ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 1475
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.10244
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.
Μεταξύ:
1. Γεώργιου Χριστοδούλου, από τη Λευκωσία
Εφεσείοντα-Εναγόμενου 1
και
Antonious M.F.M. Vraets, από την Ολλανδία
Εφεσίβλητου-Ενάγοντα
-------------------------
28 Σεπτεμβρίου 1999
Για τον Εφεσείοντα: κ. Χ. Σταυράκης.
Για τον Εφεσίβλητο: κ. Μ. Πελίδης.
-----------------------
Πικής, Π.
: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χατζηχαμπής, Δ.
: Στις 19.12.1997 ο εφεσίβλητος-αιτητής κατεχώρησε αγωγή εναντίον του εφεσείοντα-καθ΄ου η αίτηση/εναγόμενου 1 και του εναγόμενου 2 ζητώντας αποζημιώσεις $2,000,000 "δια αθέτηση συμβολαίου και/ή δι΄απάτη και/ή παράνομη κατακράτηση χρημάτων και/ή χρημάτων που κατακρατούνται προς όφελος του ενάγοντα και/ή χρέος προς τον ενάγοντα". Συγχρόνως κατεχώρησε και ex parte αίτηση για ενδιάμεσο διάταγμα απαγορεύον στον Εφεσείοντα να αποσύρει από τη Barclays Bank Ltd και την Arab Bank PLC το ποσό των $2,000,000. Το διάταγμα εξεδόθη, ακολούθως δε, αφού ο εφεσείων έφερε ένσταση στη συνέχιση του και διεξήχθη ακρόαση, έγινε απόλυτο. Είναι εναντίον της απόφασης αυτής που στρέφεται η έφεση.Η έκδοση του διατάγματος είχε βασισθεί στην ένορκη δήλωση δικηγόρου εξουσιοδοτημένου από τον εφεσίβλητο, ο οποίος και δεν αντεξετάσθηκε κατά την ακρόαση. Κατ΄αυτή όμως δόθηκε μαρτυρία από τον ίδιο τον ενάγοντα. Η ένσταση του εφεσείοντα υποστηρίχθηκε από ένορκη δήλωση δικηγόρου εξουσιοδοτημένης από τον εφεσείοντα η οποία και αντεξετάσθηκε κατά την ακρόαση.
Υπάρχουν δεκαπέντε λόγοι έφεσης. Ο πρώτος αφορά ένα βασικό θέμα - ότι δεν ικανοποιούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση και πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής. Το θέμα ηγέρθη πρωτοδίκως και η ευπαίδευτη δικαστής απεφάνθη ότι οι προϋποθέσεις αυτές ικανοποιούντο, δεν υπάρχει δε αμφισβήτηση των ισχυουσών αρχών παρά μόνο της εφαρμογής τους στα γεγονότα. Όπως διαπίστωσε, ήταν κοινό έδαφος μεταξύ των διαδίκων ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ του εφεσίβλητου και του εφεσείοντα και του εναγόμενου 2 για την αγορά διαμαντιών αξίας πέραν των £3,000,000, η οποία θα γινόταν από τον εφεσείοντα και τα διαμάντια θα μεταφέροντο από την Αγκόλα από τον εναγόμενο 2. Και ότι ο εφεσίβλητος κατέβαλε στον εφεσείοντα, ως η συμφωνία, $856,000. Κατά τα λοιπά, ο εφεσίβλητος ανάφερε ότι δεν γνώριζε οτιδήποτε παρά ότι ο εναγόμενος 2 ισχυρίσθηκε ότι παρέλαβε τα διαμάντια αλλά στη συνέχεια αυτά εξαφανίσθησαν χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε λογική εξήγηση στον εφεσίβλητο, και ότι ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι όταν ο ίδιος και ο εφεσίβλητος συνάντησαν το εναγόμενο 2 στο Άμστερνταμ όπου θα μεταφέροντο τα διαμάντια αυτός τους πληροφόρησε ότι ενώ διέσχιζε το δρόμο εκτυπήθη από αυτοκίνητο, μετεφέρθη σε κλινική ημιαναίσθητος και όταν συνήλθε διαπίστωσε ότι απωλέσθη ο χαρτοφύλακας που κρατούσε και στον οποίο ήσαν τα διαμάντια. Η θέση του κ. Σταυράκη στο λόγο έφεσης αυτό είναι ότι η όλη μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου δεν αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του εφεσείοντα σε σχέση με τον οποίο η απαίτηση είναι νεφελώδης, παρά μόνο εναντίον του εναγόμενου 2. Η θέση αυτή φαίνεται βέβαια να αφορά μάλλον μόνο την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32 παρά τη δεύτερη. Εν πάση περιπτώσει όμως, δεν ευσταθεί. Οι διαπιστώσεις του δικαστηρίου, που ήσαν κοινό έδαφος, ότι ο εφεσείων πήρε από τον εφεσίβλητο τις $856,000 ως η συμφωνία τους και ότι τα διαμάντια δεν παρεδόθησαν συνιστούσε επαρκή βάση για ικανοποίηση της πρώτης, όπως και της δεύτερης, προϋπόθεσης του άρθρου 32. Αυτά ήσαν γεγονότα και μάλιστα είναι παραδεκτά. Ο περαιτέρω ισχυρισμός του εναγόμενου 2 για το πώς απώλεσε τα διαμάντια δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ισχυρισμός και μάλλον ενίσχυε παρά αδυνάτιζε την απαίτηση του ενάγοντα η οποία εβασίζετο, όπως ανεφέρθη, σε διάφορες βάσεις αγωγής. Ούτε θα μπορούσε, εκ των πραγμάτων, να γνώριζε ο ενάγων περισσότερα γεγονότα ώστε να συγκεκριμενοποιήσει περαιτέρω τους ισχυρισμούς του.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά το επίσης βασικό θέμα ότι δεν ικανοποιείται η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 ότι θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο αν δεν εκδοθεί το διάταγμα. Θεωρώντας ότι ικανοποιείτο και η προϋπόθεση αυτή, και με δεδομένο ότι δεν είχε εφαρμογή το άρθρο 4 του Κεφαλαίου 6, η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής έκρινε ότι η προκειμένη περίπτωση ενέπιπτε, σύμφωνα με τα κριτήρια της νομολογίας (ίδε: Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd (1982) 1 CLR 557, Louis Vuitton v. Δερμοσάκ Λτδ (1992) 1Β ΑΑΔ 1453), στα πλαίσια του διατάγματος mareva αφού ο εφεσείων, κάτοχος διαβατηρίων διαφόρων χωρών, δεν ήταν μόνιμος κάτοικος Κύπρου και δεν είχε άλλα περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο, επί πλέον δε, όπως ισχυρίσθηκε ο εφεσίβλητος, αντιμετώπιζε δικαστικές διαδικασίες στο εξωτερικό, κατεζητείτο στη Νότιο Αφρική και είχε προβλήματα με την Εφορεία. Στο αιτιολογικό του λόγου έφεσης αυτού ο κ. Σταυράκης θίγει ουσιαστικά μόνο το ότι η απαίτηση του εφεσίβλητου είναι για συγκεκριμένο ποσό χρημάτων, με αποτέλεσμα να είναι, όπως υποβάλλει, δεδομένη η επάρκεια των αποζημιώσεων και να μην μπορεί να υπάρξει ανεπανόρθωτη ζημιά. Αυτό καθιστά το λόγο έφεσης μόνο νομικής φύσεως, όντως δε στη γραπτή αγόρευση του ο κ. Σταυράκης τονίζει ιδιαίτερα τη νομική αυτή θέση με αναφορά στη νομολογία. Όπως παρατηρήθηκε όμως, η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ικανοποιείται η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 βασίζετο στην εφαρμογή της αρχής του διατάγματος mareva, στα πλαίσια της ευρύτητας του άρθρου 32 (ίδε: Nemitsas Industries Ltd v. S. & S. Maritime Lines Ltd (1976) 1 CLR 302, ABP Holdings Ltd ν. Κιταλίδη (1994) 1 ΑΑΔ 694), που επιτρέπει την έκδοση διατάγματος έστω και αν η απαίτηση είναι για αποζημιώσεις, σε αναφορά με τις ευρύτερες διαστάσεις της υπόθεσης που αφορούν την πιθανότητα μεταφοράς περιουσιακών στοιχείων εκτός της δικαιοδοσίας προς αποφυγή ικανοποίησης ενδεχόμενης απόφασης. Ο δε λόγος έφεσης δεν προσβάλλει καθόλου την ίδια τη διαπίστωση του δικαστηρίου όσον αφορά την εφαρμογή της εν λόγω αρχής επί των ενώπιον του δεδομένων και την ορθότητα της κατάληξης του. Αν και θα λέγαμε ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν διαπιστώνεται λόγος παρέμβασης με την προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η προκειμένη ήταν κατάλληλη περίπτωση για την έκδοση διατάγματος με βάση τις αρχές του mareva.
Ο τρίτος λόγος έφεσης ισχυρίζεται ότι κακώς εξεδόθη αρχικά το διάταγμα ex parte καθ΄ότι δεν καταδεικνύετο το κατεπείγον της ανάγκης έκδοσης του. Αναλύεται δε και αιτιολογείται κατά το ότι η ισχυριζόμενη συμφωνία και η παράβαση της έγιναν το 1989 ενώ η αγωγή και η αίτηση για προσωρινό διάταγμα κατεχωρήθησαν το 1997, ώστε να υπήρχε υπέρμετρη καθυστέρηση λήψης δικαστικών μέτρων που καταδείκνυε ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε το κατεπείγον στην έκδοση του διατάγματος. Συναφής είναι και ο τέταρτος λόγος έφεσης ότι κακώς θεωρήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο εφεσίβλητος ενήργησε άμεσα μόλις πληροφορήθηκε για τους εν λόγω λογαριασμούς του εφεσείοντα αφού ο κρίσιμος χρόνος ήταν το 1989. Δεν διαπιστώνουμε έρεισμα στις εισηγήσεις αυτές. Το άρθρο 9(1) του Κεφαλαίου 6 όντως έχει εφαρμογή εξαιρετικώς και μόνο προκειμένου περί επείγοντος ή άλλων ειδικών περιστάσεων που να δικαιολογούν την έκδοση του διατάγματος ex parte (ίδε: Louis Vuitton ν. Δερμοσάκ Λτδ, ανωτέρω, RESOLA (CYPRUS) LTD ν. Χρήστου, Πολ. Έφ. 9610, 31.3.1998). Όπως παρετηρήθη δε από τον Πική, Π., στην υπόθεση RESOLA, ανωτέρω, στη σ. 7:
"Το επείγον για την παροχή θεραπείας αποτελεί δικαιοδοτικό όρο. Μόνο, εφόσο καταδεικνύεται το κατεπείγον του αιτήματος, δικαιολογείται, όλως εξαιρετικά, η άσκηση δικαστικής εξουσίας στην απουσία του εναγομένου. Μόνο τότε μπορεί να συγχωρηθεί η παρέκκλιση από το θεμελιώδη κανόνα της δικαιοσύνης, να ακούσει και τα δύο μέρη πριν εκφέρει κρίση.
Όπως διαπιστώνει ο Κωνσταντινίδης, Δ., σε δύο αποφάσεις του . (In Re Stavros Hotel Appartments Ltd. - (Aίτηση Αρ. 76/94 - 29.12.94). In Re B.P. CYPRUS LTD. - (Αίτηση Αρ 143/96 - 1.8.96)), το υπαρκτό του επείγοντος αποτελεί προϋπόθεση για την επίκληση της δικαιοδοσίας κάτω από το Άρθρο 9 του ΚΕΦ. 6.
Στην Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ και άλλης (1992) 1 ΑΑΔ 1453, σελ. 1462, τονίστηκε ότι:-
«Η έκδοση προσωρινού διατάγματος εξ πάρτε, συνιστά εξαιρετικό μέτρο εφόσο παρέχεται κατά παρέκκλιση του κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης που αποκλείει την παροχή θεραπείας χωρίς την παροχή ευκαιρίας στον αντίδικο να ακουστεί.»"
Τα αναφερόμενα από τον κ. Σταυράκη σε σχέση με τον τρίτο λόγο έφεσης έχουν την απάντηση τους στα αφορώντα τον τέταρτο - ήταν ακριβώς η πρόσφατη πληροφόρηση του εφεσίβλητου ότι ο εφεσείων είχε χρήματα στις εν λόγω τράπεζες που κατέστησε δυνατή την καταχώρηση της αγωγής και της αίτησης για δέσμευση τους και προσέδιδε στις ενέργειες του αυτές το αντίκρυσμα το οποίο δεν θα μπορούσαν να είχαν προηγουμένως. Το κρίσιμο στοιχείο για την αίτηση δεν ήταν επομένως ο χρόνος έγερσης της αιτίας αγωγής αλλά ο χρόνος πληροφόρησης του εφεσίβλητου για τη δυνατότητα του να επιτύχει την ενδιάμεση αυτή θεραπεία. Κρίνοντας δε το επείγον ή τις ειδικές περιστάσεις σε σχέση με το χρόνο καταχώρησης της αίτησης, που αναφέρεται στον τέταρτο λόγο έφεσης, παρατηρούμε ότι, όπως διαπίστωσε και η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής, ο εφεσίβλητος ενήργησε ευθύς μόλις πληροφορήθηκε από τους δικηγόρους του για τους λογαριασμούς του εφεσείοντα, πράγμα που δεν αμφισβητήθηκε κατά την ακρόαση και ουσιαστικά δεν αμφισβητείται ούτε στον τέταρτο λόγο έφεσης. Τα δεδομένα αυτά διαφοροποιούν την παρούσα περίπτωση από την υπόθεση
RESOLA, ανωτέρω, στην οποία βασίζεται ο κ. Σταυράκης, όπου η πληροφόρηση του αιτητή έλαβε χώραν τεσσεράμισυ μήνες πριν την καταχώρηση της ex parte αίτησης και δεν υπήρχε οτιδήποτε το επείγον στην έκδοση του διατάγματος καθ΄όσον δεν κατεδείχθη καν κίνδυνος αποξένωσης.Ο πέμπτος λόγος έφεσης δεν φαίνεται να έχει σχέση με το σκεπτικό και την αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης. Πηγάζει από μια αναφορά στην απόφαση εκτός πλαισίου, μετά που εκρίθη το υπό συζήτηση θέμα της καθυστέρησης, στην οποία καμμιά συνέχεια δεν εδόθη και κανένας συσχετισμός της δεν έγινε με τα δεδομένα της υπόθεσης.
Ο έκτος λόγος έφεσης αφορά επίσης το επείγον της έκδοσης του διατάγματος. Σχετίζεται με την αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου στη σ. 12 ότι "Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου εξασκήθηκε (sic) κατά το στάδιο που επιλήφθηκε της ενώπιον του μονομερούς αίτησης και με βάση τα δεδομένα που είχε ενώπιον του έκρινε πως το διάταγμα έπρεπε να εκδοθεί. Το Δικαστήριο μετά που θα ακούσει και τις δύο πλευρές αποφασίζει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 για να μονιμοποιήσει ή να ακυρώσει το διάταγμα". Και αυτός ο λόγος έφεσης δεν έχει ειδικό συσχετισμό με το παράπονο του κ. Σταυράκη ότι το δικαστήριο ουσιαστικά αρνήθηκε να εξετάσει κατά πόσο στην έκδοση του διατάγματος ex parte είχε καταδειχθεί το κατεπείγον της ανάγκης έκδοσης του και να το ακυρώσει αν ενδεχόμενα φανεί ότι δεν καταδεικνύετο το κατεπείγον αυτό. Η πιο πάνω αναφορά του δικαστηρίου δεν ήταν τίποτα άλλο από μια γενική διατύπωση του αντίστοιχου ρόλου του δικαστηρίου στα δύο στάδια της διαδικασίας και καθόλου δεν αποσκοπούσε είτε να αποκλείσει τον εφεσείοντα να ακουσθεί επί του θέματος είτε να αποποιηθεί του καθήκοντος του να το εξετάσει κατά την ακρόαση και ενδεχόμενα να διαφοροποιήσει την αρχική του άποψη. Εξ άλλου, είναι καταφανές ότι το δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε ειδικά το εγερθέν θέμα της καθυστέρησης σε σχέση με το επείγον του πράγματος (όπως συζητείται στον τρίτο και στον τέταρτο λόγο έφεσης), διαψεύδοντας έτσι και έμπρακτα την ερμηνεία που επεδιώχθη να αποδοθεί στο πιο πάνω απόσπασμα από την απόφαση του. Δεν θα παραλείπαμε δε να αναφερθούμε και στα λεχθέντα από τον Πική, Δ. (ως
ήτο τότε), ο οποίος έδωσε την απόφαση στην υπόθεση Louis Vuitton, ανωτέρω, στη σ. 12, ότι "Διευκρινίζεται ότι δεν υπόκειται σε αναθεώρηση, σ΄αυτή την έφεση, η έκδοση ex parte του προσωρινού διατάγματος .....", καθ΄όσον η έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του δικαστηρίου με την οποία το διάταγμα κατέστη απόλυτο και όχι εκείνης με την οποία εξεδόθη αρχικά ex parte.Ο έβδομος λόγος έφεσης προσβάλλει την αποτελεσματικότητα της ένορκης δήλωσης που υποστήριζε την ex parte αίτηση για έκδοση του διατάγματος. Συγκεκριμένα, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απεδέχθη ως ακριβή πηγή πληροφόρησης του ενάγοντα τους μη κατονομαζόμενους αξιωματούχους των τραπεζών, καθ΄όσον αυτή ήταν αόριστη και μη ακριβής. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η αναφορά στους αξιωματούχους των τραπεζών δεν ήταν αναφορά σε αόριστη πηγή και συνιστούσε επαρκή αποκάλυψη της πηγής πληροφόρησης του εφεσίβλητου, προκειμένου μάλιστα περί διατάγματος δέσμευσης καταθέσεων στις εν λόγω τράπεζες. Σημειώνουμε δε και το ότι ο εφεσίβλητος ούτε καν αντεξετάσθηκε επ΄αυτού. Και πάλι, η υπόθεση διαφοροποιείται από τη
RESOLA, ανωτέρω, όπου η ένορκη δήλωση και η αντεξέταση του αιτητή αποκάλυψε το εντελώς αδιευκρίνιστο της πηγής πληροφόρησης του, που, όπως παρατηρήθηκε, έπρεπε ως εκ τούτου να αγνοείτο.Με τον όγδοο λόγο έφεσης προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν είχε γίνει πλήρης και ειλικρινής αποκάλυψη των ουσιωδών γεγονότων στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την ex parte αίτηση για έκδοση του διατάγματος. Η υποχρέωση για πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη είναι τόσο δεδομένη όσο και θεμελιακή στη νομολογία, όπως διαπιστώνεται και στην υπόθεση
RESOLA, στην οποία ο Πικής, Π., είπε τα ακόλουθα σχετικά στη σ. 4:"Όπως διαπιστώσαμε στην
Όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, τα πράγματα για τα οποία ο εφεσείων ισχυρίσθηκε στην ακρόαση ότι δεν είχε γίνει αποκάλυψη ήταν η μετέπειτα υπογραφή μιας συμφωνίας για την εκμετάλλευση προνομίου στο Πακιστάν μεταξύ των μερών και το ότι ο εφεσείων ήταν πολυεκατομμυριούχος. Στο λόγο έφεσης δεν θίγεται το δεύτερο θέμα επί του οποίου το πρωτόδικο δικαστήριο και είχε εν πάση περιπτώσει ορθώς αποφανθεί ότι από την ενώπιον του μαρτυρία δεν προέκυπτε ότι ο εφεσείων ήταν πολυεκατομμυριούχος. Το πρώτο θέμα περιλαμβάνεται στο λόγο έφεσης, στον οποίο περιλαμβάνεται και ένα άλλο θέμα, το ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε αποκαλύψει πλήρως την αρχική συμφωνία μεταξύ των μερών και το τι πληροφορήθηκε για την ισχυριζόμενη απώλεια των διαμαντιών. Το άλλο αυτό θέμα όμως δεν είχε αποτελέσει επίδικο θέμα ή θέμα της απόφασης του δικαστηρίου και δεν βλέπουμε πώς θα μπορούσαμε να επιληφθούμε, πέραν του να παρατηρήσουμε ότι τα όσα αναφέρονται από τον κ. Σταυράκη ως παραλειφθέντα εν μέρει δεν παραλείφθησαν ενώ κατά τα λοιπά δεν μειώνουν την επάρκεια της ένορκης δήλωσης, τοσούτο μάλλον αφού αναφέροντο απλώς σε ισχυρισμό του εναγόμενου 2 και όχι σε γεγονότα αυτά καθ΄αυτά. Όσον αφορά τώρα το θέμα της συμφωνίας για το προνόμιο, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η παράλειψη αναφοράς της δεν ήταν παράλειψη αναφοράς ουσιώδους γεγονότος σε σχέση με την αίτηση αφού δεν υπήρχε μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι η σύναψη της εν λόγω συμφωνίας διαφοροποίησε την ουσία της παρούσας διαφοράς. Ο κ. Σταυράκης λέγει ότι το γεγονός αυτό ήταν ουσιώδες διότι καταδείκνυε ότι τα μέρη συνεργάσθησαν ξανά αφού οι σχέσεις τους ομαλοποιήθησαν και ότι οποιαδήποτε απαίτηση του εφεσίβλητου από την πρώτη συμφωνία ικανοποιήθηκε με την υπογραφή της συμφωνίας για το προνόμιο. Ότι τα μέρη συνεργάσθησαν ξανά δεν συνιστά αφ΄εαυτού ουσιώδες γεγονός, συναρτάται όμως προς το άλλο σκέλος της εισήγησης ότι η απαίτηση του ενάγοντα ικανοποιήθηκε με την υπογραφή της συμφωνίας για το προνόμιο που, αν ευσταθεί, θα συνιστούσε ουσιώδες γεγονός. Εξετάζοντας όμως τη μαρτυρία που δόθηκε στο δικαστήριο επ΄αυτού, δεν προκύπτει ότι η συμφωνία για το προνόμιο συνιστούσε αποζημίωση του εφεσίβλητου και απαλλαγή του εφεσείοντα και του εναγόμενου 2 από την ισχυριζόμενη ευθύνη τους σε σχέση με τα διαμάντια, παρά μόνο μια κοινή επιχείρηση με νέα επένδυση από την οποία ήλπιζε να αναπληρώσει τη ζημιά που είχε υποστεί από τη συμφωνία για τα διαμάντια. Η συμφωνία για το προνόμιο δεν παρουσιάσθηκε στο δικαστήριο ούτε υπεβλήθη στον εφεσίβλητο στην αντεξέταση του ότι συνιστούσε ικανοποίηση του και απαλλαγή του εφεσείοντα και του εναγόμενου 2 από την ισχυριζόμενη ευθύνη τους σε σχέση με τα διαμάντια. Συμφωνούμε λοιπόν με την ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστή ότι η συμφωνία για το προνόμιο δεν συνιστούσε ουσιώδες γεγονός για το οποίο να υπήρχε ως εκ τούτου υποχρέωση αποκάλυψης και φρονούμε ότι η προκειμένη διαφοροποιείται από την υπόθεση REZOLA όπου υπήρξε απόκρυψη του ουσιώδους γεγονότος της από τεσσεράμισυ μηνών γνώσης του αιτητή που αφορούσε το επείγον της αίτησης.
Οι ένατος και δέκατος λόγοι έφεσης επικαλούνται κακή απόδοση εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου δύο αντίστοιχων αναφορών στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντα. Και για τις δύο αναφορές καμμιά ουσιαστική διαφορά δεν υπάρχει μεταξύ της απόδοσης του δικαστηρίου και της αναφοράς στην ένορκη δήλωση και καμμιά συνέπεια δεν υπάρχει σε σχέση με την απόφαση.
Ο ενδέκατος λόγος έφεσης, ότι το δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε το γεγονός ότι δεν υπήρχε μαρτυρία που να συνδέει τα χρήματα που επιδιώκετο να δεσμευθούν με τα χρήματα που είχε καταβάλει ο εφεσίβλητος στον εφεσείοντα, έχει ήδη εν μέρει απαντηθεί στα πλαίσια της συζήτησης του δεύτερου λόγου έφεσης. Ο κ. Σταυράκης λέγει ότι το δικαστήριο ενήργησε ως εάν τα εν λόγω χρήματα ήσαν το αντικείμενο της αγωγής. Απεναντίας, όπως ήδη υπεδείχθη, το πρωτόδικο δικαστήριο ρητά ανάφερε ότι δεν είχε εφαρμογή το άρθρο 4 του Κεφαλαίου 6. Όπως δε παρατήρησε ο Αρτεμίδης, Δ., δίδοντας την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση ABP Holdings Ltd v. Κιταλίδη, ανωτέρω, στη σ. 701:
"Τα άρθρα 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, κάμνουν ειδική ρύθμιση των καταστάσεων στις οποίες αναφέρονται. Δεν αφαιρούν τίποτε από τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Ν. 14/60, που προσδιορίζει, όπως είπαμε πιο πριν το γενικό πλαίσιο της δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων στην έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων."
Με το δωδέκατο λόγο έφεσης θίγεται η παρανομία της εν λόγω συμφωνίας, ως εκ της οποίας, λέγει ο κ. Σταυράκης, το δικαστήριο όφειλε να μην αποδεχόταν την εκδίκαση της αίτησης. Και πάλι, κάτι τέτοιο δεν ηγέρθη πρωτόδικα και δεν αποτελεί θέμα στην πρωτόδικη απόφαση.
Περαιτέρω, δεν είναι ακόλουθο ότι κάθε παρανομία στην εκτέλεση μιας συμφωνίας καθιστά τη συμφωνία παράνομη από κάθε άποψη, και αν ακόμα εκληφθεί ως δεδομένο το αναφερόμενο στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντα ότι η εξαγωγή των διαμαντιών από την Αγκόλα θα ήταν παράνομη, τοσούτο μάλλον αφού η ισχυριζόμενη παρανομία αφορά τα οικονομικά θέσμια άλλης χώρας. Το θέμα εν πάση περιπτώσει δεν έχει διευκρινισθεί επαρκώς στα γεγονότα και εγερθεί και συζητηθεί επαρκώς στην αγόρευση για να αποφασισθεί και μάλιστα στα πλαίσια ενδιάμεσου διατάγματος.Ο δέκατος τρίτος λόγος έφεσης καλύπτεται ουσιαστικά από τη συζήτηση του θέματος στα πλαίσια του δεύτερου λόγου έφεσης.
Ομοίως, ο δέκατος τέταρτος λόγος έφεσης καλύπτεται ουσιαστικά από τη συζήτηση του θέματος στα πλαίσια του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου όπως και του ενδέκατου λόγου έφεσης.
Ο δέκατος πέμπτος λόγος έφεσης δεν επηρεάζει την πρωτόδικη απόφαση.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.
Π.
Δ.
Δ.
/ΚΧ"Π