ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 1 ΑΑΔ 1508

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική Έφεση Αρ. 10049

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Τ. ΗΛΙΑΔΗ, ΔΔ.

Μεταξύ:

Μάριου Σ. Ουλούπη, διά του πατρός του Σωτήρη

ως πλησιέστερου αυτού φίλου και συγγενούς,

από τη Λευκωσία

Εφεσεί οντα-Ενάγοντα

- και -

1. Γεώργιου Χρίστου, από τη Λευκωσία

2. Μιχάλη Χρίστου, από τη Λευκωσία

Εφεσιβλήτω ν-Εναγομένων

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 29 Σεπτεμβρίου, 1999.

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για τον εφεσείοντα: Χρ. Τριανταφυλλίδης.

Για τους εφεσίβλητους: Α. Δανός.

- - - - - -

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο

ο Μ. Κρονίδης, Δ.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η επίδικη διαφορά στην παρούσα έφεση δημιουργήθηκε από τροχαίο ατύχημα που συνέβηκε στις 8.8.91 στη συμβολή των οδών Αρχιμήδου και Ιουστινιανού στη Λευκωσία, μεταξύ του εφεσείοντα που κατά τον ουσιώδη χρόνο ποδηλατούσε και του εφεσίβλητου 1 που οδηγούσε το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής JU256, ιδιοκτησίας του εφεσίβλητου 2 πατέρα του. Πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο ο εφεσείοντας όσο και ο εφεσίβλητος 1 είναι ανήλικοι. Ο πρώτος, κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ηλικίας 10 ετών ο δε δεύτερος 16 ετών. Προφανώς, και αυτό είναι παραδεκτό, ο εφεσίβλητος 1 δεν ήταν κάτοχος αδείας οδηγού. Ο εφεσίβλητος 2, όπως φαίνεται στην Έκθεση Απαίτησης, ενάγεται ως εκ προστήσεως υπεύθυνος, γιατί επέτρεψε στον ανήλικο γυιό του-εφεσίβλητο 1 να οδηγεί το αυτοκίνητό του αμελώς.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε τη μαρτυρία τριών μαρτύρων, του εφεσείοντα, του εφεσίβλητου 1 και του πατέρα του πρώτου, κατέληξε ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο εφεσίβλητος 1 επέδειξε οποιαδήποτε αμέλεια και απέρριψε την αγωγή που ήγειρε ο εφεσείοντας εναντίον και των δύο εφεσιβλήτων.

Με το μοναδικό λόγο έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει το τελικό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που απάλλαξε τους εφεσίβλητους από οποιαδήποτε ευθύνη, ως λανθασμένο. Στηρίζει δε την εισήγησή του στο γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία παραγνωρίζοντας αναντίλεκτα γεγονότα που προκύπτουν απ΄ αυτή, όπως, ως αναφέρεται, ότι ο εφεσείοντας σταμάτησε στη συμβολή του δρόμου και κοίταξε προτού επιχειρήσει να τη διασταυρώσει για να στρίψει δεξιά στον κύριο δρόμο και την υπερβολική ταχύτητα του εφεσίβλητου 1 κατά τον ουσιώδη χρόνο του ατυχήματος. Εισηγείται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την απειρία στην οδήγηση αυτοκινήτου από τον εφεσίβλητο 1. Εισηγείται ότι παρ΄ όλο που αυτό δεν αναφέρεται στις λεπτομέρειες αμέλειας της Έκθεσης Απαίτησης το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υποχρέωση να το λάβει υπόψη υπό την αίρεση τροποποίησής της. Τέλος, εισηγείται ότι ο εφεσίβλητος 2 "φέρει κατά Νόμο ευθύνη για την πρόκληση του αυτχήματος γιατί σχετιζόταν με αυτό ως ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου.".

Δεν υφίσταται ουσιαστική διαφωνία ως προς τα γεγονότα του ατυχήματος. Οι δικηγόροι όμως των διαδίκων έχουν διαφορετική προσέγγιση ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας και της ευθύνης των διαδίκων.

Ο εφεσείοντας ποδηλατούσε στην οδό Αρχιμήδους με πρόθεση να εισέλθει στην οδό Ιουστινιανού, που είναι και ο κύριος δρόμος, και να στρίψει δεξιά. Η δεξιόστροφη κατεύθυνση του σήμαινε τη διασταύρωση της κυρίας οδού. Είναι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι σταμάτησε στη συμβολή που ελέγχεται από σημείο ΑΛΤ προτού εισέλθει στην κυρία οδό. Η ορατότητα του εφεσείοντα προς την κατεύθυνση που ερχόταν το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου 1 περιορίζετο στα 30 μέτρα όπως ο ίδιος ανέφερε στη μαρτυρία του. Εξάλλου αυτοκίνητο που ήταν σταθμευμένο στην οδό Ιουστινιανού προς τα δεξιά του εμπόδιζε την ορατότητα. Ο εφεσείων, όταν προχώρησε να διασταυρώσει την οδό Ιουστινιανού με πρόθεση να στρίψει στα δεξιά, κτυπήθηκε στο κέντρο δρόμου από το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου 1 το οποίο οδηγείτο στην κύρια οδό από τα δεξιά του. Ο εφεσείοντας ανέφερε στη μαρτυρία του ότι είδε για πρώτη φορά το αυτοκίνητο όταν τούτο ήταν σε απόσταση 5-10 μέτρων. Στην ίδια αυτή απόσταση είδε και ο εφεσίβλητος 1 τον εφεσείοντα ποδηλάτη να εξέρχεται από την πάροδο. Δεν τον είχε αντιληφθεί προηγούμενα γιατί τον εμπόδιζε το σταθμευμένο αυτοκίνητο στην αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του, το οποίο άρχισε να προσπερνά παίρνοντας το κέντρο του δρόμου. Σημειώνεται ότι το πλάτος του δρόμου είναι μόνο 6.5 μέτρα σύμφωνα με τη μαρτυρία του πατέρα του εφεσείοντα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε στην ολότητά της την ενώπιον του παρουσιασθείσα μαρτυρία και με δεδομένο την απουσία της μαρτυρίας του αστυνομικού εξεταστού της υπόθεσης και του σχεδιαγράμματος της σκηνής του ατυχήματος, κατέληξε στα ευρήματά του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι αιτία του ατυχήματος ήταν η αλόγιστη έξοδος του εφεσείοντα-ποδηλάτη από την πάροδο στην κύρια οδό και η ανακοπή της πορείας του αυτοκινήτου που νόμιμα και κανονικά οδηγείτο από τον εφεσίβλητο 1. Αποτέλεσε επίσης εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος 1, από τη ξαφνική θέα του εφεσείοντα-ποδηλάτη που εξήλθε απροειδοποίητα από την πάροδο, δεν είχε χρόνο να αντιδράσει για να αποφύγει τη σύγκρουση.

Τα ευρήματα αυτά ο δικηγόρος του εφεσείοντα προσπάθησε να προσβάλει με το λόγο έφεσης στηριζόμενος στον ισχυρισμό του ότι δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του.

Έχουμε μελετήσει τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν συμφωνούμε με τη θέση του εφεσείοντα ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο. Όχι μόνο τα ευρήματα του συνάδουν με τη μαρτυρία, αλλά είναι και τα μόνα ορθά τα οποία μπορούσαν να εξαχθούν.

Είναι γνωστές οι αρχές που διέπουν το θέμα της αμέλειας και δεν θεωρούμε αναγκαίο να τις επαναλάβουμε. Απλά παραπέμπουμε, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις: Κυριάκος Χριστοδούλου ν. Γρηγόρης Γρηγορίου (1989) 1 ΑΑΔ 178, Christoforou Georgiou as Administrator of the Estate of the Deceased Antonis Christoforou (No. 2) v. Georgios Asproftas and Another (1988) 1 CLR 441, Βλάσιος ν. Αντωνίου (1990) 1 ΑΑΔ 815 και Χ"Γιάννη ν. Κουμασή (1995) 1 ΑΑΔ 160.

Παραπονείται ο εφεσείοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι υπήρχε αναντίλεκτη μαρτυρία, αυτή του εφεσείοντα, ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε το αυτοκίνητό του κατά τη στιγμή της σύγκρουσης με υπερβολική ταχύτητα.

Κατ΄ αρχήν η ταχύτητα αφ΄εαυτής δεν αποτελεί απόδειξη αμέλειας (Βλέπε: Alexandrou v. Gamble (1974) 1 CLR 5, Demou v. Constantinou and Another (1979) 1 CLR 21 και Τουλοπή ν. Λαμπάσκη, Πολιτική Έφεση 9605, ημερ. 23.9.97).

Αλλά και η απλή αναφορά στη μαρτυρία του εφεσείοντα κατά την αντεξέτασή του ότι δεν είδε πιο γρήγορα το αυτοκίνητο προτού εξέλθει από την παρόδο στον κύριο δρόμο λόγω της μεγάλης ταχύτητας του δεν είναι ικανοποιητική μαρτυρία για απόδειξη της ταχύτητας ενός οχήματος. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τέτοια μαρτυρία. Το γεγονός ότι δεν γίνεται αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση στην ταχύτητα του οδηγού του κυρίου δρόμου δεν στοιχειοθετεί παράλειψη συνεκτίμησης στην κρίση του Δικαστηρίου ουσιώδους γεγονότος. (Βλέπε: Αλεξάνδρου ν. Λεβέντη, Πολιτικές Εφέσεις 8452 και 8463, ημερ. 26.4.96).

Ο επόμενος ισχυρισμός του εφεσείοντα είναι ότι ο εφεσίβλητος 1 είχε καθήκον, λόγω της περιορισμένης ορατότητας, να λάβει επί πλέον προφυλάξεις όταν επλησίαζε στη συμβολή, ώστε να αντιμετωπίσει πιθανό κίνδυνο.

Ο εφεσίβλητος 1 που οδηγούσε στον κύριο δρόμο το αυτοκίνητό του δεν είχε καθήκον να λάβει εξαιρετικές προφυλάξεις εκτός εάν είχε οποιαδήποτε προειδοποίηση ή ένδειξη ότι άλλος οδηγός που χρησιμοποιεί τον κύριο δρόμο θα εισήρχετο σ΄ αυτόν από πάροδο απροειδοποίητα και χωρίς να βεβαιωθεί ότι ήτο ασφαλές να προχωρήσει (Βλέπε: Vacanas v. Thomas and Another (1982) 1 CLR 530). To καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών (Βλέπε: Θρασυβούλου ν. Κουλέρμου κ.ά., Πολιτική Έφεση 8658, ημερ. 21.3.96).

Άλλος ισχυρισμός του εφεσείοντα είναι ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι ο εφεσίβλητος 1 οδηγούσε το αυτοκίνητό του στο κέντρο του δρόμου και όχι στην αριστερή πλευρά. Είναι νομολογημένο ότι ο οδηγός αυτοκινήτου έχει καθήκο να διατηρεί κατά την οδήγηση την αριστερά πλευρά του δρόμου εφόσον εξ αντιθέτου κινούνται άλλα οχήματα. Όταν εξ αντιθέτου δεν κινούνται άλλα οχήματα και δεν ανακόπτεται η πορεία τους δεν έχει τέτοιο καθήκον, όπως στην παρούσα έφεση που ο εφεσίβλητος προσπερνούσε σταθμευμένο αυτοκίνητο στην αριστερά πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του.

Παραπονείται ακόμα ο εφεσείοντας ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την αναντίλεκτη μαρτυρία του εφεσείοντα ότι είχε σταματήσει στο ΑΛΤ προτού εισέλθει στον κύριο δρόμο ούτε το αναφέρει καν στα ευρήματά του.

Είναι γεγονός ότι η είσοδος του εφεσείοντα στον κύριο δρόμο χωρίς να σταματήσει στη συμβολή των δύο δρόμων θα αποτελούσε από μόνη της αμέλεια. Είναι όμως νομολογιακά καθιερωμένο ότι αποτελεί αμέλεια και αν ακόμα ο οδηγός της παρόδου σταματήσει στη συμβολή της με τον κύριο δρόμο, αν πριν εισέλθει σ΄ αυτόν δεν εβεβαιώνετο ότι ήταν ασφαλής να το κάμει σε σχέση με οχήματα που χρησιμοποιούν τον κύριο δρόμο κατά προτεραιότητα. (Βλέπε: Παπαδέτης ν. Αστυνομία (1991) 2 ΑΑΔ 279).

Παραπονείται επίσης ο εφεσείοντας ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την απειρία και την έλλειψη γνώσης του εφεσίβλητου 1 στο οδήγημα αυτοκινήτου.

Είναι γεγονός ότι ο εφεσίβλητος 1 ως ανήλικος κάτω των 18 ετών δεν ήταν κάτοχος αδείας οδηγού. Πουθενά όμως δεν φαίνεται να παρουσιάσθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ως προς την ικανότητά του να οδηγά όχημα. Η μαρτυρία που επικαλείται ο εφεσείοντας προέρχεται από υποβολές του δικηγόρου του κατά την αντεξέταση του, υποβολές τις οποίες όμως αρνήθηκε. Πέραν τούτου, τέτοιος ισχυρισμός δεν καλύπτεται από τις λεπτομέρειες αμέλειας που αναφέρονται στην Έκθεση Απαίτησης. Η προσέγγιση, κατά συνέπεια, του Δικαστηρίου στο θέμα αυτό, συνάδει με τη μαρτυρία και το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης.

Είμαστε της γνώμης ότι, έχοντας υπόψη την αιφνίδια κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο εφεσίβλητος 1 ως αποτέλεσμα της αμέλειας του εφεσείοντα να εισέλθει από την πάροδο στον κύριο δρόμο απροειδοποίητα και χωρίς να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές να το πράξει, δεν είχε ο εφεσίβλητος 1 καθόλου χρόνο να αποφύγει τη σύγκρουση ή να είχε λάβει προηγουμένως άλλα μέτρα προφύλαξης απ΄ αυτά που έλαβε. Και, κατά συνέπεια, ότι δεν συνέτεινε σε οποιοδήποτε βαθμό στο ατύχημα. Συνακόλουθα, ούτε ο εφεσίβλητος 2 υπέχει ευθύνη στο ατύχημα. Περιττεύει ως εκ τούτου να ασχοληθούμε με το λόγο έφεσης 1(στ) που αναφέρεται στην εκ προστήσεως ευθύνη του εφεσίβλητου 2.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο