ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 1 ΑΑΔ 580
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 8266
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.
Μεταξύ:
1. FREDERICOU SCHOOLS CO LTD
2. NELPCO (CYPRUS) LTD
3. Μιχαήλ Φρειδερίκου
Εφεσειόντων
και
ACUAC INC, εκ Νέας Υόρκης
Εφεσιβλήτων
------------------------------
21 Απριλίου 2000
Αίτηση ημερ. 17.11.1998
Για τους Εφεσείοντες: κ. Κ. Μιχαηλίδης.
Για τους Εφεσίβλητους: κα. Μ. Σπανού.
-----------------------
Πικής, Π.
: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χατζηχαμπής, Δ.
: Στις 6.2.1998 οι Εφεσείοντες καταχώρισαν αίτηση για τροποποίηση των λόγων της έφεσης. Στις 16.3.1998 οι Εφεσίβλητοι καταχώρισαν ένσταση στην εν λόγω αίτηση. Με την παρούσα αίτηση, την οποία καταχώρισαν στις 17.11.1998, οι Εφεσείοντες ζητούν τη διαγραφή της ενστάσεως εκείνης για το λόγο ότι κατά την ημέρα που καταχωρίθηκε οι Εφεσίβλητοι δεν ευρίσκοντο εν ζωή αφού είχαν διαλυθεί και παύσει να υφίστανται ως νομικό πρόσωπο από τις 28.9.1994 δυνάμει του νόμου της χώρας ιδρύσεως τους, δηλαδή της Πολιτείας της Νέας Υόρκης των ΗΠΑ. Όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, οι Εφεσίβλητοι διελύθησαν ως εταιρεία δια προκηρύξεως (proclamation) δημοσιευθείσας στις 28.9.1994. Αν και υπήρξε ανάκληση της διάλυσης στις 21.7.1998, εν τούτοις κατά την ημέρα που καταχωρίθηκε η ένσταση, δηλαδή στις 16.3.1998, οι Εφεσίβλητοι δεν ευρίσκοντο εν ζωή αφού τελούσαν ακόμα υπό διάλυση, και έτσι δεν μπορούσαν να δώσουν οδηγίες για καταχώριση της ένστασης. Την ένορκη δήλωση συνοδεύουν σχετικά έγγραφα, μεταξύ των οποίων έγγραφο περιέχον πληροφορίες ληφθείσες από το Δημόσιο Αρχείο της Νέας Υόρκης, στο οποίο αναφέρεται ότι η ACUAC INC συστάθηκε στη Νέα Υόρκη στις 16.7.1981, ότι διελύθη δια προκηρύξεως στις 28.9.1994 και ότι υπήρξε ανάκληση (annulment) της διάλυσης στις 21.7.1998.Οι Εφεσίβλητοι, στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση τους στην παρούσα αίτηση, δέχονται τα γεγονότα αυτά. Λέγουν όμως ότι, σύμφωνα με το δίκαιο της Νέας Υόρκης, μετά τη διάλυση τους είχαν δικαίωμα να συνεχίσουν να ενεργούν ως να μην είχαν διαλυθεί για σκοπούς της εκκαθάρισης τους, που περιλαμβάνει τη δυνατότητα εγέρσεως αγωγής για σκοπούς συλλογής των περιουσιακών τους στοιχείων, και της εκτέλεσης συμβάσεων, και εν πάση περιπτώσει είχαν δικαίωμα να εγείρουν και υπερασπίζονται αγωγές στο όνομα τους για διεκδίκηση των δικαιωμάτων και απαιτήσεων τους που δημιουργήθησαν πριν από τη διάλυση. Και περαιτέρω ότι, εν πάση περιπτώσει, η ανάκληση της διάλυσης τους, σύμφωνα με το δίκαιο της Νέας Υόρκης, είχε σαν αποτέλεσμα την εκ των υστέρων νομιμοποίηση των ενεργειών τους που έγιναν κατά το διάστημα που τελούσαν υπό διάλυση και την εξαφάνιση της διάλυσης ως αυτή να μην είχε συμβεί ποτέ. Επισυνάπτουν δε ένορκη δήλωση δικηγόρου της Νέας Υόρκης στην οποία αναφέρεται ότι, σύμφωνα με το δίκαιο της Νέας Υόρκης, η ανάκληση της διάλυσης επενεργούσε αναδρομικά στην ημέρα της διάλυσης ακυρώνοντας όλα τα διαβήματα που είχαν ληφθεί για τη διάλυση και αποκαθιστώντας αναδρομικά την εταιρεία σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της κατά την ημέρα εκείνη ως η διάλυση να μην είχε γίνει. Ότι η νομολογία, στην οποία και αναφέρεται, καθιερώνει ότι οι ενέργειες της εταιρείας που έγιναν κατά την περίοδο της διάλυσης νομιμοποιούνται αναδρομικά. Και ότι, σύμφωνα με το
δίκαιο και τη νομολογία της Νέας Υόρκης, και προ της ανάκλησης της διάλυσης η εταιρεία έχει δικαίωμα να συνεχίσει να λειτουργεί για σκοπούς της εκκαθάρισης της, περιλαμβανομένης της συλλογής των περιουσιακών της στοιχείων, της εκτέλεσης συμβάσεων, και της έγερσης και υπεράσπισης αγωγών στο όνομα της, ως να μην είχε διαλυθεί. Η ένορκη δήλωση συνοδεύεται από τεκμήρια που αναφέρονται στη νομοθεσία, στη νομολογία και στα σχετικά πιστοποιητικά προς πλήρη υποστήριξη των πιο πάνω. Ότι αυτό είναι το δίκαιο της Νέας Υόρκης δεν αμφισβητείται από τους Εφεσείοντες και δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι αυτό αποδεικνύεται από την ενώπιον μας μαρτυρία.Προκύπτει ως κοινό έδαφος από τις τοποθετήσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων στις αγορεύσεις τους ότι το ουσιαστικό θέμα προς απόφαση αφορά τον εφαρμοστέο κανόνα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου ως προς τη δυνατότητα της εταιρείας να συνέχιζε την έφεση ιδίω δικαιώματι - και, στα πλαίσια εκείνα, να έδιδε οδηγίες για την καταχώριση της ένστασης, δεδομένου ότι είχε διαλυθεί.
Ο κ. Μιχαηλίδης εισηγήθηκε ότι εφαρμόζεται το lex fori εφ΄όσον το θέμα είναι δικονομικό, με αποτέλεσμα η εταιρεία να μην μπορούσε να ενεργήσει έτσι δυνάμει του Κυπριακού δικαίου. Η κα. Σπανού εισηγήθηκε ότι εφαρμόζεται το lex domicilii, εφ΄όσον το θέμα είναι ουσιαστικό, με αποτέλεσμα και η εταιρεία να μπορούσε να ενεργήσει έτσι δυνάμει του δικαίου της Νέας Υόρκης και, πάλι δυνάμει το δικαίου της Νέας Υόρκης, η εν λόγω ενέργεια της να καθίστατο εν πάση περιπτώσει αναδρομικά νόμιμη με την ανάκληση της διάλυσης.Ότι θέματα δικονομίας, σε αντίθεση με θέματα ουσίας, κυβερνώνται από το lex fori είναι στοιχειώδης κανόνας του ιδιωτικού δικαίου παλαιόθεν καθιερωθείς όσο και αυτοφανής και εκ των πραγμάτων αναπόφευκτος. (ίδε:
British Linen Co. v. Drummond (1830), 10 B. & C. 903, Huber v. Steiner (1935), 2 Bing. N.C. 202, Boys v. Chaplin (1971) A.C. 356). Θέματα ουσίας όμως κυβερνώνται από το σε κάθε περίπτωση εφαρμοστέο δίκαιο (lex causae) το οποίο ο ανάλογος κανόνας επιλογής δικαίου του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (choice of law rule) επιλέγει και προσδιορίζει ως το πιο αρμόζον να ρυθμίσει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών σε συνάρτηση προς το στοιχείο ή τα στοιχεία εκείνα (connecting factor) τα οποία, ανάλογα με το χαρακτήρα της υπόθεσης (characterisation) τη συνδέουν πιο σημαντικά, σύμφωνα με τα κριτήρια του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, προς ένα συγκεκριμένο δίκαιο αντί άλλο. Στα πλαίσια αυτά, είναι δεδομένος ο κανόνας ότι θέματα status εταιρείας, κατ΄αναλογία προς θέματα status φυσικού προσώπου, είναι θέματα ουσίας και κυβερνώνται από το lex domicilii, που στην περίπτωση εταιρείας είναι το δίκαιο της χώρας της σύστασης της (A.-G. v. Jewish Colonisation Association (1900) 2 Q.B. 556, Gasque v. IRC (1940) 2 K.B.80). To lex domicilii της εταιρείας διέπει όλα τα θέματα που αφορούν τη σύσταση, την υπόσταση, την ικανότητα, και τη διάλυση της εταιρείας. Όπως το έθεσε ο Lord Wright στη Lazard Brothers & Co v. Midland Bank Ltd (1933) A.C. 289 στη σ. 297:"English courts have long since recognized as juristic persons, corporations established by foreign law in virtue of the fact of their creation and continuance under and by that law .... But if the creation depends on the act of the foreign State which created them, the annulment of the act of creation by the same power will involve the dissolution and non-existence of the corporation in the eye of English law. The will of the sovereign power which created it can also destroy it."
Είναι γεγονός ότι η διάκριση μεταξύ δικονομίας και ουσίας δεν είναι πάντα εύκολη, τοσούτο μάλλον αφού ιστορικά δικονομία και ουσία είχαν κοινές πηγές, και δεν μπορεί να αποφασισθεί in abstracto. Η βάσανος εκφράζεται στο γενικό ορισμό των όρων, κλασσική διατύπωση των οποίων εδόθη από το Lush, L.J., στην Poyser v. Minors (1881) 7 Q.B.D. 329, στη σ. 333:
"The mode of proceeding by which a legal right is enforced, as distinguished from the law which gives or defines the right, and which by means of the proceeding the court is to administer; the machinery as distinguished from the product."
Τόσο όμως η νομολογία όσο και η λογική του πράγματος σε κάθε περίπτωση αποκαλύπτουν τι είναι δικονομία και τι ουσία. Δικονομία περιλαμβάνει τέτοια θέματα όπως ο χρόνος δυνατότητας έγερσης της αγωγής, η τυπική μορφή της αγωγής, οι κανόνες της μαρτυρίας, οι διαθέσιμες θεραπείες (που περιλαμβάνει το μέγεθος των αποζημιώσεων αλλά όχι το απομακρυσμένο τους - που είναι θέμα ουσίας υπό το lex causae), και τον τρόπο εκτέλεσης
αποφάσεων.Το εγειρόμενο στην προκειμένη περίπτωση θέμα είναι η δυνατότητα της εταιρείας να συνεχίσει να ενεργεί ιδίω δικαιώματι για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της παρά τη διάλυση της. Από μια άποψη βέβαια αυτό θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως δικονομικό θέμα ως αναγόμενο στη διαδικασία, και συγκεκριμένα τη μορφή με την οποία η εταιρεία μπορεί να είναι διάδικος. Η άποψη αυτή όμως βλέπει το θέμα μόνο επιφανειακά. Το θέμα, όπως τίθεται, σε συνάρτηση δηλαδή προς τις συνέπειες της διάλυσης της εταιρείας, δεν είναι καθόλου δικονομικό αλλά ουσιαστικό, αφού αφορά την καθόλου ικανότητα (capacity) της εταιρείας, και συγκεκριμένα την ικανότητα της να συνεχίσει να ενεργεί ως εταιρεία παρά τη διάλυση της. Αν η σύσταση όσο και η διάλυση της εταιρείας υπόκεινται στο lex domicilii της ως θέματα ουσίας, ασφαλώς και η ικανότητα της να συνεχίσει να ενεργεί ως εταιρεία παρά τη διάλυση της είναι εξ ίσου θέμα ουσίας ως αναγόμενο στις συνέπειες της διάλυσης επί της ίδιας της ύπαρξης της, όπως ακριβώς η ικανότητα (capacity
) φυσικού προσώπου σε συνάρτηση προς οποιαδήποτε στοιχεία που τη ρυθμίζουν ως προς την έκταση ή τον περιορισμό της - π.χ. ηλικία και γενικά ανικανότητες (disabilities) - είναι θέμα ουσίας. Εξ άλλου, η δυνατότητα διεκδίκησης αγώγιμων δικαιωμάτων ως περιουσιακών στοιχείων (choses in action), διακρινόμενη από τη συμμόφωση προς τα δικονομικά θέσμια για τη διεκδίκηση τους, δεν μπορεί να μην είναι θέμα ουσίας αφού επηρεάζει το ίδιο το δικαίωμα αυτό. Το δίκαιο της Νέας Υόρκης, ως ο lex causae που ρυθμίζει το status της εταιρείας, έχει επιλέξει να προνοήσει ότι, παρά τη διάλυση της εταιρείας, αυτή μπορεί να ενεργεί η ίδια και όχι μέσω κάποιου άλλου (π.χ. του Επίσημου Παραλήπτη όπως είναι ο κανόνας του εσωτερικού Κυπριακού δικαίου), ως να μην είχε διαλυθεί, για τους προαναφερθέντες σκοπούς, που περιλαμβάνουν τη συνέχιση δικαστικής διαδικασίας και αυτής καθ΄αυτής και στα πλαίσια εκτέλεσης συμβατικών υποχρεώσεων και στα πλαίσια συλλογής των περιουσιακών στοιχείων της. Το lex causae κατέστησε έτσι τη διάλυση περιορισμένης έκτασης και συνέπειας. Πως είναι δυνατό, εφ΄όσον το δίκαιο της Νέας Υόρκης εφαρμόζεται ως ο lex causae που διέπει και τη διάλυση της εταιρείας, να αγνοηθεί ως προς την έκταση και τις συνέπειες της διάλυσης; Κάτι τέτοιο θα ήταν τόσο ανακόλουθο όσο και ασυμβίβαστο προς το rationale του εφαρμοστέου κανόνα επιλογής δικαίου. Και περαιτέρω, το δίκαιο της Νέας Υόρκης, το οποίο εφαρμοζόμενο απέληξε στη διάλυση της εταιρείας, προνόησε επίσης ότι η ανάκληση της διάλυσης, η οποία ασφαλώς υπόκειται επίσης σε αυτό, επενέργησε όχι προοπτικά αλλά αναδρομικά στην ημέρα της διάλυσης, ακυρώνοντας όλα τα διαβήματα που είχαν ληφθεί για τη διάλυση, αποκαθιστώντας αναδρομικά την εταιρεία ως να μην είχε ποτέ διαλυθεί, και νομιμοποιώντας αναδρομικά τις ενέργειες της εταιρείας που έγιναν κατά το χρόνο της διάλυσης. Και από αυτή την άποψη λοιπόν η ικανότητα της εταιρείας να ενεργεί ως εταιρεία κατά την περίοδο της διάλυσης της, που εν πάση περιπτώσει δεν αναιρείτο εκ της διάλυσης, αποκαθίσταται αναδρομικά ως να μην είχε επηρεασθεί ποτέ. Πώς, και πάλι, είναι δυνατό να δοθεί ισχύς στο lex causae ως ρυθμίζον την ανάκληση της διάλυσης και να του αρνηθεί ισχύς ως προς τις συνέπειες της ανάκλησης; Η εταιρεία, ως νομικό πρόσωπο, είναι πάντοτε δημιούργημα του νόμου, και το δίκαιο της χώρας που τη δημιούργησε και μόνο, ως αναγκαστικά και ανεξίτηλα το lex domicilii της, μπορεί να ρυθμίζει τις συνέπειες και δυνατότητες της ως προς τη συνεχιζόμενη ύπαρξη ή τη διάλυση της (ίδε: Metliss v. National Bank of Greece and Athens S.A. (1958) A.C. 509).Υπάρχει και μια άλλη παράμετρος στο θέμα που οδηγεί στην ίδια κατάληξη. Κατ΄αρχή, το επιχείρημα των εφεσειόντων θα είχε ως λογική συνέπεια όχι απλώς την αδυναμία της ACUAC INC να καταχωρίσει ένσταση στην αίτηση για τροποποίηση αλλά να είναι καν διάδικος στην έφεση, αφού η αδυναμία της να δώσει οδηγίες για καταχώριση της ένστασης ανάγεται, σύμφωνα με το επιχείρημα, στην ανυπαρξία της ως εκ της διάλυσης της. Οι Εφεσείοντες όμως δεν λέγουν κάτι τέτοιο, αλλά απεναντίας ζητούν να συνεχίσει η έφεση με την ACUAC INC ως διάδικο και να αγνοηθεί η ένσταση της. Αυτό όμως θα ήταν τόσο αντιφατικό όσο και ανακόλουθο. Κυρίως όμως, αν το Κυπριακό δίκαιο, ως το lex fori, ρυθμίζει το θέμα, θα μπορούσε να εφαρμοσθεί το Κυπριακό δίκαιο ως προς τη διάλυση της και να αναληφθεί η διαδικασία από τον Επίσημο Παραλήπτη εδώ; Ασφαλώς όχι, αφού η τέτοια δυνατότητα του Επίσημου Παραλήπτη υφίσταται δυνάμει του ίδιου κανόνα του lex domicilii (και με την εξαίρεση του άρθρου 362 του Κεφ. 113 στην περίπτωση συλλογής και διανομής περιουσιακών στοιχείων τα οποία εντοπίζονται στην Κύπρο και ανήκουν σε ξένη εταιρεία που ήδη διελύθη στη χώρα της), σε συνάρτηση προς την εξουσία του ως προς τη διάλυση μόνο εταιρειών που συστάθησαν στην Κύπρο, όπως και η ίδια η εξουσία του δικαστηρίου για τη διάλυση εταιρείας περιορίζεται σε εταιρείες εγγεγραμμένες στην Κύπρο (ίδε άρθρα 209, 282, του Κεφ. 113). Η διάλυση της ACUAC υπόκειται στο δίκαιο της Νέας Υόρκης και μόνο. Οι συνθήκες συνέχισης της διαδικασίας, ως επακόλουθο της διάλυσης, θα έπρεπε και πάλι να αναζητηθούν στο δίκαιο εκείνο και μόνο ως θέμα ουσίας και όχι δικονομίας.
Η υπόθεση Letco Co Ltd v. Ηλιάδη (1991) 1 ΑΑΔ 435, στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Μιχαηλίδης, δεν παρέχει έρεισμα για την εισήγηση ότι το εδώ εγειρόμενο θέμα είναι δικονομικό. Απεναντίας, βεβαιώνει την αρχή ότι τόσο η σύσταση όσο και η διάλυση της εταιρείας, περιλαμβανομένης της εκπροσώπησης της προς το σκοπό εκκαθάρισης της περιουσίας της μετά τη διάλυση της, διέπονται από το lex domicilii της. Ως εκ τούτου, ανεγνωρίσθη όχι μόνο η διάλυση της εταιρείας δυνάμει του Λιβηριανού δικαίου αλλά και ο κανόνας του ότι, συνεπεία της διάλυσης, οι διευθυντές της καθίστανται θεματοφύλακες της περιουσίας της με εξουσία λήψης κάθε αναγκαίου μέτρου για την περισυλλογή της περιουσίας και τη διανομή της στους δικαιούχους. Η υπόθεση δεν αποφασίζει ότι ο lex fori εφαρμόζεται στις συνέπειες της διάλυσης στη δυνατότητα ή ικανότητα ενέργειας υπό ή εκ μέρους της εταιρείας. Η υπόθεση αποφασίζει μόνο ότι, δεδομένου ότι η εταιρεία μπορούσε μετά τη διάλυση της να εκπροσωπείται στην αγωγή από τους διευθυντές της σύμφωνα με το εφαρμοστέο Λιβηριανό δίκαιο, η αγωγή δεν μπορούσε να εγερθεί από τους διευθυντές εναντίον ενός των ιδίων των διευθυντών ως εκ του δικονομικού κανόνα του Κυπριακού δικαίου
, ως lex fori, ότι, όπως το έθεσε ο Πικής, Δ., ως ήτο τότε, δίδοντας την απόφαση του Εφετείου, στη σ. 441, "... είναι δικονομικά ανέφικτη η συνένωση προσώπου κάτω από οποιοδήποτε μανδύα ως ενάγοντα και εναγομένου". Όπως μάλιστα τόνισε στη σ. 442, "Η διαπίστωση αυτή δεν μας απαλλάττει όμως από την εφαρμογή του δικαίου όπως διαπιστώνεται".Η κατάληξη μας είναι λοιπόν ότι η αίτηση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται με έξοδα.
Π.
Δ.
Δ.
/ΚΧ"Π