ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 562
27 Aπριλίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ
ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,
Eφεσείοντες-Eνάγοντες,
ν.
1. ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΠΙΕΡΗ,
2. ΠΙΕΡΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
3. ΑΝΤΡΗ ΑΡΙΣΤΟΥ,
4. MATTHEOS IOANNOU MOTOR AGENCY LTD,
Eφεσιβλήτων-Eναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Aρ. 10059)
Έφεση — Αξιολόγηση μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο — Εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι συμβάσεις μεταξύ εναγόντων και εναγομένων ήταν εικονικές με αποτέλεσμα την απόρριψη της αγωγής — Εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας — Οδήγησε σε ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης και έκδοση απόφασης και διατάγματος υπέρ των εναγόντων ως η απαίτηση.
Στις 11.11.89 υπεγράφη συμβόλαιο ενοικιαγοράς αυτοκινήτου μεταξύ των εφεσειόντων-εναγόντων και της εναγόμενης-εφεσίβλητης 1. Ο σύζυγος της εφεσίβλητης 1, εφεσίβλητος 2, και οι εφεσίβλητοι 3 και 4 υπέγραψαν το συμβόλαιο ως εγγυητές. Οι εφεσίβλητοι 4 ήταν και οι προμηθευτές του αυτοκινήτου. Στο συμβόλαιο αναφερόταν πως καταβλήθηκε ποσό £3.065 ως προκαταβολή, η δε χρηματοδότηση έγινε για το υπόλοιπο ποσό, £2.196, το οποίο ήταν πληρωτέο με μηνιαίες δόσεις από £122,03 η κάθε μια. Η πρώτη άρχιζε στις 11.12.89. Δεν πληρώθηκε καμιά δόση και όταν το συνολικό ποσό των οφειλομένων δόσεων ανήλθε σε £732.18, οι εφεσείοντες τερμάτισαν τη σύμβαση και αξίωσαν με αγωγή τους ολόκληρο το ποσό της χρηματοδότησης και διάταγμα για την πώληση του αυτοκινήτου με δημόσιο πλειστηριασμό, για να πληρωθεί το προϊόν της πώλησης έναντι της οφειλής της εφεσίβλητης 1 προς τους εφεσείοντες.
Οι εφεσίβλητοι 1, 2 και 3 ισχυρίστηκαν στην υπεράσπιση τους πως η επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς τεκμήριο 1Α, ήταν παράνομη γιατί παραβίαζε τον περί Ελέγχου Ενοικιαγοράς Νόμο του 1966 Ν. 32/66. Στις λεπτομέρειες της έκθεσης υπεράσπισης τους ανέφεραν πως είχαν προηγηθεί δύο άλλες συμβάσεις η μία τεκμ. 1Β, που αφορούσε το ίδιο αυτοκίνητο με αγοραστή όμως τον εφεσίβλητο 2 και η άλλη, τεκμ. 1Γ, σε σχέση με έπιπλα τα οποία αγόρασε πάλι ο εφεσίβλητος 2 από κάποιο προμηθευτή Ν. Φωτίου. Οι εφεσίβλητοι 1, 2 και 3 ισχυρίστηκαν πως οι δύο πρώτες συμβάσεις, 1Β και 1Γ ήταν εικονικές, η δε επίδικη 1Α έγινε για να καλύψει τις οικονομικές τους υποχρεώσεις, που απόρρεαν από τις δύο προηγούμενες, άρα και αυτή ήταν εικονική.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως οι ισχυρισμοί των εφεσιβλήτων 1, 2 και 3 αποδείκτηκαν. Και τούτο, κατά κύριο λόγο, γιατί αξιολόγησε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 2 ως αληθή.
Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση ως νομικά εσφαλμένη. Υποστηρίζουν επίσης ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν βασίζονται στα πραγματικά γεγονότα, ενώ ταυτόχρονα η αιτιολόγηση που έδωσε για το κρίσιμο εύρημα του, είναι ανεδαφική.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη μάρτυρα των εφεσειόντων, ο οποίος είπε συγκεκριμένα πως το αυτοκίνητο δεν μεταβιβάστηκε στον εφεσίβλητο 2, γιατί είχε ήδη υπογραφεί το επίδικο συμβόλαιο ενοικιαγοράς (τεκμ. 1Α) με συνιδιοκτήτρια αυτή τη φορά τη σύζυγο του, εφεσίβλητη 1, για να αποφευχθούν διαδοχικές γραφειοκρατικές πράξεις. Παρεμπιπτόντως η εφεσίβλητη 1 δεν έδωσε μαρτυρία στο Δικαστήριο.
2. Ο πρωτόδικος δικαστής αξιολογώντας τη μαρτυρία δεν ανέφερε με βάση ποία στοιχεία συνδέονταν οι εφεσείοντες με τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων περί πλαστότητας δηλαδή των τριών συμβολαίων. Δεν υπήρξε τέτοια μαρτυρία.
3. Διαπιστώνονται σοβαρά λάθη στην πρωτόδικη απόφαση ώστε να δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου για ανατροπή της. Σύμφωνα δε με τα αναντίλεκτα γεγονότα θα πρέπει να εκδοθεί απόφαση υπέρ των εφεσειόντων ως η απαίτηση τους στην αγωγή.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Kορφιώτης, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 27 Iουνίου, 1997 (Aγωγή Aρ. 2855/90) με την οποία απορρίφθηκε η απαίτησή τους για το ποσό των £2.186,54 ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας ενοικιαγοράς αυτοκινήτου.
Γ. Μιχαηλίδης, για τους Eφεσείοντες.
Γ. Πασιαρδής για Μ. Χ"Χριστοφή, για τους Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες-ενάγοντες είναι χρηματοδοτικός οργανισμός που δίδει δάνεια με το σύστημα ενοικιαγοράς. Ένα τέτοιο συμβόλαιο υπεγράφη στις 11.11.89 μεταξύ τους και της εναγόμενης-εφεσίβλητης 1, αντικείμενο της οποίας ήταν το αυτοκίνητο υπ' αριθμ. εγγραφής UP472. Ο σύζυγος της εφεσίβλητης 1, εφεσίβλητος 2, και οι εφεσίβλητοι 3 και 4 υπέγραψαν ως εγγυητές για την πιστή τήρηση των υποχρεώσεων της δυνάμει του συμβολαίου. Οι εφεσίβλητοι 4 ήσαν και οι προμηθευτές του αυτοκινήτου. Στο συμβόλαιο αναφερόταν πως καταβλήθηκε ποσό £3.065 ως προκαταβολή, η δε χρηματοδότηση έγινε για το υπόλοιπο ποσό, £2.196, το οποίο ήταν πληρωτέο με 18 μηνιαίες δόσεις από £122,03 η κάθε μια. Η πρώτη άρχιζε στις 11.12.89. Δεν πληρώθηκε καμιά δόση και όταν το συνολικό ποσό των οφειλομένων καθυστερήσεων ανήλθε σε £732.18, οι εφεσείοντες τερμάτισαν τη σύμβαση και με αγωγή τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αξίωσαν ολόκληρο το ποσό της χρηματοδότησης και διάταγμα του Δικαστηρίου για την πώληση του αυτοκινήτου σε δημόσιο πλειστηριασμό, για να πληρωθεί το προϊόν της πώλησης έναντι της οφειλής της εφεσίβλητης 1 προς τους εφεσείοντες.
Οι εφεσίβλητοι 1, 2 και 3 ισχυρίστηκαν στην υπεράσπιση τους πως η επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς, τεκμήριο 1Α, ήταν παράνομη γιατί παραβίαζε τον περί Ελέγχου Ενοικιαγοράς Νόμο του 1966 Ν.32/66. Στις λεπτομέρειες της Έκθεσης Υπεράσπισης τους ανέφεραν πως της επίδικης σύμβασης ενοικιαγοράς είχαν προηγηθεί δυο άλλες ημερ. 3.7.89 ως εξής, η μία, τεκμ.1Β, που αφορούσε το ίδιο αυτοκίνητο με αγοραστή όμως τον εφεσίβλητο 2, και η άλλη, τεκμ.1Γ, σε σχέση με έπιπλα τα οποία αγόρασε πάλιν ο εφεσίβλητος 2 από κάποιο προμηθευτή Νίκο Φωτίου. Οι εφεσίβλητοι 1, 2 και 3 ισχυρίστηκαν πως οι δυο πρώτες συμβάσεις, 1Β και 1Γ ήσαν εικονικές, η δε επίδικη 1Α έγινε για να καλύψει τις οικονομικές τους υποχρεώσεις, που απόρρεαν από τις δυο προηγούμενες, άρα και αυτή ήταν εικονική. Με δυο λόγια εισηγούνται πως η επίδικη σύμβαση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συνέχεια πλαστών δοσοληψιών, μαζί δηλαδή με τις προηγούμενες συμβάσεις τεκμήρια 1Β και 1Γ, για να πάρουν δάνεια οι εφεσίβλητοι 1 και 2, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της ενοικιαγοράς.
Οι εφεσίβλητοι 4 είναι η εταιρεία που προμήθευσε το αυτοκίνητο της επίδικης ενοικιαγοράς, και διαφωνούν βεβαίως με τους ισχυρισμούς των συνεναγομένων τους στην αγωγή - εφεσιβλήτων 1, 2 και 3.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε κατά την ακροαματική διαδικασία τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από τους διάδικους, έκρινε πως οι ισχυρισμοί των εφεσιβλήτων 1, 2 και 3 αποδείκτηκαν. Και τούτο, κατά κύριο λόγο, γιατί αξιολόγησε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 2 ως αληθή.
Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη κατά νόμο. Διατείνονται επίσης πως τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν βασίζονται στα πραγματικά γεγονότα, ενώ ταυτόχρονα η αιτιολόγηση που έδωσε, για το κρίσιμο εύρημα του, είναι ανεδαφική.
Διαπιστώνουμε σοβαρά λάθη στην πρωτόδικη απόφαση, ώστε να δικαιολογείται η παρέμβαση μας για ανατροπή της. Σύμφωνα δε με τα αναντίλεκτα ενώπιον μας γεγονότα θα πρέπει να εκδοθεί απόφαση υπέρ των εφεσειόντων ως η απαίτηση τους στην αγωγή.
Τα κοινώς παραδεκτά γεγονότα έχουν ως εξής: Το τεκμήριο 1Β υπεγράφη στις 6.7.89. Ο εφεσίβλητος 2 είχε παραδώσει ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο ως μέρος της προκαταβολής, και το υπόλοιπο του τιμήματος, δηλαδή ΛΚ3.500 χρηματοδοτήθηκε από τους εφεσείοντες. Ο εφεσίβλητος 2 παρέλαβε την κατοχή του αυτοκινήτου στις 23.7.89. Το τεκμ.1Γ, με αντικείμενο τα έπιπλα, υπεγράφη πάλιν από τον εφεσίβλητο 2, ο οποίος δήλωσε σ΄αυτό πως τα παρέλαβε από τον προμηθευτή, κάποιο Ν.Φωτίου, ο οποίος δεν ήταν διάδικος στην αγωγή μήτε και εκλήθη ως μάρτυρας. Ο εφεσίβλητος 2, μολονότι παραδέκτηκε την υπογραφή του τεκμηρίου αυτού, ισχυρίστηκε πως δεν παρέλαβε έπιπλα.
Ολόκληρο το υπόλοιπο των δόσεων και για τα δύο πιο πάνω συμβόλαια εξοφλήθη στις 11.11.89, από τους εφεσίβλητους 4 για λογαριασμό του εφεσίβλητου 2. Οι δυο σχετικές αποδείξεις εξοφλήσεως, με ειδική αναφορά στα συμβόλαια, παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο, η πρώτη για ποσό £1.295 για το τεκμήριο 1Β, και η άλλη για £1,995 για το τεκμήριο 1Γ. Ο εφεσίβλητος 2 δηλαδή δέκτηκε μεν πως εξόφλησε τα δυο πιο πάνω συμβόλαια ενοικιαγοράς, τα οποία όμως χαρακτήρισε ως εικονικά, μαζί με το επίδικο στην αγωγή, όταν ζητήθηκε από τους εφεσείοντες η εξόφληση του τελευταίου.
Ο πρωτόδικος δικαστής αποδέκτηκε τον ισχυρισμό του εφεσιβλήτου 2 για ένα μόνο λόγο, που παραθέτει στην ακόλουθη περικοπή της απόφασης του:
«Ευρίσκω ότι είναι παράδοξο να έχει εξοφλήσει ο σύζυγος της εναγομένης 1 στο τεκμ.1Α το επίδικο όχημα UP472για τη σύμβαση ενοικιαγοράς τεκμ.1Β και ενώ σύμφωνα με τη μαρτυρία της Μ.Ε.2 της ενάγουσας να δικαιούται να γραφτεί ως απόλυτος ιδιοκτήτης, μετά λίγες ημέρες να υπογράψει νέο συμβόλαιο ενοικιαγοράς για το ίδιο αυτοκίνητο, το τεκμ.1Α, της παρούσας αγωγής με ενοικιαγοράστρια τη σύζυγο του εναγομένη και ο ίδιος να υπογράφει σαν εγγυητής.
Ευρίσκω ότι το μόνο λογικό συμπέρασμα είναι ότι η υπεράσπιση των εναγομένων 1, 2, 3 ότι τα τεκμ.1Β, 1Γ που προηγήθηκαν του τεκμ.1Γ ήταν εικονικά, είναι ορθή και αληθινή».
Μάρτυρας όμως των εφεσειόντων έδωσε εξήγηση για την πιο πάνω παραδοξότητα, όπως την χαρακτήρισε ο πρωτόδικος δικαστής, η οποία όμως δεν απασχόλησε το δικαστή. Είπε, συγκεκριμένα, ο μάρτυρας, πως το αυτοκίνητο δεν μεταβιβάστηκε στον εφεσίβλητο 2, γιατί είχε ήδη υπογραφεί το επίδικο συμβόλαιο ενοικιαγοράς (τεκμ.1Α) με συνιδιοκτήτρια στο αυτοκίνητο, αυτή τη φορά τη σύζυγο του, εφεσίβλητη 1, για να αποφευχθούν διαδοχικές γραφειοκρατικές πράξεις. Παρεμπιπτόντως η εφεσίβλητη 1 δεν έδωσε μαρτυρία στο Δικαστήριο.
Το αυτοκίνητο, αντικείμενο της επίδικης ενοικιαγοράς, ενεπλάκη σε δυστύχημα ενώ οδηγείτο από τον εφεσίβλητο 2 στις 18.11.89, λίγες μέρες δηλαδή πριν να καταστεί πληρωτέα η πρώτη δόση βάσει του επίμαχου συμβολαίου ενοικιαγοράς, και καταστράφηκε ολοσχερώς. Απ' αυτό το συμβάν δημιουργήθηκε η απαίτηση του εφεσιβλήτου 2 εναντίον των εφεσιβλήτων 4, τους οποίους θεωρεί υπεύθυνους παράβασης της σύμβασης πώλησης, επειδή, κατά τον ισχυρισμό του, του προμήθευσαν αυτοκίνητο σε κακή μηχανική κατάσταση. Η καταστροφή του αυτοκινήτου τον οδήγησε προφανώς μαζί με τη σύζυγο του εφεσίβλητη 1 και εφεσίβλητη 3, να αμφισβητήσουν και τις υποχρεώσεις προς τους εφεσείοντες.
Ο πρωτόδικος δικαστής αξιολογώντας τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του δεν ανέφερε στην απόφαση του με βάση ποία στοιχεία συνδέονταν οι εφεσείοντες με τους ισχυρισμούς που πρόβαλαν οι εφεσίβλητοι 1, 2, 3, περί πλαστότητας δηλαδή των 3 συμβολαίων. Δεν υπήρξε καμιά τέτοια μαρτυρία, και προς τούτο έχουμε μελετήσει διεξοδικά τα πρακτικά της υπόθεσης, που να συνδέει τους εφεσείοντες με τους ισχυρισμούς που πρόβαλε ο εφεσίβλητος 2 στη μαρτυρία του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητα της. Εκδίδεται απόφαση και διάταγμα υπέρ των εφεσειόντων εναντίον και των 4 εφεσιβλήτων αλληλεγγύως και κεχωρισμένως, ως οι παράγραφοι 9Α, Β, Γ και Δ της Εκθέσεως Απαιτήσεως, με έξοδα στην πρωτόδικη διαδικασία και εδώ.
H έφεση επιτρέπεται με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.