ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 1 ΑΑΔ 1341

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Αίτηση αρ. 115/99

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος και

τα Άρθρα 3 και 9 του περί της Απονομής της Δικαιο-

σύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου, 1964, (Νόμος 33/64,

όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα)

- και -

Αναφορικά με Αίτηση των Κωνσταντίνου Ιωάννου και

άλλων, από τη Λεμεσό, εναγόντων στην αγωγή αρ.

3787/99 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, για

άδεια να καταχωρήσουν αίτηση για έκδοση Διατάγματος

Certiorari, προς ακύρωση της απόφασης του Επαρχι-

ακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην εν λόγω αγωγή στις

25/8/99.

-------------------

Ημερομηνία: 13 Σεπτεμβρίου, 1999

Για τους αιτητές: Μ. Τριανταφυλλίδης

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ένας από τους λόγους που δικαιολογούν ενεργοποίηση της διαδικασίας για έκδοση εντάλματος certiorari είναι η παραβίαση συνταγματικά εμπεδωμένης επιταγής. Θεωρείται ότι δικαστική απόφαση η οποία αντίκειται στον υπέρτατο νόμο της πολιτείας, συνιστά υπέρβαση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου που την εξέδωσε ή νόσφιση της εξουσίας του. Η υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας αποτελεί το κατ' εξοχήν πεδίο της διορθωτικής αποστολής του ένδικου αυτού μέσου για τον έλεγχο των πρωτόδικων δικαστηρίων.

Το θεωρητικό υπόβαθρο προσφέρει με επιγραμματικότητα ο Basu "Commentary on the Constitution of India", τόμος 3, 5η έκδοση, σελ 608 και 609:

"It has been stated earlier (pp. 499, 530n., ante) that in India, certiorari or prohibition is available on the additional ground that the decision of a quasi-judicial authority offends the Constitution. It is, in fact, a species of absence of jurisdiction, for, if the Constitution constitutes the supreme law of the land, any action which transgresses the Constitution cannot be said to be within the jurisdiction or "legal authority" of the person or body of persons empowered to make such decision."

Στις 25/8/99 ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ακύρωσε προσωρινό συντηρητικό διάταγμα που εκδόθηκε στις 4/6/99 στην αγωγή με αρ. 3787/99, ύστερα από μονομερή αίτηση των εναγόντων. Οι τελευταίοι είναι αιτητές στην κρινόμενη αίτηση. Ας σημειωθεί πως δεν υπάρχουν στοιχεία αναφορικά με τη φύση και το περιεχόμενο του διατάγματος της 4/6/99. Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι ο τρόπος με τον οποίο έγινε η διαδικασία τους αποστέρησε του θεμελιακού δικαιώματος τους σε δίκαιη δίκη. Πιο συγκεκριμένα δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους. Το νομικό πλαίσιο του παραπόνου, το οποίο επικαλέστηκαν, είναι τα άρθρ. 30.2 και 30.3(β) του Συντάγματος, το άρθρ. 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1950, τα άρθρ. 14.1 και 14.3 του Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών περί Αστικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων του 1966 και οι Κανόνες της Φυσικής Δικαιοσύνης.

Η παραβίαση των αρχών αυτών που έχουν τις καταβολές τους στο αρχαίο ελληνικό δίκαιο μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη χρήση certiorari. Παρατηρεί σχετικά στον ίδιο τόμο ο Basu στη σελ. 666:

"It has been pointed out earlier that though breach of natural justice is sometimes treated as a species of defect of jurisdiction, it is recognised as an independent ground for issue of certiorari. Certiorari will lie where a judicial or quasi-judicial authority has violated the principles of natural justice even though the authority has acted within its jurisdiction.

If the principles of natural justice are violated in respect of any decision, it is immaterial whether the same decision would have been arrived at in the absence of departure from the essential principles of justice."

Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση εκτίθενται στο σώμα της αίτησης. Δεν υποστηρίζονται από ένορκη δήλωση. Ωστόσο κατατέθηκε το πρακτικό της διαδικασίας, ημερ. 25/8/99. Τούτο περιέχει την απόφαση ακύρωσης του συντηρητικού διατάγματος η οποία, σε μεγάλο βαθμό, διαφωτίζει αναφορικά με την πορεία των γεγονότων και των βασικών δεδομένων που προηγήθηκαν της έκδοσης του. Μπορούμε έτσι, από το υλικό που κατατέθηκε με την αίτηση, όπως και από την ίδια την αίτηση, να καταγράψουμε τις συνθήκες που ώθησαν τους αιτητές στο διάβημα τους για παροχή άδειας για την έναρξη της διαδικασίας που αποσκοπεί στον παραμερισμό της απόφασης με την οποία ακυρώθηκε το προσωρινό διάταγμα.

Από την απόφαση του δικαστηρίου προκύπτει ότι κατά την ακρόαση κλήθηκε στο εδώλιο του μάρτυρα ο ενάγων 1, που έκαμε την ένορκη δήλωση με βάση την οποία εκδόθηκε το διάταγμα. Υπήρξε η αναντίλεκτη μαρτυρία, όπως κατέληξε το δικαστήριο, ότι ".....η Ένορκος Δήλωση προηγήθηκε της έκδοσης του διατάγματος και 15 μέρες της καταχώρισης της αγωγής που σημειώνω έγινε την ίδια ημερομηνία με την αίτηση 18.5.99". Ενόψει της μαρτυρίας αυτής, ο δικηγόρος των εναγομένων έθεσε αμέσως θέμα εγκυρότητας του διατάγματος επικαλούμενος την Stavros Hotels Aprts Ltd. κ.α. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 836. Αυτό συνέβηκε στις 29/7/99. Φαίνεται πως η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 25/8/99 για να απαντήσει η πλευρά των εναγόντων.

Προτού οι τελευταίοι ακουστούν, το δικαστήριο επέτρεψε στο δικηγόρο των εναγομένων να αναφερθεί και αναλύσει τις επιπτώσεις στην υπόθεση της απόφασης στην Αίτηση αρ. 94/98 Nicolaou Bros Tourist Enterprises Ltd ημερ. 19/2/99. Στη συνέχεια αγόρευσε ο εκ των δικηγόρων των αιτητών κ. Μ. Τριανταφυλλίδης, η αγόρευση του οποίου είναι στο συνημμένο στην αίτηση αυτή πρακτικό. Όπως σημειώνεται στην απόφαση του δικαστηρίου, ο δικηγόρος των εναγόντων ζήτησε να απορριφθεί, χωρίς συζήτηση της ουσίας του θέματος, η ένσταση ή το επιχείρημα των εναγομένων γιατί δεν τηρήθηκε η διαδικασία του Καν. 2 της Δ.64 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού. Και τούτο διότι δεν υποβλήθηκε σχετική αίτηση αναφορικά με την "παρατυπία" που επισημάνθηκε από τους εναγομένους. Πέραν τούτου εισηγήθηκε ότι η ένσταση πρέπει να απορριφθεί και για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν προωθήθηκε έγκαιρα και στην κατάλληλη φάση της διαδικασίας.

Μετά την αγόρευση αυτή το δικαστήριο αποσύρθηκε. Ύστερα από το διάλειμμα, το δικαστήριο εξέδωσε την ακυρωτική του απόφαση. Βασιζόμενος στις υποθέσεις Stavros Hotels Aprts Ltd., ανωτέρω και Π.Ε. 9610 Resola (Cyprus) Ltd. v. Χ. Χρίστου ημερ. 31/3/98, έκρινε ότι δεν υπήρχε βάση για την έκδοση διατάγματος εφόσον η ένορκη δήλωση, στην οποία βασίστηκε, έγινε πριν την καταχώρηση της αγωγής και τη σχετική αίτηση. Η έλλειψη τέτοιας βάσης ήταν ζήτημα ουσίας και όχι απλώς παρατυπίας, η οποία είναι θεραπεύσιμη με βάση τις διατάξεις της Δ.64. Η διαταγή αυτή, όπως αποφάνθηκε το δικαστήριο, δεν τυγχάνει εφαρμογής.

Πρέπει να λεχθεί ότι ενώ το δικαστήριο εκφωνούσε την απόφαση του, ο κ. Τριανταφυλλίδης παρενέβη λέγοντας ότι η απόφαση εισήλθε σε θέματα ουσίας για τα οποία όμως δεν είχε αγορεύσει. Στο ίδιο ζήτημα επανήλθε και μετά την απαγγελία της απόφασης. Μεταφέρω τί είπε γιατί αντανακλά τη θέση που ανέπτυξε ενώπιον μου:

"......Ήγειρα προδικαστική ένσταση εναντίον της εγκυρότητας της ενστάσεως που έβαλε ο κ. Κυριακίδης και τόνισα ότι δεν αγορεύω επί της ουσίας της ενστάσεως μου - αν κερδίσω στην προδικαστική μου ένσταση δεν θα χρειαστεί να αγορεύσω επί της ουσίας της ενστάσεως. Πότε προχωρήσετε επί της ουσίας χωρίς να έχετε ακούσει περί αυτής, διαμαρτύρομαι."

Αξίζει να παραθέσω το σχόλιο του δικαστηρίου που ακολούθησε γιατί διευκρινίζει ακριβώς τη διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε:

"Το Δικαστήριο έχει παράσχει την ευκαιρία στους ευπαιδεύτους συνηγόρους να αγορεύσουν επί του θέματος αυτού στις 29.7. Ο κ. Τριανταφυλλίδης είχε εγείρει και κρίθηκε και από την πλευρά των Εναγόντων ως δικαιολογημένο αίτημα για αναβολή έτσι ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα στους Ενάγοντες να προετοιμαστούν για να αγορεύσουν επί του θέματος αυτού. Όταν συμπληρώθηκε η διαδικασία σήμερα το Δικαστήριο επεφύλαξε την ενδιάμεση απόφαση την οποία έχει μόλις πριν ολίγων λεπτών εκδώσει."

Η δίκαιη δίκη, ως πολιτισμική κατάκτηση, αποτελεί ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του δικαιϊκού μας συστήματος. Κατοχυρώνεται δε και συνταγματικά από το άρθρ. 30. Ειδικότερα το άρθρ. 30.3(β) παρέχει στον καθένα δικαίωμα "να προβάλη τους ισχυρισμούς αυτού ενώπιον του δικαστηρίου και να έχη χρόνον επαρκή διά την προπαρασκευήν τούτων." Η υπόθεση Γρηγορίου ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ. (1992) 1 Α.Α.Δ. (1Β) 1222, δείχνει την ιδιαίτερη ευαισθησία της κυπριακής δικαιοσύνης στο θέμα αυτό. Παρόλο που ο ενάγων στην υπόθεση εκείνη ευθυνόταν για μεγάλο αριθμό αναβολών, εντούτοις η άρνηση του πρωτόδικου δικαστηρίου να αναβάλει την υπόθεση, μετά από αίτηση του δικηγόρου του για να παρίσταται και ο ενάγων στις τελικές αγορεύσεις, ο οποίος ασθένησε, θεωρήθηκε ικανοποιητική αιτία για ακύρωση της δίκης.

Πρέπει όμως να τονισθεί πως οι συνθήκες εδώ διαφέρουν. Το Δικαστήριο δεν αποστέρησε το διάδικο της ευκαιρίας να ακουστεί. Αντίθετα. Η υπόθεση αναβλήθηκε ύστερα από αίτημα των δικηγόρων των εναγόντων για να προετοιμαστούν. Παρόλο ότι το δικαστήριο ενδεχομένως μπορούσε να επιμείνει στην ολοκλήρωση της υπόθεσης στις 29/7/99. Επαναλαμβάνω ότι η αναβολή χορηγήθηκε για το σημείο που ήγειρε τότε ο αντίδικος δικηγόρος, δηλαδή, την απουσία πραγματικού βάθρου που θα θεμελίωνε την ενέργεια του δικαστηρίου να εκδώσει προσωρινό διάταγμα.

Είναι σωστό ότι ο κ. Τριανταφυλλίδης ανέφερε στην αγόρευση του ότι σε περίπτωση αποτυχίας της ένστασης του αντιδίκου δε θα ήταν ανάγκη "να καταναλωθεί πολύτιμος χρόνος του δικαστηρίου σας στο αν υπάρχει παρατυπία και αν μπορεί να θεραπευθεί" (βλ. συνημμένο πρακτικό). Και στην αρχή της αγόρευσης του αναφέρθηκε ότι η ένσταση δεν μπορούσε να ευδοκιμήσει ενόψει των διατάξεων της Δ.64, Καν. 2 (ημερ. 24/2/95) και ότι αν το δικαστήριο ενστερνιζόταν τη θέση αυτή θα ήταν ανώφελο πιά να εξετάσει το θέμα περαιτέρω.

Παρατηρώ όμως ότι το δικαστήριο σε καμιά περίπτωση δε χαρακτήρισε το θέμα, όπως τέθηκε με βάση τη Δ.64 Καν. 2, ως "προκαταρκτικό". Δεν εξεδήλωσε πρόθεση ότι δικονομικά θα περιόριζε την απόφαση του στο ζήτημα της Δ.64 ούτε δόθηκε με οποιονδήποτε τρόπο τέτοια εντύπωση. Είναι άλλο θέμα τί είχαν στο νου τους οι δικηγόροι των αιτητών. Δε συνέτρεχε κανένας απολύτως λόγος για κατακερματισμό της ακρόασης που, όπως νομολογήθηκε επανειλημμένα, είναι πάντοτε ανεπιθύμητος. Ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη σε αυτή την περίπτωση ότι τέθηκε με καθαρότητα το ζήτημα από την προηγούμενη φορά. και ότι εγκρίθηκε αναβολή για να προετοιμαστούν καλύτερα οι ενάγοντες, που μπορούσαν, αν το ήθελαν, να ολοκληρώσουν την αγόρευση τους. Δε θα συμφωνούσα ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα τους, που κατοχυρώνουν οι παραπάνω διατάξεις. Το δικαστήριο τους παρέσχε κάθε δυνατή ευκαιρία να ακουστούν. Αυτό αποτελεί την πεμπτουσία της παραπάνω συνταγματικής διάταξης, η οποία και τηρήθηκε.

Δεν έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση για χορήγηση άδειας. Η αίτηση απορρίπτεται.

 

Σ. Νικήτας, Δ.

/Κασ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο