ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 1 ΑΑΔ 384

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 1/98.

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΚΑΛΛΗ, Δ.Δ.

 

Γεώργιος Ν. Γεωργίου,

Εφεσείων

ν.

Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων

Εφεσιβλήτων

____________________

23 Μαρτίου, 1999.

Για τον εφεσείοντα: Α. Κυριάκου.

Για το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων: Ξ. Ξενόπουλος.

Για τον εγκαλούμενο δικηγόρο: Λ. Κληρίδης.

___________________

ΠΙΚΗΣ, Π.: Καταλήγουμε ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί. Η πρώτη

απόφαση, με το σκεπτικό της οποίας συμφωνεί και ο

Νικήτας, Δ., θα δοθεί από τον Καλλή, Δ.

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με επιστολή του ημερ. 2.2.1998 προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ο εφεσείων κατήγγειλε τον δικηγόρο Α.Π. για διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος κατά παράβαση του περί Δικηγόρων Νόμου ("ο Νόμος"). Η καταγγελία εξετάσθηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων κατά τη συνεδρία του ημερ. 25.6.98. Είχε προγηθεί η λήψη των απόψεων του εγκαλούμενου δικηγόρου. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφάσισε ότι "δεν αποδεικνύεται, βάσει των ενώπιον του στοιχείων, εκ πρώτης όψεως, η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος εκ μέρους του εγκαλούμενου δικηγόρου και για τούτο δε δίδεται άδεια, δυνάμει του άρθρου 17(2) των περί Δικηγόρων Νόμων για έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας".

Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα με επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας - Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου - ημερ. 10.7.98. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι ο εφεσείων παρέλαβε την επιστολή στις 17.7.98.

Στις 11.9.98 ο εφεσείων άσκησε έφεση κατά της πιο πάνω απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος που εμφανίσθηκε για τον εγκαλούμενο δικηγόρο ήγειρε τις πιο κάτω προδικαστικές ενστάσεις και ζήτησε όπως αποφασιστούν πριν από την εξέταση των λόγων της έφεσης:

(1) Η έφεση είναι εκπρόθεσμη.

(2) Η απόφαση δεν είναι εφέσιμη.

Νομικό έρεισμα της πρώτης προδικαστικής ένστασης ήταν το άρθρο 17(4) του Νόμου, το οποίο προβλέπει για την καταχώριση έφεσης "εντός δύο μηνών από την έκδοση της απόφασης από το Πειθαρχικό Συμβούλιο". Σχετικός είναι και ο Καν. 3 του περί Δικηγόρων (Εφέσεις εις Πειθαρχικές Υποθέσεις) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1980 ("ο Κανονισμός"), ο οποίος προβλέπει ότι η έφεση παραδίδεται εις τον Αρχιπρωτοκολλητή "εντός δύο μηνών από της αποφάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου".

Έρεισμα για την δεύτερη προδικαστική ένσταση αποτέλεσε το πιο πάνω άρθρο 17(2) (δ) του Νόμου - παρατίθεται στη σελ. 2.

΄Ηταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου του εγκαλούμενου δικηγόρου πως η έφεση έπρεπε να είχε ασκηθεί εντός δύο μηνών "από την έκδοση της απόφασης", όπως ρητά προβλέπεται από το άρθρο 17(4) του Νόμου. Το λεκτικό της σχετικής νομοθετικής πρόνοιας είναι καθαρό και δεν είναι επιδεκτικό οποιασδήποτε άλλης ερμηνείας. Η έφεση ήταν εκπρόθεσμη γιατί ασκήθηκε μετά την εκπνοή της δίμηνης προθεσμίας.

Αναφορικά με την δεύτερη προδικαστική ένσταση υποστήριξε πως σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο 17(2) (δ) του Νόμου μόνο αποφάσεις που οδηγούν σε καταδίκη ή αθώωση είναι εφέσιμες. Στην κρινόμενη περίπτωση δεν δόθηκε άδεια από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, δεν ξεκίνησε η πειθαρχική δίωξη και δεν υπάρχει εφέσιμη απόφαση.

Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε πως η προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία παραλαβής της πιο πάνω επιστολής ημερ. 17.7.98 από τον εφεσείοντα. Σε σχέση με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση ήταν η θέση του πως η εκκαλούμενη απόφαση εξομειώνεται με εφέσιμη απόφαση εφόσο το Πειθαρχικό Συμβούλιο με το να μη δώσει άδεια στην ουσία απέρριψε το παράπονο.

Η έκβαση της πρώτης προδικαστικής ένστασης εξαρτάται από την ερμηνεία που θα δοθεί στο πιο πάνω άρθρο 17(4) του Νόμου.

΄Οπου το λεκτικό του Νόμου είναι καθαρό και σαφές πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με τη φυσική και συνηθισμένη του έννοια γιατί αυτό το λεκτικό εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την πρόθεση του Νομοθέτη (Maxwell on the Interpretation of Statutes, 10η έκδοση, σελ. 2., Income Tax Commissioners v. Pemsel (1891) A.C. 531, 543, Pilavakis v. Cyprus Inland Telecommunications Authority (1963) 2 C.L.R. 429). Εφόσο το νόημα ενός νόμου είναι απλό το δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να διερευνήσει την σοφία του. Δεν είναι καθήκο του δικαστηρίου να καταστήσει τον Νόμο λογικό αλλά να τον ερμηνεύσει όπως έχει σύμφωνα με το ορθό νόημα του λεκτικού του (Sutters v. Briggs (1922) 1 A.C. 1, 8, Kanaris v. Tosoun (1969) 1 C.L.R. 637, 643). Δεν είναι επιτρεπτή η προσθήκη λέξεων στο κείμενο του Νόμου και η παρεμβολή επεκτάσεων οι οποίες δεν βρίσκονται στο Νόμο (Papaneophytou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 191, 204).

Σε σχέση δε με το ζήτημα που μας απασχολεί - της προθεσμίας - καθώς έχει νομολογηθεί, οι τασσόμενες προθεσμίες αποτελούν βασικό υποστήριγμα του νομικού μας συστήματος για την πιο αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης (Μιχαηλίδη ν. Χρίστου, Πολιτική ΄Εφεση 9626/25.11.96 και Κληρίδης ν. Σταυρίδη, Πολιτικές Εφέσεις 8918 και 9064/21.10.97).

Στην κρινόμενη περίπτωση το λεκτικό της σχετικής νομοθετικής διάταξης είναι απλό, καθαρό και σαφές. Είναι καθήκο του δικαστηρίου να το ερμηνεύσει και εφαρμόσει σύμφωνα με τη φυσική και συνήθη έννοια του. Είναι τόσο καθαρό που δεν είναι επιδεκτικό οποιασδήποτε άλλης ερμηνείας. ΄Εχουμε, επομένως, την άποψη πως η έφεση πρέπει να ασκείται εντός δύο μηνών από την έκδοση της

απόφασης. Εφόσο η παρούσα έφεση έχει ασκηθεί μετά την εκπνοή της δίμηνης προθεσμίας είναι εκπρόθεσμη και για το λόγο αυτό η πρώτη προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει.

 

 

 

 

 

 

 

Οι σχετικές με την δεύτερη προδικαστική ένσταση πρόνοιες του Νόμου είναι τα εδάφια (1), (2), (4) και (7) του άρθρου 17. Με βάση το κείμενο των σχετικών διατάξεων έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο όρος "απόφαση" στο εδάφιο (4) του άρθρου 17 περιλαμβάνει απόφαση που εκδίδεται μετά από την έναρξη διαδικασίας για επιβολή οποιασδήποτε από τις ποινές που προνοούνται στο εδάφιο (1) του ιδίου άρθρου και την διεξαγωγή έρευνας όπως προβλέπεται από το εδάφιο (7). Για την έναρξη της εν λόγω διαδικασίας πρέπει να συντρέχει μια ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το εδάφιο (2). Στην κρινόμενη περίπτωση πρέπει να συντρέχει η προϋπόθεση της παραγ. (δ) του εδαφίου (2) - "αίτηση οποιουδήποτε προσώπου που έχει παράπονα από τη διαγωγή του δικηγόρου κατόπιν άδειας του Πειθαρχικού Συμβουλίου". Εδώ δεν έχει δοθεί η εν λόγω άδεια. Δεν έχει επομένως ενεργοποιηθεί η διαδικασία για επιβολή ποινής και δεν έχει διεξαχθεί η έρευνα με τον τρόπο που προβλέπεται από το εδάφιο (7). Η άρνηση του Πειθαρχικού Συμβουλίου να χορηγήσει την δυνάμει του εδαφίου 2(δ) απαιτούμενη άδεια δεν αποτελεί απόφαση εντός της έννοιας του εδαφίου (4). Δεν είναι επομένως εφέσιμη απόφαση Ακολουθεί πως και η δεύτερη προδικαστική ένσταση πρέπει να πετύχει.

Αναπόφευκτη κατάληξη της επιτυχίας των προδικαστικών ενστάσεων ειναι η απόρριψη της έφεσης.

Πριν τελειώσουμε θεωρούμε σκόπιμο να προβούμε στις πιο κάτω παρατηρήσεις:

 

(1) Η οποιαδήποτε καθυστέρηση στη λήψη της απόφασης από ένα ενδιαφε-

ρόμενο πρόσωπο δεν οδηγεί κατ΄ ανάγκη σε αδικία. Μπορεί να γίνει

επίκληση της καθυστέρησης για παράταση της προθεσμίας για

άσκηση έφεσης. Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει επιδιωχθεί παράταση.

(2) Η εξέταση και απόρριψη ενός παραπόνου χωρίς να έχει προηγηθεί η

ακρόαση προφορικής μαρτυρίας, όπως προβλέπεται και από το εδάφιο

(7) του άρθρου 17 του Νόμου, δυνατόν να οδηγεί σε παραβίαση βασικών

αρχών του δικαίου η οποία μεγενθύνεται και λόγω της απουσίας

δικαιώματος έφεσης. Θα ήταν επομένως σκόπιμο όπως εξεταστεί η

δυνατότητα τροποποίησης του Νόμου με τρόπο που να παρέχεται

δικαίωμα έφεσης και στις περιπτώσεις που εμπίπτουν εντός του

εδαφίου 2(δ).

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

Σ. ΝΙΚΗΤΑΣ,

Δ.

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο