ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 1 ΑΑΔ 1122

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Αίτηση αρ.53/99

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, Δ/στων.

Σε ότι αφορά την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου

Δικαστηρίου στην Πολιτική ΄Εφεση υπ.αρ.10227

η οποία εκδόθηκε στις 24.9.1998 η οποία υπεβλήθη

εκ μέρους του εφεσείοντα από τον εφεσείοντα

Αχιλλέα Κορέλλη

- και -

Σε ότι αφορά ΑΙΤΗΜΑ (PETITION) του εφεσείοντα

Αχιλλέα Κορέλλη στην ως άνω αναφερόμενη

Πολιτική ΄Εφεση υπ. αρ.10227

-------------------------

Ημερομηνία: 19.7.99

Για τον αιτητή: κ.Ε.Ευσταθίου και κ.Μ.Πικής

Για την καθ΄ης η αίτηση Δημοκρατία: κα.Μ.Μαλαχτού - δικηγόρος της Δημοκρατίας Α.

-------------------------

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Θα δοθούν δύο αποφάσεις. Με την

απόφαση της πλειοψηφίας, που θα δώσω εγώ,

συμφωνούν οι Δικαστές Αρτέμης, Νικολαϊδης,

Καλλής, Κρονίδης και Ηλιάδης.

Ο Δικαστής Κωνσταντινίδης, θα δώσει την άλλη απόφαση

με την οποία συμφωνούν οι Δικαστές Νικολάου και Κραμβής

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Θα αναφερθούμε στο ιστορικό που οδήγησε στην Αίτηση που συζητούμε, παραθέτοντας μόνο τα απολύτως αναγκαία γεγονότα, έτσι που να υπάρχει ολοκληρωμένη αντίληψη του θέματος. Στις 23.3.98 δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέδωσε, μετά από αίτηση της Εισαγγελικής Αρχής, ένταλμα certiorari με το οποίο ακυρώθηκαν ενδιάμεσα διατάγματα που εξέδωσε στις 19.3.98 το Κακουργιοδικείο, που συνεδρίαζε στη Λευκωσία, κατά τη διάρκεια της εκδίκασης, ποινικής κατηγορίας που αντιμετώπιζε ο αιτητής για βιασμό.

Η πιο πάνω πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε στις 24.9.98 με πλειοψηφία επτά, από τους εννιά Δικαστές, της διευρυμένης σύνθεσης του Εφετείου. (δες: Πολιτική ΄Εφεση 10227 Αναφορικά με το άρθρο 155(4) του Συντάγματος και Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για άδεια καταχώρησης αίτησης για έκδοση εντάλματος CERTIORARI και Αναφορικά με το διάταγμα που εκδόθηκε από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στην Ποινική Υπόθεση 36434/97, στις 19.3.98). Η δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου συνεχίστηκε. Ο κατηγορούμενος, αιτητής, κρίθηκε ένοχος στις 10.3.99 και καταδικάστηκε σε 3 χρόνια φυλάκιση. Κατά τη διάρκεια της δίκης ενώπιον του Κακουργιοδικείου, και συγκεκριμένα στις 27.1.99, ο Υπαστυνόμος Στ.Ιωαννίδης, μάρτυρας για την κατηγορούσα αρχή, κατά την αντεξέταση του έκανε αναφορά στην πορεία των αστυνομικών ερευνών, που γίνονταν γύρω στον Αύγουστο του 1966 για τη διερεύνηση της καταγγελίας και είπε πως ο κ.Ρ.Γαβριηλίδης, τότε Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, συμβούλευσε επί ορισμένων θεμάτων τους εξεταστές της υπόθεσης για τη νομικά ορθή διαδικασία των ερευνών. Ο κ.Γαβριηλίδης διορίστηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 6.10.97, και μετείχε της διευρυμένης σύνθεσης του Εφετείου στην πολιτική έφεση 10227. Να σημειώσουμε πως το επίδικο θέμα της πρωτόδικης απόφασης του Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και στην έφεση, ήταν καθαρά νομικό και άπτετο της δικαιοδοσίας του κακουργιοδικείου να εκδώσει τα επίμαχα διατάγματα, με τα οποία υποχρεωνόταν η εισαγγελική αρχή να παραδώσει στην υπεράσπιση ορισμένα τεκμήρια για εξέταση και επισκόπηση.

Το υπό συζήτηση ένδικο διάβημα, που καταχωρίστηκε με Εναρκτήρια Κλήση ως: «ΑΙΤΗΜΑ (PETITION) ΤΟΥ ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΟΣ Α.ΚΟΡΕΛΛΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΉ ΕΦΕΣΗ ΥΠ. ΑΡ. 10227, και με τίτλο «Σε ότι αφορά ΑΙΤΗΜΑ (PETITION) του εφεσείοντα Αχιλλέα Κορέλλη στην άνω αναφερόμενη Πολιτική ΄Εφεση υπ. αρ. 10227», απευθύνεται στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία και καλείται να «ακυρώσει και ή παραμερίσει» την απόφαση που εκδόθηκε στην Πολιτική ΄Εφεση 10227.

Το ουσιαστικό στοιχείο που προβάλλεται στα γεγονότα για να στηριχθεί το αίτημα, είναι η ανάμειξη του δικαστή κ.Γαβριηλίδη στην πορεία των ερευνών της καταγγελίας εις βάρος του αιτητή, και που, κατ΄ισχυρισμόν, ήλθε σε φως όταν κατέθεσε στο Κακουργιοδικείο ο υπαστυνόμος Στ. Ιωαννίδης. Εγείρεται, επομένως, κατά την εισήγηση των δικηγόρων του αιτητή, ζήτημα κακής σύνθεσης του Εφετείου που επελήφθη της Πολιτικής ΄Εφεσης 10227, εφόσον ο δικαστής, ο οποίος, ως εκ της φύσεως των καθηκόντων του ως Εισαγγελέας της Δημοκρατίας είχε ανάμειξη στην πορεία των ερευνών της καταγγελίας εις βάρος του αιτητή, καθίστατο εξαιρετέος από τη σύνθεση του Δικαστηρίου. Οι δικηγόροι του αιτητή διευκρίνησαν πως δεν έθεταν υπό αμφισβήτηση της ακεραιότητα του Δικαστή Γαβριηλίδη, αλλά υποστήριξαν πως το ζήτημα ανάγεται σε καλώς γνωστή αρχή του δικαίου πως το αδέκαστο και η αμεροληψία του Δικαστηρίου πρέπει να είναι αυταπόδεικτη, άμεμπτη, και έτσι να φαίνεται στο κοινό.

Η νομική βάση του αιτήματος παρέχεται, όπως διατείνονται οι δικηγόροι του αιτητή, από την απόφαση του Δικαστηρίου της Βουλής των Λόρδων στη γνωστή υπόθεση R. v. Bow Street Metropolitan Stipendiary Magistrate and others, ex parte Pinochet Ugarte (No.2) (1999) 1 All E.R. p.577), που εκδόθηκε στις 15.1.1999. Θα παραθέσουμε από την πιο πάνω υπόθεση μόνο τη νομική αρχή, βάσει της οποίας το Δικαστήριο της Βουλής των Λόρδων ανέλαβε δικαιοδοσία και ακύρωσε την προηγούμενη απόφαση του, με οδηγίες να επανεκδικαστεί η υπόθεση από άλλη σύνθεση, επιτροπή, του Δικαστηρίου (σελ.585, από την απόφαση του Λόρδου Browne-Wilkinson)

«(1) Jurisdiction

As I have said the respondents to the petition do not dispute that your Lordships have jurisdiction in appropriate cases to rescind or vary an earlier order of this House. In my judgment, that concession was rightly made both in principle and on authority.

In principle it must be that your Lordships, as the ultimate court of appeal, have power to correct any injustice caused by an earlier order of this House. There is no relevant statutory limitation on the jurisdiction of the House in this regard and therefore its inherent jurisdiction remains unfettered. In Cassell & Co Ltd v. Broome (No.2) (1972) AC1136 your Lordships varied an order for costs already made by the House in circustances where the parties had not had a fair opportunity to address argument on the point.

However, it should be made clear that the House will not reopen any appeal save in circumstances where, through no fault of a party, he or she has been subjected to an unfair procedure. Where an order has been made by the House in a particular case there can be no question of the decision being varied or resinded by a later order made in the same case just because it is thought that the first order is wrong.»

(Η υπογράμμιση είναι δική μας. ΄Εχει σημασία γι΄αυτά που ακολουθούν).

(1) Δικαιοδοσία.

΄Οπως έχω πει οι καθ΄ων στην αίτηση δεν αμφισβητούν πως οι Λορδίες σας έχουν δικαιοδοσία σε κατάλληλες υποθέσεις να ακυρώνουν ή τροποποιούν προηγούμενη διαταγή αυτού του Δικαστηρίου. Στην κρίση μου ορθά έγινε τούτο παραδεκτό και ως θέμα αρχής αλλά που βασίζεται και σε αυθεντία.

Ως θέμα αρχής πρέπει οι Λορδίες σας, ως το τελευταίο Δικαστήριο έφεσης, να έχουν εξουσία να διορθώνουν οποιαδήποτε αδικία που δημιουργήθηκε από προηγούμενη διαταγή του Δικαστηρίου. Δεν υπάρχει καμιά σχετική νομοθετική διάταξη περιοριστική της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου σε αυτό το ζήτημα και επομένως η σύμφυτη εξουσία του παραμένει αδέσμευτη. Στην Cassell & Co Ltd v. Broome (No.2) (1972) AC1136 οι Λορδίες σας τροποποίησαν διαταγή για έξοδα που είχε γίνει από το Δικαστήριο, κάτω από περιστάσεις όπου οι διάδικοι δεν είχαν εύλογη ευκαιρία να επιχειρηματολογήσουν πάνω σ΄αυτό το ζήτημα.

Εντούτοις, πρέπει να γίνει καθαρό, πως το Δικαστήριο δεν θα επανανοίξει καμιά έφεση εκτός σε περιπτώσεις όπου, χωρίς οποιοδήποτε σφάλμα κάποιου διάδικου, εκείνος ή εκείνη έχουν υποβληθεί σε άδικη διαδικασία. ΄Οπου έχει γίνει διαταγή από το Δικαστήριο σε συγκεκριμένη υπόθεση, δεν μπορεί να εγερθεί ζήτημα τροποποίησης ή ακύρωσης του διατάγματος, με άλλο που ακολουθεί στην ίδια υπόθεση απλώς επειδή πιστεύεται πως το πρώτο είναι εσφαλμένο.»

(Σημ.: Μεταφράζουμε τη λέξη «Ηouse» ως «Δικαστήριο»).

Η Eισαγγελική Aρχή ενίσταται στην αίτηση. Σε ότι αφορά τα γεγονότα η δικηγόρος της Δημοκρατίας υποστηρίζει στην ένσταση της πως η όποια ανάμειξη του κ.Γαβριηλίδη, ως Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, στην πορεία των ερευνών της καταγγελίας ήταν γνωστή στον πρώτο δικηγόρο του κατηγορούμενου, αιτητή, κ.Λ.Παπαφιλίππου, που είχε επικοινωνία με το νομικό τμήμα αναφορικά με την υπόθεση. Το υπό συζήτηση αίτημα καταχωρίστηκε στις 20.5.99, μετά τη καταδίκη του κατηγορουμένου στις 10.3.99 από το κακουργιοδικείο, και όχι αμέσως μετά τη συμπλήρωση της μαρτυρίας του υπαστυνόμου Στ.Ιωαννίδη. Εν πάση περιπτώσει παρά την απόφαση του Εφετείου, με την οποία ακυρώθηκαν τα διατάγματα του, συνεχίζει η δικηγόρος της Δημοκρατίας, η ίδια απέστειλε αντίγραφα των εγγράφων, αντικείμενα εκείνης της διαδικασίας, στους δικηγόρους του κατηγορουμένου.

Δεν θα μας απασχολήσουν τα γεγονότα της υπόθεσης. Εγείρεται από τη δικηγόρο της Δημοκρατίας προκαταρκτική ένσταση πως το Εφετείο δεν έχει δικαιοδοσία να ακυρώνει ή παραμερίζει απόφαση του, γιατί τούτο αποτελεί τον τελευταίο βαθμό κρίσεως της υπόθεσης κατά το Σύνταγμα και τους Νόμους. Εισηγείται επομένως, πως το επίδικο διάβημα πρέπει να απορριφθεί ως άτυπο, γιατί μ΄αυτό επιζητείται θεραπεία άγνωστη στο νόμο.

Ασχοληθήκαμε με το ζήτημα της δικαιοδοσίας προκαταρκτικά. Οι δικηγόροι ανέπτυξαν τις θέσεις τους, προβάλλοντας νομικά επιχειρήματα. Προτού προχωρήσουμε να αιτιολογήσουμε τη δική μας κρίση, να αναφέρουμε πως οι δικηγόροι του αιτητή κατέστησαν σαφές πως δεν ζητούν την ακύρωση ή τον παραμερισμό της απόφασης του Εφετείου στην Πολιτική ΄Εφεση 10227 με σκοπό την επανεκδίκαση της, αλλά την ακύρωση της, χωρίς να επακολουθήσει οτιδήποτε άλλο. Σε υποθετική μάλιστα ερώτηση από την έδρα, κατά πόσο το αποτέλεσμα της ακύρωσης της απόφασης του Εφετείου, θα ήταν να παραμείνει ανέπαφη η πρωτόδικη απόφαση, η απάντηση των δικηγόρων του αιτητή ήταν αρνητική. Εισηγήθηκαν πως αν το αίτημα τους γίνει αποδεκτό, τότε ολόκληρη η διαδικασία που αφορά στην ποινική κατηγορία εναντίον του αιτητή, κατηγορούμενου θα πρέπει να θεωρηθεί ως άκυρη, και ο κατηγορούμενος να αθωωθεί. Να παρατηρήσουμε εδώ πως εκκρεμεί έφεση του κατηγορουμένου, εναντίον της καταδίκης του από το κακουργιοδικείο.

΄Εχουμε τη γνώμη πως το θέμα δικαιοδοσίας, που εξετάζουμε, έχει ανεπιφύλακτα και καθαρά αποφασιστεί στην πρόσφατη υπόθεση Α. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας ΑΕ14491 15.5.98, όπου διευρυμένη σύνθεση του Δικαστηρίου συζήτησε τη δικαιοδοσία του Εφετείου της πολιτείας μας. Θα ήταν αρκετό αν παραπέμπαμε στην πιο πάνω απόφαση, χωρίς οποιοδήποτε άλλο σχόλιο. Το ζήτημα εξετάζεται στην υπόθεση Αντωνίου με αναφορά στο Σύνταγμα και τους νόμους της χώρας μας. Η απόφαση του Δικαστηρίου της Βουλής των Λόρδων της Αγγλίας, που άπτεται της δικής του δικαιοδοσίας, δεν έχει καμιά εφαρμογή στην πολιτεία μας. Η απόφαση στην υπόθεση Pinochet έτυχε ευρείας κριτικής από έγκυρους νομικούς κύκλους της χώρας, όπου και βεβαίως ισχύει.

Ενθέτουμε παρακάτω τις πιο σημαντικές περικοπές από την απόφαση Αντωνίου στην οποία υιοθετείται και προηγούμενη νομολογία επί του ζητήματος.

«Αποδοχή του αιτήματος του αιτητή, θα συνεπαγόταν την αναγνώριση, έξω από τα πλαίσια του νόμου, τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, θεσμού άγνωστου στο νόμο. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφασή μας στην Ορφανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω) (σελ.56):

«Για την ολοκλήρωση της εικόνας η οποία διαγράφεται από τη νομολογία ως προς το δικαιοδοτικό πλαίσιο των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πρέπει να αναφερθούμε και στις Attorney General v. Georghiou (1984) 2 C.L.R. 251, και Γενικός Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδη και άλλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 8, όπου αναγνωρίστηκε ότι το σύνταγμα δεν καθιερώνει δικαίωμα έφεσης και ότι η θεσμοθέτηση του ανάγεται στη νομοθετική λειτουργία. Εξάλλου, έχει αναγνωρισθεί ότι η δικαιοδοσία η οποία παρέχεται από την επιφύλαξη του ΄Αρθρου 11(2) (πρόβλεψη για έφεση), είναι δευτεροβάθμια και ασκείται βάσει και σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις που προβλέπουν και καθορίζουν οι σχετικοί διαδικαστικοί θεσμοί (βλ., μεταξύ άλλων, Republic v Vassiliades (1967) 3 C.L.R.82, Branco Salvage Ltd v. Republic (1967) 3 C.L.R. 213, και Δημοκρατία ν. Βιολάρη και άλλης (1991) 3 Α.Α.Δ. 456).»

Δε θα επεκταθούμε στη συζήτηση του θέματος, εκτός από του να διαπιστώσουμε ότι το αίτημα, το οποίο έχει υποβληθεί, είναι άγνωστο στο νόμο και, εκ προοιμίου, καταδικασμένο σε αποτυχία. Ο νόμος προβλέπει ένα στάδιο έφεσης, το οποίο, στην προκείμενη υπόθεση, έχει διανυθεί με την ακρόαση της έφεσης και εξαντληθεί με την έκδοση της απόφασης.»

(Σημ.: Το ΄Αρθρο 11(2), είναι από τον Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμο του 1964, 33/64).

Σημαντικό είναι και αυτό που επαναλαμβάνεται στην απόφαση Αντωνίου, για τις συμφυείς ή εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου, ότι δηλαδή:

« .... δεν διευρύνουν τη δικαιοδοσία ή τις εξουσίες του Δικαστηρίου, ούτε έχουν ως λόγο την επέκτασή τους. Οι σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου είναι εκείνες που εξυπακούονται από τη φύση της λειτουργίας του - Δικαστήριο της δικαιοσύνης - χάριν της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του και της αποτροπής της κατάχρησης των ενώπιόν του διαδικασιών.»

Οι δικηγόροι του αιτητή προσπάθησαν να διαφοροποιήσουν την απόφαση Αντωνίου από το δικό τους διάβημα. Εισηγούνται πως στην Αντωνίου υποβλήθηκε αίτημα επανακρόασης της Αναθεωρητικής ΄Εφεσης από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου με τίτλο: «Αναθεωρητική ΄Εφεση», ενώ εδώ γίνεται «ΑΙΤΗΜΑ» (PETITION) ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να ακυρώσει ή αναθεωρήσει την απόφαση του Εφετείου στην έφεση 10227, όπως δηλαδή έγινε στην υπόθεση Pinochet. Σε άλλο, υποθετικό πάλιν ερώτημα από την έδρα, κατά πόσο αν γινόταν το ίδιο διάβημα στην Αντωνίου, «Αίτηση» (Petition) δηλαδή, τούτο θα μετέβαλλε το σκεπτικό της απόφασης, η απάντηση των δικηγόρων του αιτητή ήταν καταφατική.

΄Εχουμε τη γνώμη πως το δικό μας νομικό καθεστώς δεν επιτρέπει τέτοια διαφοροποίηση. Είτε επιζητείται τροποποίηση της απόφασης του Δικαστηρίου του τελευταίου βαθμού, ή ακύρωση της, τούτο θα απέληγε σε επέμβαση στη ληφθείσα εις τελευταίο βαθμό απόφαση, χωρίς να υπάρχει τέτοια εξουσία από το Σύνταγμα ή το νόμο.

Χωρίς να θέλουμε να προσθέσουμε, ή με οποιοδήποτε τρόπο να αλλοιώσουμε, το καθοριστικό μέρος της αιτιολογίας της απόφασης στην υπόθεση Αντωνίου, ας μας επιτραπεί να κάνουμε τα πιο κάτω σχόλια. ΄Οταν το Σύνταγμα (άρθρο 155.1) καθορίζει τον τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας της δικαστικής εξουσίας ταυτόχρονα ορίζεται και ο τρόπος που άγεται σε τελεσιδικία η υπόθεση, όταν διανυθεί και αυτό το στάδιο. Δεν παρέχεται από το Σύνταγμα ή το νόμο εξουσία στο ίδιο το Εφετείο να αλλοιώσει με οποιοδήποτε τρόπο απόφαση του, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στον Κ.25 Δ.6, για διόρθωση δηλαδή γραφικών λαθών ή λαθών που προκύπτουν από τυχαίο σφάλμα ή παράλειψη. Αν υφίστατο τέτοια εξουσία δεν θα χρειαζόταν να καθοριστεί στο Σύνταγμα η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Εφετείο.

Μας είπαν οι δικηγόροι του αιτητή πως το Εφετείο της Κύπρου, που ασκεί τη δευτεροβάθμια και τελευταία δικαιοδοσία στη δίκη, έχει συμφυή εξουσία να ακυρώνει ή τροποποιεί προηγούμενη απόφαση του. Μα αν, θεωρητικά, το Εφετείο μας είχε τέτοια εξουσία, και την εφάρμοζε, αυτό θα σήμαινε πως μπορεί να επεμβαίνει για να τροποποιεί ή ακυρώνει όχι μόνο μια φορά την απόφαση του αλλά και περισσότερες για διάφορους λόγους, που πιθανό να ανακύπτουν μετά την έκδοση της. Τέλος, να πούμε και το εξής. Η ουσία της σκέψης του Δικαστηρίου μας στην υπόθεση Αντωνίου είναι η εφαρμογή του Συντάγματος και των νόμων, ειδικώτερα του άρθρου 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, που καθορίζουν τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Εφετείου όπως προβλέπει το άρθρο 155.1 του Συντάγματος. Υπέρβαση των νομικών αυτών ορίων θα οδηγούσε το Δικαστήριο μας, κατά την ταπεινή μας βέβαια άποψη, γιατί υπάρχει και η σεβαστή αντίθετη γνώμη των συναδέλφων μας, σε έκνομη πορεία.

Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

 

/MAA


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο