ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 1 ΑΑΔ 1833

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9214

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ/στών

΄Ελλη Στυλιανού, εκ Λευκωσίας,

Εφεσείουσα-Καθ' ης η Αίτηση

- και -

Ανδρέας Στυλιανού, εκ Λευκωσίας,

Εφεσίβλητος-Αιτητής

------------------------

29 Οκτωβρίου, 1999

Για την Εφεσείουσα: Χρ. Θεμιστοκλέους.

Για τον Εφεσίβλητο: Γ. Αμπίζας με Αλ. Τιμόθη (κα).

------------------------

Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο Ανδρέας και η ΄Ελλη Στυλιανού παντρεύτηκαν το 1969. Ο μισθός του συζύγου, υπαλλήλου στις Βάσεις Δεκέλειας, πρόσφερε στο ζεύγος και την οικογένεια που δημιούργησε τα μέσα διαβίωσης. ΄Αλλη περιουσία δεν είχαν. Πριν το γάμο η ΄Ελλη απασχολείτο περιοδικά, για μικρά χρονικά διαστήματα, εγκατέλειψε όμως κάθε ασχολία άλλη από τη φροντίδα της οικογένειας μετά το γάμο. ΄Οταν παντρεύτηκαν ήταν έγκυος το πρώτο τους παιδί. Οι οικονομικές τους συνθήκες άλλαξαν μετά το 1974, όταν ο κ. Στυλιανού εργοδοτήθηκε στο Ντουμπάι και οι απολαβές του αυξήθηκαν. Η οικογένεια τον ακολούθησε στο νέο τόπο διαμονής, όπου περέμειναν μέχρι το 1982. Το χρόνο εκείνο η οικογένεια επανεγκαταστάθηκε στην Κύπρο, ενώ ο σύζυγος συνέχισε την εργασία του στο εξωτερικό. Το ζεύγος απέκτησε τρία παιδιά.

Τόσο κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο εξωτερικό όσο και μετά την επανεγκατάσταση στην Κύπρο, το ζεύγος επένδυσε σημαντικά χρηματικά ποσά σε ακίνητη περιουσία, η μεταπώληση της οποίας, μαζί με άλλες οικονομίες, επέτρεψαν: (α) την απόκτηση 1/2 οικοπέδου - το άλλο ήμισυ ανήκε στη σύζυγο (προικιό) - και (β) την οικοδόμηση επί ολοκλήρου του οικοπέδου πολυκατοικίας, η ιδιοκτησία της οποίας αποτέλεσε το κατ' εξοχήν θέμα αντιδικίας των συζύγων ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Για τις συνθήκες και τα μέσα απόκτησης της πολυκατοικίας, προσήχθη μαρτυρία και από τα δύο μέρη όπως και για τις συνθήκες και προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες το ακίνητο ενεγράφη επ' ονόματι της συζύγου, της εφεσείουσας. Η συνεισφορά εκατέρου των συζύγων στη διάθεση των μέσων για ολοκλήρωση της οικοδομής αποτέλεσε το αντικείμενο μεγάλου μέρους της μαρτυρίας.

Μετά από λεπτομερή αναφορά στη μαρτυρία και έλεγχο της αξιοπιστίας των μαρτύρων, το Δικαστήριο διαπίστωσε:-

(α) Εξαιρουμένης της συνεισφοράς της συζύγου, ίσης προς την αξία του ημίσεως του οικοπέδου, το σύνολο της δαπάνης για την απόκτηση της πολυκατοικίας, δηλαδή η αξία του υπολοίπου ημίσεως του οικοπέδου και το σύνολο της δαπάνης για την οικοδομή, καταβλήθηκαν από το σύζυγο.

(β) Η συνεισφορά του συζύγου στην απόκτηση του περιου-σιακού στοιχείου δεν είχε ως αντικείμενο, ούτε απέβλεπε στην παροχή δωρεάς στη σύζυγό του, η εγγραφή στο όνομα της οποίας ήταν συμπτωματική.

Με αυτά τα ευρήματα υπόψη, το Δικαστήριο έκρινε ότι στοιχειοθετήθηκε εξ επαγωγής καταπίστευμα (constructive trust), με την εφεσείουσα επέχουσα θέση εμπιστευματοδόχου, υπόλογου στο σύζυγό της για το μερίδιο που αντιπροσώπευε τη συνεισφορά του στην πολυκατοικία.

Το μερίδιο των συζύγων στην πολυκατοικία καθορίστηκε με βάση τη συνεισφορά εκάστου στην απόκτησή της, συσχετιζόμενης προς την αξία του ακινήτου κατά το χρόνο του χωρισμού του ζεύγους, το 1988. Το μερίδιο του εφεσίβλητου προσδιορίστηκε σε 93.7% και της συζύγου σε 6.3%. Βάσει αυτών των δεδομένων, το Δικαστήριο διακήρυξε ότι σε εκάτερο των συζύγων ανήκε αντίστοιχο ποσοστό της πολυκατοικίας και διέταξε την εγγραφή του 93.7% μεριδίου επ' ονόματι του εφεσιβλήτου.

Είναι κοινά παραδεκτό ότι το αρμόδιο να επιληφθεί της υπόθεσης δικαστήριο ήταν το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας - (το Πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο, λόγω του ύψους της διαφοράς και, κατ' επέκταση, της απαίτησης).

Οι κανόνες της επιείκειας, οι οποίοι τυγχάνουν εφαρμογής, βάσει του ΄Αρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60), ειδικά εκείνοι οι οποίοι διέπουν τη στοιχειοθέτηση καταπιστεύματος άλλου από ρητού, αποτέλεσαν τη βάση για τη θεώρηση των δικαιωμάτων των διαδίκων και τη θεμελίωση της απόφασης του Δικαστηρίου. Στην απόφαση γίνεται αναφορά στις αρχές που διέπουν τη γένεση εξυπακουόμενου (implied), εξ επαγωγής (constructive) και προκύπτοντος (resulting) καταπιστεύματος και στην αγγλική νομολογία που τις πραγματεύεται - (βλ. Pettitt v. Pettitt (1969) 2 All E.R. 385. Gissing v. Gissing (1970) 2 All E.R. 780. Falconer v. Falconer (1970) 3 All E.R. 449. Heseltine v. Heseltine (1971) 1 All E.R. 952. Cooke v. Head (1972) 2 All E.R. 38. Kowalczuk v. Kowalczuk (1973) 2 All E.R. 1042. Williams & Glyn's Bank v. Boaland (1979) 2 W.L.R. 550. Dennis v. McDonald (1981) 2 All E.R. 632. Burns v. Burns (1984) 1 All E.R. 244. Grant v. Edwards (1986) 2 All E.R. 426). Γίνεται, επίσης, αναφορά στη Miltiadous v. Miltiadous (1982) 1 C.L.R. 797, στην οποία διαπιστώνεται ότι οι σχετικές αρχές της επιείκειας, όπως αποκρυσταλλώνονται στην πρόσφατη αγγλική νομολογία, τυγχάνουν εφαρμογής, κατ' ανάλογο τρόπο και σε ίση έκταση, και στην Κύπρο. Συγχρόνως, υποδεικνύεται ότι η εφαρμογή τους εξαιρείται των προνοιών του ΄Αρθρου 4 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, ΚΕΦ. 224.

Οι προϋποθέσεις για τη γένεση αναφυόμενου καταπιστεύματος, αν μπορεί να χρησιμοποιήσουμε τον όρο, ως περιληπτικού εξυπακουόμενου, εξ επαγωγής και προκύπτοντος καταπιστεύματος, συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό, όπως αποκαλύπτει η αγγλική νομολογία. Στη Miltiadous v. Miltiadous, (ανωτέρω), το Δικαστήριο πραγματεύεται ειδικά τις προϋποθέσεις για την έγερση εξ επαγωγής καταπιστεύματος. Αυτές είναι:- (σελ. 801)

"A trust is deemed to arise upon the coincidence of two things:-

(a) The pooling of resources and/or the exertion of efforts for the acquisition of immovable property, provided the contribution made by each is substantial; and

(b) the existence of such a relationship as to justify the attribution of a common intention to enjoy the use of the property together.

Thereafter, if co-habitation is terminated and the object of the enterprise is frustrated, equity requires a fair apportionment according to the contribution of each to the acquisition of the property."

Εκτός από τη Miltiadous και τη Theodoulou v. Theodoulou (1987) 1 C.L.R. 101, στις οποίες παραπέμπει το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφορά μπορεί να γίνει και σε σειρά άλλων αποφάσεων, που πραγματεύονται τις αρχές της επιείκειας, ως βάση προς κτήση περιουσιακών δικαιωμάτων, και φωτίζουν το πεδίο εφαρμογής τους στην Κύπρο - (βλ. Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542. Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557. Boustani v. Linmare Shipping Co. (1984) 1 C.L.R. 354. Πένταυκας ν. Πένταυκα (1991) 1 Α.Α.Δ. 547. Κωνσταντίνου ν. Δημοσθένους (1992) 1 Α.Α.Δ. 621. Χαραλαμπίδης ν. Κωνσταντίνου κ.ά., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 8573, 28/6/96. Ορφανίδη ν. Ορφανίδη, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 9755, 30/1/98).

Η εφεσείουσα πρόβαλε εφτά λόγους έφεσης, οι τρεις από τους οποίους εγκαταλείφθηκαν κατά την προδικασία. Οι εναπομείναντες τέσσερις λόγοι έφεσης (1-4) έχουν ως ακολούθως:-

«1. Το Πρωτόδικον Δικαστήριον έσφαλεν στην ανάλυση της Νομικής πτυχής του θέματος και ειδικά ότι ο Νόμος 232/91 δεν εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση και συγκεκριμένα

α) Η Εναγόμενη Εφεσείουσα έχει εγείρει την απαίτηση της δυνάμει ανταπαιτήσεως στην παρούσα αγωγή.

β) Η Ανταπαίτηση της Εναγομένης Εφεσείουσας έχει καταχωρηθεί την 20/9/91.

γ) Την 28/9/93 με διαταγή του Δικαστηρίου προέβει* σε τροποποίηση της Ανταπαιτήσεως αποσκοπούσα στον καθορισμόν των περιουσιακών διαφορών δυνάμει του Νόμου 232/91.

2. Χωρίς βλάβη των ισχυρισμών της Εναγομένης Εφεσείουσας της παρ. 1 της παρούσης Εφέσεως και διαζευκτικά και εάν ακόμη είναι ο ισχυρισμός ότι οι αρχές του Κοινού Δικαίου διέπουν το αποτέλεσμα της αγωγής το Δικαστήριον εσφαλμένα αποφάσισε ότι

α) Ο Ενάγοντας αγόρασε το 1/2 του οικοπέδου επί του οποίου εκτίσθει* η Πολυκατοικία ένα από τα επίδικα θέματα της αγωγής από την αδελφή της Εναγομένης Εφεσείουσας, η οποία ουδέποτε είχε οιονδήποτε μερίδιον επί του οικοπέδου το οποίον ανήκε στον πατέρα της Εναγομένης Εφεσείουσας.

β) Δεν αξιολόγησε καθόλου το μέρος εκείνο της μαρτυρίας που η Εναγομένη ανέλαβε την συντήρηση των γονέων της με αντάλλαγμα την εξ ολοκλήρου μεταβίβαση εις αυτήν του οικόπεδου του* επί του οποίου ανηγέρθη η πολυκατοικία.

3. Το Δικαστήριον έσφαλλεν στο ποσοστόν το οποίον αντιπροσωπεύει την αξία του οικοπέδου. Η αξία του οικοπέδου συμφώνως της μαρτυρίας αποτελεί το 25% της αξίας της πολυκατοικίας και όχι το 12,66% ως το εύρημα του Πρωτοδίκου Δικαστήριον* .

Το οιονδήποτε συμπέρασμα του Δικαστηρίου αναφορικά με την αξία του οικοπέδου είναι αυθαίρετον και δεν συνάδει με την μαρτυρία.

4. Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι τα εισοδήματα της Εναγομένης εχρησιμοποιήθησαν για την διαβίωση του ζεύγους δεν μπορούν να ληφθούν υπ' όψιν ως συνεισφορά είναι τελείως λανθασμένη*. Αντίθετα αποδεικνύει ότι η αργότερα μεταβίβαση η απόκτηση περιουσίας και εγγραφή στο όνομα της αποτελούσε καθαρά δωρεά προς αυτή, αναγνωρίζοντας ο Ενάγων τις δικές της προσπάθειες και θυσίες προς την οικογένεια.»

Στην αγόρευση της εφεσείουσας, προβάλλεται η επιχειρηματολογία, όχι μόνο ότι το Δικαστήριο λειτούργησε κάτω από εσφαλμένη καθοδήγηση ως προς το ισχύον δίκαιο, αλλά και ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ήταν αναρμόδιο να επιληφθεί της διαφοράς, υποστηρίζοντας ότι καθ' ύλη αρμόδιο να επιληφθεί της υπόθεσης ήταν το Οικογενειακό Δικαστήριο. Κατά την ακρόαση εγκαταλείφθηκε η εισήγηση αυτή. αναγνωρίστηκε, ορθά κατά την κρίση μας, ότι, υπό το φως των διατάξεων του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, (Ν. 232/91), αρμόδιο να επιληφθεί της διαφοράς ήταν το Επαρχιακό Δικαστήριο - (Βλ. ορισμό του όρου «δικαστήριο» στο ΄Αρθρο 2, και ΄Αρθρο 18 του νόμου. Η τροποποίηση του ΄Αρθρου 2 από το Ν. 25(Ι)/98 αφήνει αμετάβλητο το προηγούμενο νομικό καθεστώς.).

Παραδεκτό είναι ότι: (α) Ο Ν. 232/91 είχε μελλοντική εφαρμογή. (β) Τόσο η αγωγή όσο και η ανταπαίτηση ηγέρθηκαν πριν τη θέσπιση του νόμου (1/2/90 και 20/9/91, αντίστοιχα) και, ως εκ τούτου, η επίλυσή τους υπόκειτο στις διατάξεις του δικαίου που ίσχυε πριν τη θέσπισή του. Εντούτοις, η εφεσείουσα υπέβαλε ότι το νομικό καθεστώς επίλυσης της διαφοράς μεταβλήθηκε, ως αποτέλεσμα της τροποποίησης της ανταπαίτησης σε ημερομηνία μεταγενέστερη της θέσπισης του νόμου, (4/10/93, ημερομηνία καταχώρισης τροποποιημένης υπεράσπισης και ανταπαίτησης).

Στην Ορφανίδη ν. Ορφανίδη, Π.Ε. 9755, 30/1/98, κρίναμε ότι ο νέος Νόμος, ο Ν. 232/91, και, ειδικά, το ΄Αρθρο 14 επέφερε αλλαγές στο ισχύον δίκαιο, ως προς τα δικαιώματα συζύγου στην περιουσία του ετέρου των συζύγων μετά την κατάρρευση του γάμου. Στο ακόλουθο απόσπασμα χαρακτηρίζεται η μεταβολή η οποία επήλθε:-

«Παρά τη συνάφεια μεταξύ των σκοπών που προάγουν το άρθρο 14 και οι αντίστοιχες αρχές του Αγγλικού δικαίου, το περιεχόμενό τους διαφέρει καθώς και οι παραμέτροι που οριοθετούν την εφαρμογή τους. Είναι πρόδηλο ότι το άρθρο 14 καθιδρύει αυτοτελή και περιεκτικό κώδικα, για το μερισμό της αύξησης της περιουσίας εκατέρου των συζύγων, σε βαθμό που να μην αφήνει πεδίο για συμπλήρωση ή επικουρική εφαρμογή, στον τομέα αυτό, των αρχών του Αγγλικού δικαίου.»

Η απάντηση του εφεσίβλητου είναι καθοριστική για την τύχη του πρώτου λόγου της έφεσης. Η τροποποίηση ανατρέχει στο χρόνο καταχώρισης του δικογράφου, όπως είναι θεμελιωμένο - (βλ. Σοφοκλέους και άλλη ν. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 81). Ενόψει αυτής της κατάληξης, δεν είναι απαραίτητο να αποφασίσουμε κατά πόσο μπορούσε να προσδοθεί ανεξάρτητη υπόσταση στην ανταπαίτηση, δοθείσας της συνάφειάς της με την υπεράσπιση, αποδοχή της οποίας θα αποστερούσε τον εφεσίβλητο κάθε δικαιώματος στην πολυκατοικία. Σημειώνουμε μόνο ότι ο εφεσίβλητος υποστήριξε ότι η ανταπαίτηση, στην προκείμενη περίπτωση, αποτελεί προέκταση της υπεράσπισης, άρρηκτα συνυφασμένη με το αποτέλεσμα της απαίτησης, από την οποία δεν μπορεί να διαχωρισθεί. (Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου παρέπεμψε, επί του προκειμένου, στην Pilavachi & Co. Ltd., v. International Chemical Company Ltd. (1965) 1 C.L.R. 97, και στο σύγγραμμα Odgers on High Court Pleading and Practice, σελ. 247 κ.ε.)

Με το λόγο 2 της έφεσης, προσβάλλονται, έστω συγκεκαλυμμένα, τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τις συνθήκες απόκτησης του ημίσεως του οικοπέδου, πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε η πολυκατοικία. Η μαρτυρία αποκάλυψε - και το Δικαστήριο αποδέχτηκε - ότι το οικόπεδο προοριζόταν από τους γονείς της εφεσείουσας ως προικιό για την εφεσείουσα και την αδελφή της, η οποία διέμενε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το δικό της μερίδιο ενεγράφη επ' ονόματί της, όχι όμως εκείνο της αδελφής της. Δόθηκε μαρτυρία ότι και το δεύτερο ήμισυ του οικοπέδου ενεγράφη επ' ονόματι της εφεσείουσας, μετά την καταβολή από τον εφεσίβλητο στην αδελφή της του συμφωνηθέντος τιμήματος, οπόταν οι γονείς μεταβίβασαν στην ίδια και το υπόλοιπο του οικοπέδου. Ο μόνος λόγος, για τον οποίο προσβάλλεται το εύρημα σχετικά με την απόκτηση του δεύτερου ημίσεως του οικοπέδου, είναι ότι η μαρτυρία, επί του προκειμένου, δεν αξιολογήθηκε σωστά από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αφήνεται να νοηθεί, χωρίς να αναφέρεται ρητά, ότι η πλημμελής αξιολόγηση υποσκάπτει το κύρος και διασαλεύει τις διαπιστώσεις αυτού του μέρους της απόφασης του Δικαστηρίου. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας, που άπτεται αυτής της πτυχής της υπόθεσης, προσβάλλεται γενικά και αόριστα. Η ατέλεια στην αξιολόγηση δεν εξειδικεύεται, ούτε γίνεται οποιαδήποτε παραπομπή στην απόφαση, η οποία, αντιπαραβαλλόμενη προς οποιαδήποτε πτυχή της προσαχθείσας μαρτυρίας, να τείνει να καταδείξει παρανόηση του περιεχομένου ή των προεκτάσεών της. Η πλημμελής, κατ' ισχυρισμό, αξιολόγηση δεν τεκμηριώνεται με τον προβαλλόμενο λόγο έφεσης, ούτε προάγεται με οποιαδήποτε επιχειρηματολογία. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, η δραστικότητα του υπό εξέταση λόγου έφεσης περιορίζεται σε καταφανή ατέλεια στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, σε βαθμό που να προσλαμβάνει αντικειμενική υπόσταση. Θεώρηση της αξιολόγησης αυτού του μέρους της μαρτυρίας αποκαλύπτει ότι το Δικαστήριο πραγματεύθηκε επιμελώς τη σχετική μαρτυρία και επεσήμανε αντινομίες στη μαρτυρία που προσάχθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας, εις το μέρος που αφορά τους ισχυρισμούς της ότι το δεύτερο ήμισυ του οικοπέδου της παρασχέθηκε ως αντάλλαγμα για την οικονομική βοήθεια που παρείχε στους γονείς της. Η σφαιρική θεώρηση της μαρτυρίας, που σχετίζεται με αυτό το μέρος της υπόθεσης, δεν αφήνει ερωτηματικά για την επάρκεια της αξιολόγησής της από το Δικαστήριο.

Η επιχειρηματολογία που προβλήθηκε υπέρ του λόγου 3 της έφεσης αποτελεί, ουσιαστικά, επανάληψη του κειμένου του:-

«Το Δικαστήριον έσφαλλεν στο ποσοστόν το οποίον αντιπροσωπεύει την αξία του οικοπέδου. Η αξία του οικοπέδου συμφώνως της μαρτυρίας αποτελεί το 25% της αξίας της πολυκατοικίας και όχι το 12.66% ως το εύρημα του Πρωτοδικου Δικαστήριον*. Το οονδήποτε* συμπέρασμα του Δικαστηρίου αναφορικά με την αξία του οικοπέδου είναι αυθαίρετον και δεν συνάδει με την μαρτυρία.»

Εξηγείται στην απόφαση του Δικαστηρίου ότι αυτό το μέρος της απόφασής του συναρτάται προς τη μαρτυρία των πραγματογνωμόνων, εκείνης του κ. Πογιατζή πρωτίστως. Η αξία του οικοπέδου καθορίζεται σύμφωνα με τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή και η ποσοστιαία αναλογία του οικοπέδου, στο σύνολο της οικοδομής, καθορίζεται ανάλογα με το συσχετισμό της προς την αξία της πολυκατοικίας κατά τον κρίσιμο χρόνο του χωρισμού. Κατ' ουσία, ο λόγος έφεσης 3 είναι ατεκμηρίωτος. Δεν εξειδικεύεται το σφάλμα, ούτε στοιχειοθετούνται οι λόγοι που τον τεκμηριώνουν. Η ίδια αδυναμία πλήττει και το λόγο έφεσης 4, η επιχειρηματολογία υπέρ του οποίου, επίσης, αποτελεί ουσιαστικά επανάληψη του κειμένου του σχετικού μέρους της έφεσης. Η επιχειρηματολογία έχει ως εξής:

«Λόγος 4:

Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι τα εισοδήματα της Εναγομένης εχρησιμοποιήθησαν για την διαβίωση του ζεύγους δεν μπορούν να ληφθούν υπ'όψιν ως συνεισφορά είναι τελείως λανθασμένη* . Αντίθετα αποδεικνύει ότι η αργότερα μεταβίβαση ή απόκτηση περιουσίας και εγγραφή στο όνομα της αποτελούσε καθαρά δωρεά προς αυτή, αναγνωρίζοντας ο Ενάγων τις δικές της προσπάθειες και θυσίες προς την οικογένεια δηλαδή την συνεισφορά της ως ο νόμος ορίζει.»

Μεγάλο μέρος της απόφασης αφιερώνεται στην ανάλυση της μαρτυρίας, σχετικά με την προέλευση των πόρων για την απόκτηση των περιουσιακών στοιχείων και των μέσων συντήρησης της οικογένειας. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου αποτελούν απόρροια της αξιολόγησης της μαρτυρίας και της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Κανένα σφάλμα δεν έχει υποδειχθεί, που να θέτει υπό αμφισβήτηση την αξιολόγηση είτε της μαρτυρίας ή των ευρημάτων του Δικαστηρίου. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου σ' αυτή, όπως και σε κάθε άλλη πτυχή της υπόθεσης, συναρτώνται άμεσα προς την καθ' όλα άρτια αξιολόγηση της μαρτυρίας και καταφαίνονται ως αδιάσειστα. Και ο λόγος 4 αποκαλύπτεται ως ατεκμηρίωτος, διαπίστωση που δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα άλλο από την απόρριψή του.

Ο εφεσίβλητος υπέβαλε ότι επανάληψη των λόγων έφεσης δεν αποτελεί επιχείρημα για την αποδοχή τους. Επομένως, το περίγραμμα έφεσης, ιδίως σε σχέση με τους λόγους 2, 3 και 4, έπρεπε να αγνοηθεί, ως αντικείμενο προς τις πρόνοιες του περί Εφέσεων Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, του μέρους που αφορά το περιεχόμενο και τον καταρτισμό του περιγράμματος αγόρευσης. Προκύπτει από την απόφασή μας ότι η δραστικότητα λόγου έφεσης συναρτάται άμεσα προς την τεκμηρίωσή του. Στην προκείμενη περίπτωση, διαπιστώνουμε ότι οι λόγοι 2, 3 και 4 είναι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, αόριστα στοιχειοθετημένοι, με επακόλουθο τον περιορισμό του αντικειμένου και της δραστικότητάς τους. Η επιχειρηματολογία, και εκτενής να ήταν, δε θα μπορούσε να πληρώσει το κενό στην τεκμηρίωσή τους. Δε θεωρούμε αναγκαίο, ενόψει της κατάληξής μας, να επεκταθούμε στις συνέπειες της ατελούς στοιχειοθέτησης του περιγράμματος αγόρευσης, θέμα για το οποίο προβλήθηκε επιχειρηματολογία μόνο από τη μια πλευρά.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Π.

Δ.

Δ.

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο