ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 692
30 Aπριλίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ,
Eφεσείων-Eναγόμενος 2,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΛΤΔ,
Eφεσιβλήτων-Eναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Aρ. 10387)
Συνταγματικό Δίκαιο — Θεμελιώδη δικαιώματα — Έγκριση αιτήματος δικηγόρου για αναβολή ακροάσεως για να μη στερηθεί ο πελάτης του του συνταγματικού του δικαιώματος να έχει τις υπηρεσίες δικηγόρου της επιλογής του — Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ακυρώθηκε — Όμως ο λόγος που επικαλέσθηκε για άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας δεν αποδίδει την νομικά ορθή θέση.
Εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων — Αναβολή ακροάσεως — Διακριτική ευχέρεια Δικαστηρίου — Εφαρμοστέες αρχές.
Δικηγόροι — Διαδικασία Δικαστηρίου — Συνταγματικό δικαίωμα διαδίκου επιλογής συνηγόρου — Ο δικηγόρος, ο οποίος επιλέγεται για εκπροσώπηση διαδίκου στο Δικαστήριο δεν μπορεί να ρυθμίζει τη διαδικασία του Δικαστηρίου ανάλογα με το δικό του πρόγραμμα.
Δικαστές — Εγκύκλιος Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1965 — Αντιμετώπιση κατάστασης όταν συνήγορος τυγχάνει να έχει την ίδια ημέρα υποχρεώσεις ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου — Δεν εισάγει καμιά ρύθμιση έξω και πέρα από τη διαδικασία που προβλέπεται στο νόμο και τους κανονισμούς, που είναι η μόνη δεσμευτική για τους δικαστές.
Ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ανέβαλε την ακρόαση υπόθεσης για τον λόγο ότι ο δικηγόρος των εναγόντων είχε την ίδια ημέρα, υποχρέωση να παρουσιασθεί ενώπιον του Εφετείου για άλλη υπόθεση. Ο εναγόμενος, ο οποίος είχε καταχωρήσει και ανταπαίτηση στην αγωγή, έφερε ένσταση στο αίτημα για αναβολή. Εισηγήθηκε πως η όλη πορεία της υπόθεσης έδειχνε καθυστέρηση, δεδομένου ότι η αγωγή είχε καταχωρηθεί επτά χρόνια προηγουμένως.
Ο εναγόμενος καταχώρησε την παρούσα έφεση για ακύρωση της απόφασης για αναβολή. Η βασική του ανησυχία ήταν πως η ακρόαση της αγωγής δεν θα προχωρήσει όπως ορίστηκε, αλλά θα αναβληθεί και πάλιν ενόψη ορισμένων δικαστικών διαβημάτων που επροτίθετο να πάρει ο δικηγόρος των εναγόντων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο κανόνας είναι πως ο αποκλειστικός κριτής στην άσκηση της αρμοδιότητας για αναβολή υπόθεσης είναι ο πρωτόδικος δικαστής ο οποίος της επιλαμβάνεται. Η διακριτική αυτή ευχέρεια δεν αναθεωρείται, εκτός όπου διαπιστώνεται πως ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχει ο νόμος ή οδηγεί σε πασιφανή αδικία εις βάρος διαδίκου.
2. Η από έφεση απόφαση δεν είναι αναθεωρήσιμη με βάση τα πιο πάνω κριτήρια. Όμως ο λόγος που επικαλέσθηκε ο πρωτόδικος δικαστής για να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια, και που ήταν ότι αν δεν εγκρινόταν το αίτημα για αναβολή, τότε οι εφεσίβλητοι θα στερούνταν του συνταγματικού τους δικαιώματος να έχουν τις υπηρεσίες του δικηγόρου της επιλογής τους, δεν αποδίδει τη νομικά ορθή θέση.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Αρέστη v. Hλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984,
Κρέντου v. General Constructions Company Ltd κ.ά. (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1270.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο 2 εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Eρωτοκρίτου, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 25 Nοεμβρίου, 1998 (Aγωγή Aρ. 2543/91) με την οποία εγκρίθηκε το αίτημα των εφεσιβλήτων-εναγόντων για αναβολή της ημερομηνίας ακρόασης της αγωγής που είχε οριστεί για τις 3 Δεκεμβρίου, 1998.
Ο εφεσείων παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.
Π. Πολυβίου, για τους Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Στις 25.11.98 ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου επελήφθη αιτήματος του δικηγόρου των εφεσιβλήτων-εναγόντων για αναβολή της ημερομηνίας ακρόασης της αγωγής που είχε οριστεί για τις 3.12.98. Ο λόγος που επικαλέστηκε ο συνήγορος για την υποστήριξη του αιτήματος του, ήταν γιατί την ίδια ημέρα όφειλε να εμφανιστεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την ακρόαση της ΑΕ3816. Ο συνήγορος του εφεσείοντος, εναγόμενου 2, έφερε ένσταση στην αναβολή. Εισηγήθηκε πως η όλη πορεία της υπόθεσης έδειχνε αδικαιολόγητη καθυστέρηση, δεδομένου ότι η αγωγή είχε καταχωριστεί στις 27.12.91. Ο εφεσείων, είπε ο συνήγορος του, ήγειρε και ανταπαίτηση στην αγωγή, και συνεπώς η παρακώλυση της διαδικασίας επηρέαζε σοβαρά τα συμφέροντα του.
Ο Πρόεδρος αναφέρει το ιστορικό της πορείας της αγωγής ενώπιον του Δικαστηρίου, στο οποίο δεν χρειάζεται να αναφερθούμε με λεπτομέρεια. Σημειώνουμε μόνο πως η αγωγή έχει δημιουργήσει έντονη αντιδικία, το δε επίδικο θέμα της είναι πολύ σοβαρό, με πολύπλοκα γεγονότα.
Όπως είπαμε πιο πριν ο Πρόεδρος άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αιτήσεως για αναβολή, μετέθεσε δε την ημερομηνία ακρόασης της υπόθεσης για τις 11, 12, 14, 25 και 27/5/99. Ο εφεσείων προσβάλλει την απόφαση αυτή και, αφού διαφώνησε με το συνήγορο που τον εκπροσωπεί, χειρίστηκε προσωπικά την έφεση. Η βασική του ανησυχία, όπως μας εξήγησε, στηρίζεται στην υποψία του πως η ακρόαση της αγωγής δεν θα προχωρήσει όπως ορίστηκε, αλλά θα αναβληθεί και πάλιν, ενόψει ορισμένων δικαστικών διαβημάτων που προτίθεται να πάρει ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων. Ο τελευταίος μας ανέφερε, κάτι που παραδέκτηκε και ο ίδιος ο εφεσείων, πως καταχωρίστηκε, μετά την έκδοση της υπό συζήτηση απόφασης, εκ μέρους του (του εφεσείοντα), αίτηση για αποκάλυψη εγγράφων. Σ' αυτή δε την αίτηση ο ίδιος έχει καταχωρίσει ένσταση. Επομένως, αν το πρωτόδικο Δικαστήριο επιληφθεί αυτής της αίτησης, υπάρχει ο κίνδυνος να μη προχωρήσει η ακρόαση στην αγωγή όπως ορίστηκε, μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του Δικαστηρίου στην αίτηση. Ο εφεσείων μας ανέφερε ότι σκοπεύει να την αποσύρει, αλλά βεβαίως τούτο δεν έχει σχέση με το επίμαχο ζήτημα που εξετάζουμε στην έφεση. Το σημειώσαμε όμως για να υποδείξουμε το μέγεθος της αντιδικίας και σε ότι αφορά την προβολή των εκατέρωθεν ισχυρισμών, αλλά και αυτό τούτο το αντικείμενο της.
Η λειτουργία του εφετείου κατά την αναθεώρηση πρωτόδικης απόφασης, αναφορικά με το θέμα που εξετάζουμε, έχει και πρόσφατα ανακεφαλαιωθεί σε δυο αποφάσεις:
- Τάσος Αρέστη ν. Άντρης Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984 και
- Δημήτρη Κρέντου και 1. GENERAL CONSTRUCTIONS COMPANY LTD., 2. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, (1997) 1 A.A.Δ. 1270.
Ο κανόνας είναι πως αποκλειστικός κριτής στην άσκηση της αρμοδιότητας για αναβολή υπόθεσης είναι ο δικαστής ο οποίος της επιλαμβάνεται. Η διακριτική αυτή ευχέρεια δεν αναθεωρείται, εκτός όπου διαπιστώνεται πως ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχει ο νόμος, ή οδηγεί σε πασιφανή αδικία εις βάρος διάδικου.
Διαπιστώνουμε πως η υπό έφεση απόφαση δεν είναι αναθεωρήσιμη, με βάση τα πιο πάνω κριτήρια, μολονότι δεν είμαστε ευτυχείς για τους λόγους που επικαλέστηκε ο πρωτόδικος Δικαστής για να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια. Θα εξηγήσουμε γιατί αισθανόμαστε έτσι, ώστε να μη δοθούν εσφαλμένα νομικά μηνύματα. Αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, πως ο δικηγόρος, που επέλεξαν οι εφεσίβλητοι να τους αντιπροσωπεύσει, θα ήταν απασχολημένος ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε υπόθεση, η οποία ορίστηκε χωρίς ο ίδιος να έχει επιλογή στον καθορισμό της ημερομηνίας. Γι' αυτό, συνεχίζει ο Πρόεδρος, στην απόφαση του, αν το αίτημα του για αναβολή δεν εγκρινόταν, τότε οι πελάτες του θα στερούνταν του συνταγματικού τους δικαιώματος να έχουν τις υπηρεσίες του συνηγόρου που επέλεξαν.
Είναι ολωσδιόλου εσφαλμένη νομικά η πιο πάνω θέση. Οι δικηγόροι δεν έχουν επιλογή στον ορισμό της ημερομηνίας ακρόασης υπόθεσης από το Ανώτατο Δικαστήριο, γιατί η διαδικασία που ακολουθείται στον ορισμό των υποθέσεων, προβλέπεται στους σχετικούς δικονομικούς κανονισμούς. Ο διάδικος έχει συνταγματικό δικαίωμα επιλογής συνηγόρου (άρθρο 30.3(δ)). Από τη στιγμή όμως που τούτο γίνει ο συνήγορος οφείλει, κατά το χειρισμό της υπόθεσης, να συμμορφώνεται με την προβλεπόμενη διαδικασία, όπως αυτή καθορίζεται στους δικονομικούς κανονισμούς και την καθιερωμένη πρακτική. Θα ήταν άτοπο, και βεβαίως ανεπίτρεπτο, να θεωρείται πως ο δικηγόρος, ο οποίος επιλέγεται από το διάδικο ή τον κατηγορούμενο, για να τον εκπροσωπήσει στο Δικαστήριο, μπορεί και να ρυθμίζει τη διαδικασία του Δικαστηρίου ανάλογα με το δικό του πρόγραμμα εργασίας. Τα Δικαστήρια, έχοντας υπόψη το συνταγματικό τούτο δικαίωμα, επιδεικνύουν, όπου τούτο είναι πρόσφορο, πνεύμα συγκατάβασης και συνεργασίας. Ο προγραμματισμός όμως της εργασίας των δικηγόρων είναι κάτι που αφορά τους ίδιους. Τα πιο πάνω σχόλια σχετίζονται μόνο με τη προσέγγιση του δικάσαντος Προέδρου στο θέμα, και γίνονται γενικά και εξ' αφορμής αυτής.
Ο Πρόεδρος ασχολήθηκε επίσης και με τη σχετική εγκύκλιο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που κυκλοφόρησε το 1965, και στην οποία προτείνεται κάποιος τρόπος αντιμετώπισης της κατάστασης που δημιουργείται όταν συνήγορος τυγχάνει να έχει την ίδια ημέρα υποχρεώσεις ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου. Η εγκύκλιος αυτή, όπως και το ίδιο το περιεχόμενο της καταδεικνύει, δεν εισάγει, μήτε και θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο, καμιά ρύθμιση έξω και πέρα από τη διαδικασία που προβλέπεται στο νόμο και τους κανονισμούς, που είναι και η μόνη δεσμευτική για τους δικαστές.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα. Θα θέλαμε όμως να υποδείξουμε πως αναμένεται από το αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο να προχωρήσει στην ακρόαση της αγωγής, όπως αυτή έχει προγραμματιστεί ενώπιον του.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.