ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 1905
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΙΤΗΣΗ Αρ.123/99
ENΩΠΙΟΝ
: Χρ.ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΔΑναφορικά με το άρθρο 155(4) του Συντάγματος
και των άρθρων 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνηςς (Διάφορες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν.33/64)
όπως τροποποιήθηκε
- και -
Αναφορικά με Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα
της Δημοκρατίας για έκδοση ενταλμάτων της φύσης
Certiorari και Mandamus
- και -
Αναφορικά με την απόφαση και/ή διάταγμα του
Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην
Ποινική Υπόθεση με αρ.9029/99, που
εκδόθηκε στις 4.10.99
-----------------------------------
16 Νοεμβρίου, 1999
Για το Γενικό Εισαγγελέα: κ.Π.Κληρίδης - Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με την κα.Μ.Παπαϊωάννου και την κα.Μ.Κυρμίζη - δικηγόρο της Δ/τιας
Για τον καθ΄ου η αίτηση 1: κ.Ν.Παπαευσταθίου με κ.Ν.Παπαδόπουλο για κ.Τ.Παπαδόπουλο
Για τον καθ΄ου η αίτηση 2: κ.Χρ.Τριανταφυλλίδης
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 18.10.99 έδωσα άδεια στο Γενικό Εισαγγελέα να καταχωρίσει αίτηση, για την έκδοση ενταλμάτων certiorari και mandamous που να απευθύνονται στην Επαρχιακό Δικαστή, του Δικαστηρίου Λευκωσίας, με διαταγή να προχωρήσει στην εκδίκαση του κατηγορητηρίου, που καταχωρίστηκε εναντίον των καθ΄ων η αίτηση στην παρούσα διαδικασία και κατηγορουμένων ενώπιον της. Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν είναι για: (1) συνωμοσία προς καταδολίευση, άρθρο 302, Κεφ.154, (2) κατάχρηση εξουσίας από δημόσιο λειτουργό άρθρο
105 και 35, Κεφ.154, (3) προαγωγή ετέρου προς διάπραξη αδικήματος, άρθρο 20(δ) 105 και 35 Κεφ.154, (4) δόλο από δημόσιο λειτουργό, άρθρο 133, 35 Κεφ.154 (5) δεκασμό από δημόσιο λειτουργό, άρθρο 100(α) Κεφ.154, και (6) διαφθορά, άρθρο , 3(α) και 5 Κεφ.161.Η ποινή φυλάκισης που προβλέπεται από τη νομοθεσία για τα πιο πάνω αδικήματα είναι μέχρι 3 χρόνια. Η εκδίκαση των κατηγοριών εμπίπτει στη δικαιοδοσία Επαρχιακού Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 24 (1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960, Ν.14/60. Οι δικηγόροι των κατηγορουμένων εισηγήθηκαν στο Δικαστήριο, πριν την έναρξη της δίκης, πως η εκδίκαση της υπόθεσης θα έπρεπε να διακοπεί για να διαταχθεί προανάκριση, με σκοπό να παραπεμφθεί στο Κακουργιοδικείο. Η πρωτόγνωρη, ας μου επιτραπεί η φράση, επιθυμία των κατηγορουμένων αιτιολογήθηκε από τους δικηγόρους τους με αναφορά στη σοβαρότητα των κατηγοριών, την ιδιότητα των ιδίων ως δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και των μαρτύρων κατηγορίας, που μερικοί απ΄αυτούς είναι συνάδελφοι των κατηγορουμένων σε κατώτερες θέσεις. Η δικαστής αποδέκτηκε το αίτημα, διέκοψε τη δίκη και διέταξε τη διεξαγωγή προανάκρισης με σκοπό να παραπεμφθεί η υπόθεση ενώπιον του κακουργιοδικείου. Στην αιτιολογία της απόφασης της, εκτός από το γεγονός ότι συμφώνησε με την επιχειρηματολογία των δικηγόρων των καθ΄ων, υιοθέτησε και τις παρατηρήσεις του Εφετείου στην υπόθεση Μιχαήλ Αντώνη Πετρή ν. Αστυνομίας (1968) 2 Α.Α.Δ. σελ.40 τις οποίες το ίδιο το Εφετείο χαρακτηρίζει «per curiam».
O Γενικός Εισαγγελέας προχώρησε στην καταχώριση της υπό συζήτηση αίτησης, στην οποία έφεραν ένσταση οι δικηγόροι των καθ΄ων. Με τις εισηγήσεις, που υπέβαλε ενώπιον μου ο κ.Π.Κληρίδης, συμφωνώ απόλυτα.
Η πρωτόδικος Δικαστής έκρινε πως το άρθρο 90 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, δίδει διακριτική ευχέρεια στον Επαρχιακό Δικαστή να εκδίδει διάταγμα, όπως αυτό που εξέδωσε η ίδια, και είναι το αντικείμενο της συζήτησης μας. Το άρθρο λέει:
«Αν πριν από ή κατά τη διάρκεια συνοπτικής δίκης, φαίνεται στο Δικαστήριο ότι η υπόθεση είναι τέτοια ώστε να έπρεπε να εκδικαστεί από Κακουργιοδικείο, το Δικαστήριο διακόπτει την παραιτέρω διαδικασία και διατάσσει τη διεξαγωγή προανάκρισης βάσει των διατάξεων του Νόμου αυτού.»
Σχετικές, κατά τη γνώμη μου, είναι και οι διατάξεις του άρθρου 92 που κρίνω εύθετο το σημείο να τις παραθέσω.
«
΄Οταν προσάπτεται κατηγορία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για ποινικό αδίκημα που δεν δικάζεται συνοπτικά ή για το οποίο το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι δεν είναι κατάλληλο για να εκδικαστεί συνοπτικά, διεξάγεται προανάκριση από Δικαστή σύμφωνα με τις διατάξεις που περιέχονται στα άρθρα 93 έως 105 (συμπεριλαμβανομένων)».Οι δικηγόροι των καθ΄ων εισηγούνται πως, η καθαρή γλώσσα του άρθρου 90 παρέχει στο Επαρχιακό Δικαστήριο ευρεία διακριτική εξουσία, όταν κρίνει πρέπον προτού αρχίσει η εκδίκαση της υπόθεσης, ή κατά τη διάρκεια της, να διακόψει τη διαδικασία και να διατάξει να διεξαχθεί προανάκρισης, με σκοπό να παραπεμφθεί η υπόθεση στο κακουργιοδικείο. Κατά την άποψη τους η φράση «ότι η υπόθεση είναι τέτοια ώστε να έπρεπε να εκδικαστεί από κακουργιοδικείο», δεν αφήνει περιθώρια άλλης ερμηνείας.
Το άρθρο 24(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, δίδει περιοριστική δικαιοδοσία στο Επαρχιακό Δικαστήριο να δικάζει αδικήματα, για τα οποία προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 3 χρόνια. Ενώ το άρθρο 20(1) του ιδίου Νόμου παρέχει πλήρη δικαιοδοσία στο Κακουργιοδικείο να δικάζει όλα τα αδικήματα, τα οποία τιμωρούνται από τον ποινικό κώδικα ή από οποιοδήποτε άλλο νόμο, ανεξάρτητα από την προβλεπόμενη ποινή.
Η ορθή ερμηνεία, κατά τη γνώμη μου, των άρθρων 90 και 92 της Ποινικής Δικονομίας προεικονίζεται στη θεμελιώδη αρχή του εφαρμοσμένου δικαίου, πως το Δικαστήριο είναι κατά αποκλειστικότητα το όργανο να κρίνει και επιβάλλει την αρμόζουσα ποινή, μέσα στα πλαίσια των προβλεπόμενων από το νόμο ορίων. Ο σαφής, κατά την
αντίληψη μου, σκοπός των διατάξεων των άρθρων 90 και 92 της Ποινικής Δικονομίας είναι ακριβώς αυτός, εναποτίθεται δηλαδή ο έλεγχος και επιμέτρηση της αρμόζουσας ποινής στα Δικαστήρια. ΄Οταν, λοιπόν, το Επαρχιακό Δικαστήριο κρίνει πως η ενώπιον του υπόθεση είναι τόσο σοβαρή, και δυνατό να συντρέχουν λόγοι επιβολής μεγαλύτερης ποινής φυλάκισης απ΄αυτή που έχει δικαιοδοσία, τα 3 δηλαδή χρόνια, τότε εφαρμόζει τις σχετικές διατάξεις των πιο πάνω άρθρων. Και τούτο συμβαίνει, όπως ορθά υπέδειξε ο κ.Κληρίδης όταν π.χ. ο Γενικός Εισαγγελέας, χρησιμοποιώντας τις εξουσίες που έχει βάσει του άρθρου 24(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, παραπέμπει υπόθεση για εκδίκαση από το Κακουργιοδικείο στο Επαρχιακό Δικαστήριο. (Με την πρόσφατη τροποποίηση που επέφερε ο Ν.34(1)/99, τούτο μπορεί να γίνει τώρα για οποιαδήποτε υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ανεξάρτητα από την ποινή). Σ΄αυτή την περίπτωση το Επαρχιακό Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 90 και 92, μπορεί να διακόψει την ενώπιον του διαδικασία, για να παραπεμφθεί η υπόθεση στο Κακουργιοδικείο. Τα άρθρα αυτά ενδεχομένως τυγχάνουν εφαρμογής και όταν κατά τη διάρκεια εκδίκασης ποινικής υπόθεσης ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου φανεί πως ο κατηγορούμενος διέπραξε αδικήματα για τα οποία η νομοθεσία προβλέπει ποινή πάνω από 3 χρόνια, οπόταν και η υπόθεση εκφεύγει της δικαιοδοσίας του. Αυτή, νομίζω, είναι η ορθή ερμηνεία τους. Και η φράση «φαίνεται στο Δικαστήριο ότι η υπόθεση είναι τέτοια ώστε .......» στο άρθρο 90, αναφέρεται μόνο στο στοιχείο της ποινής, για τους λόγους που εξήγησα. Αυτά που αναφέρω πιο πάνω είναι για σκοπούς συζήτησης της ορθής ερμηνείας των σχετικών άρθρων. Να μην εκληφθούν πως ενθαρρύνω οποιουσδήποτε χειρισμούς, αλλά μήτε και πως εισηγούμαι ο,τιδήποτε που να επηρεάζει τη διακριτική ευχέρεια των Δικαστών των Επαρχιακών Δικαστηρίων, όπου αυτή προβλέπεται στο νόμο.Στην υπόθεση που εξετάζουμε η ποινή φυλάκισης, που προβλέπεται από το νόμο για τα αδικήματα του κατηγορητηρίου, δεν υπερβαίνει τα 3 χρόνια. Το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε καθήκον να εκδικάσει την υπόθεση. Τα άρθρα 90 και 92 δεν του έδιδαν εξουσία να διακόψει τη δίκη και να διατάξει τη διεξαγωγή προανάκρισης, για να παραπεμφθεί στο Κακουργιοδικείο. Σχετικά με την αναφορά της Δικαστού στις παρατηρήσεις του Εφετείου στην υπόθεση Πετρή ν. Αστυνομίας, είπα στην προηγούμενη απόφαση μου, με την οποία έδωσα άδεια για καταχώριση της παρούσας αίτησης, πως στην υπόθεση εκείνη για τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσείων προβλεπόταν από το νόμο ποινή φυλάκισης μέχρι 7 χρόνια. Γι΄αυτό και το Εφετείο προέβη στις σχετικές παρατηρήσεις, που προσθέτουν ουσιαστικά στη θέση που προωθώ στην απόφαση μου.
Από ορισμένα σχόλια που έγιναν κατά την ενώπιον μου συζήτηση της αίτησης, αλλά και από το πνεύμα που αναδύεται στην απόφαση της πρωτόδικης δικαστού, αντιλαμβάνομαι να γίνεται κάποια διαφοροποίηση στη σημασία και σπουδαιότητα που παίρνει η δίκη, ανάλογα με το αν αυτή διεξάγεται ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου ή Κακουργιοδικείου, Να μου επιτραπεί να πω λίγα λόγια. Η απονομή της δικαιοσύνης, ανεξάρτητα από το βαθμό του Δικαστηρίου, λειτουργεί στη βάση των αέναων αρχών της δίκαιης δίκης, που είναι και θεσμοθετημένες στο άρθρο 30 του Συντάγματος μας. Γι΄αυτό και επαναλαμβάνω τις πρόσφατες επισημάνσεις του Εφετείου μας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αντωνάκη Κυριάκου κ.α. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, και ειδικώτερα αυτά που καταγράφονται στη σελ. 271: «Ο χώρος της δικαιοσύνης είναι ενιαίος και αδιαχώριστος. Το κύρος του Δικαστηρίου, του κάθε Δικαστηρίου, εξαρτάται αποκλειστικά από τον τρόπο άσκησης της δικαστικής λειτουργίας.» (Πικής Δ., όπως ήταν τότε).
Είπα στην προηγούμενη απόφαση μου, και να μου επιτραπεί να επιμείνω, πως ο όρος «συνοπτική δίκη», που ακόμη χρησιμοποιείται στη νομοθεσία μας σε αντιδιαστολή με τη δίκη ενώπιον Κακουργιοδικείου, είναι αδόκιμος. Δεν υπάρχει στα κυπριακά Δικαστήρια συνοπτική διαδικασία, με την έννοια δηλαδή που προκαλεί και αποστροφή, κάποιας σύντομης και πρόχειρης διαδικασίας που εκτρέπεται από και δρασκελίζει τις βασικές αρχές δικαίου, που ανέφερα πιο πάνω, και που διασφαλίζονται στο άρθρο 30 του Συντάγματος μας. Η δίκη ενώπιον όλων των Δικαστηρίων διεξάγεται ακριβώς στη βάση των διατάξεων αυτού του άρθρου του Συντάγματος και των συναδόντων νομοθετημάτων.
Ο χειρισμός της υπόθεσης που έκανε η πρωτόδικος δικαστής ισοδυναμεί με άρνηση της να ασκήσει την υποχρεωτική εκ του νόμου δικαιοδοσία της, για τους λόγους βέβαια που η ίδια εξήγησε στην απόφαση της. Η κατάσταση θεραπεύεται μόνο με την παρούσα διαδικασία, που ορθά ξεκίνησε ο Γενικός Εισαγγελέας.
Κρίνω επομένως αποδεκτή την αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα. Εκδίδεται διάταγμα, με το οποίο ακυρώνεται η απόφαση της δικαστού του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στις 4.10.99, και με την οποία διέκοψε την ενώπιον της δίκη. Διατάσσεται επίσης να εκδικάσει την υπόθεση που αντιμετωπίζουν οι κατηγορούμενοι ενώπιον της.
Χρ. Αρτεμίδης, Δ.
/ΜΑΑ