ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 1892
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΕΚΛΟΓΟΔΙΚΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
< B>Εκλογική Αίτηση 1/99.
Σύνθεση Δικαστηρίου:
ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΔΔ.
Αναφορικά με Εκλογική Αίτηση σχετική με την πραγματοποιηθείσα "αύξηση" του αριθμού των εδρών της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΔΗΣΥ χωρίς εκλογές και αντίθετα προς τη δημοσιευμένη ανακήρυξη-κατανομή κατά Κόμμα (31.5.96 Παραρτ. Γ΄ Μέρος ΙΙ Επ. Εφημερίδα).
- και -
Αναφορικά προς τα άρθρα 28, 31, 35, 36, 66 και 73 του Συντάγματος, το Νόμο 72/79 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα (άρθρ. 34-36 και 57) και των σχετικών Διαδ. Κανονισμών 2/81.
Μεταξύ:
1. Ανδρέα Αριστείδη,
2. Ζαχαρία Κουλία,
3. Γρηγόρη Κατσελλή,
4. Γιώργου Λουκά,
5. Σοφοκλή Φυττή,
Αιτητών,
- ν -
1. Βουλής των Αντιπροσώπων,
2. Υπουργού Εσωτερικών,
3. Γενικού Εφόρου Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων.
4. Εφόρου Εκλογής Εκλογικής Περιφέρειας Κερύνειας,
5. Κατερίνας Παντελίδου,
6. Δημοκρατικού Συναγερμού,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - -
Ημερομηνία: 11 Νοεμβρίου, 1999.
Για τους αιτητές: Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση 1: Χρ. Κληρίδης
Για τους καθ΄ ων η αίτηση 2, 3 και 4: Α. Μαρκίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Ι. Καρεκλά.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση 5 και 6: Ουδεμία εμφάνιση.
- - -
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.
- - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π
.: Οι αιτητές επικαλούμενοι την ιδιότητά τους ως ψηφοφόροι (εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους) και την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος κατά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές της 26ης Μαίου 1996, υπέβαλαν Εκλογική Αίτηση με την οποία επιζητούν όπως το Εκλογοδικείο διακηρύξει:«(α) Την αύξηση του αριθμού των εδρών του ΔΗΣΥ (καθ΄ ου η αίτηση 6) κατά μια έδρα ως αντισυνταγματική και παράνομη δηλαδή άκυρη εξ΄ υπαρχής και ότι δεν μπορεί να παραμένει ως έχει.
(β) Όπως η συγκεκριμένη Βουλευτής καθ΄ ου η αίτηση 5 που αναδείχθηκε και εκλέχθηκε με ψήφους του ΔΗΚΟ ως περιληφθείσα στο κομματικό του ψηφοδέλτιο, δεν μπορεί να παραμείνει βουλευτής άλλου κόμματος ενώ η έδρα της κατανεμήθηκε, κατά τις ψήφους, στο ΔΗΚΟ.»
Η βουλευτής περι ης ο λόγος, είναι η κα. Κατερίνα Παντελίδου Πασχαλίδου η οποία κατέχει μία από τις τρεις βουλευτικές έδρες της επαρχίας Κυρηνείας. Τα γεγονότα στα οποία βασίζεται το αίτημα, όπως διαγράφονται στην εκλογική αίτηση είναι σε σύνοψη τα εξής.
Ενώ η κα. Παντελίδου αναδείχθηκε στο βουλευτικό αξίωμα ως μία των υποψηφίων του Δημοκρατικού Κόμματος, ενός των κοινοβουλευτικών κομμάτων στη Βουλή των Αντιπροσώπων, προσχώρησε, σε ημερομηνία η οποία δεν προσδιορίζεται, στην κοινοβουλευτική ομάδα άλλου κοινοβουλευτικού κόμματος του Δημοκρατικού Συναγερμού. Με τη μεταβολή της τοποθέτησης της κυρίας Παντελίδου-Πασχαλίδου, ισχυρίζονται οι αιτητές, αλλοιώθηκε η εκπροσώπηση του εκλογικού σώματος στη Βουλή των Αντιπροσώπων, γεγονός για το οποίο παραπονούνται υπό την ιδιότητά τoυς ως ψηφοφόροι, έρεισμα στο οποίο θεμελιώνεται η προσφυγή τους στο Εκλογοδικείο και οι θεραπείες που ζητούν.
Ο καθορισμός του βάθρου της αίτησης αποκαλύπτει άμεσα πόσο αποξενωμένο είναι το αίτημα που υποβλήθηκε από το αντικείμενο εκλογικής αίτησης όπως διαγράφεται στο Σύνταγμα και προσδιορίζεται στον περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νόμο του 1979 (Ν.72/79).
Εκ μέρους της Βουλής των Αντιπροσώπων, (καθ΄ ων η αίτηση 1), ηγέρθη ένσταση στο παραδεκτό της αίτησης, το αντικείμενο της οποίας κείται, σύμφωνα με τοποθέτησή της, εκτός της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, ενώ οι θεραπείες οι οποίες επιζητούνται χαρακτηρίζονται ως άγνωστες στον εκλογικό νόμο.
Οι καθ΄ ων η αίτηση 2, 3, και 4 επίσης αμφισβητούν το παραδεκτό της αίτησης για ουσιαστικά επάλληλους λόγους προς εκείνους που προβλήθηκαν από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Στην απάντησή τους γίνεται εκτενέστερη αναφορά απ΄ ότι στην αίτηση, στα γεγονότα που περιστοιχίζουν τη μετατόπιση της κας Παντελίδου-Πασχαλίδου. Αναφέρεται ότι η βουλευτής αποβλήθηκε από το Δημοκρατικό Κόμμα, το Φεβρουάριο του 1998, και ότι παρέμεινε ανέντακτη σε κοινοβουλευτική ομάδα για ένα χρονικό διάστημα προτού προσχωρήσει στην κοινοβουλευτική ομάδα του Δημοκρατικού Συναγερμού.
Ενόψει της δικαιοδοτικής φύσης τους επιληφθήκαμε προδικαστικά των ενστάσεων που προβλήθηκαν στο παραδεκτό της Εκλογικής Αίτησης.
Η δικαιοδοσία του Εκλογοδικείου προσδιορίζεται από το Άρθρο 85 του Συντάγματος οι πρόνοιες του οποίου έχουν ως εξής:
«Παν θέμα σχετικόν προς τα προσόντα εκλογιμότητος των υποψηφίων και πάσα ένστασις κατά των εκλογών εκδικάζονται οριστικώς και αμετακλήτως υπό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.»
Αντικείμενο της δικαιοδοσίας του Εκλογοδικείου είναι η θεώρηση της εγκυρότητας εκλογής και του αποτελέσματός της. Οι αρμοδιότητες και εξουσίες του Εκλογοδικείου προσδιορίζονται στο Άρθρο 145 του Συντάγματος
.«Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης εκλογικής ενστάσεως, ασκουμένης κατά τον εκλογικόν νόμον, αναφερομένης δε εις την εκλογήν του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας ή των βουλευτών ή των μελών των Κοινοτικών Συνελεύσεων.»
Οι αρμοδιότητες και δικαιοδοσίες του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου περιήλθαν στο Ανώτατο Δικαστήριο, βάσει του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, Ν.33/64, και του δικαίου της ανάγκης, όπως έχει αναγνωριστεί, (βλ.
The Attorney-General of the Republic v. Mustafa Ibrahim And Others (1964) C.L.R. 195), και τη μακρά μεταγενέστερη νομολογία επί του ιδίου θέματος). Στη Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. Εκλογική Αίτηση 1/96, 22.1.1997, υπογραμμίζεται η ελευθερία η οποία παρέχεται στη νομοθετική εξουσία στη διαμόρφωση του εκλογικού νόμου στο πλαίσιο των παραμέτρων που κατοχυρώνει το Σύνταγμα, περιλαμβανομένης εκείνης που αναφέρεται στο δικαίωμα του ψηφίζειν που εγγυάται το Άρθρο 31 του Συντάγματος. Στην Κουδουνάρη ν. Γενικού Εφόρου Εκλογών (1991)1 Α.Α.Δ. 386, διασαφηνίζεται ότι η εξουσία της Βουλής των Αντιπροσώπων στη στοιχειοθέτηση του Εκλογικού Νόμου περιλαμβάνει τη ρύθμιση κάθε θέματος που αφορά ενστάσεις σε εκλογή που ανάγονται στη δικαιοδοσία του Εκλογοδικείου. Διευκρινίζεται επίσης ότι κάθε θέμα που άπτεται της εγκυρότητας εκλογής ή που μπορεί να προκύψει σε σχέση με αυτή, εγείρεται με εκλογική αίτηση. Υποδεικνύεται συνάμα ότι οι θεραπείες οι οποίες καθορίζονται από τον Εκλογικό Νόμο (Άρθρα 58 και 59), είναι «... αποκλειστικά προσαρμοσμένες στην εγκυρότητα των εκλογών που έχουν ήδη διεξαχθεί.». Σε άλλη απόφασή μας στη Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ.2) (1995)1 Α.Α.Δ.1034, εξετάζεται το δικονομικό πλαίσιο εκλογικής αίτησης.Προς ολοκλήρωση του κύκλου των θεμάτων που άπτονται της σύνθεσης της Βουλής των Αντιπροσώπων, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στο Άρθρο 71 του Συντάγματος το οποίο καθορίζει πότε κενούται βουλευτική έδρα σε συνάρτηση με την ερμηνεία που έχει αποδοθεί στις διατάξεις του. Στην Attorney General v. Georghiou (1984)2 C.L.R. 251 (απόφαση πλειοψηφίας), αποφασίστηκε ότι άμα τη επελεύσει οποιουδήποτε από τους λόγους που καθορίζονται στο Σύνταγμα, κενούται η βουλευτική έδρα.
Το αντικείμενο της αίτησης που εξετάζουμε δεν είναι η υποβολή ένστασης σε εκλογή ή θεώρηση του αποτελέσματός της. Ουσιαστικό αντικείμενό της είναι η έκδοση οδηγιών ή απαγορευτικών διαταγμάτων αναφορικά με τη λειτουργία του κοινοβουλευτικού σώματος, αίτημα καταφανώς εκτός του πεδίου της δικαιοδοσίας του Εκλογοδικείου. Εκτός θέματος είναι και οι θεραπείες οι οποίες επιδιώκονται, πασιφανώς άγνωστες στον εκλογικό νόμο.
Η αίτηση την οποία εξετάζουμε μόνο κατ΄ όνομα συνιστά εκλογική αίτηση. Η αίτηση δεν εντάσσεται στο πεδίο της δικαιοδοσίας του εκλογοδικείου. Κρίνεται ανυπόστατη και απορρίπτεται με έξοδα.
Π.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΑυΦ.