ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 1 ΑΑΔ 69

25 Iανουαρίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΑΜΠΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Eνάγοντες,

ν.

ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ S.S. SAPPHIRE SEAS (AP. 1),

            Eναγομένου.

(Αγωγή Ναυτοδικείου Aρ. 135/96)

 

Ναυτοδικείο — Πώληση πλοίου στο πλαίσιο εκτέλεσης δικαστικής συναινετικής απόφασης και κατάθεση εκπλειστηρίασματος στο Δικαστήριο — Αξίωση εναγόντων βασιζόμενη σε ναυτική υποθήκη — Διεκδίκηση εκπλειστηρίασματος από διάφορους πιστωτές — Αίτηση εναγόντων για καθορισμό προτεραιοτήτων και πληρωμή σ' αυτούς του εξ αποφάσεως χρέους από το εκπλειστηρίασμα — Ένσταση εξ αποφάσεως πιστωτών δυνάμει ναυλοσυμφώνου, στην προσαγωγή και απόδειξη με μαρτυρία από τους ενάγοντες-αιτητές, πως η απόφαση που εξασφάλισαν εναντίον του πλοίου εκδόθηκε στη βάση αγωγής για υπόλοιπο χρέους του πλοίου, ασφαλισμένου με ναυτική υποθηκη — Αποδοχή της μαρτυρίας από το Ναυτοδικείο και απόφαση πως οι αιτητές εδικαιούντο σε προτεραιότητα πληρωμής από το εκπλειστηρίασμα.

Ναυτοδικείο — Πώληση πλοίου στα πλαίσια εκτέλεσης δικαστικής απόφασης — Καθορισμός προτεραιοτήτων — Διαδικασία στην πληρωμή του εκπλειστηριάσματος — Είναι αυτοτελής — Σ' αυτή αποδεικνύεται η φύση των απαιτήσεων, η οποία καθορίζει την προτεραιότητα πληρωμής τους — Ο καθορισμός προτεραιοτήτων γίνεται στη βάση της απονομής της χρηστής δικαιοσύνης — Equity — Διακριτική ευχέρεια ανάλογα με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης.

Ναυτοδικείο — Απόφαση in rem — Απόφαση εκδοθείσα εκ συμφώνου, χωρίς την προσαγωγή μαρτυρίας, δεν είναι απόφαση in rem — Αγωγές Ναυτοδικείου — Actions in rem και actions in personam — Εκτενής αναφορά σε Αγγλικά νομικά Συγγράμματα ως προς τις εφαρμοστέες νομικές αρχές.

Η αιτήτρια Τράπεζα (η Τράπεζα), διεκδικεί, με αίτηση της που καταχωρήθηκε στις 20.6.97, προτεραιότητα επί του εκπλειστηριάσματος του πλοίου Sapphire Seas, ως εξ αποφάσεως πιστωτής, δυνάμει αποφάσεως στην αγωγή ναυτοδικείου 191/96, που στηρίζεται σε ναυτική υποθήκη.

Η Caspi Shipping Ltd και Natour Travel Association for Organised Tours Ltd (Caspi) που είναι ανακόπτουσα στην αγωγή 135/96, καταχώρησε ένσταση στην αίτηση της Τράπεζας.

Η θέση της Τράπεζας ήταν ότι έχει προτεραιότητα στην πληρωμή του ποσού της αποφάσεως από το εκπλειστηρίασμα, έναντι της Caspi η οποία ήταν εξ αποφάσεως πιστωτής με αιτία αγωγής παράβαση ναυλοσυμφώνου.  Η Caspi υποστήριξε αντίθετα, ότι η Τράπεζα δεν έχει προτεραιότητα στην πληρωμή του ποσού που απαιτεί, ως εξ αποφάσεως πιστωτής, γιατί η απόφαση 191/96, δεν είναι απόφαση in rem, αφού εκδόθηκε εκ συμφώνου με τους πλοιοκτήτες του πλοίου.

Η αγωγή και η απόφαση υπέρ της Caspi και εναντίον του πλοίου είναι in rem σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου στην αγωγή Ναυτοδικείου αρ. 85/97 1. Caspi Shipping Ltd, 2. Natour Travel Association for Organised Tours Ltd και του προϊόντος πώλησης του πλοίου "Sapphire Seas" που βρίσκεται κατατεθειμένο στο Δικαστήριο, ημερ. 20.5.98.

Οι δικηγόροι της Caspi εισηγήθηκαν ότι σύμφωνα με αδιαμφισβήτητη νομική αρχή της αγγλικής νομολογίας, που ισχύει στη δικαιοδοσία ναυτοδικείου, αξίωση in rem - κατά αντικειμένου - πρέπει να αποδεικνύεται προς πλήρη ικανοποίηση του Δικαστηρίου, αν είναι να θεωρείται ως απόφαση in rem.  Αν δεν γίνει αυτό, η αξίωση κατατάσσεται ως κοινό χρέος πληρωτέο από το τυχόν εναπομένον υπόλοιπο ποσό του εκπλειστηριάσματος ή στον πλοιοκτήτη.

Η Τράπεζα προσκόμισε προφορική μαρτυρία και όλα τα σχετικά έγγραφα, για να αποδείξει πως η απαίτηση της εναντίον το πλοίου βασίζεται σε ναυτική υποθήκη.  Η Caspi έφερε ένσταση.  Δεν αμφισβήτησε τη γνησιότητα της απόφασης και τη φύση του χρέους που οδήγησε σε αυτή. 

Αποφασίστηκε ότι: 

1.  Η αίτηση για τον καθορισμό προτεραιοτήτων πληρωμής από εκπλειστηρίασμα, που είναι κατατεθειμένο στο Πρωτοκολλητείο του Ναυτοδικείου, αποτελεί αυτοτελές εναρκτήριο δικαστικό βήμα στο οποίο αποδεικνύεται η κατ' ισχυρισμόν προτεραιότητα απαιτήσεως.  Τούτο γίνεται με αναφορά στη φύση της.  Η λειτουργία του Δικαστηρίου σ' αυτή τη διαδικασία, όπως έχει νομολογηθεί, δεν ρυθμίζεται από γραπτούς ή αυστηρά καθιερωμένους κανόνες.  Το Δικαστήριο εφαρμόζει την αρχή της χρηστής δικαιοσύνης - equity - και ασκεί ιδιαίτερη διακριτική ευχέρεια, ανάλογα με τις περιστάσεις στην κάθε υπόθεση.  Η Τράπεζα όφειλε, κατά την επίδικη διαδικασία, που η ίδια άρχισε με την αίτησή της, να αποδείξει πως η υπέρ της απόφαση, και εναντίον του πλοίου, δόθηκε σε αγωγή με αιτία χρέος ασφαλισμένο με ναυτική υποθήκη.  Η αιτία αυτή προβάλλεται ρητά στο καταχωρηθέν κλητήριο της Τράπεζας.  Η προσαχθείσα μαρτυρία, ικανοποιεί το Δικαστήριο, πως το εξ αποφάσεως χρέος προς την Τράπεζα έχει αιτία οφειλής ασφαλισμένης με ναυτική υποθήκη και ως εκ τούτου δικαιούται σε προτεραιότητα πληρωμής από το εκπλειστηρίασμα.

2.  Δεδομένου ότι το θέμα που απασχόλησε το Δικαστήριο ήταν πρωτότυπο, αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης για ένα μήνα, ώστε να δοθεί η ευκαιρία στην Caspi Ltd and Natour Travel Association for Organised Tours Ltd, να την προσβάλει, με οποιοδήποτε νομικό διάβημα κρίνει πρόσφορο.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Caspi Shipping Ltd a.o. v. Του προϊόντος πώλησης του πλοίου "Sapphire Seas" (1998) 1 A.A.Δ. 1015,

Αραβοελληνική Τράπεζα Α.Ε. v. Πλοίου "WILHELMINA" (1982) 1 C.L.R. 256,

Commercial Bank v. Ship "Pegassos" (1978) 1 C.L.R. 375,

Stylianou v. The Fishing Trawler "Narkissos" a.o. (1965) 1 C.L.R. 291.

Aίτηση.

Aίτηση σε Aγωγή Nαυτοδικείου από τον Governor και την Company of the Bank of Scotland με την οποία ζητείται καθορισμός των προτεραιοτήτων των απαιτήσεων κατά του εκπλειστηριάσματος του εναγόμενου πλοίου που βρίσκεται κατατεθειμένο στο Πρωτοκολλητείο του Nαυτοδικείου και με την οποία η Tράπεζα διεκδικεί προτεραιότητα πληρωμής από το εκπλειστηρίασμα ως εξ αποφάσεως πιστωτής, δυνάμει αποφάσεως στην Aγωγή Nαυτοδικείου Aρ. 191/96, που στηρίζεται σε ναυτική υποθήκη.

Α. Χαβιαράς, για την Aιτήτρια Tράπεζα.

Ε. Μοντάνιος με Γρ.Λεοντίου, για τους Gaspi Shipping Ltd and Natour Travel Association for Organised Tours Ltd - ανακόπτοντες στην Aνακοπή Aρ. 27/97 και ενάγοντες στην Aγωγή Aρ. 87/97.

Cur. adv. vult.

APTEMIΔHΣ, Δ.: Η υπό συζήτηση δικαστική διαφορά προκύπτει από την αίτηση του Governor and the Company of the Bank of Scotland, στη συνέχεια η Τράπεζα, που καταχωρίστηκε στις 20.6.97, για τον καθορισμό των προτεραιοτήτων των απαιτήσεων κατά του εκπλειστηριάσματος του πλοίου Sapphire Seas.  Η Τράπεζα διεκδικεί προτεραιότητα επί του εκπλειστηριάσματος ως εξ αποφάσεως πιστωτής, δυνάμει αποφάσεως στην αγωγή ναυτοδικείου 191/96, που στηρίζεται σε ναυτική υποθήκη.

Η Caspi Shipping Ltd and Natour Travel Association for Organised Tours Ltd., στα επόμενα «Caspi», που είναι ανακόπτουσα στην αγωγή 135/96, Δημητρίου Πάμπος και δύο άλλοι ν. Tου Πλοίου Sapphire Seas, καταχώρισε ένσταση στην επίδικη αίτηση της Τράπεζας.  Το επίμαχο ζήτημα μεταξύ των, που είναι και οι διεκδικητές των μεγαλύτερων ποσών, είναι η θέση της Τράπεζας ότι, ως εξ αποφάσεως πιστωτής σε αγωγή in rem - αντικειμένου, που βασιζόταν σε αιτία χρέους ασφαλισμένου με ναυτική υποθήκη, έχει προτεραιότητα στην πληρωμή του ποσού της αποφάσεως από το εκπλειστηρίασμα, ενώ η Caspi, είναι εξ αποφάσεως πιστωτής με αιτία αγωγής παράβαση ναυλοσυμφώνου, και δεν παρέχεται, ως εκ τούτου, σ΄αυτή προτεραιότητα στην πληρωμή από το εκπλειστηρίασμα.  Η Caspi όμως, με τη σειρά της, ισχυρίζεται πως η Τράπεζα δεν έχει προτεραιότητα στην πληρωμή του ποσού που απαιτεί, ως εξ αποφάσεως πιστωτής, γιατί η σχετική απόφαση δεν είναι απόφαση in rem.  Και τούτο γιατί η Τράπεζα δεν απέδειξε την απαίτηση της προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, αλλά εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση με τους πλοιοκτήτες του πλοίου.

Η αγωγή και η απόφαση υπέρ της Caspi και εναντίον του πλοίου είναι in rem, όπως έχει αποφασιστεί από το Εφετείο στην 1. Caspi Shipping Ltd, 2. Natour Travel Association for Organised Tours Ltd και Του προϊόντος πώλησης του πλοίου «Sapphire Seas» που βρίσκεται κατατεθειμένο στο Δικαστήριο (1998) 1 A.A.Δ. 1015.

Παραθέτω αμέσως πιο κάτω το ιστορικό, που αφορά τις αγωγές εναντίον του πλοίου Sapphire Seas, την πώληση του μετά από διαταγή του Δικαστηρίου και τις απαιτήσεις που υπάρχουν εναντίον του εκπλειστηριάσματος.  Η σύλληψη του πλοίου διατάχθηκε στις 5.8.96 στην αγωγή 135/96, από αριθμό εναγόντων που πρόβαλαν απαιτήσεις για δεδουλευμένους μισθούς για υπηρεσίες που πρόσφεραν ως προσωπικό του πλοίου.  Στις 6.8.96 η Caspi καταχώρισε ανακοπή στην πιο πάνω αγωγή μέσω των προηγούμενων δικηγόρων της Χρ. Δημητριάδης & Σια.  Ακολούθησε σειρά ανακοπών από άλλους ενάγοντες, όπως στις αγωγές 118/96 και 113/96 και πιστωτές, οι οποίοι δεν είχαν καταχωρίσει αγωγές. Στις 17.9.96 διατάχθηκε η πώληση του πλοίου, το οποίο αντιμετώπιζε ανυπέρβλητες οικονομικές δυσκολίες και ναυλοχούσε παροπλισμένο στο λιμάνι της Λεμεσού.  Για την πώληση του πλοίου συνήνεσε και η ιδιοκτήτρια εταιρεία.  Παρόντες κατά την έκδοση του διατάγματος ήσαν όλοι οι ενδιαφερόμενοι, οι οποίοι είχαν προηγουμένως ειδοποιηθεί σύμφωνα με διαταγή του Δικαστηρίου,  μεταξύ αυτών και οι δικηγόροι της Caspi.  Στις 4.10.96 οι δικηγόροι των εναγόντων στην αγωγή 135/96 και του πλοίου δήλωσαν πως η Τράπεζα επέδειξε ενδιαφέρον για τη διευθέτηση των αγωγών.  Η Τράπεζα καταχώρισε στις 10.10.96 ανακοπή στην αγωγή 135/96, και στις 11.10.96 αγωγή εναντίον του πλοίου, την 191/96.  Με την αγωγή της η Τράπεζα αξίωνε ποσό 6.750.000 δολ. Αμερικής, ως υπόλοιπο χρέους ασφαλισμένου με ναυτική υποθήκη, ημερομηνίας 16.8.95, 189.333,92 δολ. Αμερικής για δεδουλευμένους τόκους μέχρι 8.10.96 και τόκο  υπερημερίας από 9.10.96 προς 3 1/4% ετησίως.  Στις 25.10.96 η Τράπεζα παρενέβη στην αγωγή 135/96 μετά από αίτημα της στο Δικαστήριο που έγινε δεκτό.  Στις 12.12.96 εκδόθηκε απόφαση εκ συμφώνου στην αγωγή της Τράπεζας ως η απαίτηση.  Στις 16.4.97 το Δικαστήριο διέταξε όπως η πώληση του πλοίου γίνει με δημόσιο πλειστηριασμό.  Η Τράπεζα, στο μεταξύ, πλήρωσε όλα τα έξοδα του Αξιωματικού Ναυτοδικείου και της διαδικασίας του δημόσιου πλειστηριασμού.  Το Δικαστήριο ενέκρινε, στις 3.6.97, την πώληση του πλοίου στη τιμή των 6.000.000 δολ. Αμερικής στην παρουσία όλων των ενδιαφερομένων,  περιλαμβανομένων  και των δικηγόρων της Caspi. 

Και οι δυο ενδιαφερόμενοι στην παρούσα διαδικασία καταχώρισαν ανακοπές στην οποιαδήποτε πληρωμή από το εκπλειστηρίασμα, και ακολούθησε η καταχώριση από την Τράπεζα της υπό συζήτηση αίτησης, και η ένσταση της Caspi στις 12.12.97.  Σε αρχικό στάδιο της διαδικασίας συμφωνήθηκε από όλους τους ενδιαφερόμενους πως τα έξοδα Αξιωματικού Ναυτοδικείου, και οι πληρωμές τις οποίες έκανε η Τράπεζα μετά από διαταγή του Δικαστηρίου  στις διάφορες αγωγές του πληρώματος του πλοίου, έχουν προτεραιότητα.  Να σημειώσω εδώ πως και οι αγωγές, που αφορούσαν στις απαιτήσεις του πληρώματος, διευθετήθηκαν με κοινή συμφωνία των διαδίκων και εκδόθηκαν οι σχετικές αποφάσεις, χωρίς να αποδεικτούν με μαρτυρία στο Δικαστήριο.  Ήσαν δε και αυτές αγωγές in rem.

Προχωρώ να εξετάσω το επίμαχο ζήτημα της αιτήσεως, όπως το διατύπωσα στην αρχή της απόφασης.  Η εισήγηση των δικηγόρων της Caspi είναι απλή.  Διατείνονται πως, σύμφωνα με καθαρή και αδιαμφισβήτητη νομική αρχή της αγγλικής νομολογίας, που ισχύει στη δικαιοδοσία  ναυτοδικείου, αξίωση in rem - κατά αντικειμένου - πρέπει να αποδεικνύεται προς πλήρη ικανοποίηση του Δικαστηρίου, αν είναι να θεωρείται ως απόφαση in rem.  Απόφαση εκ συμφώνου, όπως έγινε στην περίπτωση της αγωγής της Τράπεζας 191/96, δεν απολήγει σε απόφαση in rem, και επομένως δεν έχει οποιαδήποτε προτεραιότητα σε πληρωμή από το εκπλειστηρίασμα της πώλησης του πλοίου, αλλά κατατάσσεται ως κοινό χρέος πληρωταίο από το τυχόν εναπομένον υπόλοιπο κεφάλαιο του εκπλειστηριάσματος ή στον πλοιοκτήτη.  Η νομική αυτή αρχή υιοθετείται, πράγματι, ως θέτουσα τον κανόνα δικαίου στο σύγγραμα: Spencer Bower, Turner and Handley - «The Doctrine of Res Judicata», 3rd edition, 1966, (δες σελ.124 παρ.234-235).

«Since a decision in rem estops everyone from disputing it, and enables everyone to take advantage of it, we are not concerned with any question of parties or privies, for the whole world is a party to such a decision. However all the other conditions of a valid res judicata estoppel must be satisfied.  «The world» affected by a decision in rem means, in the case of an English decision, all persons subject to the jurisdiction of the English courts.  In the case of a foreign decision, it means the subjects of all civilised states.

A judgment in rem cannot be obtained by consent of the parties before the court. A judgment on a matter which, if litigated, would operate in rem, will have force only in personam if the processes of the law are short-circuited and judgment is given by consent.»

H αρχή επαναλαμβάνεται στο ίδιο σύγγραμμα και στη σελίδα 23 παρ.41:

«No consent judgment or order has any operation against any third person or against any party not shown to have consented.  Where a party, though cited and served, has not appeared he will not be estopped by a judgment given by consent of the other parties, when the issue has not been litigated.  There cannot be a judgment in rem by consent and in any case where the court has purported to give such a judgment it will not be binding against the world, although the parties before the court may be estopped inter se».

Τα ίδια υιοθετούνται και στο Σύγγραμα British Shipping Laws - Admiralty Practice σελ.7, παρ.5:

«Αlmost every Admiralty action is an action in rem οr an action in personam.  The former is an action against a res; this is the word used in Admiralty for a limited number of things such as ships and their cargoes and  freight on which the writ of summons in the action may be validly served and which may be arrested and sold by the court to meet the plaintiff's claim or the claims of a number of plaintiffs, provided that the claim or claims are proved to the satisfaction of the court. This is the essence of the procedure in rem. The fact that bail or, by agreement of parties, other security may be given to prevent or to secure release from arrest, and that the plaintiff's claim may be satisfied by the owner of the res or his insurers or third parties without its being necessary to call on the sureties to the bail bond or other security or to sell the res, are no more than developments of the process».

Επισημαίνω όμως πως ο νομικός αυτός κανόνας υιοθετείται σε αναφορά με το δόγμα res judicata, σε σχέση δηλαδή με το δεσμευτικό της δικαστικής απόφασης έναντι των διαδίκων, ή της οικουμένης.  Η περικοπή που ακολουθεί από το σύγγραμμα Spencer and Bower είναι σχετική.  Στη δεύτερη παράγραφο της, παρεμπιπτόντως, εκφράζονται αμφιβολίες, κατά πόσο μπορεί να εκδοθεί απόφαση in rem με συμφωνία των διαδίκων, σε αντίθεση της σαφούς τοποθέτησης των συγγραφέων του ιδίου συγγράμματος, στις οποίες έγινε αναφορά πιο πάνω:

«Of course no consent judgment or order has the slightest operation or effect, whether by way of estoppel or otherwise, against any third person, or against any of the parties who is not shown to have consented. Where a party, though cited in the proceedings and served, has not appeared at the hearing, and has taken no part therein, he will not be estopped by a judgment give by consent of the other parties, when the issue has not been really litigated, and the opposition has been «bought off» by the settlement.

Whether there can be a judgment in rem by consent, at least in the absence of evidence properly adduced, disposing of the matters in dispute to the satisfaction of the court, may be doubted; any in any case where the court has purported to give such a judgment, it may be doubted whether it will be binding against the world, though the parties before the court may be estopped thereby inter se.»

Η διαφορά στην τοποθέτηση εξηγείται από το χρόνο των εκδόσεων του συγγράμματος.  Η αμέσως πιο πάνω βρίσκεται στη δεύτερη έκδοση, ενώ η αποκρυσταλλωμένη σήμερα νομική θέση φαίνεται να είναι αυτή της τρίτης και τελευταίας έκδοσης, στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως.

Για να υποστηρίξει ο δικηγόρος της Caspi τη θέση του αναφέρθηκε και στην απόφαση του Α.Λοϊζου, δικαστή ως ήτο τότε του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην υπόθεση: Αραβοελληνική Τράπεζα Α.Ε. και του Πλοίου «WILHELMINA» (1982) 1 C.L.R. 256.  Τα γεγονότα της υπόθεσης είχαν ως ακολούθως:  Η αγωγή των εναγόντων ήταν για 1.000.000 δολλάρια Αμερικής, οι δε εναγόμενοι παραδέκτηκαν στην υπεράσπιση τους την απαίτηση.  Ο δικαστής έκρινε πως ήταν απαραίτητο να αποδεικτεί η απαίτηση και η φύση της, που στηριζόταν σε πρώτη ναυτική υποθήκη, ώστε οι ενάγοντες να τύχουν προτεραιότητας στην πληρωμή που θα αξίωναν μελλοντικά, γιατί, ως εκ της φύσεως και των τότε γνωστών περιστατικών της υπόθεσης, ο δικαστής έκρινε πως θα εγείρονταν θέματα προτεραιότητας στην είσπραξη του εξ αποφάσεως χρέους. Έχω τη γνώμη πως η διαδικασία που ακολούθησε ο δικαστής είχε καθαρά πρακτική ωφελιμότητα και δεν θέτει κανόνα ουσιαστικού δικαίου.

Κατά την ακρόαση της επίδικης αίτησης, η Τράπεζα προσκόμισε προφορική μαρτυρία και όλα τα σχετικά έγγραφα, για να αποδείξει πως η απαίτηση της εναντίον του πλοίου βασίζεται σε εγγύηση ναυτικής υποθήκης.  Ο Jim Gardner - διευθυντής του Τμήματος Χρηματοδοτήσεως Ναυτικών Πιστώσεων της Τράπεζας, κατέθεσε ενώπιον μου όλα τα έγγραφα που αφορούν στην υποθήκη και τα οποία βρίσκονταν στην κατοχή του.  Ο κ. Ε. Μοντάνιος, δικηγόρος της Caspi, που ανέλαβε στο μεταξύ την υπόθεση,  έφερε ένσταση στην προσαγωγή αυτής της μαρτυρίας.  Υπέβαλε πως το Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει τη φύση της αξίωσης της Τράπεζας λαμβάνοντας υπόψη μόνο το κείμενο της εκδοθείσας υπέρ της απόφασης, και τίποτε άλλο. Από το σχετικό πρακτικό της απόφασης αποδεικνύεται πράγματι πως δόθηκε μετά από την παραδοχή της απαίτησης από τους δικηγόρους του πλοίου, χωρίς δηλαδή να αποδείξει η Τράπεζα την απαίτηση της.

Επέτρεψα τη μαρτυρία, και φρονώ πως ενήργησα ορθά.  Προχωρώ να αιτιολογήσω την κρίση μου. Η αίτηση για τον καθορισμό προτεραιοτήτων πληρωμής από εκπλειστηρίασμα, που είναι κατατεθειμένο στο Πρωτοκολλητείο του Ναυτοδικείου, αποτελεί αυτοτελές εναρκτήριο δικαστικό βήμα στο οποίο αποδεικνύεται η κατ΄ισχυρισμόν προτεραιότητα απαιτήσεως. Τούτο γίνεται με αναφορά στη φύση της. Η λειτουργία του Δικαστηρίου σ' αυτή τη διαδικασία, όπως έχει νομολογηθεί, δεν ρυθμίζεται από γραπτούς ή αυστηρά καθιερωμένους κανόνες.  Το Δικαστήριο εφαρμόζει την αρχή της χρηστής δικαιοσύνη - equity - και ασκεί ιδιαίτερη διακριτική ευχέρεια ανάλογα με τις περιστάσεις στην κάθε υπόθεση.  (Δες: Maritime Lien by Thomas p.160 κάτω από τον τίτλο «The Priority of the competing claims».  Η Tράπεζα, κατά τη γνώμη μου, όφειλε, κατά την επίδικη διαδικασία, που η ίδια άρχισε με την αίτηση της, να αποδείξει πως η υπέρ της απόφαση, και εναντίον του πλοίου, δόθηκε σε αγωγή με αιτία χρέος ασφαλισμένο με ναυτική υποθήκη.  Η αιτία αυτή προβάλλεται ρητά στο καταχωρηθέν κλητήριο που καταχώρισε η Τράπεζα.  Από τη μαρτυρία που έχει προσαχθεί ενώπιον μου, στην παρούσα διαδικασία, είμαι απόλυτα ικανοποιημένος πως το εξ αποφάσεως χρέος προς την Τράπεζα έχει αιτία οφειλής ασφαλισμένης με ναυτική υποθήκη.

Η νομική αυτή προσέγγιση ενισχύεται και θεμελιώνεται σε δυο δικές μας αυθεντίες.  (Δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά σε αγγλικές υποθέσεις, μήτε και η δική μου έρευνα έφερε κάτι σε φως ανάλογο με το επίδικο ζήτημα που μας απασχόλησε).  Commercial Bank v. Ship «Pegassos» (1978) 1 C.L.R. 375 και Costas Stylianou v. The Fishing Trawler «Narkissos» and two Others (1965) 1 C.L.R. 291.  Στην πρώτη ο δικαστής Α. Λοΐζου, ως ήτο τότε, υιοθέτησε και εφήρμοσε τη δεύτερη, που προηγείτο χρονικά και εκδόθηκε από το δικαστή Βασιλειάδη, επίσης ως ήτο τότε.  Τα γεγονότα και των δύο υποθέσεων προσομοιάζουν με αυτά που μας απασχολούν.  Στην πρώτη εκδόθηκε, στις 15.10.77, απόφαση εναντίον του πλοίου με κοινή συναίνεση των διαδίκων.  Το πλοίο πωλήθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου στις 13.1.98 και οι ενάγοντες καταχώρισαν αίτηση για καθορισμό των προτεραιοτήτων, που υπήρξε αντικείμενο αντιδικίας.  Κατά την εκδίκαση της αίτησης οι ενάγοντες ήθελαν να παρουσιάσουν τα έγγραφα υποθήκης του πλοίου, για να διεκδικήσουν προτεραιότητα πληρωμής.  Ο δικαστής έκρινε, για καθαρά διαδικαστικούς λόγους, πως στο στάδιο που βρισκόταν η αίτηση δεν ήταν επιθυμητό να δώσει οδηγίες στους ενάγοντες να παρουσιάσουν την υποθήκη. Στην απόφαση του όμως, στη σελίδα 379, 1η παράγραφος, ο δικαστής αναφέρει τα εξής σημαντικά:

«Consequently:  the present direction in no way affects the duty of a litigant to prove his claim in respect of the priority alleged by him.

Rule 113 of the Cyprus Admiraly Jurisdiction Order, 1893 reads:

«The Court or Judge may direct such evidence to be adduced as it shall think fit as to the right of the person making the application, to the moneys in Court and may make such order on the application as shall seem just.»

Όπως ανέφερα, ο δικαστής Α. Λοΐζου υιοθέτησε την προσέγγιση του δικαστή Βασιλειάδη στην υπόθεση C. Stylianou, ο οποίος είπε τα εξής:

«The mortgage of the ship and the pledge of her equipment were denied by Mr. Houry; but on the evidence before me, and particularly on the certificate for the registration of such mortgage, produced in support of the claim of the fourth suitor, in Action 7/63, and marked Exhibit 'C' therein, duly pleaded for the first party in the consolidated proceedings, and confirmed by the mortgager's admission and by the judgment in Exhibit 6 herein, I find as a fact that the ship and her equipment were duly mortgaged to the fourth suitor, under Greek law as alleged».

H απόφαση του Δικαστή Βασιλειάδη, που είναι πολυσέλιδη, αφορά διαδικασία ακρόασης που έγινε σε αίτηση για καθορισμό των προτεραιοτήτων, όπως εδώ, στην οποία προσκομίστηκε μαρτυρία ενώπιον του για να αποδεικτεί η φύση των απαιτήσεων που είχαν οι διάφοροι διάδικοι, διεκδικητές του εκπλειστηριάσματος του πλοίου.

Επαναλαμβάνω, συνεπώς, τη γνώμη που εξέφρασα πιο πάνω.  Η διαδικασία καθορισμού των προτεραιοτήτων στην πληρωμή από εκπλειστηρίασμα, που βρίσκεται κατατεθειμένο στο Πρωτοκολλητείο του Ναυτοδικείου, είναι αυτοτελής. Σ' αυτή αποδεικνύεται η φύση των απαιτήσεων, η οποία και καθορίζει την προτεραιότητα πληρωμής τους.  Η Τράπεζα στην επίδικη αίτηση απέδειξε ενώπιον μου πως η υπέρ της απόφαση, που καταγράφηκε από το Δικαστήριο στις 12.12.96, εκδόθηκε στη βάση αγωγής για υπόλοιπο χρέους του πλοίου, ασφαλισμένου με ναυτική υποθήκη,

και ως εκ τούτου δικαιούται σε προτεραιότητα πληρωμής από το εκπλειστηρίασμα.

Τελειώνοντας, αναφέρω πως, στην ταπεινή μου βεβαίως κρίση, η  κατάληξη μου είναι δίκαιη.  Έχω ήδη αναφέρει πως ο καθορισμός της προτεραιότητας στην πληρωμή από εκπλειστηρίασμα γίνεται στη βάση της απονομής χρηστής δικαιοσύνης - equity.  Ο δικηγόρος της  Caspi είπε, εντίμως, πως δεν ετίθετο θέμα οποιασδήποτε συνωμοσίας μεταξύ της Τράπεζας και των πλοιοκτητών στην έκδοση της απόφασης.  Δεν αμφισβητείται δηλαδή η γνησιότητα της απόφασης και η φύση του χρέους που οδήγησε σε αυτή, εξ΄ου και δεν αντεξετάστηκε ο μάρτυρας της Τράπεζας.  Εκείνο που εισηγείται, είναι πως η φύση του χρέους αποδεικνύεται μόνο με αναφορά στο πρακτικό της εκδοθείσας απόφασης, που ήταν εκ συμφώνου, και ως εκ τούτου όχι απόφαση in rem.

Eνόψει της κατάληξης μου, εκδίδεται απόφαση και διαταγή ως ανωτέρω με έξοδα.  Δεδομένου ότι το ζήτημα που μας απασχόλησε είναι πρωτότυπο, αναστέλλω την εκτέλεση της απόφασης για ένα μήνα, ώστε να δοθεί η ευκαιρία στην εταιρεία Caspi Shipping Ltd and Natour Travel Association for Organised Tourts Ltd, να ενεργοποιήσει οποιοδήποτε νομικό διάβημα κρίνει πρόσφορο, για την προσβολή της.

Διαταγή ως ανωτέρω.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο