ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 711
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αίτηση Αρ. 27/99
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με την Ex parte Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα
της Δημοκρατίας για άδεια καταχώρισης Αίτησης για την
έκδοση Προνομιακού Διατάγματος Certiorari
- και -
Αναφορικά με τα ’ρθρα 113.2 και 155.4 του Συντάγματος,
τα άρθρα 3, 9, 11 και 15 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης
(Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 3/64) και το άρθρο 3
του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60)
- και -
Αναφορικά με την αγωγή αρ. 2542/98 του Επαρχιακού Δικαστηρίου
Λευκωσίας
Μεταξύ:
Heatron Co Ltd
Εναγόντων
- και -
Β.Μ. Rising Engineering Works Ltd
Μετονομασθείσα εις B.M. Rising Ltd
Εναγομένων
- και -
Αναφορικά με το Διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας
ημερομηνίας 26/3/99 διά την έκδοση εντάλματος κατασχέσεως εις
χείρας τρίτου, ήτοι της Κυπριακής Δημοκρατίας εκπροσωπουμένης
διά του Γενικού Εισαγγελέως και/ή του Γενικού Διευθυντού του
Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και/ή Διευθυντού του
Τμήματος Τεχνικών Υπηρεσιών του εν λόγω Υπουργείου και/ή
του Γενικού Λογιστή της Δημοκρατίας
---------------------------
6 Μαΐου 1999
Για τους αιτητές: Μαίρη-Ανν Σταυρινίδου
εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Γενικός Εισαγγελέας αποτείνεται για άδεια να καταχωρίσει αίτηση προς έκδοση εντάλματος certiorari σε αστική διαδικασία εκτέλεσης με κατάσχεση ιδιοκτησίας στα χέρια τρίτου προς ικανοποίηση εξ αποφάσεως χρέους σε υπόθεση που αφορά άλλους.
Συνοψίζω τις περιστάσεις. Η Heatron Co. Ltd, εξ αποφάσεως πιστώτρια στην αγωγή αρ. 2542/98 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, την οποία είχε κινήσει εναντίον της B.M. Rising Ltd (όπως μετονομάστηκε), υπέβαλε στο Επαρχιακό Δικαστήριο μονομερή αίτηση, ημερ. 24 Μαρτίου 1999, με την οποία ζητούσε την έκδοση εντάλματος κατάσχεσης ποσού £11.400 "εις χείρας της Κυπριακής Δημοκρατίας εκπροσωπουμένης διά του Γενικού Εισαγγελέως και/ή παντός υπευθύνου και/ή του Γεν. Διευθυντού του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και/ή Διευθυντού του Τμήματος των Τεχνικών Υπηρεσιών του προειρημένου Υπουργείου και/ή του Γενικού Λογιστού ως υπευθύνου του Γενικού Λογιστηρίου της Κυπριακής
Δημοκρατίας..." Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση, το εν λόγω ποσό εμφανιζόταν να προερχόταν "εκ γενομένων εργασιών και/ή συμβολαίου εργολαβίας διά εγκατάστασιν κεντρικής θερμάνσεως εις την Τεχνικήν Σχολήν Αγίου Λαζάρου Λάρνακος και/ή εξ άλλων προσφερθέντων εργασιών και/ή κατασκευών και/ή εκ κρατήσεων διά ελαττωματικήν εργασίαν και/ή άλλων κρατήσεων παρά των Μεσεγγυούχων."Ως προς τα λοιπά, το μόνο που έχει εν προκειμένω σημασία είναι το ότι δεν γινόταν πουθενά λόγος για συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα αναφορικά με κατάσχεση του ποσού. Προβλέπεται στο άρθρο 77 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, ότι:
"Ιδιοκτησία στα χέρια ή υπό τον έλεγχο δημόσιου λειτουργού υπό την επίσημη του ιδιότητα υπόκειται σε κατάσχεση στα χέρια τρίτου για εκτέλεση δικαστικής απόφασης με τη συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα
Στις 26 Μαρτίου 1999, που ήταν ορισμένη η αίτηση, το Επαρχιακό Δικαστήριο την ενέκρινε, ενεργώντας προφανώς χωρίς αναφορά προς το άρθρο 77. Κατ΄ ακολουθίαν εκδόθηκε κατά την ίδια ημερομηνία το ένταλμα κατάσχεσης. Το οποίο απευθύνεται όχι μόνο προς τους άλλους κατονομασθέντες στην αίτηση, αλλά και προς τον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα ο οποίος διατάσσεται να εμφανιστεί στο Δικαστήριο στις 18 Μαΐου 1999 για να υποβληθεί σε εξέταση σχετικά με χαρακτηρισθείσα ως οφειλή του προς την εξ αποφάσεως χρεώστρια. Προστίθεται βέβαια στο ένταλμα και διαταγή για μη αποξένωση του ποσού στο μεταξύ όπως και προειδοποίηση για κυρώσεις.
Επισημαίνω εν πρώτοις ότι επρόκειτο περί εναρκτήριας διαδικασίας και όχι ενδιάμεσης παρόλον που άρχισε με μονομερή αίτηση: βλ. την ανάλογη περίπτωση στην
Udruzena Beogradska Banka v. Westacre Investment, Inc, Πολ. Έφ. 9423 ημερ. 28 Ιανουαρίου 1999. Η αίτηση είχε ως αντικείμενο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 73, την ίδια την έκδοση του εντάλματος κατάσχεσης και όχι παρεμπίπτοντος διατάγματος. Το ότι θα ακολουθούσε του εντάλματος δικαστική διεργασία πριν από την οριστικοποίηση, που σημαίνει ότι επρόκειτο για ένταλμα nisi, δεν μεταβάλλει τη φυσιογνωμία της διαδικασίας. Αυτό, υπό το φως της πρόνοιας στο άρθρο 77, σημαίνει ότι δεν παρεχόταν στο Επαρχιακό Δικαστήριο εξουσία για έκδοση σχετικής διαταγής αν πρώτα δεν διαπίστωνε ότι προηγήθηκε η συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα. Προκύπτει λοιπόν νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό της διαδικασίας. Το οποίο θα μπορούσε ίσως να καταταγεί και ως δικαιοδοτικό. Αυτό το δεύτερο δεν χρειάζεται ωστόσο να με απασχολήσει ενόψει της διαπίστωσης περί εμφανούς νομικού σφάλματος.Απαραίτητη προϋπόθεση για χορήγηση άδειας καταχώρισης αίτησης για certiorari είναι η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, με την έννοια της συζητήσιμης υπόθεσης, χωρίς αναφορά προς ο,τιδήποτε θα μπορούσε να αντιταχθεί: βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην
In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250. Εντούτοις η ύπαρξη αυτής της προϋπόθεσης δεν προεξοφλεί την έκβαση. Διότι, όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, άδεια δεν χορηγείται εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ενόψει των οποίων το άλλο ένδικο μέσο εμφανίζεται ως μη ευχερές και μη αποτελεσματικό: βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, στις σελ. 48-49.Στην προκείμενη περίπτωση τα όσα ανέφερα περί εμφανούς νομικού σφάλματος εξικνούνται βέβαια πολύ πέραν της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Πληρούται λοιπόν η αναφερθείσα προϋπόθεση για εξέταση της περίπτωσης. Αλλά το ζήτημα θα παραμείνει ανοικτό για ο,τιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να αντιταχθεί.
Ως προς το κατά πόσο προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο, απάντηση δεν μπορεί εν προκειμένω να δοθεί χωρίς αναφορά προς το ρόλο που ανατίθεται στον Γενικό Εισαγγελέα βάσει του άρθρου 77. Ο Γενικός Εισαγγελέας δεν καθίσταται διάδικος στη διαδικασία. Ενεργεί έξω από αυτή. Δεν πρόκειται για διαδικασία που αφορά τη διάγνωση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ πολίτη και Δημοκρατίας. Ζήτημα εγείρεται μόνο αφού ο Γενικός Εισαγγελέας θα έχει προηγουμένως παράσχει τη συναίνεση του. Κατόπιν δε τούτου, με την έκδοση του εντάλματος, ο δημόσιος λειτουργός δεν έχει λόγο: υπέχει προσωπική
ευθύνη συμμόρφωσης.Σε περίπτωση που ζητείται η συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα και αυτός αποφασίζει να την παράσχει, η συναίνεση μεταφέρεται στο Δικαστήριο με τη μονομερή αίτηση που υποβάλλεται για έκδοση του σχετικού εντάλματος. Η πρακτική, όπως τη γνωρίζω, ήταν από παλαιά ότι η συναίνεση βεβαιώνεται με έγγραφο του Γενικού Εισαγγελέα το οποίο αναφέρεται και επιδεικνύεται ως τεκμήριο στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει τη μονομερή αίτηση. Ας σημειωθεί πως στην παρούσα περίπτωση δηλώθηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα ότι δεν πρόκειται να συναινέσει στην κατάσχεση.
Από τη στιγμή λοιπόν που ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έπρεπε να είχε θεωρηθεί διάδικος στη διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, εντελώς άτοπο να αφεθεί να αναζητήσει εκεί την αποκατάσταση της τάξης, με τη συνέχιση της ιδιότητας διαδίκου. Αυτό ισχύει ακόμα και αν θεωρούσα - αλλά δεν εκφέρω άποψη - πως θα του παρεχόταν δικονομικώς η δυνατότητα να έθετε το ζήτημα για θεραπεία στο Επαρχιακό Δικαστήριο.
Χορηγείται η αιτούμενη άδεια. Αίτηση για την έκδοση εντάλματος certiorari μπορεί να καταχωριστεί εντός δέκα ημερών από σήμερα. Να οριστεί για την 1 Ιουνίου 1999. Και να επιδοθεί στην εξ αποφάσεως πιστώτρια.
Στο μεταξύ θα υπάρξει αναστολή της διαδικασίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο μέχρι την εκπνοή του χρόνου για την καταχώριση αίτησης για certiorari και, σε περίπτωση καταχώρισης, η αναστολή θα εκτείνεται μέχρι την περάτωση της αίτησης.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ