ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 52/2000.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.
Αναφορικά με την αίτησιν του Χριστόδουλου Νικολαΐδη,
εκ Λευκωσίας, διά την παραχώρηση άδειας για υποβολή
αιτήσεως για την έκδοσιν διαταγμάτων Prohibition και
Certiorari
- και -
Αναφορικά με την ενδιάμεσον απόφασιν η οποία εξεδόθη
υπό του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας του εντίμου
δικαστού κ. Χ. Πογιατζή ημερ. 3.3.2000 εις την Ποινικήν
Υπόθεσιν Αρ. 35887/99 υπό Γενικού Εισαγγελέως της
Δημοκρατίας εναντίον Χριστόδουλου Νικολαΐδη, εκ Λευκωσίας.
Αιτητο ύ.
___________________
19 Απριλίου, 2000
.Για τον αιτητή: Κ. Μιχαηλίδης με Ν. Οικονομίδη.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής ζητά άδεια να καταχωρήσει αίτηση για την έκδοση των πιο κάτω προνομιακών ενταλμάτων:
"(Α) Prohibition απαγορεύον εις το Επαρχιακόν Δικαστήριον Λευκωσίας να
συνεχίση και ή προχωρήση εις την ακρόασιν της Ποινικής Υποθέσεως
υπ΄ αρ. 35887/99, μέχρις αποπερατώσεως της δίκης εις την ποινικήν
αγωγήν αρ. 31331/99 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
(Β) Certiorari διατάσσον την προσαγωγήν από το Επαρχιακόν Δικαστήριον
Λευκωσίας εις το Ανώτατον Δικαστήριον του φακέλλου της Ποινικής
Υποθέσεως 35887/99 διά την ακύρωσιν και ή παραμερισμόν της αρξα-
μένης διαδικασίας και ή αποφάσεως και ή διαταγής του Δικαστηρίου που
εξεδόθη εις τις 3.3.2000 εις την ποινικήν αγωγήν αρ. 35887/99, με την
οποίαν απέρριψε το αίτημα της υπερασπίσεως (αιτητού εις την παρούσαν
διαδικασίαν) δι΄ αναστολήν της ποινικής διαδικασίας της ειρημένης
υποθέσεως 35887/99, μέχρι της εκδικάσεως της ποινικής αγωγής
31331/99 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η οποία στρέφεται
εναντίον του Αιτητού."
Περαιτέρω ο αιτητής ζητά "όπως ανασταλή η ακροαματική διαδικασία εις την ποινική αγωγήν αρ. 35887/99 μέχρι της ακροάσεως και τελείας αποπερατώσεως της παρούσης αιτήσεως ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Σεβαστού Δικαστηρίου"
.Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την αίτηση, όπως έχουν παρατεθεί στην ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, έχουν ως εξής:
Την 5.11.99 καταχωρήθηκε εναντίον του αιτητή από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η Ποινική Υπόθεση 31331/99. Αυτή περιλάμβανε 19 κατηγορίες: 7 κατηγορίες για δεκασμό Δημόσιου Λειτουργού κατά παράβαση του άρθρου 100 (α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 1, 4, 7, 10, 13, 16 και 18), 4 κατηγορίες για απόσπαση από Δημόσιο Λειτουργό κατά παράβαση του άρθρου 101 του Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 2, 5, 8 και 11), 7 κατηγορίες για διαφθορά προσώπου που υπηρετεί τη Δημοκρατία κατά παράβαση του άρθρου 3(α) του περί Προλήψεως της Διαφθοράς Νόμου, Κεφ. 161 (οι κατηγορίες 3, 6, 9, 12, 14, 1
7 και 19) και μια κατηγορία για συνωμοσία προς διάπραξη πλημμελήματος κατά παράβαση των άρθρων 372, 35 και 100 (α) του Κεφ. 154 (η κατηγορία 15).Η πιο πάνω υπόθεση (Αρ. 31331/91) ορίσθηκε ενώπιον της Ε.Δ. Στάλως Χ" Ιωσήφ στις 12.11.1999 για απάντηση. Ο αιτητής απάντησε αρνούμενος ενοχή σε όλες τις κατηγορίες και η υπόθεση ορίσθηκε για ακρόαση στις 17.1.2000.
Στις 24.11.1999 ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με έγγραφο του της αυτής ημερομηνίας διέκοψε τη διαδικασία σχετικά με τις κατηγορίες 15, 16, 17, 18 και 19 μόνο.
Την ίδια μέρα (24.11.99) ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κατεχώρησε εναντίον του αιτητή και κάποιου Σωκράτη Κοσιάρη την Ποινική Υπόθεση 35887/99. Αυτή περιέχει 10 κατηγορίες. ΄Εξι από αυτές στρέφονται εναντίον του αιτητή. Αυτές είναι: Δύο κατηγορίες για συνωμοσία προς διάπραξη πλημμελήματος κατά παράβαση των άρθρων 372, 35 και 100 (α) του Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 1 και 2), δύο κατηγορίες για δεκασμό κατά παράβαση του άρθρου 100 (α) του Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 3 και 7) και δύο κατηγορίες για διαφθορά προσώπου που υπηρετεί τη Δημοκρατία κατά παράβαση του άρθρου 3 (α) του Κεφ. 161 (οι κατηγορίες 5 και 9). Οι υπόλοιπες 4 κατηγορίες στρέφονται κατά του πιο πάνω Σωκράτη Κοσιάρη. Αφορούν 2 κατηγορίες για δεκασμό δημόσιου λειτουργού (οι
κατηγορίες 4 και 8) και 2 κατηγορίες για διαφθορά προσώπου που υπηρετεί τη Δημοκρατία (οι κατηγορίες 6 και 10). Ο Σωκράτης Κοσιάρης είναι, επίσης, συγκατηγορούμενος του αιτητή στις δύο κατηγορίες συνωμοσίας.Ο αριθμός των μαρτύρων που αναφέρονται στο κατηγορητήριο της υπόθεσης 31331/99 είναι 30 ενώ εκείνος της 35887/99 είναι 15. Οκτώ από τους μάρτυρες στην τελευταία υπόθεση είναι και μάρτυρες στην υπόθεση 31331/99. Η εκδίκαση της υπόθεσης 31331/99, η οποία άρχισε και συνεχίζεται βρίσκεται στο αρχικό της στάδιο.
Η δεύτερη υπόθεση τέθηκε ενώπιον του Ε.Δ. Χάρη Πογιατζή, αρχικά στις 14.12.99 και στη συνέχεια στις 24.1.2000 για απάντηση στην κατηγορία.
Στις 24.1.2000 ο συνήγορος του αιτητή ήγειρε προδικαστικά ενώπιον του Ε.Δ. Χάρη Πογιατζή (το πρωτόδικο δικαστήριο) θέμα αναστολής της ποινικής διαδικασίας εις την υπόθεση 35887/99 "λόγω κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου". Ισχυρίσθηκε ότι η καταχώριση της υπόθεσης 35887/99 αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας αφού παραβιάζεται το συνταγματικό δικαίωμα του αιτητή για δίκαιη δίκη. Υπέβαλε ότι η ύπαρξη δύο παράλληλων περίπλοκων και μακρών διαδικασιών, επηρεάζει το συνταγματικό δικαίωμα του αιτητή να τύχει δίκαιης δίκης με βάση το άρθρο 30.2 του Συντάγματος εφόσον του είναι αδύνατο να υπερασπίζεται αποτελεσματικά τον εαυτό του και στις δύο παράλληλες διαδικασίες. Ισχυρίσθηκε, επίσης, ότι η ουσία των κατηγοριών 15-19 που αναστάληκαν στην υπόθεση 31331/99 είναι η ίδια με τις κατηγορίες 1, 3, 5, 7 και 9 που αντιμετωπίζει ο αιτητης στη δεύτερη υπόθεση - την 35887/99.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ότι οι λεπτομέρειες του αδικήματος των κατηγοριών 15-19, οι οποίες είχαν ανασταλεί, προσομοιάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό ή είναι σχεδόν ταυτόσημες με τις κατηγορίες 1, 3, 5, 7 και 9 που αντιμετωπίζει ο αιτητής στην υπόθεση 35887/99. Οι μόνες διαφορές εστιάζονται στις ημερομηνίες κάποιων από τα ισχυριζόμενα αδικήματα και στο ότι σε μερικά (1η και 2η κατηγορία) στην υπόθεση 35887/99 εμπλέκονται και ο συγκατηγορούμενος του αιτητή ενώ στην υπόθεση 31331/99 εμπλέκεται μόνο ο αιτητής. Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε το θέμα της συμπερίληψης των 10 κατηγοριών και των 2 κατηγορουμένων στο ίδιο κατηγορητήριο. Εξέτασε, επίσης, και το θέμα της συμπερίληψης κατηγοριών συνωμοσίας και άλλων αδικημάτων στο ίδιο κατηγορητήριο. Δεν διαπίστωσε οποιαδήποτε παρατυπία. Ακολούθως το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι θα μπορούσε να αποφασίσει τα θέματα που ήγειρε η υπεράσπιση σε εκείνο το στάδιο. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της υπεράσπισης. Αφού υπέδειξε ότι η ενέργεια του Γενικού Εισαγγελέα να αναστείλει τις κατηγορίες 15-19 στην υπόθεση 31331/99 δεν ελέγχεται δικαστικά κατέληξε ως πιο κάτω:
"Προτού προχωρήσω στα τελικά συμπεράσματα του Δικαστηρίου πρέπει να τονίσω ότι δεν φαίνεται να υπάρχουν οιεσδήποτε ενδείξεις για εσκεμμένη καταδίωξη ή καταπίεση ή ενόχληση του Κατηγορουμένου 1, αλλά ούτε και ενδείξεις επιδίωξης αλλότριων σκοπών από πλευράς του Γενικού Εισαγγελέα.
Η ύπαρξη των δύο παράλληλων διαδικασιών εναντίον του Κατηγορουμένου 1, όντως προκαλεί κάποια δυσχέρεια στον ίδιο, αλλά με βάση της πιο πάνω τεθείσες αρχές δεν ευρίσκω να υπάρχει κατάχρηση διαδικασίας που να οδηγεί το Δικαστήριο στην άσκηση της συμφυούς (inherent) εξουσίας του για ανακοπή της διαδικασίας.
Το Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε σε έκταση σε Νομολογία και στο γενικό κανόνα ότι είναι επιθυμητό να μην συμπεριλαμβάνεται μεγάλος αριθμός κατηγοριών στο ίδιο Κατηγορητήριο, όμως εάν συμπεριλαμβάνονταν αμφότεροι οι Κατηγορούμενοι σε ένα Κατηγορητήριο μαζί με όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν, ήταν πιθανή η έγερση του ίδιου αιτήματος περισσότερο από τον Κατηγορούμενο 2, αφού αμφότεροι οι Κατηγορούμενοι και ιδιαίτερα ο Κατηγορούμενος 2 θα καλούνταν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους σε ένα υπερφορτωμένο και περίπλοκο Κατηγορητήριο. Σχετικές πρόνοιες περιέχονται στο ΄Αρθρο 40(2) του Κεφ. 155 και στη Νομολογία (Akritas v. Republic (1954) XX(I) C.L.R. 110, R. v. Hudson (1952) 26 Cr. App. R. 54, R. v. Novac κ.α. (1977) 65 Cr. App. R. 107, Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1980) 2 Α.Α.Δ. 10, 36, Μάντης ν. Αστυνομίας (1981) 2 Α.Α.Δ. 234, 236, Αναφορικά με τον Κυριάκο Κυπριανού (1988) 1 Α.Α.Δ. 40, R. v. Shaw and Agard (1942) 2 All E.R. 342, Λοΐζου και Πικής, σελ. 55-56)
Το κριτήριο του Δικαστηρίου αυτού κατά την Απόφασή του στην παρούσα Ενδιάμεση Απόφαση είναι κατά πόσο ο Κατηγορούμενος 1 με τις πιο πάνω εισηγήσεις του Γενικού Εισαγγελέα καταπιέζεται σε τόσο μεγάλο βαθμό που θα ήταν λανθασμένο και άδικο να προχωρήσει η παρούσα διαδικασία αφού θα επηρεαζόταν το δικαίωμά του να τύχει δίκαιης δίκης.
Το Δικαστήριο δεν έχει πεισθεί ότι συντρέχουν οποιοιδήποτε λόγοι για ανακοπή της διαδικασίας και ως εκ τούτου το αίτημα της Υπεράσπισης απορρίπτεται.
Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 καλούνται να απαντήσουν στις εναντίον τους κατηγορίες."
Οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η παρούσα αίτηση έχουν παρατεθεί τόσο στην αίτηση όσο και στην ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει. Τους μεταφέρω από την ένορκη δήλωση:
"(α) Ο Γενικός Εισαγγελέας διέκοψε την δικαστικήν διαδικασίαν εις την ποινικήν αγωγήν 31331/99 σχετικά με τας κατηγορίας 15 έως 19 μετά
που απήντησα αρνητικά εις αυτάς, όχι προς το δημόσιον συμφέρον,
αλλά διά να κατατεμαχίση το κατηγορητήριον εις δύο, αφού κατεχώ-
ρησεν ουσιαστικά τας ιδίας κατηγορίας εις δεύτερον κατηγορητήριον.
Κατά συνέπειαν η πράξις του δεν είναι σύμφωνος προς το άρ. 11
3.2του Συντάγματος και το άρ. 154(1) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου,
ΚΕΦ. 155.
(β) Αι ως άνω πράξεις του Γενικού Εισαγγελέως εν όψει του (α) αποτελούν
κατάχρησιν της διαδικασίας του Δικαστηρίου και των ιδικών του εξουσιών
και το Δικαστήριον εσφαλμένα απεφάσισεν ότι δεν ηδύνατο να επέμβη.
(γ) Εάν προχωρήση παράλληλος δικαστική διαδικασία εναντίον μου εις την
αγωγήν 35887/99 τότε το δικαίωμα μου να έχω δικηγόρον της εκλογής
μου ουσιαστικά καταργείται, αφού ο δικηγόρος μου μου εδήλωσεν ότι
λόγω διαφόρων άλλων απασχολήσεων του αδυνατεί να με εκπροσωπήση
ενώπιον δύο διαφορετικών δικαστών. Εις αυτήν την περίπτωσιν θα πρέπει να βρώ άλλον δικηγόρον ότε και θα χρειασθώ πολύν χρόνον δια να
τον κατατοπίσω. Εν τω μεταξύ θα συνεχίζεται η διαδικασία εναντίον μου
εις την ποινικήν αγωγήν αρ. 31331/99.
(δ) Είναι σαφές εκ των ως άνω ότι θα στερηθώ του δικαιώματος μου να
προβάλω ικανοποιητικήν, πλήρη και απερίσπαστον υπεράσπισιν ενώπιον
των Δικαστηρίων.
(ε) Η παράλληλος ακροαματική διαδικασία ενώπιον δύο δικαστηρίων αποτελεί καταπίεσιν εναντίον μου, αφού κατά τον ίδιον χρονικόν διάστημα θα πρέπει να προετοιμάζωμαι και υπερασπίζωμαι ενώπιον δύο δικαστηρίων.
(στ) Υπάρχουν μάρτυρες, σύμφωνα με τα κατηγορητήρια, που είναι κοινοί
μάρτυρες και εις τας δύο υποθέσεις. Κατά συνέπειαν υπάρχει ο κίνδυνος
αυτοί οι μάρτυρες να γίνουν πιστευτοί από τον ένα δικαστήν και να μην
γίνουν πιστευτοί από τον άλλον.
(ζ) Τα γεγονότα επί των οποίων βασίζοναι αι κατηγορίαι και των δύο ποινικών
αγωγών είναι του ιδίου ή παρόμοιου χαρακτήρος και ο κατατεμαχισμός
των αποτελεί αναμφίβολα κατάχρησιν της διαδικασίας του Δικαστηρίου, η
οποία δεν έπρεπε να επιτραπή από το ίδιον το Δικαστήριον, και συνιστά
καταπίεσιν μου.
(η) Διά τα ίδια γεγονότα τίθεμαι σε διπλόν κίνδυνον και, εν πάση περιπτώσει,
η θέσις μου επεδεινώθη.
(θ) Παραβιάζονται με την εκδοθείσαν απόφασιν τα θεμελιώδη δικαιώματα
μου να εκλέγω τον δικηγόρον μου ή να εκδικασθή η υπόθεσις μου μίαν
φοράν, να μην εκτίθεμαι εις το άγχος και την ψυχικήν ταλαιπωρίαν, αλλά
και τον κίνδυνον, δύο δικών διά τα ίδια θέματα, να κριθή η αξιοπιστία των
μαρτύρων αλλά και εμού, πιθανόν, από ένα και τον αυτόν δικαστήν, να έχω
δηλαδή μίαν δικαίαν δίκην.
(ι) Εν οψει των ανωτέρω το Επαρχιακόν Δικαστήριον Λευκωσίας ενήργησε
κατά κατάχρησιν της δικαιοδοσίας του.
(κ) Το Επαρχιακόν Δικαστήριον Λευκωσίας ενήργησεν υπό καθεστώς πλάνης
περί τον νόμον και τας εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέως."
Στην υπόθεση Ευθύβουλου Λιασίδη, Πολιτική ΄Εφεση 10219/19.2.99 μετά την άρνηση της κατηγορίας και πριν την προσαγωγή μαρτυρίας για την απόδειξη της, ο δικηγόρος του κατηγορουμένου ζήτησε τη διακοπή της δίκης και την απαλλαγή του, λόγω της προκατάληψης που δημιουργήθηκε εναντίον του από σειρά δημοσιευμάτων, τα οποία κατέστησαν αδύνατη τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης για τη διαπίστωση της ποινικής του ευθύνης. Η προκατάληψη βάρυνε και τον ίδιο το Δικαστή, που, όντας μέλος του κυπριακού λαού, ήταν, όπως πρέπει να υποτεθεί, και ο ίδιος δέκτης των δυσμενών για τον εφεσείοντα ισχυρισμών, που είδαν το φως της δημοσιότητας στον ημερήσιο τύπο. Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα. Επικαλούμενο την Αστυνομία ν. Φάντη και άλλων (1994) 2 Α.Α.Δ. 160 (απόφαση πλειοψηφίας), διαπίστωσε ότι, στο δικό μας δικαστικό σύστημα, οι επαγγελματίες δικαστές:
"... δεν είναι δεκτικοί επηρεασμού από οιεσδήποτε κρίσεις ή σχόλια του κοινωνικού συνόλου ή των μέσων μαζικής επικοινωνίας ή από δημοσιεύματα του τύπου ...".
Ο κατηγορούμενος ζήτησε άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο να υποβάλει αίτηση για την έκδοση ενταλμάτων Certiorari και Prohibition, προς ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αφενός, και παρεμπόδιση του Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή, που επιλαμβάνεται της υπόθεσης, να συνεχίσει την ακρόασή της, αφετέρου. Ως έρεισμα και για τις δύο θεραπείες, ο εφεσείων επικαλέστηκε, κατά κύριο λόγο, το ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος και την αντίστοιχη πρόνοια της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ΄Αρθρο 6(1), (Ν 39/62), σε συνάρτηση με τα δημοσιεύματα, τα οποία, κατά τον ισχυρισμό του, καθιστούν αδύνατη τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αρνήθηκε τη χορήγηση άδειας για την υποβολή οποιουδήποτε από τα δύο αιτήματα. ΄Εκρινε:
"Αντικείμενο της αίτησης ήταν ουσιαστικά η ορθότητα, σε αντιδιαστολή προς τη νομομιμότητα, απόφασης, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα αναθεώρησης βάσει του ΄Αρθρου 155.4 του Συντάγματος. Η απόφαση εκδόθηκε στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο δεν υπερέβη και δεν εξετράπη από τα όρια της δικαιοδοσίας του.
Η πείρα, η γνώση και η αίσθηση του καθήκοντος του δικαστή τον θωρακίζει, στο πλαίσιο του νομικού μας συστήματος, έναντι κάθε μορφής προκατάληψης, που θα μπορούσε να δημιουργήσουν δημοσιεύματα στον τύπο. Το ζήτημα θεωρήθηκε λελυμένο από την απόφαση στη Φάντη (ανωτέρω)."
Με έφεση του ο κατηγορούμενος αμφισβήτησε την ορθότητα και των δύο σκελών της απόφασης. Ισχυρίσθηκε ότι τα δημοσιεύματα εξαφάνισαν το υπόβαθρο για δίκαιη δίκη. Το κλίμα που δημιουργήθηκε καθιστούσε αδύνατη τη δίκη του εφεσείοντα από αμερόληπτο δικαστήριο. Δεν ταυτίστηκε το αίτημα ειδικά με το άτομο του Δικαστή.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε την έφεση. ΄Εκρινε ότι:
Τα δικαιώματα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη συναρτώνται με τη διεξαγωγή της δίκης. Η διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του διαδίκου και γενικά η εξασφάλιση δίκαιης δίκης αποτελεί καθήκον του δικαστή ο οποίος επιλαμβάνεται της υπόθεσης. ΄Οτι επιδιώχθηκε από τον εφεσείοντα, σ΄ αυτή την υπόθεση, είναι η αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, μέσω εντάλματος Certiorari
, δυνατότητα η οποία δεν παρέχεται.Τα πιο κάτω αποσπάσματα από την απόφαση της Ολομέλειας, η οποία εκδόθηκε από τον Πική, Π., είναι πολύ διαφωτιστικά:
"Η απόφαση στη Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232 ορίζει ότι τα δικαιώματα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη συναρτώνται με τη διεξαγωγή της δίκης. Η δίκη είναι το μέσο για τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου. Η τήρηση των εχέγγυων της δίκαιης δίκης συσχετίζεται με αυτή τούτη τη δίκη. Εάν η δίκη δεν υπήρξε δίκαιη, τότε ακυρώνεται. Η δίκη καθίσταται άδικη, εάν η ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου διαπιστωθεί έξω από τα θέσμια της δίκαιης δίκης ή κατ΄ αντίθεση προς τα δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορουμένου, που εξασφαλίζονται από τα ΄Αρθρα 12.5 και 30.3 του Συντάγματος. Η τήρηση των εχέγγυων της δίκαιης δίκης κρίνεται στο πλαίσιο της δίκης και υπό το φως του αποτέλεσματος της. Καθοριστική για τα δικαιώματα του διαδίκου, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων τα οποία διασφαλίζονται από το ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος, μπορεί να είναι μόνο τελική απόφαση του δικαστηρίου, προσδιοριστική της ποινικής του ευθύνης - (βλ. Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442, Καρατζαφέρης (1993) 1 Α.Α.Δ. 607, Ρωτή ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 246
.................................. .................................................. ............
Το συμπέρασμα, το οποίο προκύπτει, είναι τούτο. Η τήρηση των εχέγγυων της δίκαιης δίκης εντάσσεται στη δικαιοδοσία και αποτελεί μέριμνα του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της υπόθεσης. Αποφάσεις που ανάγονται στη διασφάλιση δίκαιης δίκης εντάσσονται στη δικαιοδοσία του. Δε χωρεί αναθεώρηση τους για έλλειψη δικαιοδοσίας
ούτε είναι παραδεκτή η παρεμπόδιση του δικαστηρίου να διεξαγάγει τη δίκη.
.................................. .................................................. ............
΄Ο,τι επιδιώχθηκε από τον εφεσείοντα, σ΄ αυτή την υπόθεση, είναι η αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, μέσω εντάλματος Certiorari, δυνατότητα η οποία δεν παρέχεται, όπως σωστά διαπίστωσε ο Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου που επελήφθη της αίτησης. Παρέθεσε το απόσπασμα από την Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692 (απόφαση Ολομέλειας), που παρατίθεται πιο κάτω, καθοδηγητικό ως προς τη διαπίστωση των ορίων της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να προβεί σε αναθεώρηση δικαστικής απόφασης, μέσω των ενταλμάτων Certiorari και Prohibition:- (σελ. 701)
'Η εμβέλεια του προνομιακού εντάλματος Certiorari, όπως την αναγνώρισε τελικά η σύγχρονη αγγλική νομολογία, παρέχει δυνατότητα για άσκηση ελέγχου από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο - όχι όμως αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου - με προοπτική την επέμβαση, είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη είτε όπου προκύπτει στην όψη του 'πρακτικού' της απόφανσης του κατώτερου δικαστηρίου προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας.'
.................................. .................................................. ............
Εφόσον δεν ήταν νομικά εφικτή η αναθεώρηση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, διότι η απόφαση εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, ορθά κρίθηκε ότι η αίτηση απέληγε σε αίτημα για θεώρηση της ορθότητάς της, που δεν μπορούσε να γίνει παραδεκτό. Γι΄ αυτό, η έφεση θα απορριφθεί.".
Τα θέματα τα οποία εξέτασε το πρωτόδικο δικαστήριο εμπίπτουν εντός της δικαιοδοσίας του. Καθώς έχει νομολογηθεί δεν είναι επιτρεπτό να εκδίδεται διάταγμα Certiorari προκειμένου να υπαγορευθεί σε Δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αποφασίσει ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του ή ακόμα ο τρόπος με τον οποίο θα ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια (βλ. Λιασίδης, πιό πάνω, και Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 C.L.R. 116, 121)
.Δεν έχει παραγνωριστεί η θέση της Αγγλικής Νομολογίας (βλ. ανάμεσα σ΄ άλλα, Connelly v. D.P.Ρ. (1964) 2 All E.R. 401) σύμφωνα με την οποία η εξουσία για αναστολή διαδικασίας λόγω κατάχρησης της διαδικασίας περιλαμβάνει και την εξουσία να προστατευθεί ένας κατηγορούμενος από καταπίεση ή δυσμενή επηρεασμό. Αυτή η εξουσία έχει περιγραφεί σαν ένα τρομερό όπλο για προστασία κατηγορουμένων από ποινική δίωξη κάτω από περιστάσεις κατά τις οποίες θα ήταν έκδηλα άδικο να διωχθούν (Βλ. και
Archbold, Criminal Pleading Evidence and Practice (1999) παραγ. 4-54). Ωστόσο, όπως υποδεικνύεται από τον Lord Devlin στην Connelly (πιο πάνω), σελ. 446, το όλο θέμα εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του δικάζοντος δικαστηρίου η οποία ασκείται με βάσει τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης. Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού εξέτασε τα περιστατικά της, και αφού αναφέρθηκε και στην επί του προκειμένου Αγγλική Νομολογία, άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια εναντίον της αναστολής. ΄Οπως έχει ήδη υποδειχθεί το ένταλμα Certiorari δεν αποτελεί μέσο με το οποίο μπορεί να υπαγορευθεί σε πρωτόδικο δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια.
΄Οπως και στην υπόθεση Λιασίδη, έτσι και στην παρούσα υπόθεση, η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του. Επομένως η παρούσα αίτηση απολήγει σε αίτημα για θεραπεία της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, που δεν μπορεί να γίνει παραδεκτό.
Αναφορικά με το θέμα της δίκαιης δίκης καθώς έχει νομολογηθεί (Ford (Αρ. 2) και Λιασίδη
, πιο πάνω) τα δικαιώματα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη συναρτώνται με τη διεξαγωγή της δίκης. Δεν προκύπτει, επομένως, θέμα αναστολής της διαδικασίας για να διασφαλισθεί το δικαίωμα του αιτητή για δίκαιη δίκη.Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται.
Παρά την απόρριψη της αίτησης θεωρώ σκόπιμο να παρατηρήσω τα πιο κάτω:
Καθώς έχει νομολογηθεί (βλ. Beogradska D.D., Πολιτική ΄Εφεση 9495/6.9.96) ο κρίσιμος χρόνος για εξέταση ζητήματος κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας είναι ο χρόνος ακρόασης της σχετικής διαδικασίας. Ενόψει αυτής της θέσης της νομολογίας το αίτημα του αιτητή έπρεπε να είχε αφεθεί να εξεταστεί κατά το στάδιο της έναρξης της ακρόασης της υπόθεσης 35887/99. Μια τέτοια πορεία θα καθιστούσε δυνατή την εξέταση του αιτήματος του αιτητή υπό το φως των δεδομένων που θα επικρατούσαν σε εκείνο το στάδιο.
Το γεγονός ότι ο δικηγόρος που έχει επιλέξει ο αιτητής δεν είναι σε θέση να τον υπερασπίσει στη δεύτερη υπόθεση "λόγω διάφορων άλλων απασχολήσεων του" δεν αποτελεί κατ΄ ανάγκη στέρηση του δικαιώματος που διασφαλίζεται από
το άρθρο 30.3 (δ) του Συντάγματος. Σκοπός της σχετικής πρόνοιας είναι να διασφαλίσει ότι δεν μπορεί να λάβει χώραν διαδικασία εναντίον ενός κατηγορουμένου χωρίς να εκπροσωπείται επαρκώς η υπεράσπιση (Βλ. Pakelli v. FRG
A 64 (1983) Com. Rep. para. 84). Επομένως αυτό που έχει σημασία είναι να δοθούν στον αιτητή η ευκαιρία και τα λογικά χρονικά περιθώρια να προβεί στην επιλογή νέου δικηγόρου μετά την εκφρασθείσα αδυναμία του νυν δικηγόρου του να τον εκπροσωπήσει. Εφόσον ένας κατηγορούμενος ασκήσει το δικαίωμα που έχει, σύμφωνα με το άρθρο 30.3 (δ) του Συντάγματος, και επιλέξει το δικηγόρο του, από το σημείο της επιλογής και μετά αρχίζει η δικαστική λειτουργία η οποία ρυθμίζεται στη βάση συνταγματικών προνοιών και ειδικώτερα από τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, τα θέσμια και την καθιερωμένη δικαστική πρακτική (Βλ. Ιακείμ ν. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση 6347/24.1.98).Η απόρριψη του αιτήματος σε σχέση με το Certiorari καθιστά το αίτημα για το ένταλμα Prohibition άνευ αντικειμένου (Βλ. Markass Car Hire Ltd, Πολιτική ΄Εφεση 10534/3.3.2000
).Η αίτηση απορρίπτεται.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.