ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 2153
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10108
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.Δ.
Κύπρος Αριστείδου
Εφεσείων
- και -
Μαρία Παυλίδου
Εφεσίβλητη
___________
22 Δεκεμβρίου, 1999
Για τον εφεσείοντα : κ. Χ. Αρτέμης με την κα Χλόη Γεωργίου.
Για την εφεσίβλητη : κα Στ. Ερωτοκρίτου.
___________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
__________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Στις 28.5.1992 η εφεσίβλητη τραυματίστηκε όταν το όχημα του εφεσείοντα κτύπησε από πίσω το δικό της αυτοκίνητο. Μεταφέρθηκε σε ιδιωτική κλινική όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί κήλη του μεσοσπονδύλιου δίσκου μεταξύ του 4ου και 5ου οσφυϊκού σπονδύλου. Στις 23.6.1992 υποβλήθηκε σε εγχείριση για αφαίρεση του δίσκου.
Από τη μαρτυρία προέκυψε ότι η εφεσίβλητη είχε υποστεί το 1989 άλλο τραυματισμό στη σπονδυλική στήλη και το Δικαστήριο βασιζόμενο στην αρχή ότι ο αδικοπραγών ευθύνεται και για την επιδείνωση προϋπάρχουσας κατάστασης αφού βρίσκει το θύμα του όπως είναι, προχώρησε και της επιδίκασε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων το ποσό των £5.000.
Η έφεση στρέφεται κυρίως εναντίον του συμπεράσματος του Δικαστηρίου ότι η κάκωση της σπονδυλικής στήλης προήλθε από το δυστύχημα. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα το Δικαστήριο αγνόησε εντελώς την προϋπάρχουσα κάκωση της σπονδυλικής στήλης της εφεσίβλητης, επιδικάζοντας έτσι εσφαλμένα το ποσό των £5.000.
Στις 23.10.1989 η εφεσίβλητη εξετάστηκε από ιατροσυμβούλιο το οποίο διαπίστωσε κάκωση της σπονδυλικής στήλης και ενέκρινε άδεια ασθενείας μέχρι 31.10.1989. Η διαπίστωση του ιατροσυμβουλίου ήταν ότι έφερε κακώσεις της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης. Αργότερα η άδεια ασθενείας ανανεώθηκε μέχρι τις 30.11.1989.
Είναι αλήθεια ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει ότι ο τραυματισμός της εφεσίβλητης του 1989 αφορούσε την αυχενική, αντί την οσφυϊκή μοίρα. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι δύο τραυματισμοί είναι σχετικοί, γιατί και οι δύο αφορούσαν τη σπονδυλική στήλη.
Το συμπέρασμα αυτό του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι βέβαια λανθασμένο. Και οι δύο τραυματισμοί αφορούσαν την οσφυϊκή μοίρα. ΄Ομως η λανθασμένη αυτή βάση, όπως θα φανεί στη συνέχεια, δεν επηρεάζει την τελική έκβαση της υπόθεσης.
Η επιχειρηματολογία του εφεσείοντα είναι λίγο ασαφής. Προβάλλει το επιχείρημα ότι η αρχή ότι ο αδικοπραγών είναι υπόλογος ακόμα και για την επιδείνωση μιας υφιστάμενης κατάστασης δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση, γιατί η δισκοπάθεια της εφεσίβλητης προϋπήρχε, λόγω του τραυματισμού της στη σπονδυλική στήλη στο δυστύχημα του 1989 και δεν ήταν αποτέλεσμα του νέου τραυματισμού της.
Η πιο πάνω θέση είναι αβάσιμη. Δεν έχει προσαχθεί μαρτυρία, στην ουσία δεν έχει γίνει καν υπαινιγμός σε οποιονδήποτε από τους μάρτυρες, ότι η δισκοπάθεια για την οποία η εφεσίβλητη υποβλήθηκε σε εγχείρηση, ήταν αποτέλεσμα παλαιότερού της τραύματος. Αντίθετα έχουμε τη μαρτυρία της ίδιας ότι μετά το κτύπημα δεν μπορούσε να κινηθεί και τη μαρτυρία του Δρα Περδίου ότι αποτέλεσμα της συγκεκριμένης δισκοπάθειας ήταν και η παράλυση του κάτω άκρου. ΄Ετσι καθαρά αποδεικνύεται ότι η δισκοπάθεια ήταν αποτέλεσμα της σύγκρουσης με το όχημα του εφεσείοντα.
Αν από την άλλη ο εφεσείων εννοεί ότι η δισκοπάθεια που εκδηλώθηκε μετά το δυστύχημα είχε τις ρίζες της στον τραυματισμό της εφεσίβλητης το 1989, τότε σαφώς ισχύει η αρχή του ότι ο αδικοπραγών ευθύνεται για την επιδείνωση υφιστάμενης κατάστασης (σχετικά βλέπε
Symeonidou v. Michaelides (1969) 1 C.L.R. 394. Βλέπε επίσης Paraskevopoullos v. Georghiou (1970)1 C.L.R. 116 και Sayers v. Perrin (1966) Q.L.R. 89 και Pattichis v. Zenonos (1975) 1 C.L.R. 343).Παρόμοιας φύσης είναι και οι άλλοι λόγοι που εγείρονται. Για παράδειγμα ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο αγνόησε την απόκρυψη από την εφεσίβλητη της ύπαρξης των κακώσεων που είχε υποστεί στο προηγούμενο δυστύχημα. Είναι αλήθεια ότι στη μαρτυρία φαίνεται ότι η εφεσίβλητη πράγματι προσπάθησε να αποκρύψει τον προηγούμενό της
τραυματισμό. Η συμπεριφορά της έχει σχέση με την αξιοπιστία της, αλλά δεν επηρεάζει το τελικό αποτέλεσμα. Η δισκοπάθεια και η παράλυση του κάτω άκρου, καθώς και η εγχείρηση στην οποία υποβλήθηκε, είναι δεδομένη από τη μαρτυρία του Δρα Περδίου, του γιατρού που διενήργησε την εγχείρηση. Πέραν τούτου, εν όψει της νομικής αρχής στην οποία βασίστηκε ορθά το Δικαστήριο, τα πιο πάνω χάνουν, εν πάση περιπτώσει τη σημασία τους.Ο εφεσείων περαιτέρω προβάλλει τον ισχυρισμό ότι το Δικαστήριο αγνόησε μαρτυρία, όπως για παράδειγμα τα ιατρικά πιστοποιητικά που είχαν εκδοθεί από τους δύο γιατρούς που εξέτασαν σε ιατροσυμβούλιο την εφεσίβλητη το 1989. ΄Ανκαι το σχετικό συμπέρασμα του Δικαστηρίου δεν είναι εντελώς καθαρό και παρ΄ όλον ακόμα ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δέκτηκε ότι ο τραυματισμός της το 1989 αναφερόταν στην αυχενική μοίρα της σπονδυλικής της στήλης και όχι στην οσφυϊκή και πάλιν εν όψει της αρχής που ισχύει στην περίπτωση, δεν έχει σημασία αν αγνοήθηκαν ή όχι τα συμπεράσματα του ιατροσυμβουλίου.
Ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται επίσης ότι το Δικαστήριο αγνόησε από τη μαρτυρία του Δρα Περδίου τη θέση ότι όταν προϋπάρχουν συμπτώματα κάκωσης της σπονδυλικής στήλης κι ένα ελαφρό τράνταγμα μπορεί να προκαλέσει επιδείνωση της δισκοπάθειας, ενώ επιδείνωση η κατάστασή της μπορούσε να παρουσιάσει ακόμα και χωρίς δυστύχημα. Επίσης παραπονείται ότι αγνοήθηκε η μαρτυρία του Δρα Σχίζα ότι η δισκοπάθεια εξαρτάται όχι μόνο από το μέγεθος του κτυπήματος, αλλά και από αριθμό άλλων παραγόντων.
Και τα πιο πάνω επιχειρήματα είναι αβάσιμα. Και οι δύο γιατροί στα συγκεκριμένα κομμάτια της μαρτυρίας γενικολογούσαν, απαντώντας σε ανάλογες ερωτήσεις, προσπαθώντας να εξηγήσουν τη μηχανική της πάθησης. ΄Εχει γίνει αποδεκτό από το Δικαστήριο ότι ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης η εφεσίβλητη υπέστη
τη συγκεκριμένη κάκωση στη σπονδυλική στήλη. Συνεπώς, ακόμα κι΄ έτσι να ήταν τα πράγματα, ένα γεγονός παραμένει, ότι η εφεσίβλητη παρέλυσε λόγω δισκοπάθειας ύστερα από το ατύχημα.Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπ΄ όψιν ότι η σύγκρουση ήταν πολύ ελαφριά, ενώ από την ιατρική μαρτυρία προκύπτει ότι για εμφάνιση δισκοπάθειας απαιτείται πολύ δυνατό κτύπημα. Είναι δηλαδή η θέση του εφεσείοντα ότι η δισκοπάθεια από την οποία υπέφερε η εφεσίβλητη δεν ήταν αποτέλεσμα της σύγκρουσης. Κατ΄ αρχήν δεν υπάρχει μαρτυρία ότι απαιτείται δυνατό κτύπημα για να προκληθεί δισκοπάθεια. Αντίθετα η μαρτυρία του Δρα Περδίου καταλήγει ότι εν όψει του βεβαρυμένου υπόβαθρου της εφεσίβλητης, ακόμα και ελαφρύς τραυματισμός μπορούσε να προκαλέσει την εμφάνιση της δισκοπάθειάς της. Περαιτέρω, ισχύουν όσα είπαμε πιο πάνω ότι δηλαδή είχε γίνει αποδεκτό το γεγονός ότι από τη σύγκρουση η εφεσίβλητη τραυματίστηκε και λόγω παράλυσης των κάτω της άκρων δεν μπορούσε να κινηθεί. Γι΄ αυτόν ακριβώς το λόγο απαιτήθηκε και η χειρουργική επέμβαση.
Δεν εξετάζουμε αν το ποσό που επιδικάστηκε ήταν δίκαιο υπό τις περιστάσεις γιατί το ύψος του δεν αμφισβητήθηκε κατ΄ έφεση. Εν όψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Δ
Δ.
Δ.
/ΜΔ