ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 163
11 Φεβρουαρίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΑΝΤΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΠΑΠΟΥΤΣΗ,
2. AMBERAMA LTD,
Εφεσείοντες-Eνάγοντες,
v.
ΖΑΝΝΕΤΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ,
Εφεσίβλητου-Eναγόμενου.
(Πολιτική Έφεση Aρ. 9845)
Ευρήματα Δικαστηρίου — Ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου επί γεγονότων τα οποία απορρέουν και έχουν ως βάση μαρτυρία που κρίθηκε ως αξιόπιστη — Δεν χωρεί επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή τους.
Ευρήματα Δικαστηρίου — Αξιολόγηση μαρτυρίας — Παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογήσει τη μαρτυρία και να διατυπώσει ευρήματα επί ουσιωδών γεγονότων — Οδήγησε σε διαταγή για επανεκδίκαση.
Αποζημιώσεις — Παραδειγματικές και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις - Για ισχυριζόμενη παράνομη κατακράτηση και/ή διάθεση στοκ εμπορευμάτων και για παράνομη επέμβαση σε ξένη περιουσία — Βασικό κριτήριο για την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων είναι η αποτίμηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες τελέστηκε η νομικά επιλήψιμη πράξη η οποία επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα.
Η παρούσα υπόθεση αφορά την πώληση επιχείρησης ετοίμων ενδυμάτων στη Λεμεσό από τις εφεσείουσες στον εφεσίβλητο. Η επιχείρηση διεξαγόταν σε ενοικιαζόμενο κατάστημα. Η εφεσείουσα 2 ήταν ιδιοκτήτρια της επιχείρησης και η εφεσείουσα 1 ήταν διευθύντρια της δεύτερης εφεσείουσας.
Η εκδοχή των εφεσειουσών ήταν ότι υπήρχε προφορική συμφωνία για πώληση της επιχείρησης στον εφεσίβλητο, εξαιρουμένων του στοκ εμπορευμάτων, των επίπλων και του εξοπλισμού του καταστήματος και των προσωπικών αντικειμένων της εφεσείουσας 1, που βρίσκονταν στο κατάστημα. Η τιμή πώλησης συμφωνήθηκε στις £6.000 και η πληρωμή θα γινόταν πριν τη μεταβίβαση της επιχείρησης στον εφεσίβλητο. Το στοκ της εφεσείουσας 2 θα παρέμενε στο κατάστημα για να πωληθεί από την εφεσείουσα 1 μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα οπότε θα γινόταν και η παράδοση της επιχείρησης στον εφεσίβλητο. Κατόπιν δολίων ή ψευδών παραστάσεων του εφεσίβλητου ότι η τιμή πώλησης θα πληρωνόταν αυθημερόν μέσω της τράπεζας του, η εφεσείουσα 1 παρέδωσε στον εφεσίβλητο την κατοχή του καταστήματος για να μεταφέρει και πωλεί σ' αυτό και τα δικά του είδη ένδυσης. Ο εφεσίβλητος, την επομένη, εμπόδισε την εφεσείουσα 1 να εισέρχεται στο κατάστημα και ιδιοποιήθηκε το στοκ εμπορευμάτων της εφεσείουσας 2 με αποτέλεσμα η εφεσείουσα 2 να υποστεί ζημιά ύψους £6.000 που αντιπροσώπευε την αξία του στοκ.
Ο εφεσίβλητος κατακράτησε επίσης έγγραφα και προσωπικά αντικείμενα της εφεσείουσας 1 αξίας £550 και μια γραφομηχανή, ιδιοκτησίας τρίτων αξίας £550. Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι η εφεσείουσα 1 πλήρωσε £200 ενοίκιο του καταστήματος για τον Φεβρουάριο του 1994.
Η εκδοχή του εφεσίβλητου ήταν ότι (α) παρέλαβε την κατοχή του καταστήματος χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε συμφωνία και (β) παρέλαβε το κατάστημα μετά που οι εφεσείουσες πώλησαν ολόκληρο στο στοκ, και μετά που η εφεσείουσα παρέλαβε όλα τα προσωπικά της αντικείμενα. Επίσης ισχυρίσθηκε ότι με τους ιδιοκτήτες του καταστήματος συνήψε συμβαση ενοικίασης για ένα χρόνο από 1.3.94.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσειουσών για το ποσό των £6.000 που αντιπροσώπευε το τίμημα πώλησης της επιχείρησης και για το ποσό των £750 αξία 30 φορεμάτων που παρέμειναν στο κατάστημα. Η αξίωση των εφεσειουσών για επιδίκαση γενικών και/ή τιμωρητικών και/ή παραδειγματικών αποζημιώσεων για παράνομη επέμβαση και/ή κατοχή ακίνητης ιδιοκτησίας απερρίφθη αφού, όπως εξηγείται στην πρωτόδικη απόφαση, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις. Η απαίτηση για έκδοση διαταγμάτων παράδοσης διαφόρων προσωπικών αντικειμένων στην πρώτη εφεσείουσα, απερρίφθη, λόγω έλλειψης ικανοποιητικής μαρτυρίας.
Οι εφεσείουσες εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση.
Λόγοι έφεσης:
1. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε ικανοποιητική μαρτυρία που να δικαιολογεί την έκδοση διαταγμάτων παράδοσης των εγγράφων, των προσωπικών αντικειμένων της εφεσείουσας και της γραφομηχανής στην εφεσείουσα 1, είναι εσφαλμένο.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την απαίτηση για αποζημιώσεις ύψους £5.000 που αντιπροσώπευε την αξία του στοκ που είχε παραμείνει στο κατάστημα και επιδίκασε μόνο £750 ως γενικές αποζημιώσεις για παράνομη ιδιοποίηση και/ή διάθεση του στοκ εμπορευμάτων από τον εφεσίβλητο.
3. Η μη επιδίκαση παραδειγματικών και/ή τιμωρητικών αποζημιώσεων, είναι εσφαλμένη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την ποσότητα και την αξία του στοκ που αναφέρεται ανωτέρω, συνιστά εύρημα επί γεγονότων και έχει ως βάση μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Ως εκ τούτου δεν υπάρχουν περιθώρια επέμβασης του Εφετείου για ανατροπή της.
2. Η παραδοχή στην έκθεση απαιτήσεως της εφεσείουσας 1 ότι στο πλαίσιο της συμφωνίας πώλησης επέτρεψε στον εφεσίβλητο να εγκατασταθεί στο κατάστημα από το οποίο διέθετε και τα δικά του είδη ένδυσης, αναιρεί τον ισχυρισμό της παράνομης επέμβασης και καθιστά αδικαιολόγητο το παράπονο για μη επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων.
3. Επίσης ορθό είναι και το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν διατυπώθηκαν εξαιρετικές συνθήκες οι οποίες θα δικαιολογούσαν την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων σε σχέση με την υπό του εφεσίβλητου διάθεση φορεμάτων αξίας £750 όπως η αξία αυτή καθορίστηκε από το Δικαστήριο.
4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί στη διατύπωση ευρημάτων επί των ουσιωδών γεγονότων που αναφέρονται στον λόγο έφεσης 1 ανωτέρω, ούτε και αξιολόγησε τη μαρτυρία που προσφέρθηκε αναφορικά με αυτά. Οι παραλείψεις αυτές του πρωτόδικου Δικαστηρίου καθιστούν αναπόφευκτη την ανάγκη για επανεκδίκαση της υπόθεσης επί των εν λόγω θεμάτων.
Η έφεση επέτυχε μερικώς με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Star Fiberglass Ltd v. Elneda Trading Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 875,
Kennedy Hotels Ltd v. Haig Indjirdjian (1992) 1(A) A.A.Δ. 400,
Papakokkinou v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65,
Γιάλλουρου κ.ά. v. Μιχαηλίδης (1998) 1 Α.Α.Δ. 31,
Αριστείδου v. Σωτήρης Έλληνας (Κατασκευαί) Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 28.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Aναστασίου, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 21 Nοεμβρίου, 1996 (Aγωγή Aρ. 2801/94) με την οποία επιδικάστηκε το ποσό των £6,750 υπέρ της ενάγουσας 2 - εφεσείουσας, για παράβαση της σύμβασης και για αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Ευαγ. Πουργουρίδης, για τους Eφεσείοντες.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η σύντομη παράθεση των γεγονότων που συνιστούν την εκδοχή της κάθε πλευράς θα διευκολύνει την κατανόηση της διαφοράς και των θεμάτων που εγείρονται στην έφεση.
Η εκδοχή των εφεσειόντων είναι ότι η εφεσείουσα 2 ήταν ιδιοκτήτρια επιχείρησης πώλησης ετοίμων ενδυμάτων στη Λεμεσό. Η εφεσείουσα 1 ήταν διευθύντρια της δεύτερης εφεσείουσας και υπεύθυνη της επιχείρησης που διεξαγόταν σε ενοικιαζόμενο κατάστημα.
Περί το τέλος Ιανουαρίου 1994 δυνάμει προφορικής συμφωνίας οι εφεσείουσες συμφώνησαν να πωλήσουν στον εφεσίβλητο την επιχείρηση, εξαιρουμένων του στοκ εμπορευμάτων, των επίπλων και εξοπλισμού του καταστήματος και καθώς ήταν αυτονόητο, των προσωπικών αντικειμένων της εφεσείουσας 1 που βρίσκονταν ή ήταν φυλαγμένα στο κατάστημα.
Η τιμή πώλησης της επιχείρησης συμφωνήθηκε στις £6000 και η πληρωμή θα γινόταν πριν από τη μεταβίβαση της επιχείρησης στον εφεσίβλητο. Το στοκ εμπορευμάτων της εφεσείουσας 2 θα παρέμενε στο κατάστημα για να πωληθεί από την εφεσείουσα 1 μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα οπότε θα γινόταν και η παράδοση της επιχείρησης στον εφεσίβλητο.
Κατά ή περί την 1.2.94 κατόπιν δόλιων και ή ψευδών και ή απατηλών παραστάσεων του εφεσίβλητου προς την εφεσείουσα 1 ότι η τιμή πώλησης της επιχείρησης θα πληρωνόταν αυθημερόν μέσω της τράπεζας του, η εφεσείουσα 1 παρέδωσε στον εφεσίβλητο την κατοχή του καταστήματος για να μεταφέρει και πωλεί σ' αυτό και τα δικά του είδη ένδυσης.
Την επομένη 3.2.94, ο εφεσίβλητος εμπόδισε την ελεύθερη είσοδο της εφεσείουσας 1 στο κατάστημα και ιδιοποιήθηκε το στοκ εμπορευμάτων της εφεσείουσας 2 το οποίο πώλησε και ή αποξένωσε με αποτέλεσμα η εφεσείουσα 2 να υποστεί ζημιά ίση με την αξία του στοκ, ύψους £6000.
Ο εφεσίβλητος κατακράτησε επίσης έγγραφα και τα προσωπικά αντικείμενα της εφεσείουσας 1 που περιγράφονται στην έκθεση απαιτήσεως αξίας £550 καθώς και μια ηλεκτρική γραφομηχανή ιδιοκτησία τρίτων, αξίας £550 την οποία η εφεσείουσα 1 είχε υπό την φύλαξή της στο κατάστημα. Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι η εφεσείουσα 1 πλήρωσε £200, ενοίκιο του καταστήματος για το μήνα Φεβρουάριο 94.
Οι εφεσείουσες αξίωσαν διατάγματα παράδοσης της κατοχής των εγγράφων και αντικειμένων τα οποία οικειοποιήθηκε και παράνομα κατέχει ο εφεσίβλητος και διαζευκτικά, £2050 ως αποζημιώσεις για τα αντικείμενα των οποίων η αξία μπορεί να υπολογισθεί. Οι εφεσείουσες ζήτησαν επίσης £6000 ποσό το οποίο αντιπροσωπεύει το συμφωνηθέν τίμημα πώλησης της επιχείρησης εντόκως προς 6% ετησίως από 3.2.94 μέχρι εξοφλήσεως και άλλες £6000 ως αποζημιώσεις για την αξία του στοκ που ιδιοποιήθηκε και πώλησε ο εφεσίβλητος για δικό του όφελος, £200 ενοίκιο του καταστήματος για το μήνα Φεβρουάριο 94 που πλήρωσε η εφεσείουσα 1 καθώς και τιμωρητικές ή παραδειγματικές αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία.
Η εκδοχή του εφεσίβλητου είναι ότι παρέλαβε την κατοχή του καταστήματος χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε συμφωνία με τις εφεσείουσες για την αγορά της επιχείρησης. Παρέλαβε το κατάστημα μετά που οι εφεσείουσες πώλησαν ολόκληρο το στοκ εμπορευμάτων που είχαν στο κατάστημα, εκτός από πέντε γυναικεία φορέματα που περιγράφονται στην έκθεση υπεράσπισης, και μετά που η εφεσείουσα 1 παρέλαβε όλα τα προσωπικά της αντικείμενα εκτός από ορισμένα που επίσης περιγράφονται στην έκθεση υπεράσπισης.
Με τις εφεσείουσες συμφώνησε να αγοράσει μόνο τα έπιπλα που είχαν απομείνει στο κατάστημα στην τιμή των £300, ποσό το οποίο πλήρωσε στις 3.2.94 στην εφεσείουσα 1 η οποία αναχώρησε επειγόντως για το εξωτερικό ενώ τα πέντε γυναικεία φορέματα καθώς και τα αντικείμενα που είχαν παραμείνει στο κατάστημα παραδόθηκαν στην εφεσείουσα 1 στις 18.4.94 όταν αυτή επέστρεψε από το εξωτερικό. Με τους ιδιοκτήτες του καταστήματος συνήψε σύμβαση ενοικιάσεως του καταστήματος για ένα χρόνο από 1.3.94.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείουσες πώλησαν την επιχείρηση του καταστήματος στον εφεσίβλητο στην τιμή των £6000 χωρίς να συμπεριλαμβάνεται στην τιμή η αξία του στοκ εμπορευμάτων του καταστήματος. Για το εν λόγω ποσό εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εφεσειουσών και εναντίον του εφεσίβλητου.
Οι εφεσείουσες περιόρισαν την απαίτησή τους για την αξία του στοκ του καταστήματος στις £5000. Το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι εφεσείουσες απέτυχαν να προσκομίσουν ικανοποιητική μαρτυρία η οποία να προσδιορίζει επακριβώς την ποσότητα και την αξία του εν λόγω στοκ εμπορευμάτων. Το πρωτόδικο δικαστήριο, ενεργώντας με βάση τη μαρτυρία μάρτυρα υπεράσπισης, διαπίστωσε ότι παρέμειναν στο κατάστημα είκοσι έως σαράντα φορέματα αλλά για σκοπούς υπολογισμού της αξίας τους δέχθηκε ότι παρέμειναν κατά μέσο όρο τριάντα φορέματα. Με βάση γραπτή και προφορική μαρτυρία υπολογίστηκε ότι η κατά μέσο όρο η αξία των φορεμάτων ήταν £25 το καθένα και συνεπώς η αξία των τριάντα φορεμάτων υπολογίστηκε στις £750, ποσό για το οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσειουσών και εναντίον του εφεσίβλητου.
Η αξίωση των εφεσειουσών για επιδίκαση γενικών και η τιμωρητικών και/ή παραδειγματικών αποζημιώσεων για παράνομη επέμβαση και/ή κατοχή ακίνητης ιδιοκτησίας απορρίφθηκε επειδή κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, για τους λόγους που εξηγούνται στην πρωτόδικη απόφαση, ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων.
Καθόσον αφορά την απαίτηση για έκδοση διαταγμάτων παράδοσης διάφορων προσωπικών αντικειμένων στην πρώτη εφεσείουσα όπως αυτά περιγράφονται στην έκθεση απαιτήσεως κρίθηκε πως δεν υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία που θα μπορούσε να στηρίξει την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αναφέρεται στο θέμα της επιδίκασης μόνο £750 ως γενικές αποζημιώσεις για παράνομη ιδιοποίηση και/ή διάθεση του στοκ εμπορευμάτων από τον εφεσίβλητο. Η θέση των εφεσειουσών επί του θέματος είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την απαίτηση για αποζημιώσεις ύψους £5000, ίσες προς την αξία του στοκ που είχε παραμείνει στο κατάστημα και ότι το δικαστήριο στην προκείμενη περίπτωση όφειλε να εφαρμόσει την αρχή omnia presumuntur contra spoliatorem - τα πάντα τεκμαίρονται ενάντια στον αδικοπραγήσαντα εφόσον υπήρχε σαν δεδομένο ενώπιον του Δικαστηρίου, η υπό του εφεσίβλητου παράνομη κατακράτηση των εμπορευμάτων και άλλων αποδεικτικών στοιχείων με βάση τα οποία θα μπορούσε να υπολογιστεί επακριβώς η αξία των εν λόγω εμπορευμάτων. Καθώς διατείνονται οι εφεσείουσες η συμπεριφορά του εφεσίβλητου κατέστησε δυσχερή και/ή αδύνατη την απόδειξη της αξίας των εμπορευμάτων τους που είχαν παραμείνει στο κατάστημα.
Αναφορικά με τον υπό εξέταση δεύτερο λόγο έφεσης, διαπιστώνουμε πως δεν προκύπτει από τη μαρτυρία στην οποία μας έχει παραπέμψει ο κ. Πουργουρίδης ότι τα συγκεκριμένα τιμολόγια και αποδείξεις που κατ' ισχυρισμό παράνομα κατακρατήθηκαν από τον εφεσίβλητο περιέχουν οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό της ποσότητας και αξίας των εμπορευμάτων που παρέμειναν στο κατάστημα. Η διαπίστωση μας είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του και κατέληξε σε κάποια συμπεράσματα αναφορικά με την ποσότητα και την αξία του στοκ εμπορευμάτων της εφεσείουσας 2 που παρέμειναν στο κατάστημα. Aυτά τα συμπεράσματα που αφορούν συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης δεν είναι ανατρέψιμα. Πρόκειται για ευρήματα επί γεγονότων τα οποία απορρέουν και έχουν ως βάση μαρτυρία που κρίθηκε ως αξιόπιστη. Κατά την κρίση μας δεν υπάρχουν περιθώρια επέμβασης. Τίποτε από όσα έχουν λεχθεί μπορεί να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι τα ευρήματα και η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου επί του θέματος είναι εσφαλμένη. Βλ. Star Fiberglass Ltd ν. Elneda Trading Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 875.
Ο τρίτος και ο έκτος λόγος έφεσης αναφέρονται στην μη επιδίκαση παραδειγματικών και/ή τιμωρητικών αποζημιώσεων για παράνομη κατακράτηση και/ή διάθεση του στοκ εμπορευμάτων της εφεσείουσας 2 και για παράνομη επέμβαση αντίστοιχα. Σχετικά με αυτό το θέμα, η θέση των εφεσειουσών είναι ότι εσφαλμένα παραγνωρίστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι σκοπός του εφεσίβλητου ήταν να διαθέσει τα εμπορεύματα με κέρδος για δικό του όφελος γεγονός που δικαιολογούσε την επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων. Κατά τις εφεσείουσες ήταν εσφαλμένο και το συμπέρασμα ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης.
Η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της παράνομης επέμβασης είναι ορθή. Στην έκθεση απαιτήσεως περιέχεται παραδοχή ότι η εφεσείουσα 1 στα πλαίσια της συμφωνίας πώλησης της επιχείρησης επέτρεψε στον εφεσείοντα να εγκατασταθεί στο κατάστημα από το οποίο θα διέθετε και δικά του είδη ένδυσης. Αυτή η παραδοχή αναιρεί τον ισχυρισμό της παράνομης επέμβασης και καθιστά αδικαιολόγητο το παράπονο για τη μη επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων.
Κρίνουμε ότι είναι ορθό και το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν έχουν διαπιστωθεί εξαιρετικές συνθήκες οι οποίες θα δικαιολογούσαν την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων σε σχέση με την υπό του εφεσίβλητου διάθεση φορεμάτων αξίας £750 όπως η αξία αυτή καθορίστηκε από το Δικαστήριο. Η επιλήψιμη συμπεριφορά του εφεσίβλητου δεν πρέπει να εξεταστεί μεμονωμένα αλλά σε συνάρτηση προς την συμβατική διαφορά η οποία προέκυψε κατά την εφαρμογή της συμφωνίας πώλησης της επιχείρησης που οι ίδιες οι εφεσείουσες επικαλούνται. Ασφαλώς αυτή η διαπίστωση δεν εξυπακούει πως η επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων είναι ασυμβίβαστη με την παράλληλη επιδίκαση αποζημιώσεων λόγω παράβασης συμφωνίας. Όμως το βασικό κριτήριο για την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων είναι η αποτίμηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες τελέστηκε η νομικά επιλήψιμη πράξη η οποία επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα. Στην προκείμενη περίπτωση οι περιβάλλουσες συνθήκες δεν παρουσιάζουν τον απαιτούμενο βαθμό σοβαρότητας που θα δικαιολογούσε σύμφωνα με τη νομολογία την επιδίκαση τέτοιου είδους αποζημιώσεων. Βλ. Kennedy Hotels Ltd v. Haig Indjirdjian (1992) 1 A.A.Δ. 400 και Papakokkinou v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65.
Ο πρώτος και ο τέταρτος λόγος έφεσης αναφέρονται στο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε ικανοποιητική μαρτυρία που να δικαιολογεί την έκδοση διαταγμάτων παράδοσης των εγγράφων και άλλων προσωπικών αντικειμένων της εφεσείουσας 1 καθώς και της γραφομηχανής που η εφεσείουσα 1 είχε υπό την φύλαξή της ως θεματοφύλακας. Η θέση των εφεσειουσών είναι ότι υπήρχε επί του θέματος σαφής και αναντίλεκτη μαρτυρία επί της οποίας το Δικαστήριο θα μπορούσε να στηριχθεί και να εκδώσει τα ζητούμενα διατάγματα.
Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία που αναφερόταν σε έκταση σε έγγραφα και προσωπικά αντικείμενα της εφεσείουσας 1, στη ξένη γραφομηχανή καθώς και στην αξία όλων των πιο πάνω αντικειμένων. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αξιολόγησε αυτή τη μαρτυρία και ούτε διατυπώνει ευρήματα επί των συναφών γεγονότων. Η διατύπωση ότι δεν υπάρχει μαρτυρία που να δικαιολογεί την έκδοση διαταγμάτων παράδοσης κλπ είναι εσφαλμένη εφόσον δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η παράλειψη του δικάσαντος δικαστηρίου να διατυπώσει ευρήματα επί ουσιωδών γεγονότων καθ΄ όσον αφορά τη συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης καθιστά άφευκτη την ανάγκη για επανεκδίκαση της υπόθεσης με επίδικα θέματα αυτά που εγείρονται άμεσα στις παραγράφους 11 και 12 της Εκθεσης Απαιτήσεως σε συνάρτηση προς τις παραγράφους (Δ), (Ε) και (ΣΤ) του παρακλητικού μέρους της Εκθεσης Απαιτήσεως. Βλ. Γιάλλουρου κ.ά. ν. Μιχαηλίδης (1998) 1 A.A.Δ. 31 και Αριστείδου ν. Σωτήρης Ελληνας (Κατασκευαί) Λτδ (1999) 1 A.A.Δ. 28.
Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Το 1/4 των εξόδων υπέρ των εφεσειουσών. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης με επίδικα θέματα μόνο αυτά που εγείρονται στις παραγράφους 11 και 12 της Εκθεσης Απαιτήσεως σε συνάρτηση προς τις παραγράφους (Δ), (Ε), (ΣΤ) και (Λ) του Παρακλητικού.
Ο φάκελος της υπόθεσης να επιστραφεί στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού για τα περαιτέρω.
H έφεση επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα.