ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 1348
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Αίτηση Αρ. 45/99
ΕΝΩΠΙΟΝ ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.
ΜΕΤΑΞΥ
Επί τοις Αφορώσι τις Αιτήσεις για Prohibition και
Certiorari- και -
Eπί τοις αφορώσι την αίτηση του Μανώλη Γιάγκου
- και -
Επί τοις αφορώσι την αγωγή υπ΄ αρ. 5202/98 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος
Μεταξύ:-
Μαρίνας Μιχαήλ
Εναγούσης
- και -
Μανώλη Γιάγκου
Εναγομένου
___________
14 Σεπτεμβρίου,
1999Για τον αιτητή : κ. Α. Ποιητής.
Για την καθ΄ ης η αίτηση: κα Χρ. Αργυρού.
__________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα αίτηση αξιώνεται απαγόρευση της συνέχισης από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας της εκδίκασης της αγωγής υπ΄αρ. 5202/98 και η ακύρωση του διατάγματος που το ίδιο Δικαστήριο εξέδωσε στις 31.3.1999, με το οποίο κατέληξε ότι είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει τη ρηθείσα αγωγή.
Ο αιτητής που είναι ο εναγόμενος στην πιο πάνω αγωγή, εξασφάλισε στις 4.5.1999 άδεια για καταχώρηση της παρούσας αίτησης
.Η αγωγή έχει ως αντικείμενο την κυριότητα οικίας που ανεγέρθηκε κατά τη διάρκεια του μεταξύ των διαδίκων γάμου. Οι διάδικοι τέλεσαν στις 3.6.1990 θρησκευτικό γάμο. Είχε προηγηθεί συμβίωση δύο χρόνων κατά τη διάρκεια της οποίας ζούσαν στο σπίτι των γονιών, είτε του ενός, είτε του άλλου. Η οικία κτίστηκε πάνω σε μισό οικόπεδο που βρίσκεται στην ενορία Σωτήρος στη Λάρνακα, το οποίο αγοράστηκε το 1989 και γράφτηκε επ΄ ονόματι του εναγόμενου-αιτητή. Μέρος του ποσού πληρώθηκε με δάνειο που οι διάδικοι συνήψαν
και ξόφλησαν από κοινού, ενώ άλλο μέρος κατέβαλε η ενάγουσα και η μητέρα της.Η ανέγερση της οικίας άρχισε το Δεκέμβρη του 1990. Στο κτίσιμο συνεισέφεραν με προσωπική εργασία, τόσο οι διάδικοι, όσο και οι γονείς τους. Το ποσό που απαιτήθηκε για την αγορά υλικών εξασφαλίστηκε από τα γαμήλια δώρα, τη χορηγία της Υπηρεσίας Μέριμνας, τις κοινές οικονομίες τους ζεύγους και από δάνειο που συνήφθηκε επ΄ ονόματι του εναγόμενου και το οποίο ήδη έχει εξοφληθεί. Ο μεταξύ τους γάμος διαλύθηκε, ύστερα από απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου, στις 17.10.1994.
Η ενάγουσα με την αγωγή της αξιώνει το ½ μερίδιο της οικίας και αποζημιώσεις ύψους £33.000 για παράβαση συμφωνίας ή παράβαση καταπιστεύματος, καθώς και αποζημιώσεις για αδικαιολόγητο πλουτισμό. Βάση της αγωγής είναι το καταπίστευμα και ο αδικαιολόγητος πλουτισμός. Αξιώνεται επίσης ποσό £125 μηνιαίως υπό μορφή αποζημιώσεων από 1.11.1997, μέχρι εγκατάλειψης της κατοχής της οικίας από τον εναγόμενο.
Κατά την εκδίκαση αίτησης για έκδοση συντηρητικού διατάγματος προέκυψε θέμα της καθ΄ ύλην αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Το Δικαστήριο σε απόφασή του επί του προδικαστικού αυτού θέματος κατέληξε ότι η αγωγή δεν βασίζεται στον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο του 1991, Ν.232/9
1, όπως τροποποιήθηκε, αλλά επειδή διέπεται από τις αρχές του Κοινού Δικαίου και της Επιείκειας, εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου.Με την παρούσα αίτηση επιχειρείται ακριβώς η ακύρωση της πιο πάνω κατάληξης, αφού ο αιτητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας δεν κέκτηται δικαιοδοσίας. Αποκλειστικά αρμόδιο για την εκδίκαση της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς είναι, σύμφωνα με τον αιτητή, το Οικογενειακό Δικαστήριο.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ανέπτυξε λίγο πολύ τα ίδια επιχειρήματα που είχε αναπτύξει κατά την εκδίκαση της αίτησης για παροχή άδειας για καταχώρηση της παρούσας αίτησης. Από την άλλη, η ευπαίδευτος συνήγορος της καθ΄ ης η αίτηση με μια σειρά επιχειρημάτων υποστήριξε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας κέκτηται δικαιοδοσίας. Υποστήριξε βέβαια την ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου και πρόβαλε αριθμό λόγων για να ενισχύσει τις θέσεις της.
Στην ένορκο δήλωση του Γεώργιου Ττοφιά που συνοδεύει την ένσταση, αναφέρεται ότι οι περιστάσεις δεν δικαιολογούσαν την άδεια για καταχώρηση αίτησης για Prohibition και Certiorari, γιατί ο αιτητής θα έπρεπε να καταχωρήσει έφεση εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου δικαστήριου, ενώ δεν υπάρχουν οι συνθήκες που θα δικαιολογούσαν την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων.
Είναι αλήθεια ότι δεν χωρεί η έκδοση άδειας προνομιακού διατάγματος αν ο αιτητής διαθέτει άλλα ένδικα μέσα, όμως το Ανώτατο Δικαστήριο σε σπάνιες περιπτώσεις και κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις μπορεί να παραχωρήσει άδεια (Αναφορικά με Γεώργιο Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41). Η παρούσα υπόθεση νομίζω είναι μια από αυτές τις περιπτώσεις.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας κατέληξε στην απόφασή του ότι κέκτηται δικαιοδοσίας, κατά τη διάρκεια της εκδίκασης αίτησης για συντηρητικό διάταγμα. Εξέτασε προδικαστικά και χωριστά, μέσα στα πλαίσια της διαδικασίας του συντηρητικού διατάγματος, το θέμα της δικαιοδοσίας του, καταλήγοντας ότι είχε δικαιοδοσία. Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν αποτελεί την τελική του κατάληξη πάνω στην αίτηση για συντηρητικό διάταγμα, αλλά αποτελεί απόφαση που εκδόθηκε ενδιάμεσα. Δεν νομίζω ότι χωρεί έφεση εναντίον μιας τέτοιας απόφασης. Ανεξάρτητα όμως από αυτό και ακόμα κι΄ αν ο αιτητής είχε στη διάθεσή του άλλα ένδικα μέσα, το θέμα της δικαιοδοσίας άπτεται των θεμελίων της διαδικασίας
και συνεπώς δικαιολογείται πλήρως η κατάθεση μιας αίτησης όπως η παρούσα.Η ευπαίδευτος συνήγορος της καθ΄ ης η αίτηση κινήθηκε πάνω σε τρεις βασικά άξονες. Πρόβαλε τη θέση ότι η βάση της αγωγής της καθ΄ ης η αίτηση ήταν η παράβαση καταπιστεύματος και ο αδικαιολόγητος πλουτισμός, που κείνται εκτός των πλαισίων του άρθρου 14 του Ν.232/91 και συνεπώς το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν έχει αποκλειστική αρμοδιότητα.
Περαιτέρω προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι το ΄Αρθρο 111 του Συντάγματος, όπως τροποποιήθηκε, δεν περιλαμβάνει και τις περιουσιακές σχέσεις, ενώ τέλος έγινε αναφορά στις υποθέσεις Βουνού ν. Βουνού (1995) 1 Α.Α.Δ. 168 και Πλοίο "Παναγία Μυρτιδιώτισσα" ν. Σιδηροπούλου και άλλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 991.
Τίποτε από τα όσα έχω ακούσει δεν μου μετέβαλε την άποψη που εξέφρασα στην απόφασή μου ημερ. 4.5.1999 με την οποία παραχώρησα άδεια για καταχώρηση της παρούσας αίτησης. Την απόφασή μου εκείνη υιοθετώ πλήρως.
Η διαφορά που έδωσε βάση στην εκκρεμούσα αγωγή εμπίπτει αναμφίβολα στην αρμοδιότητα του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Οι περιουσιακές σχέσεις μέσα στην έννοια του Νόμου (βλέπε άρθρο 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990, Ν.23/90, όπως τροποποιήθηκε από τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1998, Ν.26(1)/98) είναι οι σχέσεις που αφορούν κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία που αποκτήθηκε με την προοπτική του γάμου, πριν ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου, από οποιοδήποτε από τους συζύγους, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο του
1991-1998.Το Οικογενειακό Δικαστήριο έχει την εξουσία να επιλαμβάνεται διαφόρων ειδών υποθέσεων που αφορούν μεταξύ άλλων τη λύση του θρησκευτικού γάμου, τη λύση του πολιτικού γάμου, τα θέματα οικογενειακών σχέσεων και θέματα γονικής μέριμνας, διατροφής, αναγνώρισης τέκνου, υιοθεσίας, περιουσιακών σχέσεων των συζύγων και οποιαδήποτε άλλη γαμική οικογενειακή διαφορά, εφ΄ όσον οι διάδικοι ή ένας από αυτούς έχουν τη διαμονή τους στη Δημοκρατία (άρθρο 11 (2) του νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του Νόμου 26(1)/88).
Ο περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικός) Νόμος του 1998, Ν.25(1)/98, που τροποποίησε το Νόμο 232/91, ορίζει ότι Δικαστήριο σημαίνει το Οικογενειακό Δικαστήριο που ιδρύθηκε δυνάμει των περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμο του 1990-1997
.
΄Οταν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός των συζύγων έχει αφ΄ ότου τελέστηκε ο γάμος αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφ΄ όσον συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης που προέρχεται από τη συμβολή του (άρθρο 14(1) του Νόμου 232/91).
Το άρθρο 3 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 34(1)/96 προβλέπει ότι εκκρεμείς διαδικασίες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου που έχουν ως επίδικο αντικείμενο περιουσιακές διαφορές με βάση το άρθρο 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου όπως τροποποιήθηκε, παραμένουν και ολοκληρώνονται ενώπιον των Επαρχιακών Δικαστηρίων αν άρχισε ενώπιόν τους η ακροαματική διαδικασία με την κατάθεση μαρτύρων, άλλως παραπέμπονται στο στάδιο που βρίσκονται ενώπιον των αρμόδιων Οικογενειακών Δικαστηρίων.
Προβλήθηκε από την ευπαίδευτο συνήγορο της καθ΄ ης η αίτηση ότι το ΄Αρθρο 111 του Συντάγματος όπως τροποποιήθηκε, δεν περιλαμβάνει μέσα στις σχέσεις που διαγιγνώσκονται από τα Οικογενειακά Δικαστήρια και τις περιουσιακές σχέσεις. Η απάντηση στο πιο πάνω επιχείρημα δίδεται από την απόφαση στην υπόθεση Βουνού ν. Βουνού (1995) 1 Α.Α.Δ. 168 και από την απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Δαδακαρίδης ν. Δαδακαρίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 566). Αποφασίστηκε ότι η δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου εκτείνεται και σε θέματα που σχετίζονται με τις οικογενειακές σχέσεις. Ο όρος καλύπτει οικογενειακές αστικές διαφορές που εμπίπτουν στον κλάδο του Οικογενειακού Δικαίου. Αυτές διακρίνονται σε προσωπικές και περιουσιακές. ΄Ετσι και το Δικαστήριο στην υπόθεση Βουνού ν. Βουνού, ανωτέρω, κατέληξε ότι οι οικογενειακές σχέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2Α του ΄Αρθρου 111 του Συντάγματος, όπως τροποποιήθηκε, περιλαμβάνει και τις περιουσιακές σχέσεις, ιδιαίτερα στο βαθμό που αυτές αγγίζουν την οικογένεια.
Δεν βλέπω επίσης πως η υπόθεση Πλοίο "Παναγία Μυρτιδιώτισσα" ν. Σιδηροπούλου και άλλου
(1993) 1 Α.Α.Δ. 991 προωθεί την υπόθεση της καθ΄ ης η αίτηση. Στην περίπτωση εκείνη το Δικαστήριο κατέληξε ότι στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών δεν εμπίπτει κάθε εργατική διαφορά, αλλά μόνο οι εργατικές διαφορές που αναφύονται συνεπεία της εφαρμογής του νόμου και παντός παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού με τέτοιες διαφορές θέματος. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι δεδουλευμένοι μισθοί και τα άλλα διεκδικούμενα από τους ενάγοντες ναυτικούς, στην περίπτωση εκείνη δεν συνδέονταν με τον τερματισμό της απασχόλησης, αλλά ήταν ποσά πληρωτέα ως εκ της εργοδότησης και όχι ως εκ του τερματισμού της.
Εξ ίσου αστήρικτο βρίσκω και το επιχείρημα ότι η διαφορετική βάση αγωγής, δηλαδή το καταπίστευμα και ο αδικαιολόγητος πλουτισμός δικαιολογεί τη θέση ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν έχει αποκλειστική δικαιοδοσία στις περιουσιακές σχέσεις μεταξύ των συζύγων.
Στο δικό μας νομικό σύστημα δεν αναγνωρίζεται παράλληλη δικαιοδοσία. Σε κανένα νομοθέτημα δεν φαίνεται ότι το δίκαιο μας αναγνωρίζει δικαιοδοσία για το ίδιο θέμα σε δύο διαφορετικά δικαστήρια. Ακόμα και στην περίπτωση παραπομπής από ένα δικαστήριο σε άλλο (άρθρο 61 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60) και πάλι η αγωγή παραπέμπεται εξ ολοκλήρου ή μερικώς από τη μια δικαιοδοσία στην άλλη, αλλά δεν μπορεί να εγείρεται ή εκδικάζεται παράλληλα σε δύο δικαιοδοσίες.
Αναμφίβολα το Οικογενειακό Δικαστήριο κέκτηται αποκλειστικής δικαιοδοσίας και έχει αποκλειστική αρμοδιότητα επίλυσης των περιουσιακών διαφορών μεταξύ των συζύγων. Το συγκεκριμένο άρθρο είναι δικαιοδοτικό και καμιά παρέκκλιση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί.
Η αξίωση μεταξύ των διαδίκων δεν παύει να είναι αξίωση που αναφέρεται σε περιουσιακή διαφορά μεταξύ συζύγων για περιουσία που αποκτήθηκε με την προοπτική του γάμου και συνεπώς θα έπρεπε να εκδικαστεί από το μόνο αρμόδιο δικαστήριο, το Οικογενειακό Δικαστήριο.
Εκδίδεται διάταγμα της φύσης Prohibition που να απαγορεύει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας να προβεί στην εκδίκαση της αγωγής υπ΄ αρ. 5202/98 ή οποιασδήποτε αίτησης σ΄ αυτήν. Εκδίδεται επίσης διάταγμα Certiorari με το οποίο ακυρώνεται η διαταγή που εκδόθηκε στην ίδια υπόθεση στις 31.3.1999 με την οποία αποφάσισε ότι κέκτηται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπόθεση.
Τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας θα βαρύνουν την καθ΄ ης η αίτηση.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ