εξετάζονται στο πλαίσιο των επιχειρημάτων που τα στοιχειοθετούν. ΄Οπως είναι παγίως νομολογημένο, η σύγκρουση νόμου προς το Σύνταγμα πρέπει να αποδεικνύεται και μάλιστα πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.
Οι εισηγήσεις δεν αφορούν στο σύνολο της ρύθμισης. Δεν τίθεται θέμα σε σχέση με τη δυνατότητα θέσπισης τέτοιων διατάξεων. Στο πλαίσιο της πρώτης ενότητας των ερωτη-μάτων, υποστηρίχτηκε ότι είναι αντισυνταγματική η "αναδρομικότητα" του Νόμου. Υποδείχθηκε κατά τη συζήτηση η νομολογία μας σε σχέση με την αναδρομικότητα. Πρώτα με αναφορά στο καθιερωμένο πως δεν είναι αναδρομικός ο Νόμος που ενώ λειτουργεί για το μέλλον παρέχει δικαιώματα που προσδιορίζονται με αναφορά σε παρελθόντα γεγονότα. [βλ. Republic v. Menelaou (1982) 3 CLR 419, Santis and Others v. Republic 1983 3 CLR 419, Mιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ ν. Δήμου Λεμεσού (1993) 3 ΑΑΔ, 25]. Μετά, με αναφορά στην ανυπαρξία γενικού συνταγματικού κωλύματος για πρόσδοση αναδρομικότητας σε Νόμο. (βλ.Papanicopoulos v. Morphou Co-Operative (1986) 1 CLR 288). Ξεκαθαρίστηκε, λοιπόν, πως η ένσταση αφορά στο γεγονός ότι ενεργοποιούνται οι διατάξεις του Νόμου όχι μόνο για περιουσία που αποκτάται μετά την έναρξη της ισχύος του αλλά και για περιουσία που κτήθηκε πριν από αυτή. Στην περίπτωση των διαδίκων που εγείρουν το θέμα, από την ημέρα του γάμου τους το 1977. Αυτό, ενόψει της έννοιας που προσδίδει ο νόμος στον όρο "συνεισφορά". Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του Νόμου,
"συνεισφορά" σημαίνει την οποιασδήποτε μορφής συνει-σφορά των συζύγων στην απόκτηση ή τη δημιουργία περιουσίας και περιλαμβάνει τη φροντίδα της οικογενειακής εστίας και των μελών της οικογένειας".
Κατά την εισήγηση του κ. Ταλαρίδη η συνεισφορά αναβαθμίζεται σε είδος ιδιοκτησίας, άγνωστο μέχρι τη θέσπιση του Νόμου αφού περιλαμβάνεται σ΄αυτή όχι απλώς η υλική, που θα ήταν αποδεκτό, αλλά και η "φροντίδα της οικογενειακής εστίας και των μελών της οικογένειας". Επομένως, εκείνο που ανήκε στο διάδικο ως ιδιοκτήτη του κατά τη θέσπιση του Νόμου, παύει να του ανήκει και μετατρέπεται σε ιδιοκτησία του άλλου, με αναφορά σε "συνεισφορά" που δεν ήταν τότε δυνατό να οδηγήσει αφ΄εαυτής, ούτε είχε οδηγήσει, σε τέτοιας μορφής αλλαγή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς. Συνεπώς, απολήγει η εισήγηση, το άρθρο 14, στο σημείο που προσδιορίστηκε, παραβιάζει το άρθρο 23.1 - 4 του Συντάγματος που διασφαλίζει το ατομικό δικαίωμα ιδιοκτησίας και προσδιορίζει περιοριστικά τους παραδεκτούς τρόπους στέρησης ή αποξένωσης ιδιοκτησίας. ΄Οχι πως θα ήταν δυνατή η παραβίαση συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος με νόμο που δεν θα είχε το στοιχείο της αναδρομικότητας. Η αναδρομικότητα εδώ εισάγεται, όπως αντιλαμβανόμαστε την εισήγηση, όχι με αναφορά στην επενέργεια του Νόμου, που είναι δεκτό ότι προβάλλεται στο μέλλον αλλά με την εισήγηση πως, επειδή ο Νόμος παρεμβαίνει αναδρομικά στους όρους κτήσης ιδιοκτησίας, καταστρέφει δικαίωμα ιδιοκτησίας που υπάρχει πλήρως διαμορφωμένο κατά το χρόνο της θέσπισης του. Δεν μας παρέπεμψε ο κ. Ταλαρίδης σε νομολογία μας πάνω στην ουσία της εισήγησής του. Επικαλέστηκε όμως την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Καλιφόρνιας στην υπόθεση In the matter of the Estate of William M. Thornton Deceased Joseph A. Garry n. Lucy Creswell et al (1934) 1 Cal. 2d 1, 33p. 2d1. ΄Ισχυε εκεί ο θεσμός της κοινοκτημοσύνης (community property) και κρίθηκε αντισυνταγματικός, ως παραβιάζων το ήδη διαμορφωμένο δικαίωμα ιδιοκτησίας, ο νόμος που καθιστούσε κοινή και την περιουσία που μετέφερε στην Πολιτεία ο σύζυγος, αφού αυτή δεν ήταν κοινή κατά το δίκαιο της Πολιτείας στην οποία την απέκτησε.
Θα συνοψίσουμε την απάντηση του κ. Τριανταφυλλίδη σ΄αυτά πριν αναφερθούμε στη δεύτερη ενότητα των ερωτημάτων. Δεν ασχολήθηκε ο κ. Τριανταφυλλίδης με την λεπτομέρεια των ρυθμίσεων. Κατά την εισήγηση του ορθώνεται θεμελιώδες εμπόδιο στην επίκληση του άρθρου 23 του Συντάγματος. Αυτό δεν προστατεύει από νομοθετικές ρυθμίσεις στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου όπως η παρούσα. Επικαλέστηκε πρώτα την Stelios F. Evlogimenos and Others v. Republic 2 RSCC 139. Υπό κρίση εκεί ήταν η συνταγματικότητα του άρθρου 24 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 που αναγνώριζε υπέρ ορισμένων προτεραιότητα για αγορά ιδιοκτη- σίας. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
"It appears to be the clear object of these provisions to ensure that with the passage of time ownership of land will eventually include ownership of trees and anything erected thereon and that separate ownership of land and anything standing thereon should eventually cease to exist.
Further, the Court in examining the provisions of Article 23 of the Constitution has proceeded on the well-settled principle that the right to property safeguarded by an Article such as this is not a right in abstracto but a right as defined and regulated by the law relating to civil law rights in property and the word "property" in paragraph 1 of Article 23 has to be understood and interpreted in this sense.
Paragraph 2 of Article 23, in the opinion of the Court, protects the aforesaid right to property from deprivation or restriction or limitation effected in the interests of the State or public bodies and not merely under a law regulating civil law rights in property.
The object of the above-mentioned sections of CAP 224, and of section 24 in particular, which relates strictly to the regulation of civil law rights in property does not and cannot conflict with the provisions of Article 23 and, therefore, section 24 cannot be unconstitutional on that ground.
It is for the legislative authorities of the Republic to regulate by law the civil law rights in property which are contained in the notion of "property" in paragraph 1 of Article 23 and if there is any absurdity, as alleged by Applicants, resulting from the fact that under section 24 of CAP 224 an owner of a minor share in trees should be entitled to a right of pre-emption over the land in which they stand, it is for such authorities to consider this matter.
As section 24 of CAP 224 is particularly closely related to section 33 of CAP 224 and as the deprivation of an owner of property of the benefit of the procedure provided for under section 33 would in effect amount to changing the nature of the rights of owners of land or trees, under section 24, the Court has also had to examine the constitutionality of the said section 33.
The Court is of the opinion that such section 33 is not unconstitutional as being contrary to Article 23 for the same reasons for which section 24 is not unconstitutional i.e. because paragraph 2 of Article 23 does not apply to provisions of law regulating civil law rights in property as among different property owners and the effect of which provisions is already inherent in the notion of "property" in paragraph 1 of Article 23."
Μετά επικαλέστηκε την In Re Ali Ratip 3 RSCC 102, προς την ίδια κατεύθυνση. Τέθηκε εκεί υπό αμφισβήτηση η συνταγματικότητα άρθρων του περί Ανηλίκων και Ασώτων Νόμου Κεφ. 277 με τον ισχυρισμό πως η παροχή δυνατότητας διορισμού επιτρόπων ή ο περιορισμός του δικαιώματος διαχείρισης περιουσίας που επέβαλλε, παραβιάζει το άρθρο 23 του Συντάγματος. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τη σελίδα 104.
"As this Court has laid down in its Decision on preliminary legal issues in Stelios E. Evlogimenos and 2 others and The Republic, 2 R.S.C.C., p. 139, 142, the right to property is not a right in abstracto but a right as defined and regulated by the law relating to civil law rights in property and the word "property" in paragraph 1 of Article 23 has to be understood and interpreted in this sense. Furthermore, paragraph 2 of Article 23 protects the right to property from deprivation or restriction or limitation effected in the interests of the state or public bodies and not merely under a law regulating civil law rights in property.
The same principle applies to the various matters concerning the management of property. The Constitution in safeguarding the right to "acquire", "own", "possess", "enjoy" or "dispose of " property does not protect the management of property in abstracto but subject to the rules embodied in the civil law.
The law of Cyprus, in accordance with the principles followed in all civilized countries, lays down that certain persons are not, by virtue of incapacity such as mental de-rangement or prodigality, capable of entering into certain transactions. These are matters of civil law, and Article 23 cannot be understood as being intended to interfere therewith".
Έχουμε υπόψη και τρίτη υπόθεση πάνω στην ίδια γραμμή. Πρόκειται για την απόφαση της Ολομέλειας στην Constantinos Chimonides v. Evanthia K. Manglis (1967) 1 CLR 125. To ζήτημα αφορούσε στη συνταγματικότητα από την άποψη, μεταξύ άλλων, του άρθρου 23, του περι Ανακουφίσεως Δυσπραγούντων Ενοικιαστών Νόμου του 1965 (Ν. 19/65). Το ερώτημα ήταν αν ο νόμος επέβαλλε δεσμεύσεις ή περιορισμούς στο δικαίωμα του ιδιοκτήτη χωρίς να προβλέψει αποζημίωση. Υιοθετήθηκε η αναφερθείσα νομολογία και απορρίφθηκε ο ισχυρισμός. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Ιωσηφίδη Δ. στη σελίδα 143:
"There are two Cyprus cases on the effect of the aforesaid provisions of the Constitution. In the first case it was held by the Supreme Constitutional court that paragraphs 1, 2 and 3 of Article 23 protect the right to property from deprivation, restriction or limitation "effected in the intersts of the State or public bodies", but it does not apply to legislation regulating civil law rights in property: Evlogimenos and The Republic (1961) 2 R.S.C.C. 139 at pages 142-3. This was confirmed in case of Ali Ratip (1962) 3 R.S.C.C. 102 at p. 104. The State may regulate by law civil law rights in property which are contained in the notion of "property" in Artice 23, paragraph 1, (Evlogimenos case, at page 142). On these principles, which we affirm, it would seem that, as the restriction or limitation in the present case is not effected in the interests of the State or any public body, the provisions of Article 23, paragraphs 1, 2 and 3, do not apply to the provisions of the Law of 1965, as this statute is legislation regulating the civil law rights in property inter partes."
(βλ. και Georghios Apostolides and Others v. Republic (1982) 3 CLR 928 και συναφώς Police v. Georghiades (1983) 2 CLR 33 και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 2/96 ημερομηνίας 29.1.97).
Η δεύτερη ενότητα αφορά στο άρθρο 14Α. Το ερώτημα είναι αν συγκρούεται με τα άρθρα 23 και 30 του Συντάγματος. Συνοψίζουμε την εισήγηση ως προς το πρώτο. Το άρθρο 23.1. του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα να απαιτεί ο ιδιοκτήτης "σεβασμό του τοιούτου δικαιώματος του". O εξαναγκασμός για αποκάλυψη περιουσιακών στοιχείων που επιβάλλει το άρθρο 14Α σημαίνει έλλειψη τέτοιου σεβασμού και "συρρικνώνει" το δικαίωμα. Ο κ. Αδαμίδης επικαλέστηκε επ΄αυτού τον Π.Δ. Δαγτόγλου - Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα Β΄, έκδοση 1991 σελ. 919. Συζητά εκεί ο συγγραφέας τη δυνατότητα του Νομοθέτη για καθορισμό του περιεχομένου και των ορίων της ιδιοκτησίας και θεωρεί ο κ. Αδαμίδης ότι βοηθά την άποψη του η εξήγηση πως "η εξουσία του νομοθέτη για καθορισμό του περιεχομένου και των ορίων της ιδιοκτησίας δεν σημαίνει ότι ο νομοθέτης μπορεί να τα συρρικνώνει σε σημείο εξανεμίσεως της ιδιοκτησίας".
Σε σχέση με το άρθρο 30 του Συντάγματος αναφέρθηκαν γενικά οι παράγραφοι 2 και 3. Υποστηρίχτηκε πως το άρθρο 14Α οδηγεί σε δίκη που δεν θα διεξάγεται "επί ίσοις όροις" και η οποία, για το λόγο αυτό, δεν θα είναι δίκαιη. Εξαναγκάζεται ο διάδικος "να παραδώσει τα όπλα τα οποία θα αξιοποιηθούν από την άλλη πλευρά", και "να κάμει παραδοχή γεγονότων παρά τη θέλησή του", με ποινικές συνέπειες αν δεν το κάνει ή αν προβεί σε ψευδείς δηλώσεις. Του υποδείχθηκε κατά τη συζήτηση η ύπαρξη, εν πάση περιπτώσει, δυνατότητας να κληθεί ο διάδικος από την άλλη πλευρά για να εξεταστεί ενόρκως ως μάρτυρας. Η άποψή του ήταν πως κάμνει διαφορά το γεγονός ότι σε εκείνη την περίπτωση οι απαντήσεις που θα δοθούν θα είναι προφορικές. Ενώ, "εδώ οφείλει γραπτώς, ό,τι δηλώσει θα έχει εσαεί συνέπειες γι΄αυτό το πράγμα που θα κάμει". Επικαλέστηκε την απόφαση του Οικογενειακού Εφετείου στην υπόθεση Χλόη Κολαρίδου ν. Ευγένιου Κολαρίδη Αρ. 76 ημερομηνίας 3.11.87 που αφορούσε στο άρθρο 22(5) του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε ειδικά από το Νόμο 54(Ι)/94 και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση της Τιτίνας Λοϊζίδου ν. Τουρκίας, χωρίς όμως, πρέπει να σημειώσουμε, να προχωρήσει σε κάποιο συσχετισμό τους προς τα θέματα που εγείρονται.
Μελετήσαμε τις εισηγήσεις και καταλήξαμε πως δεν έχει αποδειχθεί η αντισυνταγματικότητα που υποστηρίκτηκε. Θα αναφερθούμε πρώτα στο ζήτημα του άρθρου 14 σε συνδυασμό προς την έννοια της "συνεισφοράς". Η άποψη για την αντισυνταγματικότητα στηρίζεται σε λανθασμένη αντίληψη αναφορικά με την επίδραση των διατάξεων του Νόμου πάνω στο ατομικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Δεν παρεμβαίνει ο Νόμος και δεν δημιουργεί, αφαιρεί ή καταργεί κανένα τέτοιο δικαίωμα. Θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε πως είναι σε άλλο επίπεδο που λειτουργεί.
Είδαμε ότι ο Νόμος διατηρεί την περιουσιακή αυτοτέλεια των συζύγων. Διευκρινίζει το άρθρο 13 πως αυτό ισχύει "τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Μέρους" και πρέπει να εξετάσουμε τη σημασία αυτής της επιφύλαξης ενόψει των υπόλοιπων διατάξεων. Κάθε ένας από τους συζύγους μπορεί να είναι ο απόλυτος κύριος οποιασδήποτε περιουσίας, όποτε και αν αυτή αποκτήθηκε, όπως κάθε άλλος άνθρωπος. Ακόμα και κατ΄εφαρμογήν του δικαίου της επιείκειας σε σχέση με τα εμπιστεύματα. Η συνεισφορά, ενδεχομένως και με τη μορφή υπηρεσιών που προσφέρονται στο σπίτι, είναι δυνατό, τηρουμένων και των υπολοίπων προϋποθέσεων κατά το δίκαιο της επιείκειας, να οδηγήσουν στην κτήση της κυριότητας σε περιουσιακά στοιχεία διαρκούντος του γάμου, όπως σε κάθε άλλη περίπτωση. Αναφερθήκαμε στην αρχή στην υπόθεση Ορφανίδης. Αφορούσε σε αγωγή για απόδοση μεριδίου στην αύξηση της περιουσίας με βάση το άρθρο 14 και στο πλαίσιο των θεμάτων που απασχόλησαν συσχετίστηκε ο Νόμος προς το δίκαιο της επιείκειας. Δεν είχαν εκεί εγερθεί ζητήματα όπως αυτά που μας απασχολούν εδώ αλλά τονίστηκε πως στον τομέα που καλύπτει το άρθρο 14 δεν έχουν θέση οι αρχές του αγγλικού δικαίου. Εξηγήθηκαν οι διαφορές και επισημάνθηκε, όπως σημειώσαμε, πως "αντικείμενο του διαχωρισμού δεν είναι, όπως στο αγγλικό δίκαιο, το περιουσιακό στοιχείο αφ΄εαυτού, αλλά η αύξηση της περιουσίας των συζύγων μετά το γάμο". Σημειώνουμε και τα ακόλουθα από την απόφαση που εξέδωσε ο Πικής Π.:
"Το αντικείμενο του μερισμού είναι η αύξηση της περιουσίας, όχι αυτή τούτη η περιουσία. Βέβαια, στο βαθμό που η αύξηση συσχετίζεται με συγκεκριμένο ακίνητο, και ο έτερος των συζύγων δικαιούται μεριδίου στην αύξηση, μπορεί να διαταχθεί η εγγραφή του ως ιδιοκτήτη για το αναλογούν σε αυτόν μερίδιο (ποσοστό) ιδιοκτησίας".
Η όποια συνεισφορά, όπως αυτή ορίζεται στο Νόμο, δεν βαρύνει το περιουσιακό στοιχείο κατά την απόκτηση ή τη διατήρηση της κυριότητας σ΄αυτό διαρκούντος του γάμου. Στο πλαίσιο του νόμου, από αυτή την άποψη, είναι παράγων ουδέτερος. Ο καθένας από τους συζύγους μπορεί να ασκεί το δικαίωμα της κυριότητας που έχει πάνω στο κάθε περιουσιακό στοιχείο, όποια και αν ήταν η συνεισφορά του άλλου με την έννοια του νόμου. Αντίστροφα, το όποιο περιουσιακό στοιχείο του καθενός από τους συζύγους υπόκειται στις διατάξεις σε σχέση με την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων εναντίον τους. Ενεργοποιείται ο νόμος όταν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων. Παρέχεται τότε, σε εκάτερο των συζύγων, δικαίωμα "να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή". Δεν αναβαθμίζεται ούτε μεταλλάσεται με τον τρόπο αυτό η συνεισφορά σε "περιουσία", όπως ήταν η εισήγηση. Δεν διαφοροποιείται η όποια έννοια της. Μια είναι η έννοια της από την αρχή ως το τέλος αλλά αυτή η έννοια αποκτά σημασία όταν ενεργοποιείται ο Νόμος. Η σημασία της "συνεισφοράς" στο πλαίσιο του νόμου, έγκειται στην εξάρτηση από αυτή του μέρους της όποιας αύξησης οφείλεται σ΄αυτή. Αποτελεί την προϋπόθεση για την γέννηση δικαιώματος και τον παράγοντα για τον καθορισμό της έκτασής του. Τεκμαίρεται βέβαια ότι σε κάθε γάμο υπάρχει τέτοια συνεισφορά και ότι αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης αλλά το τεκμήριο είναι μαχητό και, πάντως, η θέσπισή του δεν είναι στοιχείο προσδιοριστικό της φύσης της ή της επενέργειάς της.
Με δοσμένη την όποια συνεισφορά, κατά το τεκμήριο ή την όποια μαρτυρία, δημιουργείται δικαίωμα για απαίτηση, αξίωση όπως χαρακτηρίζεται στη συνέχεια. Η ύπαρξη συνεισφοράς δεν αγγίζει την ιδιοκτησία σε οποιοδήποτε επιμέρους περιουσιακό στοιχείο. Με άλλα λόγια, δεν απολήγει στη δημιουργία και αντιστοίχως στην αφαίρεση εμπράγματου δικαιώματος. Εκείνο που δημιουργείται είναι ενοχική αξίωση, μάλιστα προσωποπαγής. Δεν καθίσταται κύριος κανενός περιουσιακού στοιχείο ο σύζυγος που συνεισφέρει με την έννοια του νόμου. Αποκτά δικαίωμα για αξίωση μέρους της αύξησης η οποία και υπόκειται πλέον στις διατάξεις του άρθρου 15. Παραθέσαμε ήδη αυτό το άρθρο αλλά επισημαίνουμε και εδώ την πρόνοια για παραγραφή, για μή γέννηση του δικαιώματος στο πρόσωπο των κληρονόμων του συζύγου που πέθανε και για την ανυπαρξία δυνατότητας, με την εξαίρεση που αναφέρεται, εκχώρησης ή "κληρονόμησης" του. Λειτουργεί ο Νόμος και αναζητείται η αύξηση και η έκταση του δικαιώματος σε αυτή, με δοσμένα τα περιουσιακά στοιχεία που ο καθένας έχει δικά του.
Το άρθρο 16 που ακολουθεί είναι ιδιαιτέρως ενδεικτικό. Αφορά στον συνυπολογισμό δωρεών που έγιναν κατά τη διάρκεια του γάμου. Εννοείται πως την κυριότητα των περιουσιακών στοιχείων που δωρήθηκαν τη διατηρεί ο δωρεοδόχος. Η αξία τους όμως λαμβάνεται υπόψη και το πώς λαμβάνεται υπόψη είναι ευθέως προσδιοριστικό της φύσης της αξίωσης και του αποτέλεσματος που επιφέρει η επιτυχία της. Λαμβάνονται υπόψη "κατά την επιδίκαση του ποσού το οποίο τυχόν ο ενάγων σύζυγος δικαιούται". Παραθέτουμε το άρθρο 16:
"Το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση αγωγής του ενός από τους συζύγους κατά του άλλου δυνάμει του άρθρου 14, θα λαμβάνει υπόψη κατά την επιδίκαση του ποσού το οποίο τυχόν ο ενάγων σύζυγος δικαιούται και την αξία των περιουσιακών στοιχείων τα οποία ο εναγόμενος σύζυγος δώρησε κατά τη διάρκεια του γάμου στον ενάγοντα."
Ισχύουν τα ίδια και σε σχέση με το άρθρο 17. Αναφέρεται σε παράγοντες που κατά περίπτωση μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση του πιο πάνω ποσού ή ακόμα και σε μή επιδίκαση οποιουδήποτε ποσού. Δεν συζητούμε εδώ τη σοφία καμιάς πρόνοιας του Νόμου. Αναζητούμε τη φύση του δικαιώματος που δημιουργείται και είναι και το άρθρο 17 σχετικό στο πλαίσιο των σκέψεων που διατυπώσαμε. Παραθέτουμε και το άρθρο 17.
"17.-(ι) Το Δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει στον ενάγοντα σύζυγο οποιοδήποτε ποσό με βάση το άρθρο 14 του παρόντος Νόμου ή να μειώσει το ποσό το οποίο αυτός θα εδικαιούτο με βάση το ίδιο άρθρο, αν αυτός -
(α) ΄Εχει καταδικαστεί για φόνο ή ανθρωποκτονία του άλλου συζύγου�
(β) έχει καταδικαστεί για φόνο ή ανθρωποκτονία τέκνου του άλλου συζύγου�
(γ) έχει καταδικαστεί για εκ προθέσεως πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης στον άλλο σύζυγο ή σε τέκνο του�
(δ) εγκατέλειψε χωρίς εύλογη αιτία το σύζυγο ή τα τέκνα του κατά τρόπο ιδιαίτερα σκληρό ή ανήθικο:
(ιι) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την έναντι του ενάγοντα συζύγου συμπεριφορά του άλλου συζύγου".
Το άρθρο 14Ε που προστέθηκε με το Ν. 25(Ι)/98 παρέχει στο Δικαστήριο
"την εξουσία να εκδίδει διατάγματα για μεταβίβαση στον αιτητή περιουσίας του καθ΄ου η αίτηση που συνιστά αντικείμενο της διαδικασίας που ακολουθείται δυνάμει του παρόντος Νόμου."
Δεν πρέπει να μας παραπλανήσει η διατύπωση. ΄Οταν αναφέρεται σε περιουσία που "συνιστά το αντικείμενο της διαδικασίας" σαφώς δεν εννοεί πως η διαδικασία αφορά στην κυριότητα την ίδια οποιασδήποτε περιουσίας. Υπάρχει και περιουσία που δεν μπορεί να υπολογιστεί στο πλαίσιο του νόμου. [βλ. συναφώς το άρθρο 14(3)]. Το διάταγμα για μεταβίβαση τέτοιας περιουσίας δεν εκδίδεται για απόδοση περιουσιακού στοιχείου που ανήκει στον αξιούντα. Αποτελεί πρόσθετη δυνατότητα, άλλη από εκείνη για επιδίκαση ποσού, προς ικανοποίηση της ενοχικής αξίωσης που θεμελιώνεται. Δεν αναιρεί το άρθρο 14Ε ούτε βέβαια και οι πρόνοιες των άρθρων 14Γ και 14Δ που στοχεύουν στη διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων, στην αλλοίωση της φύσης του δικαιώματος που αναγνωρίζεται και της δικαιοδοσίας που δημιουργείται.
Βρίσκουμε ενίσχυση αυτής της προσέγγισής μας στα δυο συγγράμματα που αναφέραμε στην αρχή. [βλ. επίσης Ι.Σ. Σπυριδάκη, Εγχειρίδιο Αστικού Δικαίου, Τόμος Τέταρτος, Οικογενειακό Δίκαιο, ΄Εκδοση 1983, σελ. 114 κ.επ. και Δεληγιάννη Κουτσουρίδη, Οικογενειακό Δίκαιο, Το Νέο Σύστημα Ρύθμισης των Συζυγικών Σχέσεων, έκδοση 1984, σελ. 119 κ.επ.]. ´Εχουμε ήδη παραθέσει εκτεταμένο απόσπασμα από τους Γεωργιάδη - Σταθόπουλο στο οποίο γίνεται αναφορά σε αμοιβή ή σε απόδοση ανταλλάγματος ανάλογου με τις υπηρεσίες ή θυσίες ή άλλες παροχές. Στη σελ. 291 συζητείται η φύση της αξίωσης. Ρητά χαρακτηρίζεται ως ενοχική και όχι εμπράγματη. Περαιτέρω, ως προσωποπαγής. Και αυτά, υφισταμένης και εκεί της δυνατότητας αυτούσιας απόδοσης περιουσιακού στοιχείου ή ποσού χρημάτων. [βλ. σελ. 305 και 306]. Από το σύνολο της ανάλυσης, είναι ιδιαιτέρως σημαντικά τα πιο κάτω, από τις σελίδες 291 και 292.
"Αξίωση ενοχική: Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα είναι ενοχική (1400 § 1: '...δικαιούται να απαιτήσει...") Δανειστής είναι ο ένας σύζυγος και οφειλέτης ο άλλος (βλ. και παρακ. αρ. 24). Η αβεβαιότητα ως προς το τελικό ύψος της αξίωσης λόγω της πιθανής συνεχούς αυξομείωσης των αποκτημάτων και της επίσης συχνά κυμαινόμενης συμβολής σ΄αυτά (αβεβαιότητα που προκύπτει από την ανάγκη ανταπόκρισης της τελικής αξίωσης στην πραγματική συμβολή του ενός στο σχηματισμό της μεταβαλλόμενης περιουσίας του άλλου) οδήγησε το νομοθέτη στο να μην επιβάλει εμπράγματη συμμετοχή του ενός συζύγου στην περιουσία του άλλου. Οι εμπράγματες σχέσεις απαιτούν κατά το δυνατόν κάθε στιγμή (και κατά τη διάρκεια του γάμου) σαφήνεια, δημοσιότητα και σταθερότητα ως προς το ποσοστό συμμετοχής στην περιουσία του άλλου. Για την ενίσχυση όμως του ενοχικού αυτού δικαιώματος πρόβλεψε ο νομοθέτης τη δυνατότητα εμπράγματης ή άλλης εξασφάλισής του, άρα και της από αυτό αξίωσης (ΑΚ 1402, βλ. παρακ. αρ. 41 επ.).
2. Αξίωση προσωποπαγής: Με την ΑΚ 1401 ο νομοθέτης ενισχύει τον προσωπικό χαρακτήρα της ενοχικής αξίωσης του δικαιούχου συζύγου, μετατρέποντάς την σε προσωποπαγή: Ο δικαιούχος σύζυγος και μόνο, όχι οι κληρονόμοι του ή τυχόν εκδοχείς, προστατεύεται, έχοντας το δικαίωμα να ζητήσει το αντίκρυσμα της δικής του προσωπικής συμβολής. Η συμβολή και υποστήριξη μεταξύ συζύγων, και όταν ξεπερνά (όπως εδώ - βλ. παρακ. αρ. 26) τα όρια των ΑΚ 1386, 1389, κρίνεται από το νομοθέτη ως προσωπικό τους θέμα, που δεν νομιμοποιούνται να το επικαλεσθούν τρίτοι, ακόμη και κληρονόμοι, και να αντλήσουν οφέλη από αυτό. ΄Ετσι αν ο γάμος λυθεί με θάνατο, ο επιζών μεν σύζυγος θα εξακολουθήσει να προστατεύται για την προσωπική του συμβολή στην τυχόν επαύξηση της περιουσίας του θανόντος συζύγου. Θα έχει δηλαδή το δικαίωμα συμμετοχής σ΄αυτή και θα μπορεί να το ασκήσει και κατά των κληρονόμων του συζύγου του. Η υποχρέωση λοιπόν από την ΑΚ 1400 κληρονομείται (ΑΚ 1710 και αντιδιαστολή από ΑΚ 1400 εδ. 1). Το δικαίωμα όμως του αποβιώσαντος συζύγου από την ΑΚ 1400, που θα γεννιόταν με το θανατό του (με τη λύση δηλαδή του γάμου - ΑΚ 1400 § 1 εδ,1), δεν γεννιέται ποτέ, δηλαδή το δικαίωμα δεν γεννιέται στο πρόσωπο των κληρονόμων του (ΑΚ 1401 εδ. 1)). Ούτε στην περίπτωση της συναποβίωσης (βλ. και ΑΚ 38) γεννιέται δικαίωμα από την ΑΚ 1400."
΄Ομοια είναι και η ανάλυση του Γ. Κουμάντου (ανωτέρω). Στη σελ. 197 εξηγεί πρώτα πώς
"αυτή η αύξηση της περιουσίας, ό,τι δηλαδή αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου, ανήκει σ΄εκείνον το σύζυγο που το απέκτησε, εφόσον ισχύει το σύστημα της περιουσιακής αυτοτέλειας".
Ακολουθούν τα πιο κάτω στη σελίδα 204:
"Η απαίτηση λειτουργεί ενοχικά. Κανένα εμπράγματο δικαίωμα του ενός συζύγου δεν βαραίνει την περιουσία του άλλου, ούτε κατά τη διάρκεια του γάμου ούτε κατόπιν, εκτός βέβαια αν έχει εγγραφεί υποθήκη κατά το άρθρο 1262 περιπτ. 4 του Α.Κ. (αλλα βλ. παρακάτω παρατ. 3.7.3.3.1 για τις δυσκολίες εφαρμογής αυτής της διάταξης). Επομένως και κανένας περιορισμός δεν επιβάλλεται στον κάθε σύζυγο σχετικά με τη διαχείριση της περιουσίας του. Εξ άλλου θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απαίτηση είναι καταρχήν χρηματική: ο σύζυγος με τη μικρότερη αύξηση πρέπει να αποτιμήσει τη διαφορά στην αύξηση των δύο περιουσιών και θα αξιώσει την καταβολή του ποσοστού που έχει να λάβει (κατά το τεκμήριο ή ύστερα από απόδειξη μεγαλύτερης συμβολής) σε χρήμα. Αυτό επιβάλλεται για λόγους απλότητας: η ποικιλία των αντικειμένων που μπορεί να δημιουργεί την περιουσιακή αύξηση θα έκανε πολύ περίπλοκη την αξίωση μεταβίβασης και την περαιτέρω αξιοποίηση ποσοστού κυριότητας στο καθένα από τα αντικείμενα αυτά. Εξάλλου η λύση ανταποκρίνεται και στις απαιτήσεις της χρηματικής οικονομίας που εκφράζεται και στο άρθρο 297 εδ. α΄. Βεβαίως τίποτε δεν αποκλείει, ο οφειλέτης ή και ο δανειστής να ζητήσει και το δικαστήριο, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, να δεχτεί, αντί για την καταβολή χρηματικού ποσού, να μεταβιβαστεί ποσοστό συγκυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος (αναλογία δικαίου από το άρθρ. 297 εδ. β΄του Α.Κ).
Καταλήγουμε πως δεν έχει στοιχειοθετηθεί στέρηση του δικαιώματος που κατοχυρώνει το άρθρο 23 του Συντάγματος και συνεπώς δεν υπάρχει υπόβαθρο για τη συζήτηση αν, εφόσο υπήρχε, θα ετίθετο ζήτημα σύγκρουσης των άρθρων του Νόμου που συζητήθηκαν προς το άρθρο 23 του Συντάγματος.
Τώρα, σε σχέση με το άρθρο 14Α. Το πρώτο σκέλος του επιχειρήματος παραπέμπει και πάλιν στο άρθρο 23 του Συντάγματος. Προτείνεται πως η υποχρέωση που επιβάλλεται για αποκάλυψη "συρρικνώνει" το δικαίωμα και συνιστά έλλειψη "σεβασμού" προς αυτό. Δεν μπορούμε να δούμε τον τρόπο με τον οποίο τα δυο τέμνονται. Το άρθρο 23.1 του Συντάγματος ορίζει πως έκαστος "δικαιούται να απαιτή σεβασμόν του τοιούτου δικαιώματος αυτού", δηλαδή του δικαιώματος του "να αποκτά, να είναι κύριος, να κατέχη, απολαύη, ή διαθέτη οιανδήποτε κινητήν ή ακίνητον ιδιοκτησίαν". Δεν συμφωνούμε με την ιδέα ότι η αποκάλυψη της περιουσίας έχει αφ΄εαυτής επίπτωση που να είναι δυνατόν να ενταχθεί σε ο,τιδήποτε από τα πιο πάνω, για να δικαιολογείται περαιτέρω συζήτηση σε σχέση με άλλες παραμέτρους.
Σε σχέση με το δεύτερο σκέλος του επιχειρήματος έγινε γενική αναφορά στο άρθρο 30.2 και 3 χωρίς εξειδίκευση επιμέρους διατάξεών τους. Βρίσκεται στον πυρήνα της εισήγησης η αντίληψη πως επιβάλλεται η αποκάλυψη μαρτυρίας με συνέπεια την πρόκληση ανισότητας όπλων. Το ζήτημα δεν αφορά στη συνταγματική διάσταση της ισότητας των όπλων και δεν αμφισβητείται η συνάρτησή της προς τη δίκαιη δίκη, όπως την κατοχυρώνει το άρθρο 30 του Συντάγματος. Αναφορά σ΄αυτή και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης σε σχέση με το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τη Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, βρίσκουμε στις υποθέσεις Λένια Παπαδοπούλου ν. Γεωργίου Ράπτη Υπομνήματα 314 και 315 ημερομηνίας 12.12.96, Κώστας Ευστρατίου Κωνσταντινίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Ποινική ΄Εφεση 6315 ημερομηνίας 6.5.97, Αναφορικά με την αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα Πολιτική ΄Εφεση 10227 ημερομηνίας 24.9.98 και David Paris ν. Δημοκρατίας Ποινική ΄Εφεση 6314 ημερομηνίας 5.5.99. [Βλ. επίσης Ιωάννη Δ. Σαρμά - Η Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της Επιτροπής, έκδοση 1998, σελ. 259 κ.επ.] Είναι νομολογημένο [βλ. Law of the European Convention of Human Rights ôùí Harris, O'Boyle και Warbrick στη σελ. 191] πως παρεμπίπτοντα ή ενδιάμεσα μέτρα δεν συνιστούν διάγνωση αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ώστε να εμπίπτουν στο άρθρο 6(1) της Σύμβασης αλλά δεν χρειάζεται να δούμε αν προσφέρεται εξέταση του θέματος από τέτοια άποψη.
Η υποχρέωση του άρθρου 14Α βαρύνει και τους δυο διαδίκους εξ ίσου, χωρίς διάκριση. Ο Νόμος καθιερώνει πλήρη διαδικαστική ισότητα. Δεν τίθεται ο ένας διάδικος σε μειονεκτική θέση απέναντι στον άλλο. Περαιτέρω, είναι λανθασμένη η αντίληψη πως επιβάλλει την αποκάλυψη μαρτυρίας, δηλαδη όπλων σύμφωνα με την εισήγηση, στην άλλη πλευρά. Δεν αφορά η διάταξη στη δυνατότητα απόδειξης σε σχέση με την επίδικη διαφορά. Η γνώση των περιουσιακών στοιχείων των διαδίκων κατά τον ουσιώδη χρόνο αποτελεί την προϋπόθεση για τη λειτουργία των ουσιαστικών διατάξεων του νόμου. Η διαπίστωση των περιουσιακών στοιχείων, όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Ορφανίδης (ανωτέρω), αποτελεί την αφετηρία. Αποβλέπει η διάταξη στη διασφάλιση της διαπίστωσης κατάστασης πραγμάτων χωρίς την οποία δεν θα ήταν δυνατή η απόδοση δικαιοσύνης στο πλαίσιο των διατάξεων του Νόμου. Απευθύνεται γι΄αυτό σε εκείνο που γνωρίζει την κατάσταση αυτή καλύτερα από κάθε άλλο και του επιβάλλει υποχρέωση αποκάλυψης, η οποία βέβαια δεν πρέπει να είναι ψευδής, ανακριβής ή μή πλήρης. Εν πάση δε περιπτώσει δεν τον θέτει σε μειονεκτική θέση έναντι του άλλου από το ότι του επιβάλλει αποκάλυψη πριν τη δίκη, ή με ένορκη δήλωση και όχι με προφορική μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου που ήταν η απόληξη της εισήγησης του κ. Αδαμίδη, όταν αναγνώρισε πως ο διάδικος είναι, εν πάση περιπτώσει, εξαναγκάσιμος μάρτυρας με πρωτοβουλία του αντιδίκου του. Σημειώνουμε συναφώς πως κατά τη συζήτηση δεν έγινε αναφορά στη Δ.28 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας αναφορικά με τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής για αποκάλυψη με ένορκη δήλωση εγγράφων που διάδικος κατέχει και που σχετίζονται με επίδικο θέμα. Ούτε και στη Δ.91 των Κυπριακών Θεσμών Ναυτοδικείου αναφορικά με τη διαταγή για ένορκη απάντηση σε ερωτηματολόγιο (interrogatories). Δεν μπορούμε να διακρίνουμε τί, κατά την εισήγηση του κ. Αδαμίδη, θα δικαιολογούσε ως θέμα συνταγματικής αναγκαιότητας τη χάραξη της γραμμής που πρότεινε μεταξύ της προδικασίας και της δίκης σε αστική υπόθεση.
Η απάντηση και σ΄αυτά τα νομικά ερωτήματα είναι αρνητική. ΄Οσα υποστήριξε ο κ. Αδαμίδης δεν αποδεικνύουν πως το άρθρο 14Α παραβιάζει το άρθρο 30 του Συντάγματος.
Αρτέμης, Δ.
Κωνσταντινίδης, Δ.
Νικολαΐδης, Δ.
Νικολάου, Δ.
Καλλής, Δ.
Κρονίδης, Δ.
Ηλιάδης, Δ.
Κραμβής, Δ.
Γαβριηλίδης, Δ.
/Μσι.