ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 2176
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση αρ. 10415.
Σύνθεση Δικαστηρίου: ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΔΔ.
Μεταξύ:
John Johnston εξ Αγγλίας,
Εφεσείοντος-Εναγόμενου,
- και -
Κerry Steenson εκ Βορείου Ιρλανδίας,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας,< /P>
- - -
22 Δεκεμβρίου 1999.
Για τον εφεσείοντα: Καμιά εμφάνιση.
Για την εφεσίβλητη: Π. Πετράκη.
- - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.:
Ο εφεσείων δεν εμφανίστηκε. Ήταν ενήμερος του σημερινού ορισμού της έφεσής του για ακρόαση. Η ειδοποίηση της σημερινής ημερομηνίας ακροάσεως δόθηκε στο δικηγόρο του στις 8 Δεκεμβρίου 1999. Παρών είναι ο δικηγόρος της εφεσίβλητης ο οποίος σε ερώτηση του Δικαστηρίου, πώς τοποθετείται αναφορικά με την απουσία του εφεσείοντα, καθόρισε τη θέση του ως εξής, «Δεν είχα καμιά ειδοποίηση. Το μόνο συμπέρασμα που μπορώ να βγάλω είναι ότι δεν θέλουν να την προωθήσουν.»Όπως η εφεσίβλητη, έτσι και ο εφεσείων υπέβαλε περίγραμμα αγόρευσης το οποίο είναι ενώπιον μας. Προβληματιστήκαμε για το τί δέον γενέσθαι ενόψει της απουσίας του εφεσείοντα.
Οι Δικαστές Ηλιάδης και ΧατζηΧαμπής, έκριναν ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί. Διάφορη ήταν η δική μου θέση για τους λόγους, τους οποίους εξέθεσα συνοπτικά, όπως συνοπτικά εξέθεσε τις θέσεις της πλειοψηφίας ο Ηλιάδης, Δ. Επιφυλαχθήκαμε να επεκταθούμε στο αιτιολογικό στο τελικό κείμενο της απόφασης. Αυτό πράττω στο κείμενο που ακολουθεί.
Η Δ.13, θ.13, προβλέπει:
«If when the appeal is called on for hearing the respondent appears and the appellant does not, the appeal may, on the application of the respondent, be dismissed or otherwise dealt with as the Court of Appeal may think right.»
(Βλ. επίσης επιφύλαξη η οποία τέθηκε αναφορικά με την επαναφορά απορριφθείσας έφεσης με το Διαδικαστικό Κανονισμό της 27ης Νοεμβρίου 1998.)
Η Δ.35, θ.13, δεν προδιαγράφει αναπόφευκτα την απόρριψη της έφεσης ενόψει της απουσίας του εφεσείοντα, όπως εξηγήσαμε στην ενδιάμεση απόφασή μας στην Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2152 - 9.6.1998 (απόφαση πλειοψηφίας), (σελ. 2):
«Παρόλο που η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, (βάσει του προαναφερθέντος θεσμού), συναρτάται άμεσα με τη θέση του εφεσίβλητου δεν περιορίζεται, όπως είναι ευνόητο, η άσκησή της από αυτή. Μπορεί να διαταχθεί η απόρριψη της έφεσης ανεξάρτητα από αυτή. Προσμετρά όμως ως παράγοντας σχετικός στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.»
Δεν είναι τυχαίο, υποδείξαμε στην ίδια απόφαση ότι η Δ.35, θ.13, δεν επιβάλλει την απόρριψη της έφεσης, λόγω της παράλειψης του εφεσείοντος να εμφανιστεί κατά την ακρόαση. Υπάρχουν οι λόγοι έφεσης στους οποίους προσδιορίζεται το κατ΄ ισχυρισμό σφάλμα ή σφάλματα στην απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Η δυνατότητα κρίσης των επιδίκων θεμάτων της έφεσης αναπόφευκτα διευρύνεται με την ύπαρξη του περιγράμματος αγόρευσης στο οποίο αναπτύσσεται η επιχειρηματολογία του διαδίκου υπέρ αποδοχής της έφεσής του. (Βλ. περί Εφέσεων Διαδικαστικό Κανονισμό του
1996 αναφορικά με το περιεχόμενο περιγράμματος αγόρευσης.)Όπως υπογραμμίσαμε στην πιο πάνω απόφασή μας Χρυσάνθου, ενόψει της ύπαρξης του περιγράμματος αγόρευσης, (σελ. 3)
:«Εξασθενούν επομένως οι επιπτώσεις που ενέχει η απουσία του, κατά την ακρόαση, στην προβολή και τεκμηρίωση της έφεσης. Ανάλογα, αδυνατίζουν και οι λόγοι που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την απόρριψη της έφεσης λόγω της αναμενόμενης προφορικής προβολής της.»
Η απόρριψη της έφεσης επιβάλλεται μόνο όπου υφίστανται θετικές ενδείξεις ότι η απουσία του εφεσείοντος οφείλεται σε έλλειψη ενδιαφέροντος ή αδιαφορία για την προώθηση της έφεσης του. Τέτοιες ενδείξεις δεν έχουμε σ΄ αυτή την υπόθεση. Επομένως ορθό είναι, και προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, να προχωρήσουμε με την ακρόαση της έφεσης.
Γ. Μ. Πικής,
Π.
/ΑυΦ.