ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 1295
6 Σεπτεμβρίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΣΤΕΛΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Eφεσείων-Eνάγων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΩΝ ΛΤΔ.,
Eφεσιβλήτων-Eναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Aρ. 9381)
Αγωγή — Αιτία αγωγής — Συμφωνία για εθελοντική πρόωρη αφυπηρέτηση εργοδοτουμένων με πληρωμή αποζημίωσης — Εσφαλμένη αντιμετώπιση της από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως να επρόκειτο περί παρανόμου τερματισμού υπηρεσιών όπου ο εργοδοτούμενος θα έπρεπε να αποδείξει τη ζημιά που υπέστη λόγω αυτού — Παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης κατ' έφεση.
Αποφάσεις και Διατάγματα — Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου — Πρέπει να είναι σεβαστές πρώτα από το ίδιο το Δικαστήριο και γενικά.
Οι εφεσίβλητοι είχαν αποφασίσει να μειώσουν δραστικά το προσωπικό τους και προς το σκοπό αυτό υιοθέτησαν Σχέδιο βάσει του οποίου προσφερόταν στους υπαλλήλους η δυνατότητα να αποχωρήσουν από την εργασία τους έναντι αποζημίωσης η οποία καθοριζόταν ανάλογα με το χρόνο υπηρεσίας και το μισθολόγιο. Η αποζημίωση του εφεσείοντα καθοριζόταν σε £69.901,48. Με την αγωγή του ο εφεσείων αξίωνε ποσό £106.094,91 ως οφειλόμενο δυνάμει συμφωνίας που συνομολογήθηκε μεταξύ του ιδίου και των εφεσιβλήτων και την οποία οι εφεσίβλητοι δεν τίμησαν. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο πως κοινοποίησε ανεπιφύλακτη αποδοχή του στο σχέδιο, με τη διαδικασία που προβλεπόταν, στις 7/3/90.
Η βασική εισήγηση του δικηγόρου των εφεσιβλήτων ήταν πως δεν συνομολογήθηκε έγκυρη σύμβαση μεταξύ τους και του εφεσείοντος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε την εισήγηση του δικηγόρου των εφεσιβλήτων και απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντος στις 29.11.94.
Κατ' έφεση, το Ανώτατο Δικαστήριο, υιοθέτησε την απόφαση του στην Ειρήνη Γεωργίου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (1998) 1 A.A.Δ. 1794 υπόθεση με πανομοιότυπα γεγονότα, στην οποία παραμερίστηκε η πρωτόδικη απόφαση και εκδόθηκε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας.
Ο συνήγορος των εφεσιβλήτων κάλεσε το Ανώτατο Δικαστήριο να μην ακολουθήσει την πιο πάνω απόφαση του Εφετείου υποστηρίζοντας ότι αυτή είναι νομικά εσφαλμένη. Υποστήριξε επίσης ότι το Σχέδιο δεν πρόβλεπε για πρόωρη αφυπηρέτηση προσωπικού αλλά για χαριστική αποζημίωση, πρόσθετη σ' εκείνη που θα είσπρατταν ως πλεονάζον προσωπικό, σύμφωνα με τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο του 1967, όπως τροποποιήθηκε.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δεν διαφοροποιούνται ποσώς από εκείνα στην έφεση αρ. 8957. Είναι αναντίλεκτο δεδομένο το γεγονός πως ο εφεσείων, στις 7/3/90, αποδέκτηκε την προσφορά του Σχεδίου, και, στις 16/3/90, επιβεβαίωσε την αποδοχή του γραπτώς. Με αυτή την αποδοχή συνομολογήθηκε η σύμβαση.
2. Η απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Ειρήνη Γεωργίου, θα εφαρμοστεί για σοβαρούς λόγους αρχής δικαίου. Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου πρέπει να είναι σεβαστές πρώτα από το ίδιο το Δικαστήριο και βεβαίως γενικά. Γιατί διασφαλίζεται έτσι, όσο είναι δυνατό, η ευθυγράμμιση του δικαίου και της νομολογίας.
3. Η απόλυση από τον εργοδότη εργοδοτουμένου, με συμφωνία αποζημίωσης από τον πρώτο, είναι ασυμβίβαστη και αντίθετη με την έννοια της απόλυσης ως πλεονάζοντος. Αποζημίωση από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού καταβάλλεται μόνο όταν θεωρηθεί πως ορθά ο εργοδοτούμενος απολύθηκε ως πλεονάζον. Η σχετική εισήγηση του συνηγόρου των εφεσιβλήτων, είναι ως εκ τούτου, άστοχη.
4. Η παρούσα υπόθεση δεν αφορά - όπως θεωρήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο - παράνομο τερματισμό υπηρεσιών όπου ο εφεσείων θα έπρεπε να αποδείξει τη ζημιά που υπέστη λόγω αυτού. Η συμφωνία πρόβλεπε για εθελοντική πρόωρη αφυπηρέτηση των εργοδοτουμένων με την πληρωμή αποζημίωσης. Όταν η πρόταση γινόταν αποδεκτή, όπως εδώ, ο εργοδοτούμενος είχε υποχρέωση να φύγει από την υπηρεσία και οι εργοδότες να του καταβάλουν το καθορισμένο ποσό της αποζημίωσης.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντος για το καθορισμένο ποσό αποζημίωσης συν το ποσό του Ταμείου Προνοίας του με τόκο προς 8% ετησίως από 29.11.96 μέχρι τελικής αποπληρωμής.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Γεωργίου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (1998) 1 A.A.Δ. 1794.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λαούτας, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 29 Nοεμβρίου, 1994 (Aγωγή Aρ. 9994/90) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του εφεσείοντα-ενάγοντα για ποσό £106.094,91 ως οφειλόμενο δυνάμει συμφωνίας που συνομολογήθηκε μεταξύ του εφεσείοντα-ενάγοντα και των εφεσιβλήτων-εναγομένων σχετικά με τον τερματισμό των υπηρεσιών του εφεσείοντα.
Γ. Tριανταφυλλίδης, για τον Eφεσείοντα.
Π. Πολυβίου, για τους Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Στις 29.11.94 το πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντα, με την οποίαν αξίωνε ποσό £106.094,91 ως οφειλόμενο δυνάμει συμφωνίας που συνομολογήθηκε μεταξύ του ιδίου και των εναγομένων εφεσιβλήτων το Μάρτιο του 1990, και την οποία οι εφεσίβλητοι δεν τίμησαν.
Τα γεγονότα της υπόθεσης, καθόσο μέρος τους δεν αμφισβητούνται, ακολουθούν. Oι εφεσίβλητοι είχαν αποφασίσει να μειώσουν δραστικά το προσωπικό τους. Προς το σκοπό αυτό υιοθέτησαν Σχέδιο, βάσει του οποίου προσφερόταν στους υπαλλήλους η δυνατότητα να αποχωρήσουν από την εργασία τους έναντι αποζημίωσης, η οποία καθοριζόταν ανάλογα με το χρόνο υπηρεσίας και το μισθολόγιο. Την 1.3.90 κυκλοφόρησε σχετική εγκύκλιος, τεκμ.5, στην οποία επισυναπτόταν το Σχέδιο, και καλούνταν οι υπάλληλοι που ήθελαν να επωφεληθούν απ' αυτό να το δηλώσουν μέσω του Διευθυντή του Τμήματος τους προς το Διευθυντή Προσωπικού το αργότερο μέχρι τις 31.5.90. Κυκλοφόρησε επισης πίνακας, τεκμ.29, στον οποίο εμφαινόταν το ποσό της αποζημίωσης που θα εισέπραττε ο υπάλληλος, ανάλογα με τη θέση που είχε. Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό η αποζημίωση του εφεσείοντα καθοριζόταν σε £69.901,48.
Ο εφεσείων ισχυρίστηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο πως κοινοποίησε ανεπιφύλακτη αποδοχή του στο Σχέδιο, με τη διαδικασία που προβλεπόταν, στις 7.3.90. Στις 16.3.90 του ιδίου έτους καταχώρισε και το όνομα του σε «εμπιστευτικό βιβλίο», που κρατήθηκε έτσι σύμφωνα με απόφαση των εφεσιβλήτων.
Η βασική εισήγηση του δικηγόρου των εφεσιβλήτων, στο πρωτόδικο Δικαστήριο και εδώ, ήταν πως δεν συνομολογήθηκε έγκυρη σύμβαση μεταξύ τους και του εφεσείοντα. Ο κ.Πολυβίου πρότεινε πως οι εφεσίβλητοι είχαν υιοθετήσει ένα Σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο θα αποχωρούσε οικειοθελώς πλεονάζον προσωπικό, η εγκύκλιος όμως που το περιείχε, (τεκμ.5), δεν συνιστούσε προσφορά, ώστε με την αποδοχή του να γεννάται σύμβαση, αλλά ήταν απλώς πρόσκληση για σύναψη σύμβασης ή διαπραγμάτευσης προς τα μέλη του προσωπικού τα οποία επιθυμούσαν να επωφεληθούν του Σχεδίου. Η αποδοχή επομένως του Σχεδίου από τον εφεσείοντα δεν κατέληξε στη σύναψη σύμβασης. Η υποβολή σχετικού αιτήματος από τους υπαλλήλους, ήταν υπό την αίρεση της έγκρισης των εφεσιβλήτων.
Αντίθετη είναι βέβαια η άποψη του δικηγόρου του εφεσείοντα. Είναι η θέση του πως η εγκύκλιος, τεκμ.5, αποτελούσε ανέκκλητη προσφορά προς τους υπαλλήλους, και με την αποδοχή της από τον εφεσείοντα, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονταν σ' αυτή, δημιουργήθηκε έγκυρη και εκτελεστή σύμβαση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε την εισήγηση του δικηγόρου των εφεσιβλήτων. Αποδεχόμενο δε τη θέση αυτή δεν περιορίστηκε στην ερμηνεία της εγκυκλίου από το ίδιο το περιεχόμενο της, αλλά εξέτασε το ζήτημα σε συνάφεια, και υπό το φως, της μαρτυρίας που έδωσε ενώπιον του ο ίδιος ο εφεσείων. Είπε συγκεκριμένα το Δικαστήριο:
«Κατά τη γνώμη μας τα πιο κάτω στοιχεία έκλειναν την πλάστιγγα για την κατάληξη μας αυτή. Το πιο σημαντικό στοιχείο προέρχεται από την ίδια τη μαρτυρία του ενάγοντα σύμφωνα με την οποία την 9.3.90 ενώ είχε ήδη αποδεχθεί το σχέδιο (στις 7.3.90) εσυνέχιζε ακόμα η συζήτηση και εδίνοντο διευκρινίσεις για το σχέδιο. Τούτο και μόνο μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο ενάγων είχε αποδεχθεί μια πρόταση, νοουμένου ότι θα δεχόμαστε τη θέση του ότι δηλαδή το Τ.5 (εγκύκλιος) αποτελούσε πρόταση, η οποία δεν ήταν διευκρινισμένη. Εφόσον εσυνεχίζοντο οι συζητήσεις και οι διαπραγματεύσεις και μετά την 7.3.90, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρχε ολοκληρωμένη και ξεκάθαρη πρόταση για να γνωρίζει ο αποδεχόμενος τι ακριβώς αποδεχόταν. Συνεπώς μέχρι την ημερομηνία αποδοχής της, έστω και αν υποθέσουμε ότι υπήρχε τέτοια πρόταση, ήταν αδιευκρίνιστη. Δηλαδή έστω και αν υποθέσουμε ότι το Τ.5 ήταν πρόταση, όταν την αποδέχτηκε ο ενάγων την 7.3.90, δεν ήταν ολοκληρωμένη και συνεπώς δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι ο ενάγων την αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα, στοιχείο απαραίτητο για τη συνομολόγηση μιας συμφωνίας. Οι συζητήσεις και διευκρινίσεις που εσυνεχίζοντο μέχρι και την 9η Μαρτίου, είναι μια σοβαρή ένδειξη ότι το Τ.5, όταν ανακοινώθηκε, αποτελούσε πρόσκληση για προσφορά και όχι προσφορά.»
Στις 24.9.98 το Εφετείο εξέδωσε την απόφαση του στην Ειρήνη Γεωργίου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (1998) 1 A.A.Δ. 1794, με πανομοιότυπα γεγονότα, όπου και συζητήθηκε το επίμαχο ζήτημα, κατά πόσο δηλαδή η εγκύκλιος, τεκμ.5, αποτελούσε ανεπιφύλακτη προσφορά που η αποδοχή του περιεχομένου της θα απέληγε σε έγκυρη σύμβαση ή ήταν πρόσκληση για προσφορά και επ' αυτής διαπραγματεύσεις. Η υπόθεση στην πιο πάνω έφεση αφορούσε την αξίωση άλλου υπαλλήλου της εφεσείουσας εναντίον των εφεσιβλήτων που αξίωνε, όπως και εδώ ο εφεσείων, το ποσό της αποζημίωσης, αφού προηγουμένως αποδέκτηκε τους όρους της επίμαχης εγκυκλίου. Το Εφετείο αποφάνθηκε υπέρ της εισήγησης της εφεσείουσας. Από την απόφαση, που δεν έχει δημοσιευθεί, παραθέτουμε το πιο κάτω σχετικό απόσπασμα, αποφασιστικό στο ζήτημα που μας απασχολεί.
Έχουμε καταλήξει στο συμπέρασα ότι από την Εγκύκλιο αυτή, αλλά και από τις άλλες, εύκολα προκύπτει, στα όμματα του αντικειμενικού παρατηρητή, ότι η εφεσίβλητη, με τα όσα ανέφερε στις Εγκυκλίους της δημιουργούσε, όπως και δημιούργησε, την εντύπωση ότι, με το Σχέδιο που πρότεινε, πρόσφερε στους ενδιαφερόμενους υπαλλήλους τη δυνατότητα να αποδεχθούν άμεσα τους προτεινόμενους όρους συνάπτοντας, με την αποδοχή τους, έγκυρη και δεσμευτική σύμβαση μεταξύ τους και της εφεσίβλητης.»
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα μας κάλεσε να υιοθετήσουμε την πιο πάνω απόφαση του Εφετείου και να την εφαρμόσουμε και στα γεγονότα της παρούσας, εφόσον είναι πανομοιότυπα, και επίσης με κατατεθειμένα ως τεκμήρια τα ίδια ακριβώς έγγραφα.
Ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων έκανε δυο εισηγήσεις, τις οποίες και θα συζητήσουμε παρακάτω. Μας κάλεσε να μην ακολουθήσουμε την πιο πάνω απόφαση του Εφετείου, προτείνοντας πως είναι νομικά εσφαλμένη. Η διαζευκτική του θέση είναι πως, αν δεν δεχτούμε την αμέσως προηγούμενη εισήγηση, θα πρέπει να οδηγηθούμε στην απόρριψη της έφεσης, γιατί διαφέρουν τα γεγονότα εδώ από εκείνα στην υπόθεση Γεωργίου. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων πως ο εφεσείων δεν αποδέκτηκε ανεπιφύλακτα το Σχέδιο, γιατί συνεχίζονταν ακόμη διαβουλεύσεις και μετά τις 31.3.90.
Στην απόφαση του το Εφετείο μας στην υπόθεση Ειρήνη Γεωργίου συζητά σε έκταση το επίμαχο ζήτημα, με ευρεία αναφορά στη νομολογία, και καταλήγει και υιοθετεί τη νομική θέση που εκθέσαμε πιο πάνω. Εμείς θα εφαρμόσουμε αυτή την απόφαση για σοβαρούς λόγους αρχής δικαίου. Πιστεύουμε πως οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου πρέπει να είναι σεβαστές, πρώτα από το ίδιο το Δικαστήριο και βεβαίως γενικά. Γιατί διασφαλίζεται έτσι, όσο είναι δυνατό, η ευθυγράμμιση του δικαίου και της νομολογίας. Αν είχαμε διαφορετική νομική προσέγγιση, που δεν έχουμε, πάλιν θα υιοθετούσαμε την απόφαση του Εφετείου για το λόγο που αναφέραμε πιο πάνω. Θα διαφωνούσαμε μόνο στην περίπτωση που η προσωπική μας άποψη θα δημιουργούσε κρίση συνείδησης για την ορθότητα μιας απόφασης, σε τέτοιο βαθμό που θα πιστεύαμε πως αν δεν εκφράζαμε τη δική μας θέση θα αισθανόμαστε πως οδηγείται η υπόθεση στο δρόμο της αδικίας.
Στο πρωτόδικο Δικαστήριο οι εφεσίβλητοι δεν πρόσφεραν καμιά μαρτυρία. Ο εφεσείων εκθέτοντας τα γεγονότα στη μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου.είπε πως αποδέκτηκε το Σχέδιο στις 7.3.1990 και πως στις 16 του ίδιου μήνα τοποθέτησε και το όνομα του στο «εμπιστευτικό βιβλίο», επιβεβαιώνοντας έτσι την αποδοχή του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως ορθή και αληθή τη μαρτυρία του εφεσείοντα και αναφέρει στην απόφαση του πως αυτός αποδέκτηκε το Σχέδιο στις 7.3.90. Προχωρεί όμως και λέγει, εσφαλμένα, πως η αποδοχή δεν ήταν ολοκληρωμένη, γιατί συνεχίζονταν οι συζητήσεις και διευκρινίσεις μέχρι και της 9.3.1990. Και αυτά, για να καταλήξει στο βασικό του συμπέρασμα πως η εγκύκλιος αποτελούσε πρόσκληση για προσφορά και όχι προσφορά.
Στη δική μας κρίση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δεν διαφοροποιούνται ποσώς από εκείνα στην έφεση 8957, Ειρήνης Γεωργίου. Έχουμε σαν αναντίλεκτο δεδομένο το γεγονός πως ο εφεσείων, στις 7.3.90, αποδέκτηκε την προσφορά του Σχεδίου, και, στις 16.3.90, επιβεβαίωσε την αποδοχή του γραπτώς. Με αυτή την αποδοχή συνομολογήθηκε η σύμβαση.
Το θέμα κλείνει κανονικά εδώ. Θα επιληφθούμε όμως ακόμη ενός ζητήματος. Εισηγήθηκε ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων πως το Σχέδιο δεν πρόβλεπε για την πρόωρη αφυπηρέτηση του προσωπικού αλλά για χαριστική αποζημίωση, πρόσθετη σ΄εκείνη που θα εισέπρατταν ως πλεονάζον προσωπικό, σύμφωνα με τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο του 1967, όπως τροποποιήθηκε.
Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση. Ο τερματισμός της υπηρεσίας εργοδοτουμένου, ως πλεονάζοντος, πρέπει να πληρεί τις ρητές προϋποθέσεις του άρθρου 18 του Νόμου. Μόνον όταν θεωρηθεί πως ορθά ο εργοδοτούμενος απολύθηκε ως πλεονάζων καταβάλλεται σ΄αυτόν η αποζημίωση, όπως καθορίζεται από το Νόμο, από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού. Απόλυση από τον εργοδότη εργοδοτουμένου, με συμφωνία αποζημίωσης από τον πρώτο, είναι ασυμβίβαστη και αντίθετη με την έννοια της απόλυσης ως πλεονάζοντος. Το Σχέδιο, κατά τη γνώμη μας, πρόβλεπε συμφωνία για εθελοντική πρόωρη αφυπηρέτηση του προσωπικού στο οποίο απευθυνόταν.
Για τα άλλα ζητήματα, που θίγηκαν κατά τη διάρκεια της συζήτησης της έφεσης, πως η εκ προοιμίου απόφαση του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος ότι η αποζημίωση που θα καταβαλλόταν στους υπαλλήλους, σύμφωνα με το Σχέδιο, δεν θα υπόκειτο σε φορολόγηση, αυτά αγγίκτηκαν στην υπόθεση Ειρήνη Γεωργίου και δεν επιθυμούμε να προσθέσουμε ο,τιδήποτε.
Ένα άλλο νομικό σφάλμα που έκανε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν και το εξής. Αποφάνθηκε πως, έστω και αν γίνονταν αποδεκτές οι εισηγήσεις του εφεσείοντα, δεν θα δικαιούτο στα ποσά που αξίωνε γιατί δεν απέδειξε πως είχε υποστεί οποιαδήποτε ζημιά από το γεγονός πως οι εφεσίβλητοι δεν τίμησαν τη συμφωνία, εφόσον μετά την αποχώρηση του από την εφεσίβλητη εργοδοτήθηκε σχεδόν αμέσως από την Τράπεζα Κύπρου με ψηλότερες απολαβές και σε καλύτερη θέση από εκείνη που κατείχε στην εφεσίβλητη. Αντιμετώπισε δηλαδή το Δικαστήριο την αιτία αγωγής ως να επρόκειτο περί παράνομου τερματισμού υπηρεσιών και θα έπρεπε ο εφεσείων να αποδείξει τη ζημιά που υπέστη λόγω αυτού. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Η συμφωνία πρόβλεπε για εθελοντική πρόωρη αφυπηρέτηση των εργοδοτουμένων με την πληρωμή αποζημίωσης. Όταν η πρόταση γινόταν αποδεκτή, όπως εδώ, ο εργοδοτούμενος είχε υποχρέωση να φύγει από την υπηρεσία και οι εργοδότες να του καταβάλουν το καθορισμένο ποσό της αποζημίωσης.
Ενόψει των ανωτέρω η έφεση θα γίνει αποδεκτή. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα περιόρισε ενώπιον μας το αξιούμενο ποσό σε £69.901,48, που είναι η καθορισμένη αποζημίωση για την πρόωρη αφυπηρέτηση του, πλέον £4.768,21 που είναι το Ταμείον Προνοίας του.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα για το ποσό των £74.669,69 με τόκο προς 8% ετησίως από της 29.11.1996 μέχρι τελικής αποπληρωμής. Η εφεσίβλητη να καταβάλει έξοδα στο πρωτόδικο Δικαστήριο και εδώ.
H έφεση επιτρέπεται με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ'έφεση.