ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 785
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΡ. 94
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.Δ.
Γεωργία Ι. Γεωργίου Μοσχάτου,
από τη Λεμεσό
Εφεσείουσα
- και -
Λεοντίου Κ. Μοσχάτου,
από τη Λεμεσό
Εφεσίβλητου
___________
21 Μαΐου, 1999
Για την εφεσείουσα : κ. Δ. Παπαχρυσοστόμου με τον κ. Κρ. Παπαλοΐζου.
O εφεσίβλητος παρών, προσωπικά.
___________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Oι διάδικοι τέλεσαν θρησκευτικό γάμο στις 6.5.1979 στον ιερό ναό των Τριών Ιεραρχών στο Leeds του Ηνωμένου Βασιλείου. Το 1990 επέστρεψαν στην Κύπρο για μόνιμη εγκατάσταση. Σε κάποιο στάδιο οι σχέσεις τους επιδεινώθηκαν και τελικά η συμβίωση τους τερματίστηκε. Ο σύζυγος-εφεσίβλητος εγκατέλειψε τη συζυγική εστία και καταχώρησε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο αξιώνοντας λύση του γάμου λόγω ισχυρού κλονισμού της σχέσης τους.
Ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι εκτός του ότι μετά την παρέλευση έτους από την εγκατάστασή τους στη Λεμεσό η εφεσείουσα αδιαφορούσε για τον ίδιο και τα παιδιά τους, του φερόταν με προσβλητικό τρόπο μπροστά σε φίλους και συγγενείς. Ισχυρίζεται επίσης ότι κατά την περίοδο 1991-1
993 διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις με κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο.Η εφεσείουσα στην υπεράσπιση και ανταπαίτησή της ισχυρίζεται ότι ο κλονισμός του γάμου τους επήλθε από υπαιτιότητα του εφεσίβλητου που ήταν βίαιος και με συμπεριφορά απέναντί της παντελώς ανάρμοστη. Ισχυρίζεται επίσης ότι ήταν ο εφεσίβλητος που διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις, ενώ από της άφιξής τους στην Κύπρο, μέχρι της ημερομηνίας εγκατάλειψης της συζυγικής οικίας, ουδέποτε εργάστηκε ή προσπάθησε καν να εξεύρει εργασία. Ο εφεσίβλητος, σύμφωνα πάντα με την εφεσείουσα, επίμονα ζητούσε απ΄ αυτήν να μεταβιβάσει επ΄ ονόματί του τη συζυγική οικία και η άρνησή της να συμμορφωθεί ήταν ουσιαστικά ο λόγος της εγκατάλειψης της συζυγικής οικίας.
Το Δικαστήριο ύστερα από την ακρόαση των δύο μερών εξέδωσε κατά πλειοψηφία απόφαση με την οποία δικαιώνει τον εφεσίβλητο και ο γάμος των διαδίκων διαλύθηκε λόγω γεγονότων που κλόνισαν ισχυρά τη μεταξύ τους σχέση. Αντίθετα, ο πρόεδρος του Δικαστηρίου στη δική του απόφαση κατέληξε ότι ο κλονισμός οφειλόταν σε υπαιτιότητα του εφεσίβλητου και όχι της εφεσείουσας.
Εναντίον της απόφασης της πλειοψηφίας καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση. Κατά την εκδίκαση της έφεσης ο εφεσίβλητος παρουσιάστηκε χωρίς δικηγόρο και δήλωσε απλώς ότι θεωρεί την απόφαση του Δικαστηρίου ορθή.
Η εφεσείουσα εγείρει αριθμό λόγων, η συνισταμένη των οποίων είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποδέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου αντί της δικής της. Συγκεκριμένα με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλει τον ισχυρισμό ότι το Δικαστήριο ανέστρεψε το βάρος απόδειξης από τους ώμους του εφεσίβλητου στους δικούς της, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε λανθασμένα συμπεράσματα σχετικά με την αξιοπιστία της. Το επιχείρημα της εφεσείουσας επικεντρώνεται ουσιαστικά στην αναφορά του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα παρέλειψε να στηρίξει από τη μια την εκδοχή της, αλλά και να καταρρίψει εκείνη του αιτητή, αφού δεν προσκόμισε μαρτυρία από συγγενικά της πρόσωπα και το πρόσωπο για το οποίο το Δικαστήριο δέχτηκε ότι διατηρούσε ερωτική σχέση.
Θα πρέπει να πούμε ότι το επιχείρημα της εφεσείουσας δεν ευσταθεί. Είναι φανερό από την απόφαση ότι το Δικαστήριο κατέληξε σε συγκεκριμένα συμπεράσματα ως προς την αξιοπιστία των δύο πλευρών και έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσει τους δύο διάδικους, που ας σημειωθεί ήταν και οι μόνοι μάρτυρες που κατέθεσαν, δέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ως αληθή, ενώ απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσείουσας. Δεν είναι ορθός ο ισχυρισμός ότι το συμπέρασμα αυτό του Δικαστηρίου βασίστηκε στην παράλειψη της εφεσείουσας να προσκομίσει μαρτυρία. Είναι σαφές από σωρεία αναφορών στην απόφαση, αλλά και από το όλο πνεύμα της, ότι το Δικαστήριο κατέληξε να αποδεχτεί την εκδοχή του εφεσίβλητου. Τα οποιαδήποτε σχόλια που γίνονται σε όλη την έκταση της απόφασης αναφορικά με την εφεσείουσα και τους λόγους για τους
οποίους η μαρτυρία της δεν έγινε αποδεκτή, απλώς γίνονται για να ενισχυθεί και εξηγηθεί ο τρόπος με τον οποίο το Δικαστήριο κατέληξε στα συμπεράσματά του.Εξ άλλου εκείνο που το Δικαστήριο εννοεί με τη συγκεκριμένη αναφορά είναι ότι ο εφεσίβλητος προσπάθησε να αποδείξει απλώς ότι την παραδοχή την έκαμε όχι μόνο σ΄ αυτόν, αλλά μπροστά και σε άλλους, ισχυρισμό που η εφεσείουσα δεν αντέκρουσε με μαρτυρία. Κατά την αγόρευση έγινε προσπάθεια να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί δεν αμφισβητήθηκαν κατά την αντεξέταση είναι λανθασμένο. Η αναφορά που έγινε στη σχετική σελίδα των πρακτικών δεν βοηθά την εισήγηση αυτή. Από τα πρακτικά προκύπτει ότι η εφεσείουσα σε καμιά περίπτωση δεν αντεξέτασε τον εφεσίβλητο επί του συγκεκριμένου σημείου. Ας μη ξεχνούμε ότι μια γενική υποβολή που γίνεται από το δικηγόρο ενός διάδικου χωρίς ουσιαστική αμφισβήτηση των λεγόμενων του μάρτυρα, δεν ισούται με αμφισβήτηση των γεγονότων.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα επιτίθεται εναντίον της αναφοράς του δικαστηρίου στο γεγονός ότι κάποιοι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου δεν αμφισβητήθηκαν στην αντεξέταση, παράλειψη που υποδηλώνει παραδοχή τους. Σύμφωνα με την εφεσείουσα, παράλειψη αντεξέτασης επί των ισχυρισμών αυτών του εφεσίβλητου
, δεν συνιστά κατ΄ ανάγκην και αυτόματη παραδοχή εκ μέρους της. Αντίθετα εναπόκειται στο Δικαστήριο να δεχτεί ή όχι τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς.Και πάλιν υπάρχει κάποια παρανόηση. Το Δικαστήριο αναφέρεται σε συγκεκριμένο περιστατικό που έγινε στο σπίτι της αδελφής της εφεσείουσας κατά το οποίο, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου, ισχυρισμό που το Δικαστήριο δέχτηκε ως αληθή, η εφεσείουσα παραδέχτηκε ενώπιον και άλλων ότι διατηρούσε σχέσεις με το συγκεκριμένο πρόσωπο. Είναι γεγονός ότι καμιά σχετική ερώτηση δεν υποβλήθηκε στον εφεσίβλητο κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης. Είναι επίσης γεγονός ότι το Δικαστήριο αναφερόμενο στο συγκεκριμένο επεισόδιο καταλήγει ότι η παράλειψη αντεξέτασης υποδηλώνει την παραδοχή τους.
Δεν νομίζουμε ότι η απόφαση που αναφέρθηκε, η
Adidas Sportshuhfabriken Adi Dassler KG v. Jonitexo Limited (1987) 1 C.L.R. 383, προάγει την υπόθεση της εφεσείουσας. Στην περίπτωση εκείνη το Δικαστήριο αναφερόταν στην παράλειψη της υπεράσπισης να θέσει στους μάρτυρες του ενάγοντα μια συναφή πτυχή της υπόθεσής της, παράλειψη που κρίθηκε ότι δεν ήταν απαραίτητα μοιραία για την εγκυρότητά της. Πολλά εξαρτώνται από τη φύση του ισχυρισμού και τους λόγους για τους οποίους το σημείο δεν ηγέρθη κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης των μαρτύρων της άλλης πλευράς. Στην απουσία δέουσας εξήγησης της παράλειψης, το Δικαστήριο μπορεί εύλογα να μη λάβει υπ΄ όψιν ισχυρισμούς επί γεγονότων που δεν τέθηκαν στους μάρτυρες της άλλης πλευράς, λόγω του ότι δεν δόθηκε η ευκαιρία στον αντίδικο να αντικρούσει με μαρτυρία τους ισχυρισμούς αυτούς. Στην απουσία μιας τέτοιας αντιπαράστασης το Δικαστήριο μένει μόνο με τη μία πλευρά της ιστορίας και μπορεί για το λόγο αυτό να την απορρίψει ως μονόπλευρη και ασύμβατη με το δικαίωμα της άλλης πλευράς να έχει την κατάλληλη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή της επί του σημείου.Κατά κανόνα ο διάδικος θα πρέπει να θέσει στους μάρτυρες της άλλης πλευράς το μέρος της υπόθεσής του που αφορά το συγκεκριμένο μάρτυρα. Αν κατά την αντεξέταση δεν υποβάλει οποιεσδήποτε ερωτήσεις, γενικά θεωρείται ότι αποδέχεται την εκδοχή που θέτει ο μάρτυρας (Βrowne v. Dunn
(1894) 6 R. 67, (H.L.) και R. v. Hart (1932) 23 Cr.App. R. 202 ). Στην Αγγλία δεν επιτρέπεται στο διάδικο αυτό να επιτεθεί κατά την τελική του αγόρευση ή να προωθήσει εξηγήσεις, στα σημεία όπου παρέλειψε να αντεξετάσει σχετικούς μάρτυρες επί του σημείου (βλέπε επίσης Phipson on Evidence, 13η ΄Εκδοση, παραγρ. 33-69). ΄Ετσι είναι φανερό ότι και ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί.Ο τρίτος λόγος συνοψίζεται στο παράπονο της εφεσείουσας ότι το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην υπεράσπισή της δεν προβαίνει σε οποιανδήποτε αναφορά για τις ερωτικές συναναστροφές που τις απέδιδε ο εφεσίβλητος. Ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο έκρινε την αξιοπιστία της βασιζόμενο στη δήθεν μη αναφορά των πιο πάνω στο δικόγραφό της και στη μη σχετική αντεξέταση του εφεσίβλητου στα ίδια σημεία.
Πράγματι στην υπεράσπιση της εφεσείουσας δεν γίνεται οποιαδήποτε ειδική αναφορά στον ισχυρισμό ότι ο εφεσίβλητος της απέδιδε ψευδείς ερωτικές συναναστροφές με διάφορα πρόσωπα. Η αναφορά σε μειωτική συμπεριφορά του αιτητή, αναφορά που πράγματι γίνεται στην υπεράσπιση, δεν νομίζουμε ότι συμπίπτει με τα πιο πάνω. Θεωρούμε ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριμένη αναφορά στην υπεράσπισή της είναι ορθή. Περαιτέρω όμως θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το Δικαστήριο δεν στήριξε το συμπέρασμά του για την αξιοπιστία της στην παράλειψη αυτή. Απλώς όπως είπαμε και πιο πάνω, στην προσπάθειά του να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους δεν δέχτηκε την εκδοχή της εφεσείουσας προβαίνει και σε ορισμένες αναφορές σε θέματα με τα οποία δεν ήταν ανάγκη καν να ασχοληθεί.
Ο επόμενος λόγος έφεσης αναφέρεται σε κάποια συγκεκριμένα συμβάντα και ισχυρισμούς και καταλήγει ότι η υποχωρητικότητα της εφεσείουσας θα έπρεπε να θεωρηθεί ως προσπάθειά της να σώσει το γάμο της και όχι, όπως κρίθηκε από το Δικαστήριο, ως προσπάθεια δημιουργίας άλλοθι για το δεσμό της με το συγκεκριμένο άτομο. Και ο λόγος αυτός εμπίπτει στα παράπονα της εφεσείουσας εναντίον των συμπερασμάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου επί της μαρτυρίας, τομέας στον οποίο, όπως επανειλημμένα έχει λεχθεί στο παρελθόν, το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός αν υπάρχει σοβαρός λόγος. ΄Ενας τέτοιος λόγος δεν έχει παρουσιαστεί στην παρούσα υπόθεση και συνεπώς και ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης αναφέρεται στο συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα παραδέχτηκε ότι διέπραξε μοιχεία, που είναι λανθασμένο και αντίθετο με τη δοθείσα μαρτυρία. Περαιτέρω προβάλλεται η θέση ότι η απλή ομολογία διάπραξης μοιχείας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητική μαρτυρία απόδειξης ενός τέτοιου ισχυρισμού. Καμιά εξήγηση δεν δίδεται γιατί η εφεσείουσα θεωρεί το συγκεκριμένο συμπέρασμα του Δικαστηρίου λανθασμένο. Το Δικαστήριο εξήγησε, με μεγάλη μάλιστα λεπτομέρεια, γιατί δέχτηκε ως ορθή την εκδοχή του εφεσίβλητου και γιατί κατέληξε στα συγκεκριμένα συμπεράσματα επί των γεγονότων.
΄Οσον αφορά το δεύτερο μέρος του επιχειρήματος θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο δεν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα διέπραξε μοιχεία, με βάση την ομολογία της. Το Δικαστήριο συμπέρανε ότι η μεταξύ των διαδίκων σχέση κλονίστηκε ανεπανόρθωτα και ένας από τους λόγους του κλονισμού ήταν και η παραδοχή της εφεσείουσας ότι διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις με το συγκεκριμένο άτομο. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα αν η ομολογία διάπραξης μοιχείας είναι ή όχι ικανοποιητική μαρτυρία απόδειξης ισχυρισμού για διάπραξη μοιχείας. Η αναφορά του Δικαστηρίου και πάλι γίνεται μέσα στα πλαίσια της αιτιολογίας γιατί κατέληξε τελικά ότι η εφεσείουσα ήταν η υπαίτιος για τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΜΔ