ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 1 ΑΑΔ 169
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10558
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.
Μεταξύ:
Γεώργιου Κοσμά, εκ Παραλιμνίου
Εφεσείοντα
και
1. Ανδρέα Χατζηκυπρή, εκ Λευκωσίας
2. Ειρήνη & Δώρα Εστέιτ Λτδ, εκ Λευκωσίας
3. Αντώνη Μιχαηλίδη, εκ Λευκωσίας
4. Σωκράτη Σωτηριάδη, εκ Λευκωσίας
Εφεσίβλητων
------------------------------
22 Φεβρουαρίου 2000
Για τον Εφεσείοντα: κ. Θ. Ιωαννίδης.
Για τους Εφεσίβλητους: κ. Μ. Πιερίδης.
-----------------------
Πικής, Π
.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χατζηχαμπής, Δ.
: Η έφεση προσβάλλει την απόφαση του ευπαίδευτου Προέδρου με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του εφεσείοντα-ενάγοντα για έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος (1) εμποδίζοντος τους τέσσερις εναγόμενους να επεμβαίνουν σε διαμέρισμα το οποίο αγόρασε ο εφεσείων από τους εναγόμενους 1 και 2 και (2) διατάσσοντας τους να του πληρώνουν £20 ημερησίως ενόσω συνέχιζαν να έχουν την κατοχή του διαμερίσματος. Σημειώνουμε ότι, σύμφωνα με τις οδηγίες του δικαστηρίου, η αίτηση, η οποία είχε υποβληθεί ex parte, επιδόθηκε στους εναγόμενους, μόνο όμως ο εναγόμενος 1 εμφανίσθηκε και έφερε ένσταση σε αυτή. Η έφεση στρέφεται μόνο εναντίον αυτού ως εφεσίβλητου, και δεν έχει επιδοθεί στους υπόλοιπους εναγόμενους. Όσον αφορά βέβαια τους εναγόμενους 3 και 4 δεν τίθεται καθόλου θέμα αφού, όπως διαπίστωσε ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, το εύρημα του οποίου και δεν προσβάλλεται με την έφεση, αυτοί είχαν ήδη εγκαταλείψει την κατοχή του διαμερίσματος, το οποίο είχαν ενοικιάσει από τους εναγόμενους 1 και 2, πριν από την εκδίκαση της αίτησης και η αίτηση δεν εξετάσθηκε καν σε σχέση με αυτούς, προφανώς θεωρηθείσα ως πλέον άνευ υποκειμένου αλλά και εγκαταλειφθείσα. Όσον αφορά την εναγομένη 2, καθ΄όσον η έφεση δεν στρέφεται εναντίον της και δεν της επεδόθη, δεν θα εξετασθεί. Όσον αφορά τώρα τον εφεσίβλητο-εναγόμενο 1, παρατηρούμε ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος του επέλεξε να μην καταχωρήσει περίγραμμα αγόρευσης και έτσι δεν ακούσθηκε.Το πραγματικό υπόβαθρο της έφεσης δεν είναι υπό αμφισβήτηση. Ο ενάγων αγόρασε το εν λόγω διαμέρισμα από τους εναγόμενους 1 και 2 στις 5.12.1977 δυνάμει έγγραφης συμφωνίας η οποία και κατατέθηκε την επομένη της υπογραφής της στο Κτηματολόγιο. Ο εναγόμενος 1 ήταν και διευθυντής της εναγόμενης 2. Η προβλεπόμενη στη συμφωνία ημερομηνία περάτωσης και παράδοσης του διαμερίσματος ήταν η 1.7.1978. Με επιστολή τους προς τον εφεσείοντα ημερομηνίας επίσης 5.12.1977, οι εναγόμενοι 1 και 2 αναλάμβαναν, εφ΄ενός μεν να επιστρέψουν στον εφεσείοντα την καταβληθείσα προκαταβολή του αν ήθελε σταματήσει η αποπεράτωση της οικοδομής, αφ΄ετέρου δε να του καταβάλλουν £40 μηνιαίως ως αποζημίωση για οποιαδήποτε αδικαιολόγητη καθυστέρηση ή παράδοση του διαμερίσματος μετά την 1.7.1978.
Η αποπεράτωση της οικοδομής, αν και καθυστέρησε μετά την 1.7.1978, πραγματοποιήθηκε. Οι εναγόμενοι 1 και 2 όμως ουδέποτε παρέδωσαν το διαμέρισμα στον εφεσείοντα, ο οποίος μάλιστα με επιστολή του ημερομηνίας 15.12.1978 ζήτησε την παράδοση του και την καταβολή του ποσού των £40 για κάθε μήνα καθυστέρησης, καθιστώντας τους εναγόμενους 1 και 2 υπεύθυνους για την καθυστέρηση και επιφυλάσσοντας τα δικαιώματα του δυνάμει της συμφωνίας. Οι εναγόμενοι 1 και 2, κατά παράβαση των υποχρεώσεων τους δυνάμει της συμφωνίας, αντί να παραδώσουν και μεταβιβάσουν το διαμέρισμα στον εφεσείοντα εκδίδοντας και χωριστό τίτλο, το διαίρεσαν σε δύο διαμερίσματα τα οποία και ενοικίασαν στους εναγομένους 3 και 4. Η διαπίστωση των γεγονότων αυτών από τον εφεσείοντα οδήγησε στην καταχώριση της αγωγής
και της αίτησης, αφού προηγήθηκε επί ματαίω επιστολή του προς τους εναγόμενους 1 και 2 με την οποία τους καλούσε να του μεταβιβάσουν το διαμέρισμα.Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος διαπίστωσε ότι συνέτρεχαν οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, δηλαδή ότι υπήρχε σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση στην αγωγή όπως και ορατή πιθανότητα επιτυχίας της απαίτησης. Έτσι αποφασίζοντας, θεώρησε ότι η ικανοποίηση των εν λόγω δύο προϋποθέσεων δεν επηρεάζετο από τα διάφορα σημεία τα οποία είχε εγείρει ως υπεράσπιση επί της ουσίας ο εναγόμενος 1 στην ένορκη δήλωση και στη μαρτυρία του και τα οποία ήταν αρμόζον να κριθούν κατά την εκδίκαση της ίδιας της αγωγής. Η κατάληξη αυτή δεν προσβάλλεται βέβαια, και ως εκ τούτου θα επικεντρωθούμε στο υπόλοιπο της απόφασης του ευπαίδευτου Προέδρου, το οποίο και μόνο προσβάλλεται με την έφεση, ότι δεν ικανοποιείτο η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32, που τον οδήγησε ακόλουθα και στην απόρριψη της αίτησης.
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος βάσισε την κατάληξη του, ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι θα ήταν δύσκολο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, στην άποψη ότι τα αιτούμενα διατάγματα ήσαν εκτός των όρων της συμφωνίας. Συγκεκριμένα, θεώρησε ότι όλα τα θέματα που αφορούσαν το δικαίωμα κατοχής του εφεσείοντα μέχρι και τη μεταβίβαση είχαν συμφωνηθεί υπό μορφή καθορισμένων χρηματικών αποζημιώσεων σε αναφορά ιδιαίτερα με το ποσό το οποίο οι εναγόμενοι 1 και 2 ανάλαβαν να πληρώνουν στον εφεσείοντα ως αποζημίωση για τη μη παράδοση της κατοχής. Καθ΄όσον δεν υπήρχε δε μαρτυρία ότι η οικονομική κατάσταση των εναγομένων 1 και 2 ήταν τέτοια που δεν θα ήσαν σε θέση να καταβάλουν τις έτσι συμφωνηθείσες αποζημιώσεις αν ο εφεσείων ήθελε επιτύχει στην αγωγή του, δεν ικανοποιείτο η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32. Ειδικά για το αιτούμενο διάταγμα για καταβολή £20 ημερησίως ενόσω οι εναγόμενοι συνέχιζαν να έχουν στην κατοχή τους το διαμέρισμα, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος αποφάνθηκε ότι αυτό δεν μπορούσε να δοθεί και διότι συνιστούσε προστακτικό διάταγμα απτόμενο της ουσίας της θεραπείας που εζητείτο στην αγωγή, και μάλιστα για πολύ περισσότερες αποζημιώσεις από τις συμφωνηθείσες.
Η συλλογιστική αυτή είναι εμφανώς λανθασμένη, εδραζόμενη επί παρερμηνείας των συμφωνηθέντων. Το δικαίωμα του εφεσείοντα σε κατοχή αλλά και μεταβίβαση του διαμερίσματος παρέμενε πάντοτε ισχυρό δυνάμει των όρων της συμφωνίας και ουδέποτε επηρεάσθηκε ή μετατράπηκε σε απαίτηση για καθορισθείσες χρηματικές αποζημιώσεις. Το δικαίωμα αυτό απέρρεε από τους ίδιους τους ρητούς όρους της συμφωνίας, και ιδιαίτερα τους όρους 3 και 5. Τα αναφερόμενα στην επιστολή των εναγομένων 1 και 2 ουδόλως επηρέαζαν το εν λόγω δικαίωμα και ασφαλώς ουδόλως το διαφοροποιούσαν. Η ανάληψη υποχρέωσης για επιστροφή της καταβληθείσας προκαταβολής αν η οικοδομή δεν αποπερατώνετο δεν είχε να κάνει με το δικαίωμα κατοχής αυτό καθ΄αυτό, και εν πάση περιπτώσει είχε παύσει να ισχύει αφ΄ης στιγμής η οικοδομή αποπερατώθηκε. Η άλλη ανάληψη υποχρέωσης για καταβολή £40 μηνιαίως ενόσω καθυστερούσε αδικαιολόγητα η παράδοση του ακινήτου πέραν της 1.7.1978, την οποία είχε υπ΄όψη του ο ευπαίδευτος Πρόεδρος ως μετατρέπουσα το δικαίωμα κατοχής σε αποζημιώσεις, δεν είχε καθόλου αυτή τη συνέπεια. Ο εφεσείων είχε ανέκαθεν δικαίωμα για αποζημιώσεις λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης παράδοσης κατοχής πέραν της συμφωνηθείσας ημερομηνίας της 1.7.1978 και ως θέμα γενικής αρχής της παράβασης των συμβάσεων και ως θέμα ρητής πρόνοιας στον όρο 3 της συμφωνίας. Το δικαίωμα αυτό δεν ήταν υποκατάστατο του δικαιώματος του σε
κατοχή παρά μόνο συμπληρωματικό και ακόλουθο εκείνου ενόσω η κατοχή δεν του εδίδετο κατά τη συμφωνηθείσα ημερομηνία, προφανώς λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην αποπεράτωση της οικοδομής. Ούτε μπορούσε να ήταν αυθύπαρκτο ως ανεξάρτητο του δικαιώματος κατοχής, αφού βασίζετο ακριβώς στην παράβαση του δικαιώματος κατοχής. Η ανάληψη υποχρέωσης για καταβολή καθορισμένης αποζημίωσης ενόσω καθυστερούσε η παράδοση κατοχής δεν αναιρούσε ή διαφοροποιούσε το δικαιωματικό της κατοχής παρά μόνο, αν ήθελε κριθεί συμβατικά έγκυρη, ως προσδιορίζουσα το ύψος των αποζημιώσεων σε περίπτωση παράβασης του δεδομένου δικαιώματος κατοχής του εφεσείοντα. Καμμιά μείωση και καμμιά αντικατάσταση του δικαιώματος κατοχής με χρηματική αποζημίωση δεν επήρχετο με αυτή, όπως θεώρησε ότι επήρχετο ο ευπαίδευτος Πρόεδρος. Ήταν ακόλουθα λανθασμένη και η κατάληξη του ότι δεν συνέτρεχε αυτή η προϋπόθεση, αφού πλέον δεν ήταν θέμα οικονομικής δυνατότητας των εναγομένων να ικανοποιήσουν ενδεχόμενα επιτυχή αξίωση του εφεσείοντα για αποζημιώσεις αλλά εξέτασης κατά πόσο η μη άμεση παράδοση κατοχής στον εφεσείοντα θα καθιστούσε δύσκολο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο - εξέταση που, ως εκ της προσέγγισης του δικαστηρίου, δεν έγινε.Αυτό βέβαια δεν μας οδηγεί και σε κατάληξη ότι ικανοποιείτο η εν λόγω προϋπόθεση για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος αναφορικά με την κατοχή, αφού το θέμα εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου η οποία έτσι δεν ασκήθηκε. Τοσούτο μάλλον ως εκ της φύσεως του αιτούμενος διατάγματος. Ο εφεσείων με την αίτηση του ζητούσε βέβαια να απαγορευθεί στους εναγόμενους να επεμβαίνουν στο διαμέρισμα. Νοουμένου όμως ότι ουδέποτε είχε ο ίδιος κατοχή, στην ουσία, όπως ορθά παρατήρησε επ΄αυτού ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, επεδίωκε την ειδική εφαρμογή της συμφωνίας ώστε να του εδίδετο η κατοχή την οποία ισχυρίζετο ότι εδικαιούτο δυνάμει της συμφωνίας, είναι δε αξιοσημείωτο ότι το αίτημα του για την έκδοση του διατάγματος δεν περιορίζετο καν χρονικά μέχρι την εκδίκαση της αγωγής. Η έννοια του ενδιάμεσου διατάγματος όμως είναι, υπό συνήθεις συνθήκες, η διατήρηση του status quo ante μέχρι της εκδίκασης της υπόθεσης και όχι η προκατάληψη της έκβασης της υπόθεσης επί της ουσίας. Αυτό είναι που διαφοροποιεί και την προκειμένη περίπτωση από την
Odysseos v. Pieris Estates Ltd (1982) 1 CLR 557 στην οποία βασίζεται ο κ. Ιωαννίδης για να εισηγηθεί ότι, αφ΄ης στιγμής καταδειχθεί λανθασμένη η προσέγγιση του ευπαίδευτου Προέδρου, το διάταγμα πρέπει να εκδοθεί. Στην υπόθεση εκείνη ο ενάγων είχε την κατοχή η οποία και του στερήθηκε από τους εναγομένους, εξ ου και του εδόθη πίσω η κατοχή με το ενδιάμεσο διάταγμα ώστε να αποκατασταθεί το status quo ante, ιδιαίτερα αφού η νόμιμη κατοχή του μπορούσε, σύμφωνα με τις αρχές της επιείκειας και εφ΄όσον ο ενάγων αποδείκνυε τελικά τους ισχυρισμούς του, να του δημιουργούσε και δικαίωμα να συνεχίσει να έχει κατοχή έστω και αν δεν μπορούσε να επιτύχει ειδική εκτέλεση της συμφωνίας ώστε να αποκτούσε την ιδιοκτησία. Ενώ, από την άλλη, η στέρηση της κατοχής μπορούσε να του στερήσει τα δικαιώματα κατοχής που απόρρεαν, σύμφωνα με τις αρχές της επιείκειας, από την κατοχή του. Η διατήρηση της κατοχής από τον ενάγοντα, μέσω του ενδιάμεσου διατάγματος, ήταν έτσι θεμελιακής σημασίας προς διατήρηση και του status quo ante. Στην προκειμένη περίπτωση όμως ο εφεσείων δεν στερήθηκε τέτοιας κατοχής, αφού ποτέ δεν την είχε, και η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος δεν θα συνιστούσε συντήρηση του status quo ante, ούτε η μη έκδοση του θα του στερούσε οποιαδήποτε δικαιώματα απορρέοντα από την πραγματική νόμιμη κατοχή την οποία ποτέ δεν είχε. Δεν αποκλείεται βέβαια η έκδοση ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος αντίστοιχου προς τη θεραπεία που ζητείται με την αγωγή (ίδε: Jonitexo Ltd v. Adidas Sportschuhfabriken Adi Dassler KG (1984) 1 CLR 263). Όπως όμως δείχνει καθαρά η υπόθεση Michael v. Brevinos (1969) 1 CLR 578, εκτός ίσως σε ξεκάθαρες υποθέσεις, αυτό δεν μπορεί να γίνει με τρόπο που να ανατρέπει το status quo ante, και μάλιστα προς ουσιαστική ικανοποίηση της κυρίως θεραπείας που ζητείται με την αγωγή. Στην προκειμένη περίπτωση, η έγκριση του αιτούμενου διατάγματος θα ισοδυναμούσε με απόδοση κατοχής στον εφεσείοντα και έτσι ανατροπή αντί διατήρηση του status quo ante με την ουσιαστική ικανοποίηση της θεραπείας που κατά κύριο λόγο επιδιώκεται με την ίδια την αγωγή, πράγμα που θα μπορούσε να γίνει μόνο επ΄ακροάσει των θέσεων των μερών επί της ουσίας εφ΄όσον ο εφεσίβλητος προβάλλει ουσιαστική υπεράσπιση. Και ασφαλώς, για τους ίδιους λόγους, δεν τίθεται θέμα έγκρισης του άλλου αιτούμενου διατάγματος για καταβολή £20 ημερησίως ενόσω οι εναγόμενοι διατηρούν κατοχή του διαμερίσματος.Κρίνουμε όμως δικαιολογημένη, εφ΄όσον ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις και ακόλουθα των διαπιστωθέντων, στα πλαίσια της αίτησης του εφεσείοντα, την έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος απαγορεύοντος στον εφεσίβλητο, μέχρι τελικής εκδίκασης της αγωγής, να παραχωρεί κατοχή του επίδικου διαμερίσματος σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο. Το διάταγμα αυτό συνάδει με τα δεδομένα και εκπληρώνει το σκοπό του ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος προς συντήρηση του υφιστάμενου κράτους πραγμάτων μέχρι τελικής κρίσης. Ικανοποιείται δε προς έκδοση του η επίδικη τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32, καθ΄όσον η παραχώρηση κατοχής του επίδικου διαμερίσματος σε τρίτους ενδεχόμενα να επηρέαζε τα δικαιώματα του εφεσείοντα
σε κατοχή όπως αυτά απορρέουν από τη συμφωνία και αν τελικά ήθελε επιτύχει στην αγωγή του. Μάλιστα, ήταν η παραχώρηση κατοχής του διαμερίσματος από τους εναγόμενους 1 και 2 στους εναγόμενους 3 και 4 που ουσιαστικά οδήγησε στην αίτηση του εφεσείοντα.Η έφεση επιτυγχάνει ως ανωτέρω. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με το ανωτέρω διάταγμα.
Ο εφεσίβλητος θα καταβάλει τα έξοδα του εφεσείοντα τόσο στην έφεση όσο και πρωτόδικα.
Π.
Δ.
Δ.
/ΚΧ"Π