ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 1 ΑΑΔ 1273

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10257.

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.Δ.

Μεταξύ:

C & A PELEKANOS ASSOCIATES LIMITED

Εφεσείουσα ς-Ενάγουσας

και

Ανδρέα Πελεκάνου

Εφεσιβλήτου-Εν αγομένου.

__________________

6 Σεπτεμβρίου, 1999.

Για την εφεσείουσα: Κ. Μιχαηλίδης.

Για τον εφεσίβλητο: Α. Χαβιαράς.

___________________

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Σόλων Νικήτας.

___________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΣΟΛΩΝ ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Κατά τον κρίσιμο χρόνο ο Χριστόφορος Πελεκάνος ήταν διευθυντής της εφεσείουσας εταιρείας. Ο θάνατος του, το Φεβρουάριο του 97, δημιούργησε το νομικό ζήτημα που μας απασχολεί. Είναι ζήτημα που εγείρεται για πρώτη φορά με τόση αμεσότητα. Ο προμνησθείς υπήρξε μάρτυρας, ο μόνος μάρτυρας, σε αγωγή που η εφεσείουσα είχε κινήσει εναντίον του εναγομένου-εφεσιβλήτου. Την υπόθεση είχε αναλάβει Πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο. Εκκρεμούσης της δίκης, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου (Φρ. Νικολαΐδης, Δ., όπως είναι τώρα), ο οποίος μετείχε της σύνθεσης, διορίστηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο. Η δίκη διακόπηκε. Στο μεταξύ ο μάρτυς είχε ολοκληρώσει τη μαρτυρία του (και τα τρία της στάδια). Περαιτέρω, είχε αρχίσει και περατωθεί η κύρια εξέταση του εναγομένου.

Στη συνέχεια - και αφού μεσολάβησε ο θάνατος του Χρ. Πελεκάνου - δόθηκαν οδηγίες για την ακρόαση της υπόθεσης de novo. Ο δικηγόρος της εφεσείουσας υπέβαλε γραπτή αίτηση, στην οποία ενέστη ο εφεσίβλητος, για να γίνει δεκτή η μαρτυρία του προμνησθέντος, καθώς και τα τεκμήρια που κατέθεσε κατά την προηγούμενη ακροαματική διαδικασία, ενώπιον της νέας σύνθεσης. Η αίτηση απορρίφθηκε από τον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Κ. Κληρίδη), ύστερα από (α) σοβαρό προβληματισμό λόγω των αρνητικών και δυσμενών επιπτώσεων του αποκλεισμού της στην έκβαση της νέας δίκης. και (β) από ενδελεχή εξέταση της Κυπριακής και Αγγλικής, ιδιαίτερα, νομολογίας που μπορούσε να διαφωτίσει το θέμα και να παράσχει στο δικαστή καθοδήγηση. Ο πρωτόδικος δικαστής προέβη σε επισκόπηση, μεταξύ άλλων, των υποθέσεων The Forest Lake (1966) 3 All E.R. 833, In Re Application of British Reinforced Concrete Engineering Co. Ltd (1929) XLV T.L.R. 186, Coleshill v. Manchester Corporation (1928) 1 K.B. 776 και Αίτηση αρ. 13/97, Ανδρέας Χαραλαμπίδης ν. Αλίκης Παναγιώτου Μελωδία, ημερ. 26.6.97.

Η παρατήρηση του πρωτόδικου δικαστή ότι υπάρχουν, όπως διαπιστώνεται από τη δικογραφία, αντίθετες εκδοχές με υπόβαθρο συγκρουόμενα πραγματικά περιστατικά είναι απόλυτα ακριβής. Περαιτέρω, στις διαφορές των διαδίκων μερών, συνεχίζει ο πρωτόδικος δικαστής, "διαπλέκονται θέματα που ανάγονται σε διατάραξη συγγενικών και επαγγελματικών σχέσεων". ΄Ο,τι ακολουθεί περιέχει συνοπτικά το αιτιολογικό έρεισμα της απόφασης:

"Το θέμα της διακρίβωσης πραγματικών γεγονότων μέσω της διάγνωσης της προσωπικής αξιοπιστίας των μαρτύρων και ή του διευθυντή των εναγόντων που έχουν το βάρος απόδειξης και που μοναδικός μάρτυρας γεγονότων εκ μέρους τους ήταν ο αποβιώσας διευθυντής τους, φαίνεται να είναι ένα προεξάρχον θέμα.

Υπό αυτές τις περιστάσεις, και με επίγνωση της όποιας αδικίας εμπλέκεται σε απόφαση για μη αποδοχή της προαναφερθείσας μαρτυρίας, έχοντας σταθμίσει κάθε σχετικό παράγοντα, κατάληξα στη λήψη αυτής της απόφασης παρά σε απόφαση για αποδοχή της δοθείσας μαρτυρίας, πορεία η οποία θα μπορούσε να διορθώσει κάποια αντικειμενική αδικία αλλ΄ εμπεριέχει ορατούς κινδύνους για πρόκληση κακοδικίας από την αποστέρηση του πλεονεκτήματος παρακολούθησης μάρτυρα που κρίνεται ως ο πλέον ουσιώδης στην υπόθεση."

Η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας είναι ότι ο πρωτόδικος δικαστής, παρόλο που ανέλυσε σωστά την Αγγλική νομολογία, παρερμήνευσε τις Κυπριακές αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε. Οι υποθέσεις Polykarpou v. Polykarpou (1982) 1 C.L.R. 182 και Μαυρίδης ν. Dharaghi κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013, απλώς επαναλαμβάνουν τη στοιχειώδη τοποθέτηση ότι η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, ενώ η Ανδρέας Χαραλαμπίδης, ανωτέρω, είναι άσχετη με το αντικείμενο αυτής της έφεσης. Το αίτημα θεραπείας ήταν διαφορετικό αφενός και αφετέρου βρισκόταν εκτός των ορίων της πρωτόδικης δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Πέραν τούτου, κατά την εισήγηση, ο πρωτόδικος δικαστής οφείλει να εφαρμόσει το κοινό δίκαιο όπως επιτάσσει το άρθρο 29(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60. ΄Οπως ανέφερε ο κ. Μιχαηλίδης, το κοινό δίκαιο επιτρέπει την προσαγωγή, κατά την επανεκδίκαση, προηγούμενης μαρτυρίας υπό την αίρεση ότι ικανοποιούνται οι τέσσερις προϋποθέσεις, που διατυπώνουν οι εκδότες της 10ης έκδοσης του Phipson on Evidence (1963), παράγραφος 1423, σελ. 541-542, όπως ακριβώς συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση. Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα:

"7.- DEPOSITIONS IN FORMER TRIALS

At common law, testimony given by a witness in a civil or criminal proceeding is admissible in a subsequent (or in a later stage of the same) trial in proof of the facts stated, provided: (1) that the proceedings are between the same parties or their privies; (2) that the same issues are involved; (3) that the party against whom, or whose privy, the evidence is tendered had on the former occasion a full opportunity of cross-examination; and (4) that the witness is incapable of being called on the second trial."

Αναφορά έγινε και στη 14η έκδοση (1990) του ιδίου έργου, παράγραφος 23-06, για να υποστηριχθεί η συνέπεια και διαχρονικότητα του κανόνα αυτού του δικαίου της απόδειξης, εφόσον επαναλαμβάνει το απόσπασμα ουσιαστικά αναλλοίωτο. Ο συνήγορος επέσυρε επίσης την προσοχή μας στο Αγγλικό νομοθέτημα Civil Evidence Act 1968, το οποίο διεύρυνε το πεδίο αποδοχής τέτοιας μαρτυρίας στις αστικές υποθέσεις, αντικαθιστώντας τους κανόνες του κοινού δικαίου που ίσχυαν μέχρι τότε. Θα υπομνήσουμε εδώ ότι η νομοθεσία αυτή δεν ισχύει εδώ. Αναφορικά με το θεωρητικό υπόβαθρο του κανόνα, ο συνήγορος αναφέρθηκε στην άποψη του Wharton ότι η δεύτερη δίκη αποτελεί στην ουσία συνέχεια της αρχικής εφόσον υπάρχει ταυτοσημία επιδίκων θεμάτων και πλήρης ευχέρεια αντεξέτασης.

Τέλος, έγινε διάκριση μεταξύ αποδεκτού της μαρτυρίας, με ενισχυτική πάλι αναφορά στον Phipson και της αποδεικτικής της αξίας. Κατά την εισήγηση, η μαρτυρία στην προηγούμενη δίκη γίνεται δεκτή. Είναι άλλο θέμα η βαρύτης που θα αποδοθεί σ΄ αυτήν. Ο πρωτόδικος δικαστής φαίνεται να έχει συγχύσει τα δύο αυτά χωριστά θέματα. Εδώ ακριβώς έχει εντοπίσει η εφεσείουσα την ουσιαστική πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης.

Ο δικηγόρος του εφεσιβλήτου υποστήριξε, σε όλη της την έκταση, την πρωτόδικη απόφαση. Περαιτέρω παρέθεσε άλλο απόσπασμα από τον Phipson, 10η έκδοση, παράγραφος 123, όπου οι εκδότες στηριζόμενοι σε παρατήρηση του Λόρδου Scrutton στην Coleshill, ανωτέρω, διατυπώνουν διάφορο γνώμη. Αυτό όμως είναι σωστό μέχρι τινός. Στη συνέχεια το κείμενο παραπέμπει στην παράγραφο 1423 που έχει τίτλο Depositions in Former Trials, το οποίο περιέχει το απόσπασμα που ήδη έχουμε παραθέσει.

Ο G.D. Nokes "An Indroduction to Evidence", 4η έκδοση, στη σελ. 366, αναφέρει ότι:

"The deposition of a witness at a previous trial may be admissible in subsequent proceedings. The same considerations apply to oral evidence of what was said in evidence at previous proceedings."

Η σκοπιμότητα είναι ένας από τους λόγους για την ύπαρξη του κανόνα, όπως αναφέρει στη συνέχεια το σύγγραμμα αυτό. Περαιτέρω, και αντίθετα με όσα υποβάλλει ο Phipson για τη θεωρητική υποδομή του κανόνα, μας πληροφορεί ότι συγγραφείς όπως οι Stephen, Powell, Knowles και Cockle, θεωρούν ότι τέτοια μαρτυρία είναι στην πραγματικότητα εξ ακοής μαρτυρία.

Η σαρωτική δήλωση στον Phipson ότι στις περιπτώσεις που συντρέχουν οι τέσσερις προϋποθέσεις της παραγράφου 1423 η μαρτυρία πρέπει να γίνει δεκτή δεν βρίσκεται σε πλήρη εναρμόνιση με τις κυριότερες Αγγλικές αποφάσεις επί του θέματος. Είναι γεγονός ότι υπάρχουν περιπτώσεις που τα πρακτικά ή οι σημειώσεις του δικαστή προσκομίστηκαν και έγιναν δεκτές ως μαρτυρία σε ακρόαση της ίδιας υπόθεσης de novo, ενώπιον άλλου δικαστή, χωρίς να κληθεί ο μάρτυρας, για τη μαρτυρία του οποίου λήφθηκαν τα πρακτικά ή οι σημειώσεις. ΄Οπως όμως διαπιστώνει ο πρωτόδικος δικαστής, το αποφασιστικό στοιχείο ήταν (1) η συγκατάθεση ή το από κοινού αίτημα όλων των διαδίκων μερών στην προσαγωγή της μαρτυρίας. και (2) όπως το θέτει ο δικαστής "στις πλείστες των ανωτέρω υποθέσεων η δίκη δεν είχε διεξαχθεί ενώπιον και ενόρκων, ενώ δίδεται η εικόνα ότι δεν υπήρχε ούτε ουσιαστική σύγκρουση μαρτυρίας ως προς τα γεγονότα".

Στην υπόθεση Coleshill, ανωτέρω, ο Δικαστής Scrutton επέκρινε την λήψη υπόψη τέτοιας μαρτυρίας (σελ. 785-786). Δεν μπορούσε να ήταν πιό κατηγορηματικός:

"Ι can understand that in the unprecedented and painful circumstances it is unnecessary to take any objection to what happened, but I think it is a precedent which should not be followed in future. I doubt whether a judge has any jurisdiction to continue the hearing of a case in which witnesses have been called in court in the course of the trial before the jury and another judge, it not being a case of evidence being taken on commission or before an examiner."

Στην υπόθεση The Forest Lake, ο Δικαστής Karminski, που δέχθηκε τη μαρτυρία σε προηγούμενη δίκη κατόπιν κοινού αιτήματος των διαδίκων, είπε ότι η παρατήρηση αυτή είχε το χαρακτήρα του obiter dictum γιατί δεν ήταν αναγκαία για τη συγκρότηση του σκεπτικού της απόφασης, ενώ οι δύο άλλοι Δικαστές του Εφετείου δεν σχολίασαν. Το σκεπτικό της απόφασης για τη χρήση της μαρτυρίας ήταν διττό: η εξοικονόμιση χρημάτων γιατί δεν θα κατέθεταν εκ δευτέρου οι μάρτυρες και περαιτέρω αυτοί δεν θα υφίσταντο νέα ταλαιπωρία. Ο δεύτερος λόγος διάκρισης της παρατήρησης Scrutton ήταν ότι στην Forest Lake η πρώτη δίκη είχε διεξαχθεί από δικαστή χωρίς ενόρκους.

Ωστόσο δεν μπορεί να παραγνωριστεί η ευρυμάθεια και το αναμφισβήτητο κύρος του Δικαστή Scrutton στο δικαστικό στερέωμα της Αγγλικής Δικαιοσύνης.

Εν πάση περιπτώσει στην υπόθεση Bolton v. Bolton (1949) 2 All E.R. 908 o Δικαστής Λόρδος Merriman εφάρμοσε το dictum του Λόρδου Scrutton και σε περίπτωση που η δίκη έγινε από δικαστή μόνο. Η απόφαση αυτή είναι σημαντική γιατί υπήρχαν αντιθετικές μαρτυρίες. Η σύνοψη στη σελ. 909 διαφωτίζει πλήρως και τα δύο σημεία:

"(i) where proceedings have been started and evidence given before a judge or magistrate who is judge both of fact and law it is not proper, even with the consent of the parties, to continue the proceedings before another judge or magistrate, especially where there is the slightest risk of any conflict of evidence."

΄Αλλο, ανώτερης βαθμίδας δικαστήριο, το Privy Council στην Chua Chee Chor v. Chua Kim Yong (1962) 1 W.L.R. 1464 θεώρησε την πρακτική αποδοχής τέτοιας μαρτυρίας ανεπιθύμητη και παράτυπη. Δεν την έκρινε όμως παράνομη γιατί ο ίδιος ο εναγόμενος (μαζί με τους ενάγοντες) ζήτησε να ακολουθηθεί η διαδικασία για την οποία κανένα παράπονο δεν υπέβαλε στο πρωτόδικο δικαστήριο.

Το σχόλιο του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χαραλαμπίδη ν. Μελωδία, ανωτέρω, έχει ως εξής:

".... Επίσης έγινε κατανοητό ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα συνέχισης της ακρόασης της υπόθεσης από Δικαστήριο με διαφορετική σύνθεση γεγονός, που θα αποστερούσε το εκδικάζον Δικαστήριο των βασικών εχέγγυων για την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων. ΄Ετσι, το αίτημα περιορίστηκε κατά την ακρόαση της έφεσης στην έκδοση διαταγής για τη συνέχιση της ακρόασης της υπόθεσης από το άλλο μέλος του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου που μετείχε στην ακρόαση της υπόθεσης."

Πρέπει να λεχθεί ότι ο Πρόεδρος είχε δώσει την απόφαση της Ολομέλειας. Δεν δόθηκε απόφαση από άλλο Δικαστή. Η παρατήρηση ήταν obiter, αλλά το κύρος της δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Η αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Η εντύπωση που αφήνει στο δικαστήριο, αγαθή ή δυσμενής, είναι παράγων εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας. Ο τελευταίος είναι όρος πολυσήμαντος. Η εμφάνιση και συμπεριφορά του μάρτυρα ενόσω καταθέτει, οι αντιδράσεις του, κατά πόσο δηλαδή είναι φυσικές ή αφύσικες, ο τρόπος που απαντά, η νευρικότητα ή η επιφυλακτικότητα του, ή η ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει, είναι μεταξύ των σημείων που μόνο ο πρωτόδικος δικαστής που τον είδε και τον άκουσε μπορεί να παρατηρήσει. Και στη συνέχεια να τα χρησιμοποιήσει υπό το πρίσμα της πείρας που διαθέτει και της γνώσης του της ανθρώπινης φύσης για να εκτελέσει το πιο σημαντικό και δυσκολότερο ίσως καθήκον του, την εύρεση της αλήθειας. Δεν είναι νοητός ο διαχωρισμός των κριτηρίων αξιοπιστίας ή αναξιοπιστίας ενός μάρτυρα από τα πρακτικά της υπόθεσης που περιέχουν τη μαρτυρία του. Το "άψυχο χαρτί", όπως εύστοχα και γραφικά το χαρακτήρισε ο κ. Μιχαηλίδης στο περίγραμμα της αγόρευσης του. ΄Ολα αυτά αποκτούν εδώ ιδιαίτερη σημασία δοθέντος ότι οι ισχυρισμοί των διαδίκων, αναφορικά με τα επίδικα θέματα, είναι διαμετρικά αντίθετοι. Αν αφεθεί να δοθεί η μαρτυρία δεν θα υπάρχει τρόπος αξιολόγησης της. Δημιουργείται κενό, που συνιστά ανάσχεση της λειτουργίας της δικαιοσύνης.

΄Ακρως ενισχυτικό των παραπάνω απόψεων μας είναι το εξής απόσπασμα από την Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321, 325:

"In reviewing the findings and ultimate judgment of the trial court, an appellate court must never overlook that the trial court, living through the drama of a case and following the unfolding of the rival contentions before it, is in a unique position to evaluate the evidence in its proper perspective. The live atmosphere of the trial court is pre-eminently the forum for the elucidation of the evidence and the assessment of its impact."

Για το λόγο αυτό ορθά απορρίφθηκε η αίτηση της εφεσείουσας. Την ίδια τύχη έχει και η έφεση της. Δεν θα επιδικάσουμε ωστόσο έξοδα λόγω των εξαιρετικών περιστάσεων της υπόθεσης και του γεγονότος ότι η προηγούμενη διαδικασία υπήρξε ατελέσφορη.

 

 

 

 

Π.

 

 

 

 

Δ.

 

 

 

 

Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο