ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 1393
27 Σεπτεμβρίου, 1999
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΔΩΡΟΣ ΝΕΣΤΩΡΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΥΡΟΥΦΕΞΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10218)
Ευρήματα Δικαστηρίου — Επέμβαση Εφετείου — Έφεση κατά των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες πρόκλησης τροχαίου ατυχήματος, στις οποίες κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας — Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του Δικαστηρίου.
Αμέλεια — Το τι συνιστά κίνδυνο ως στοιχείο αμέλειας δεν συναρτάται προς το είδος του, κατ' αποκλεισμό των στοιχείων που περιβάλλουν την κάθε περίπτωση — Το κατά πόσο η παρουσία συγκεκριμένου αντικειμένου σε δεδομένο χώρο συνιστά κίνδυνο και κατά πόσο εξ αυτού προκλήθηκε ζημιά εξαρτάται από τα περιστατικά.
Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Σύγκρουση αυτοκινήτων — Δεν υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της σύγκρουσης και της θέσης του οχήματος του εναγομένου — Ο εναγόμενος δεν ήταν υπεύθυνος αμελείας.
Το αυτοκίνητο του εφεσείοντα-ενάγοντα συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου-εναγόμενου στο χώρο των εγκαταστάσεων εργοστασίου στο οποίο εργάζονται. Ο εφεσείων καταθέτοντας ανέφερε ότι ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητο του με ταχύτητα 15 χ.α.ω., ο εφεσίβλητος εισήλθε στο δρόμο από παρακείμενο χώρο, με αποτέλεσμα τα δύο οχήματα να συγκρουστούν. Ο εφεσίβλητος κατέθεσε ότι είχε αρχίσει να μπαίνει στο δρόμο όταν αντελήφθηκε σε απόσταση 40 περίπου μέτρων το αυτοκίνητο του εφεσείοντα να μπαίνει στο δρόμο και να κινείται προς την κατεύθυνση του. Σταμάτησε και αποφάσισε να τον περιμένει. Όταν σταμάτησε βρισκόταν στο αριστερό άκρο του δρόμου λοξά, με το δεξιό μπροστινό τροχό του αυτοκινήτου του να απέχει 2 πόδια από την άκρη του δρόμου και τον πισινό ένα. Ο δρόμος στο σημείο της σύγκρουσης έχει πλάτος 15 ποδών, ενώ στη σκηνή δεν υπήρχε οποιοδήποτε άλλο αυτοκίνητο.
Στο μόνο ουσιαστικά σημείο που οι διάδικοι έδωσαν διαφορετική εκδοχή είναι κατά πόσο ο εφεσίβλητος εισήλθε ξαφνικά στην πορεία του εφεσείοντα αποκόπτοντας του το δρόμο ή αν είχε ήδη σταματήσει στην άκρη του δρόμου, ενώ ο εφεσείων βρισκόταν ακόμα σε κάποια απόσταση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε στο σημείο αυτό την εκδοχή του εφεσίβλητου. Η αξίωση του εφεσείοντα για αποζημιώσεις απορρίφθηκε.
Στην ειδοποίηση έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η διαπίστωση ότι ευθύνεται εξ ολοκλήρου για το δυστύχημα είναι λανθασμένη, γιατί το Δικαστήριο δεν έλαβε υπ' όψιν ότι ο εφεσείων οδηγούσε επί κύριου δρόμου και ότι ο εφεσίβλητος του απέκοψε την πορεία. Ισχυρίζεται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει ορθά τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του μάρτυρα του εν σχέσει με τον τρόπο που έγινε το δυστύχημα.
Αποφασίστηκε ότι:
Είναι γνωστή η αρχή ότι το Εφετείο σπάνια και σε συγκεκριμένες μόνο περιπτώσεις επεμβαίνει στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει οποισδήποτε λόγος για επέμβαση. Το Δικαστήριο είχε ενώπιον του δύο εκδοχές, εκείνη του εφεσείοντα και εκείνη του εφεσίβλητου και επέλεξε τη μια από τις δύο.
Οι λόγοι γι' αυτό δίδονται με μεγάλη σαφήνεια. Το Δικαστήριο δέχτηκε ότι το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου δεν απέκοψε ξαφνικά την πορεία του εφεσείοντα, αλλά αντίθετα ότι μπήκε στο δρόμο, καταλαμβάνοντας ελάχιστο μέρος του, όταν ο εφεσείων ήταν σε τέτοια απόσταση που μπορούσε, αν είχε τη δέουσα προσοχή, να τον αντιληφθεί έγκαιρα και να αποφύγει τη σύγκρουση μαζί του.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Vakanas v. Thomas a.o. (1982) 1 C.L.R. 530,
Pantelides v. Murphy a.o. (1985) 1 C.L.R. 40,
Πραστίτης ν. Συνδέσμου Αδειούχων Αχθοφόρων Λιμένος Λεμεσού κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 2144.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ζωμενής, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 31 Μαρτίου, 1998 (Αγωγή Αρ. 10232/94) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του εφεσείοντα-ενάγοντα για αποζημιώσεις λόγω ζημιών που υπέστη το αυτοκίνητό του σε σύγκρουση με το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου-εναγόμενου και επιδικάστηκε το ποσό των £100,80 υπέρ του εφεσίβλητου-εναγόμενου και εναντίον του εφεσείοντα-ενάγοντα.
Θ. Ιωαννίδης, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Ασπρή για Α. Σ. Αγγελίδη, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία απορρίφθηκε αξίωση του εφεσείοντα-ενάγοντα για αποζημιώσεις για ζημιές που υπέστη το αυτοκίνητό του σε σύγκρουση με το όχημα του εφεσίβλητου- εναγόμενου στις 17.5.1994.
Η σύγκρουση έγινε γύρω στις 4.15 το απόγευμα στο χώρο των εγκαταστάσεων εργοστασίου στο οποίο εργάζονται οι διάδικοι. Ο εφεσείων καταθέτοντας ανέφερε ότι ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητό του με ωριαία ταχύτητα 15 περίπου χλμ., ο εφεσίβλητος εισήλθε στο δρόμο από παρακείμενο χώρο, με αποτέλεσμα τα δύο οχήματα να συγκρουστούν. Ο εφεσείων αντιλήφθηκε για πρώτη φορά το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου σταθμευμένο εκτός του δρόμου και ουδέποτε το είδε να βρίσκεται σε κίνηση. Δεν το είδε ξανά παρά μόνο μετά από τη σύγκρουση.
Αντίθετα ο εφεσίβλητος κατέθεσε ότι είχε αρχίσει ήδη να μπαίνει στο δρόμο όταν αντιλήφθηκε σε απόσταση 40 περίπου μέτρων το αυτοκίνητο του εφεσείοντα να μπαίνει επίσης στο δρόμο και να κινείται προς την κατεύθυνσή του. Σταμάτησε και αποφάσισε να τον περιμένει. Το αυτοκίνητό του είχε καλύψει απόσταση μόλις δύο μέτρων. Όταν σταμάτησε βρισκόταν στο αριστερό άκρο του δρόμου λοξά, με το δεξιό μπροστινό τροχό του αυτοκινήτου του να απέχει 2 πόδια από την άκρη του δρόμου και τον πισινό ένα. Ενώ βρισκόταν ακίνητος ένοιωσε τη σύγκρουση και αντιλήφθηκε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα να περνά από τη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου του και να σταματά. Ο δρόμος στο σημείο τη σύγκρουσης έχει πλάτος 15 ποδών, ενώ στη σκηνή δεν υπήρχε οποιοδήποτε άλλο αυτοκίνητο.
Όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε, σε γενικές γραμμές οι δύο εκδοχές δεν διαφέρουν. Στο μόνο ουσιαστικά σημείο που οι διάδικοι έδωσαν διαφορετική εκδοχή είναι κατά πόσο ο εφεσίβλητος εισήλθε ξαφνικά στην πορεία του εφεσείοντα αποκόπτοντας του το δρόμο ή αν είχε ήδη σταματήσει στην άκρη του δρόμου, ενώ ο εφεσείων βρισκόταν ακόμα σε κάποια απόσταση. Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχτηκε στο σημείο αυτό την εκδοχή του εφεσίβλητου-εναγόμενου, απορρίπτοντας τη θέση του εφεσείοντα.
Στην ειδοποίηση έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η διαπίστωση ότι ο εφεσείων ευθύνεται εξ ολοκλήρου για το δυστύχημα είναι λανθασμένη, γιατί το Δικαστήριο δεν έλαβε υπ' όψιν ότι ο εφεσείων οδηγούσε επί κύριου δρόμου και ότι ο εφεσίβλητος του απέκοψε την πορεία. Ισχυρίζεται επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει ορθά τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του μάρτυρά του εν σχέσει με τον τρόπο που έγινε το δυστύχημα.
Κανένας από τους πιο πάνω λόγους δεν ευσταθεί. Κατ' αρχή δεν συμφωνούμε ότι το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την ενώπιόν του μαρτυρία. Από τα ενώπιόν μας πρακτικά δεν δικαιολογείται ένας τέτοιος ισχυρισμός.
Είναι γνωστή η αρχή ότι το Εφετείο σπάνια και σε συγκεκριμένες μόνο περιπτώσεις επεμβαίνει στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου. Στην παρούσα περίπτωση δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε λόγο για να επέμβουμε. Το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του δύο εκδοχές, εκείνη του εφεσείοντα και εκείνη του εφεσίβλητου και επέλεξε τη μία από τις δύο.
Οι λόγοι γι' αυτό δίδονται με μεγάλη σαφήνεια. Το Δικαστήριο δέχτηκε ότι το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου δεν απέκοψε ξαφνικά την πορεία του εφεσείοντα, αλλά αντίθετα ότι μπήκε στο δρόμο, καταλαμβάνοντας ελάχιστο μέρος του, όταν ο εφεσείων ήταν σε τέτοια απόσταση που μπορούσε, αν είχε τη δέουσα προσοχή, να τον αντιληφθεί έγκαιρα και να αποφύγει τη σύγκρουση μαζί του.
Όπως το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει ο δρόμος ήταν αρκετά πλατύς, δεν υπήρχε άλλη κίνηση και αφού όταν ο εφεσίβλητος εισήλθε στο δρόμο, ο εφεσείων ήταν σε απόσταση 40 περίπου μέτρων, υπήρχε αρκετός χρόνος και τόπος προς αποφυγή της σύγκρουσης. Εξ άλλου όπως και ο ίδιος παραδέκτηκε, δεν αντιλήφθηκε καθόλου το όχημα του εφεσίβλητου. Η σύγκρουση έγινε, σύμφωνα με το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου, με το οποίο θα πρέπει να πούμε ότι συμφωνούμε απόλυτα, γιατί ο εφεσείων παρέλειψε να έχει τη δέουσα προσοχή, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί έγκαιρα την παρουσία του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου.
Η συμπεριφορά του εφεσίβλητου χαρακτηρίζεται στους λόγους έφεσης ως μη αναμενόμενη και απρόβλεπτη ενέργεια. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εύλογα ανέμενε ότι δεν παρεμβάλλονταν εμπόδια στην πορεία του, αφού οδηγούσε κατά μήκος κύριου δρόμου με προτεραιότητα. Δεν ήταν προβλεπτό ότι ο εφεσίβλητος θα εισερχόταν από παρακείμενο χώρο στον κύριο δρόμο. Η απρόβλεπτη είσοδος στο δρόμο του εφεσίβλητου αποτελεί, σύμφωνα βέβαια με τον εφεσείοντα, παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας που βαρύνει κάθε οδηγό που εισέρχεται στον κύριο δρόμο.
Κανένα από τα δύο αυτά επιχειρήματα δεν ευσταθεί. Δεν είναι ορθή η θέση ότι ο εφεσείων εύλογα μπορούσε να αναμένει ότι δεν θα υπήρχαν εμπόδια στην πορεία του. Όπως είπαμε και προηγουμένως ο εφεσίβλητος δεν του απέκοψε την πορεία. Ο εφεσείων είχε όλο το χρόνο να αντιληφθεί την παρουσία του άλλου οχήματος και να το αποφύγει. Η παράλειψη του εφεσείοντα να αντιληφθεί την παρουσία του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου συνιστά αμέλεια.
Περαιτέρω ο εφεσίβλητος δεν παρέβη οποιοδήποτε καθήκον του. Ενεργώντας ως επιμελής οδηγός, μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του εφεσείοντα στο δρόμο και ενώ βρισκόταν ακόμα σε ασφαλή απόσταση, σταμάτησε και ανέμενε τον εφεσείοντα να περάσει. Η σύγκρουση προκλήθηκε, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, λόγω της έλλειψης επίδειξης προσοχής από τον εφεσείοντα. Δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της σύγκρουσης και της θέσης του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου.
Η αναφορά που έγινε στις διάφορες υποθέσεις, όπως Vakanas v. Thomas and Another (1982) 1 C.L.R. 530 και Pantelides v. Murphy and Αnother (1985) 1 C.L.R. 40, oυδόλως μπορεί να προωθήσει την υπόθεση του εφεσείοντα γιατί αναφέρονται σε απρόοπτη επέμβαση οχήματος στην πορεία οχήματος που ήλαυνε σε κύριο δρόμο. Αντίθετα, όπως έχει λεχθεί (Πραστίτης ν. Συνδέσμου Αδειούχων Αχθοφόρων Λιμένος Λεμεσού κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 2144), το τι συνιστά κίνδυνο ως στοιχείο αμέλειας δεν συναρτάται προς το είδος του, κατ' αποκλεισμό των στοιχείων που περιβάλλουν την κάθε περίπτωση. Το κατά πόσο η παρουσία συγκεκριμένου αντικείμενου σε δεδομένο χώρο συνιστά κίνδυνο και κατά πόσο εξ αυτού προκλήθηκε ζημιά εξαρτάται από τα περιστατικά.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η παρούσα έφεση απορρίπτεται με έξοδα στη σχετική κλίμακα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.