ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 1 ΑΑΔ 287

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 32/2000.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 155.4 του Συντάγματος της Κυπριακής

Δημοκρατίας και το άρθρο 3 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης

(Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964.

και

Αναφορικά με την αίτηση των APAK AGRO INDUSTRIES LTD,

Ανδρέα Δημητριάδη και Ανδρούλλας Κυριάκου Κούνδουρου για

άδεια για καταχώριση αίτησης για εντάλματα της φύσης

CERTIORARI και MANDAMUS.

και

Αναφορικά με την απόφαση και/ή διάταγμα του Επαρχιακού

Δικαστηρίου Πάφου (Κ. Παμπαλλής, Προέδρου Επαρχιακού

Δικαστηρίου) που εξεδόθη στις 21.2.2000 στις συνενωμένες

αγωγές αρ. 2543/91 και 1402/92 του Επαρχιακού Δικαστηρίου

Πάφου.

____________________

29 Φεβρουαρίου, 2000.

Για τους αιτητές: Κ. Τσιρίδης με Α. Χαραλάμπους.

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Στη διάρκεια της εκδίκασης των συνενωμένων αγωγών 2543/91 και 1402/92 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου οι εναγόμενοι "έκδοσαν 4 κλήσεις (subpoena duces tecum)" προς τους ενάγοντες και/ή υπαλλήλους τους για να "καταθέσουν τα έγγραφα που αναφέρονται στον επισυνημμένο κατάλογο και όχι για να δώσουν μαρτυρία". Νομικό έρεισμα της έκδοσης των κλήσεων ήταν η Δ.32 θ.3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Οι ενάγοντες ήγειραν προφορικό θέμα αμφισβήτησης της ορθότητας των 4 κλήσεων όπως επίσης και θέμα προσδιορισμού της οντότητας των ζητηθέντων να κατατεθούν εγγράφων, της ενδεχόμενης νομικής τους συνέπειας και της υποχρέωσης των εναγόντων να τα παρουσιάσουν. Το θέμα κρίθηκε, μετά από ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ότι έπρεπε να συζητηθεί στην ολότητά του και όχι στο στάδιο της επιχειρούμενης κατάθεσης εκάστου εγγράφου, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος των εναγόντων. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού άκουσε σχετική επιχειρηματολογία κατέληξε ως εξής (βλ. την απόφαση του ημερ. 21.2.2000, Τεκμήριο Α, στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την παρούσα αίτηση):

"Οι Ενάγοντες διαμαρτύρονται ότι οι κλήσεις περιέχουν γενικότητες, χωρίς εξειδίκευση η οποία πρέπει να οδηγήσει σ΄ απόρριψη του αιτήματος. Στην υπόθεση Soul v. Inland Revenue Commissioners (1963) 1 All E.R. 68, τονίστηκε ότι η έκδοση του subpoena μπορεί να γίνει, ακόμη κι΄ αν περιλαμβάνει γενικότητες, που βεβαίως μπορούν να εξειδικευθούν μετά την έκδοση της. Περαιτέρω στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4th ed., Vol. 17 παρ. 250 που αναφέρεται ότι αν η εξειδίκευση δεν υπάρχει και χρησιμοποιείται γενικότητα η παρουσίαση θ΄ αποτραπεί.

Είναι αποδεχτό από τις δύο πλευρές ότι έγινε εκτενέστερη αποκάλυψη εγγράφων σε βαθμό που κρίθηκε από τις δύο πλευρές ικανοποιητικός λαμβανομένου υπόψη ότι δεν έγιναν άλλα διαβήματα από το 1997.

Είναι συνεπώς εκτός του πλαισίου της διαδικασίας του subpoena duces tecum να ζητείται να παρουσιαστούν τα έγγραφα που έχουν ήδη αποκαλυφθεί ενόρκως.

Ταυτόχρονα είναι έκδηλο ότι ο προσδιορισμός σε 'φάκελο εργασίας' 'ή διαφημίσεις, Ανακοινώσεις, Δημοσιεύσεις και άρθρα αναφορικά με τις Υπηρεσίες που παρέχει η Κ.Τ.Α.' δεν έχουν την αναγκαία εξειδίκευση ώστε να μπορούν ν΄ αποτελούν αντικείμενο του subpoena duces tecum.

Με γνώμονα αυτές τις σκέψεις και αρχές, δεν θα επιτραπεί η προσκόμιση των ήδη ενόρκως αποκαλυφθέντων εγγράφων με γνώμονα την ήδη αναφορά από τους Εναγομένους στον κατάλογο που προαναφέρεται σε κάθε κλήση και περαιτέρω τα έγγραφα της γενικότητας που προανάφερα, και ακυρώνονται οι κλήσεις γι΄ αυτά και μόνο.

Για τ΄ άλλα έγγραφα θα εξεταστούν οποιεσδήποτε ενστάσεις στο κατάλληλο στάδιο, αν βέβαια εγερθούν.

Σε συνάρτηση με το δεύτερο σκέλος της ένστασης, η νομολογία, προσδίδει πιστεύω διακριτά την προσφερόμενη δυνατότητα. Τα έγγραφα αφήνονται στο Δικαστήριο με απώτερο στόχο ν΄ αποτελέσουν αντικείμενο επιχειρούμενης κατάθεσης ως Τεκμηρίων από άλλους μάρτυρες (Phipson, 12η έκδοση παρ. 1527). Τούτο βέβαια είναι έκδηλο γιατί αν εφαρμοζόταν διάφορη πρακτική οι παράμετροι του αντιπαραθετικού συστήματος συνδυασμένος με τους περιοριστικούς κανόνες του ισχύοντος δικαίου της απόδειξης θ΄ απέληγαν σε αχρήστευση και δεν είναι του παρόντος να προσδιοριστεί η ορθότητα του συστήματος δικαίου.

Με τους πιο πάνω περιορισμούς καλείται η μάρτυρας των Εναγόντων να προσκομίσει τα έγγραφα των καταλόγων που επισυνάπτονται στις κλήσεις."

Στις 24.2.2000 οι εναγόμενοι καταχώρισαν την παρούσα αίτηση με την οποία ζητούν τις πιο κάτω θεραπείες:

"(α) ΄Αδεια για καταχώριση αίτησης για την έκδοση εντάλματος διατάγματος της φύσης Certiorari για παραπομπή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου

προς ακύρωση της απόφασης και/ή διατάγματος το οποίο εξέδωσε ο κ. Κ. Παμπαλλής, Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου, ημερομηνίας 21.02.2000

Τεκμήριο Α.

(β) ΄Αδεια για καταχώριση αίτησης για την έκδοση εντάλματος Mandamus με

το οποίο να διατάζεται το πρωτόδικο δικαστήριο να ασκήσει την εξουσία

του και/ή να εκδόση διάταγμα όπως οι μάρτυρες που περιγράφονται στις

τέσσερις κλήσεις τις οποίες εξέδωσαν οι Εναγόμενοι/αιτητές στις 6.12.1999 προσκομίσουν (produce) ενώπιον του τα έγγραφα τα οποία

περιλαμβάνονται στα παραρτήματα μιας εκάστης των ως άνω κλήσεων

σύμφωνα με τη διαταγή 32 κανόνες 3 και 4 των Θεσμών της Πολιτικής

Δικονομίας.

(γ) Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάζει το Πρωτόδικο Δικαστήριο

όπως, αφού τεθούν ενώπιον του τα έγγραφα που αναφέρονται ανωτέρω

αποφασίσει όπως αυτά γίνουν τεκμήρια ή τεκμήρια προς αναγνώριση με

βάση τους κανόνες της αποδεκτότητας και σχετικότητας των εγγράφων

με τα επίδικα θέματα.

(δ) Οποιαδήποτε άλλη διαταγή ή θεραπεία το Δικαστήριο κρίνει ορθή και

δίκαια υπό τις περιστάσεις."

Η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου έδωσε το έναυσμα για τις πιο κάτω εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνήγορου των αιτητών (εναγομένων):

1. Το πρωτόδικο δικαστήριο παρερμήνευσε την έννοια και τη σημασία του

"subpoena duces tecum" και την έχει εξομοιώσει με τη διαδικασία της

αποκάλυψης και επιθεώρησης (discovery and inspection). Στη διαδικασία

της αποκάλυψης ο διάδικος παίρνει πληροφορίες ενώ με τη διαδικασία

της subpoena duces tecum παίρνει μαρτυρία.

2. Το πρωτόδικο δικαστήριο πλανήθηκε ως προς την σκοπιμότητα της

διαδικασίας subpoena duces tecum. Αυτή η διαδικασία αποτελεί τον

ορθότερο τρόπο για να μπορέσει ένας διάδικος να προσκομίσει στο

δικαστήριο έγγραφα που περιέχουν σχετική μαρτυρία η δεκτότητα των

οποίων επιτρέπεται από τους κανόνες απόδειξης και δεν μπορούν να

προσκομισθούν με άλλο τρόπο.

3. Η ακύρωση των κλήσεων με τη δικαιολογία ότι τα έγγραφα είχαν

αποκαλυφθεί δεν είναι διαδικαστικό θέμα αλλά θέμα πλάνης του

δικαστηρίου ως προς τη σημασία νομικού διαβήματος το οποίο επηρεάζει

ανεπανόρθωτα τους αιτητές. Τους στερεί το δικαίωμα να χρησιμοποι-

ήσουν μια διαδικασία η οποία είναι γνωστή στο Νόμο.

4. Αν η κλήση ακυρωνόταν για διαδικαστικούς λόγους τότε θα εγειρόταν

θέμα διακριτικής ευχέρειας. Στην κρινόμενη όμως περίπτωση το πρω-

τόδικο δικαστήριο διατύπωσε νομική αρχή ότι η κλήση subpoena duces

tecum είναι ταυτόσημη με την αποκάλυψη. Η παράλειψη του δικαστηρίου

να εφαρμόσει την νομική αρχή σύμφωνα με την οποία η επίμαχη κλήση

εκδίδεται δικαιωματικά αποτελεί νομική πλάνη η οποία είναι εμφανής

στο πρακτικό και η οποία δεν μπορεί να διορθωθεί παρά με ένταλμα

Certiorari.

Τα όρια της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να προβεί σε αναθεώρηση δικαστικής απόφασης μέσω του εντάλματος Certiorari έχουν προσδιοριστεί ως εξής στην Τζεννάρο Περρέλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, 701:

"Η εμβέλεια του προνομιακού εντάλματος Certiorari, όπως την αναγνώρισε τελικά η σύγχρονη αγγλική νομολογία, παρέχει δυνατότητα για άσκηση ελέγχου από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο - όχι όμως αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου - με προοπτική την επέμβαση, είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη είτε όπου προκύπτει στην όψη του 'πρακτικού' της απόφανσης του κατώτερου δικαστηρίου προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας."

Στην In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250, 259, το θέμα τέθηκε ως εξής:

"Certiorari lies primarily to ensure that an Inferior Court operates within the bounds of its jurisdiction and observes fundamental rules of Law. In answering the plea relevant to jurisdiction, the test is whether the order made was within the jurisdiction of the Court that issued it. The absence of competence, if any, must be apparent on the record of the proceedings, as well as the illegality, manifest, as alleged. The process is intended to subject to scrutiny the assumption of jurisdiction and the legality of the order made, as opposed to its correctness."

Σε μετάφραση:

"Το Certiorari παρέχεται, κατά κύριο λόγο, για να διασφαλίσει ότι κατώτερο Δικαστήριο λειτουργεί μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του και σύμφωνα με τους θεμελιώδεις κανόνες του Δικαίου. Απαντώντας στην εισήγηση σχετικά με τη δικαιοδοσία, το κριτήριο είναι κατά πόσο η υπό αναθεώρηση διαταγή ήταν εντός των ορίων της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, το οποίο την εξέδωσε. Η απουσία αρμοδιότητας, εάν υπάρχει, πρέπει να καταφαίνεται από το πρακτικό της διαδικασίας, καθώς και η παρανομία να είναι έκδηλη, όπως υποστηρίχθηκε. Η διαδικασία σκοπεί να θέσει υπό έλεγχο την ανάληψη δικαιοδοσίας και τη νομιμότητα της διαταγής η οποία έγινε, σε αντίθεση με την ορθότητα της."

(Βλ. και re Ευθύβουλος Λιασίδη, Πολιτική ΄Εφεση 10219/19.2.99 στην οποία έχουν υιοθετηθεί οι πιο πάνω δύο αποφάσεις και στην οποία η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατέληξε ως εξής: "Εφόσον δεν ήταν νομικά εφικτή η αναθεώρηση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, διότι η απόφαση εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, ορθά κρίθηκε ότι η αίτηση απέληγε σε αίτημα για θεώρηση της ορθότητας της, που δεν μπορούσε να γίνει παραδεκτό. Γι΄ αυτό, η έφεση θα απορριφθεί." - Βλ. επίσης reΤράπεζα Κύπρου Λτδ, Πολιτικές Εφέσεις 10129 και 10131/25.6.99).

Ανάλογη ήταν και η προσέγγιση στην re Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 C.L.R. 116, 121, στην οποία προστέθηκαν και τα πιο κάτω:

"Δεν είναι ... επιτρεπτό να εκδίδεται διάταγμα Certiorari προκειμένου να υπαγορευθεί σε Δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αποφασίσει ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του ή ακόμα ο τρόπος με τον οποίο να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία."

Στην re Χαραλάμπους κ.α. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 828, 834, 835, τονίστηκε ότι το ένταλμα Certiorari δεν αποτελεί μέσο για την εποπτεία της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ή της πρακτικής που ακολουθείται. Η ρύθμιση της διαδικασίας ανάγεται στην αρμοδιότητα του εκδικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου.

Η θέση της Αγγλικής Νομολογίας συνοψίζεται ως εξής στο Supreme Court Practice 1999, σελ. 902:

Η θεραπεία της δικαστικής αναθεώρησης δεν ασχολείται με την αναθεώρηση της ουσίας της απόφασης αλλά με τη διαδικασία λήψης της απόφασης. Απόφαση κατώτερου δικαστηρίου μπορεί να ακυρωθεί με ένταλμα Certiorari όπου το δικαστήριο ενήργησε χωρίς δικαιοδοσία, ή υπερέβη τη δικαιοδοσία του ή παρέλειψε να συμμορφωθεί με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης στην περίπτωση που οι κανόνες αυτοί τυγχάνουν εφαρμογής ή όπου υπάρχει νομικό σφάλμα στην όψη του πρακτικού ή η απόφαση είναι παράλογη υπό την έννοια της αρχής που έχει διατυπωθεί στην Associated Provincial Picture Houses Limited v. Wednesbury Corporation (1948) 1 K.B. 223. Ωστόσο το δικαστήριο σε αίτηση δικαστικής αναθεώρησης δε λειτουργεί ως Εφετείο από την απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου, ούτε και επεμβαίνει με οποιοδήποτε τρόπο στην άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας ή διακριτικής ευχέρειας η οποία έχει εναποτεθεί στο κατώτερο δικαστήριο, εκτός αν έχει ασκηθεί με τρόπο ο οποίος δεν εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας του η απόφαση είναι παράλογη με βάση τις αρχές της Wednesbury (πιο πάνω).

Αναφορικά με την έννοια του όρου νομικό σφάλμα, η οποία είναι εμφανής στο πρακτικό, καθώς έχει νομολογηθεί, αυτή δεν συμπεριλαμβάνει νομικά εσφαλμένες αποφάσεις. Αναφέρεται σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου υπάρχει φανερά εσφαλμένη ερμηνεία του Νόμου ή εσφαλμένη εφαρμογή του σε δεδομένη περίπτωση. Δεν είναι δηλαδή αρκετό ότι υπήρξε σοβαρή πλάνη ή πλάνη σε σχέση με μια καθιερωμένη νομική αρχή. Πρέπει να υπάρχει πλάνη που μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το Δικαστήριο και όχι κατόπιν έρευνας όλων των στοιχείων ή της μαρτυρίας (Βλ. re Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 126, 129, re Μάριος Χρίστου, Αίτηση 25/96/9.4.96, re Κοσμάς Ανδρέου, Αίτηση 66/96/30.4.96, re Εταιρεία Αδελφοί ΧΕΓΚ Φιλίππου Λτδ κ.α., Αίτηση 156/96/6.9.96 και re Ξάνθος Λυσιώτης και Υιός Λτδ., Αίτηση 174/96/9.10.96).

Η απόφαση, αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, εκδόθηκε σε διαδικασία ακύρωσης της κλήσης subpoena duces tecum. ΄Ενας διάδικος μπορεί να εκδώσει κλήση subpoena duces tecum. Ωστόσο το δικαστήριο μπορεί να ασκήσει έλεγχο για να αποτρέψει την καταπιεστική χρήση μιας τέτοιας διαδικασίας. Το δικαστήριο μπορεί να επέμβει οσάκις ικανοποιείται ότι η διαδικασία χρησιμοποιείται για έμμεσους ή ανάρμοστους σκοπούς (indirect or improper objects) (Βλ. Raymond v. Tapson (1883) 22 Ch. D. 430).

Η διαδικασία ακύρωσης της κλήσης subpoena duces tecum είναι θέμα που εμπίπτει αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η πρωτόδικη απόφαση έχει εκδοθεί μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Εξέταση των εισηγήσεων του ευπαίδευτου συνήγορου των αιτητών αποκαλύπτει σαφώς ότι απολήγουν σε αίτημα για θεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης. Ωστόσο ένα τέτοιο αίτημα δεν μπορεί να γίνει παραδεκτό σε διαδικασία εντάλματος Certiorari (Βλ. Τζεννάρο Περρέλα και Λιασίδη, πιο πάνω).

Αυτό που επιδιώκεται με την παρούσα διαδικασία είναι να υπαγορευθεί στο πρωτόδικο δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αποφασίσει ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του. ΄Οπως υποδεικνύεται πιο πάνω το ένταλμα Certiorari δεν παρέχει τέτοια δυνατότητα (Βλ. Marewave Shipping & Trading Co. Ltd, πιο πάνω).

Αναφορικά με την εισήγηση για ύπαρξη νομικού σφάλματος που είναι εμφανές στο πρακτικό παρατηρώ ότι η ισχυριζόμενη πλάνη δεν είναι τέτοια που μπορεί εμφανώς να διακριβωθεί. Το εύρος και το βάθος της αγόρευσης του ευπαίδευτου συνήγορου των αιτητών κάθε άλλο παρά αποκαλύπτει ότι πρόκειται για νομικό σφάλμα που είναι εμφανές στο πρακτικό.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση σε σχέση με την επιδιωκόμενη θεραπεία (α) που σχετίζεται με το ένταλμα Certiorari αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η αποτυχία της θεραπείας (α) σφραγίζει και τη μοίρα των θεραπειών (β) και (γ) γιατί η χορήγηση τους θα ήταν δυνατή μόνο μετά την χορήγηση της θεραπείας (α).

 

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο