ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 1 ΑΑΔ 225

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 10042

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, Δ/στων

Δημοκρατία της Σλοβενίας από τη Σλοβενία

Εφεσείουσα

και

Beogradska Banka D.D. από τη Λευκωσία

Εφεσίβλητη

---------------------------

 

 

23 Φεβρουαρίου 1998

Για την εφεσείουσα: κ. Μ. Γεωργιάδης και Ν. Γεωργιάδης

Για την εφεσίβλητη: κ. Π. Ιωαννίδης.

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ: Επιλαμβανόμαστε έφεσης κατά της απόφασης Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή για ακύρωση παρεμπίπτοντος διατάγματος που είχε εκδοθεί ex parte και εγείρεται, ως πρώτο, θεμελιακό ερώτημα αναφορικά με το ποιά ζητήματα ανήκουν στο θέμα. Ειδικότερα, αν εντάσσεται σ΄αυτήν η απόφανση αναφορικά με την καθόλου δυνατότητα ανάληψης ή άσκησης δικαιοδοσίας προς εκδίκαση της αγωγής. Και κατά προέκταση, οι επιπτώσεις από το γεγονός ότι η εκδίκαση της αγωγής, λόγω του ύψους του ποσού που αξιώνεται, δεν ενέπιπτε στην καθ΄ύλην αρμοδιότητα του πρωτόδικου δικαστή.

Δεν είχαν ακόμα ανταλλαγεί έγγραφες προτάσεις και σημείο αναφοράς ως προς τη φύση της αξίωσης ήταν το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα. Δεν χρειάζεται να μας απασχολήσουν οι λεπτομέρειές του. Βρίσκεται στον πυρήνα του η θέση πως μεγάλα ποσά χρημάτων και άλλη περιουσία κατέχονται από την εναγόμενη τράπεζα δυνάμει εμπιστεύματος ή για λογαριασμό της Δημοκρατίας της Σλοβενίας. Διεκδικούν δε οι εφεσείοντες συγκεκριμένο ποσό κατ΄επίκληση των αρχών που διέπουν την αποκατάσταση αλλά και ως αποζημιώσεις για παραβάσεις εμπιστεύματος, καθηκόντων ως προς αυτό, σύμβασης και άλλα. Επιπρόσθετες αξιώσεις αφορούν στην απόδοση λογαριασμού και στην αποκάλυψη, έρευνα και άλλα προς εντοπισμό (tracing).

Eπίσης δεν παρίσταται ανάγκη πλήρους αναφοράς στο περιεχόμενο του διατάγματος που είχε εκδοθεί. Απέβλεπε, σε γενικές γραμμές, σε παγοποίηση ποσών και άλλων περιουσιακών στοιχείων προερχόμενων από την Εθνική Τράπεζα της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας ή κατεχομένων προς όφελος ή σε πίστη της. Σημειώνουμε πως πρόσθετο διάταγμα για επιθεώρηση και λήψη αντιγράφων είχε ήδη εκτελεστεί μέχρι την ακρόαση του θέματος.

Για τη συμπλήρωση της ακρόασης χρειάστηκε να συνεδριάσει το Δικαστήριο επί 37 μέρες. Αντεξετάστηκαν μάρτυρες, προσάχθηκε όγκος υλικού και θα δούμε αμέσως την εξήγηση του φαινομένου. ΄Ηταν η βασική θέση των εφεσιβλήτων πως η διαφορά που εγειρόταν ήταν διακρατικού επιπέδου και πως η εκδίκαση της θα παραβίαζε την ασυλία άλλου κράτους. Ο πρωτόδικος Δικαστής παραθέτει στην απόφασή του τις λεπτομέρειες αλλά εδώ αρκεί να σταθούμε στο προσδιορισμό του εγχειρήματος που αναλήφθηκε. Καταγράφεται ρητά στην πρωτόδικη απόφαση.

"Το πρώτο θέμα το οποίο πρέπει να εξετασθεί κατά τη γνώμη μου είναι το θέμα της "Ξένης Κρατικής Ασυλίας" όπως τέθηκε από τον ευπαίδευτο δικηγόρο της καθ΄ης η αίτηση το οποίο εάν κριθεί υπέρ της θα είναι και καθοριστικό δια την περαιτέρω πορεία της παρούσας διαδικασίας."

 

Ακολούθησε η εξέταση του θέματος με αρκετά εκτεταμένη αναφορά στις θέσεις των δυο πλευρών, σε νομολογία και σε βιβλιογραφία. Ενδιαφέρει η κατάληξη:

"΄Εχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω που να σημειωθεί είναι και οι ισχυρισμοί της αιτήτριας δεν έχω παρά να πώ ότι πρόκειται περί διακρατικής διαφοράς."

Και στη συνέχεια, στη σελίδα 35:

"΄Εχοντας φθάσει σε αυτό το σημείο σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση θα πρέπει να αναστείλω τη διαδικασία."

Προχώρησε όμως το πρωτόδικο δικαστήριο γιατί απέμενε ο εναλλακτικός ισχυρισμός πως, αφού η υπόθεση αφορούσε στη διαχείριση εμπιστεύματος, ίσχυε "εξαίρεση του κανόνα περί κρατικής ασυλίας". ΄Εκρινε πως δεν υπήρχε περιθώριο για τέτοια εξαίρεση και επανέλαβε:

 

"Δια όλους τους πιο πάνω λόγους είναι η απόφασή μου ότι εις τα περιστατικά της παρούσας υποθέσεως ισχύει ο κανόνας της κρατικής ασυλίας προς όφελος της Ο.Δ.Γ."

Με το τελευταίο μέρος της πρωτόδικης απόφασης έγινε δεκτός ο ισχυρισμός πως οι εφεσείοντες αιτητές δεν είχαν αποκαλύψει, στο πλαίσιο της ex parte αίτησής τους, όλα τα ουσιώδη γεγονότα. Εμφανίζεται να είναι αυτοτελές το θέμα αυτό αλλά στην πραγματικότητα διασυνδέεται προς το προηγούμενο. Το γεγονός που κρίθηκε ότι δεν αποκαλύφθηκε (η ύπαρξη νόμου για την κατάθεση ξένου συναλλάγματος από τις εμπορικές τράπεζες της Σλοβενίας στην Εθνική Τράπεζα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας) θεωρήθηκε ότι προσλάμβανε σημασία στο πλαίσιο του ευρύτερου θέματος της κρατικής ασυλίας. Παραθέτουμε και την τελική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου:

"Συνεπώς και διά το λόγο αυτό το Δικαστήριο δεν πρέπει να προχωρήσει να εξετάσει την ουσία.......

Δια όλους τους πιο πάνω λόγους το Διάταγμα ημερ. 17.7.1996 ακυρούται. Δεν μπορεί να τεθεί θέμα αναστολής του συνεπεία της αποφάσεως μου επί του θέματος της μη αποκάλυψης αλλά και σε σχέση με την κρατική ασυλία η αναστολή του Διατάγματος θα είχε αντίθετα αποτελέσματα".

 

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την κατ΄ουσίαν ορθότητα των συμπερασμάτων στα οποία άχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο αλλά, πριν από όλα, θέτουν το ζήτημα που προσδιορίσαμε στην αρχή. Συνοψίζουμε τα επιχειρήματά τους. Καθήκον του Δικαστηρίου ήταν η διερεύνηση της συνύπαρξης των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 32 (1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60). Αντ΄αυτού, το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε ως εάν να είχε ενώπιόν του αίτηση για αναστολή της διαδικασίας. Αφού δε διαπίστωσε πως δεν ήταν δυνατό να αναληφθεί ή να ασκηθεί δικαιοδοσία ενόψει κρατικής ασυλίας, ουσιαστικά ανέστειλε τη διαδικασία. Εν πάση περιπτώσει, κατέληξε σε οριστική δικαστική κρίση για ύπαρξη κρατικής ασυλίας χωρίς να είχε παρασχεθεί στους εφεσείοντες η δυνατότητα να ακουστούν στα πλαίσια της αγωγής με βάση τους καθιερωμένους δικονομικούς κανόνες. Με αποτέλεσμα να έχει ουσιαστικά "τορπιλλιστεί" ή να έχει "σκοτωθεί" η υπόθεσή τους εφόσον η δικαστική κρίση ως προς την κρατική ασυλία θα συνιστά δεδικασμένο. Ταυτόχρονα, το πρωτόδικο δικαστήριο επελήφθη θέματος το οποίο, στην πραγματικότητα, καθόριζε την τύχη της ίδιας της αγωγής, αντίθετα προς τις διατάξεις του άρθρου 22 (3) του Ν. 14/60. Ως εκ του ύψους της απαίτησης, δεν είχε δικαιοδοσία για την εκδίκαση της αγωγής. Η δική του αρμοδιότητα περιοριζόταν σε θέματα μή διαγνωστικά της ουσίας της. ΄Οπως κρίθηκε ότι έγινε στην ΡΙΚ κ.α. ν. Νικολαίδη (1993) 1 ΑΑΔ 364 όπου η διαγραφή μέρους της απαίτησης, ως διαγνωστική της ουσίας της, θεωρήθηκε ότι ανήκε στη δικαιοδοσία του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Δεν διαφωνούν, βέβαια, οι εφεσίβλητοι πως δεν εξετάζεται η ουσία της υπόθεσης ούτε επιλύονται αμφισβητήσεις ως προς τα γεγονότα της στη διαδικασία για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος. Θεωρούν όμως πως το Δικαστήριο όχι μόνο θα μπορούσε αλλά είχε και καθήκον να ικανοποιηθεί εξ αρχής ότι είχε δικαιοδοσία. ΄Οπως το έθεσαν, "δεν είναι νοητό για ένα δικαστήριο να επιλαμβάνεται υπόθεσης εκτός εάν ικανοποιείται ότι έχει δικαιοδοσία να το πράξει". Και παραπέμπουν στην υπόθεση Παναγιώτου ν. Χ"Κυριάκου (1991) 1 ΑΑΔ 362 αναφορικά με τη δυνατότητα εξέτασης του ζητήματος της δικαιοδοσίας σε οποιοδήποτε στάδιο, και αυτεπαγγέλτως ακόμα. Επίσης, στις υπόθεσης El Fath Co v. EDT Shipping και άλλοι (1992) 1 ΑΑΔ 1255 και Paolo Bonnici and Co and Another v. The Ship "Kyarlda" (1980) 1CLR 149 ως παραδείγματα εξέτασης του θέματος της δικαιοδοσίας στο πλαίσιο αιτήσεων για σύλληψη πλοίου. Στη δεύτερη, μάλιστα, σε σχέση με αλλοδαπή κρατική ασυλία.

Πρόσθεσαν πως ορθώνεται και δεύτερο συναφές εμπόδιο στην εκδίκαση της υπόθεσης. Δεν το είχαν εισηγηθεί πρωτοδίκως, δεν προκύπτει ως επίδικο από τους λόγους έφεσης, οι ίδιοι δεν άσκησαν "αντέφεση" αλλά πιστεύουν πως μπορεί να εξεταστεί, σε πρώτο στάδιο από το Ανώτατο Δικαστήριο, με γνώμονα την πρωτογενή αξιολόγηση του υλικού που είχε προσαχθεί πρωτοδίκως. Εισηγούνται πως οι αξιώσεις των εφεσειόντων είναι μή εκδικάσιμες (non justiciable) ενώπιον των Δικαστηρίων μας. Αναλύουν το θέμα και προτείνουν:

"Υποβάλλεται ότι, με αυτά τα δεδομένα, δεν είναι επιτρεπτό για το Σεβαστό Δικαστήριο να καταλήξει σε συμπέρασμα για ύπαρξη "ορατής πιθανότητας επιτυχίας" ή άλλως για ύπαρξη "εκ πρώτης όψεως" υπόθεσης γιατί ακριβώς είναι αυτό που δεν νομιμοποιείται να πράξει, δηλαδή να επιληφθεί της υπόθεσης."

 

Τί ακριβώς εννοούσαν αποσαφηνίστηκε κατά την ακρόαση. Η δικαστική κρίση για τα πιο πάνω, σ΄αυτό το στάδιο, δεν είναι οριστική. Διατυπώνεται - και αυτή την περιορισμένη εμβέλεια θα έχει και η τυχόν επικυρωτική της πρωτόδικης, απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου - στο πλαίσιο και για τους σκοπούς της ενδιάμεσης διαδικασίας. Θα είναι ανοικτό και για τις δυο πλευρές, ακόμα και αν κρίνουμε πως υπάρχει κρατική ασυλία και το θέμα δεν είναι εκδικάσιμο, να το συζητήσουν αργότερα, εντελώς αδέσμευτες, κατά την εκδίκαση της αγωγής. Η οποία, αυτή καθ΄εαυτήν, δεν ανεστάλη αλλά εξακολουθεί να υπόκειται σε εκδίκαση.

Δικαιοδοτικό ζήτημα μπορεί να εξεταστεί σε οποιοδήποτε στάδιο, ακόμα και κατ΄έφεση, ανεξάρτητα μάλιστα από τους λόγους έφεσης, αυτεπαγγέλτως. (Βλ. συναφώς και Central Co-operative Bank v. CY.E.M.S. (1984) 1 CLR 435). Θα δούμε και στη συνέχεια πως αυτή η δυνατότητα ή ακόμα και το επιθυμητό, κατά κανόνα, της επίλυσης του δικαιοδοτικού ζητήματος όσο γίνεται πιο γρήγορα, δεν σημαίνει πως δικαιολογεί διάδικο να αναμένει, άνευ ετέρου εγκατάλειψη του ορισμένου θέματος που κατά τους δικονομικούς κανόνες αποτελεί το αντικείμενο της εξέτασης, οποτεδήποτε δηλώνει ότι εγείρει ζήτημα δικαιοδοσίας. Η νομολογία μας, μάλιστα, προσφέρει παραδείγματα αποφυγής επίλυσης του δικαιοδοτικού ζητήματος όταν αυτό εγείρεται πριν την αποκρυστάλλωση, κατά τις δυνατότητες που προσφέρουν οι δικονομικοί κανόνες, των δεδομένων που δυνητικά διαδραματίζουν ρόλο. (Βλ. Katarina Shipping v. Ship "Poly" (1978) 1 CLR, 271, Cypruς Potato Marketing. v. Primlacks etc (1990) 1 ΑΑΔ 219, Mούρτζινος ν.Global Cruises Ltd (1992) 1 AAΔ 1160). Στην υπόθεση Κyriacos Theofanous v. Artemis Georghiou (1969) 1 CLR 203, στην οποία ηγέρθη για πρώτη φορά με τους λόγους έφεσης ζήτημα ως προς την κατά τόπο αρμοδιότητα του πρωτόδικου δικαστηρίου, εξηγήθηκε πως εισήγηση για έλλειψη δικαιοδοσίας μπορεί να εξεταστεί σε οποιοδήποτε στάδιο αν όλα τα γεγονότα βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου. ΄Οπως θα μπορούσαν να τα είχαν προβάλει οι διάδικοι αν το θέμα είχε εγερθεί πρωτοδίκως.

Οι εφεσείοντες αντιδρούν στην εξέταση του ζητήματος της εκδικασιμότητας. Δεν είχε εγερθεί πρωτοδίκως, δεν έχουν καν καταχωρηθεί γραπτές προτάσεις και δεν είχαν καμιά απολύτως ευκαιρία να θέσουν ό,τι θα θεωρούσαν ως σχετικό. Επικαλέστηκαν συναφώς την απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην Kuwait Airways Corporation v. Iraqi Airways Company and Republic of Iraq (1995) 2 Lloyd's Rep. 317 στην οποία δεν εξετάστηκε το θέμα της εκδικασιμότητας επειδή δεν είχαν ανταλλαγεί ακόμα έγγραφες προτάσεις και τα επίδικα ζητήματα δεν είχαν προσδιοριστεί.

Δεν θα είμαστε έτοιμοι να αρνηθούμε αυτή τη δικονομική τάξη, ως προϋπόθεση, σε τελική ανάλυση, για τη δίκαιη εκδίκαση ενός θέματος, αλλά θα προσθέταμε και κάτι άλλο. Οι εφεσίβλητοι, ουσιαστικά, μας κάλεσαν να ασχοληθούμε με το θέμα της εκδικασιμότητας στο πλαίσιο της διαδικασίας του παρεμπίπτοντος διατάγματος. ΄Οχι για να λήξει οριστικά το θέμα αλλά μόνο για να καταφανεί το πρακτέο ως προς το παρεμπίπτον διάταγμα. Η όποια απόφασή μας σ΄αυτό το στάδιο δεν θα δέσμευε πέραν τούτου και η κάθε πλευρά θα είχε τη δυνατότητα να συζητήσει εκ νέου το θέμα στο πλαίσιο της αγωγής. ΄Οπως αντιλαμβάνονται ότι έγινε και στην περίπτωση της κρατικής ασυλίας που απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο.

΄Εχουμε παραθέσει την αιτιολογική βάση της πρωτόδικης απόφασης.

Κάθε άλλο παρά στηρίζεται σε εκ πρώτης όψεως αντίληψη ως προς την κρατική ασυλία. Ακυρώθηκε το παρεμπίπτον διάταγμα επειδή διαπιστώθηκε πως υπήρχε κρατική ασυλία. Εν πάση περιπτώσει, δεν νομίζουμε ότι το ζήτημα επιδέχεται τέτοια διάσπαση. Δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα εκ πρώτης όψεως κρίσης για τέτοιο θέμα ή για τέτοια κρίση μόνο για ορισμένο σκοπό στο πλαίσιο της αγωγής. Το δικαστήριο είτε μπορεί είτε δεν μπορεί να αναλάβει ή να ασκήσει δικαιοδοσία. Αν μπορεί, επιλαμβάνεται κάθε θέματος στην αγωγή. Αν όχι, τελειώνει η αγωγή.

΄Οταν εγείρεται δικαιοδοτικό θέμα το Δικαστήριο μπορεί να το εξετάσει ως πρώτο. Ανεξάρτητα από την αφορμή που προκάλεσε την έγερσή του. (Βλ. Sevegep Ltd v. United Sea Transport (1989) 1 AAΔ 729). Μάλιστα, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, αυτό είναι κατά κανόνα το επιθυμητό. Εναπόκειται στο Δικαστήριο να καθορίσει τις προτεραιότητες στη βάση των δεδομένων της κάθε περίπτωσης. Αν αποφασίσει πως παρέχονται τα εχέγγυα για αποτελεσματική επίλυση του δικαιοδοτικού θέματος, το επιλύει. Ως αυτοτελές όμως και, βέβαια, νοουμένου ότι έχει τη δικαιοδοσία προς τούτο. Δεν μπορεί να εξετάζεται τέτοιο θέμα ως θέμα παρεμφερές, επιδεχόμενο επί μέρους θεώρηση για τις ανάγκες ενδιάμεσης διαδικασίας.

Η ακρόαση αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα προϋποθέτει δικαιοδοσία προς εκδίκαση της αγωγής. Είναι όρος για την εξέταση της αίτησης και όχι θέμα της. Το λέγει και το ίδιο το άρθρο 32(1) του Ν. 14/60. Το δικαστήριο έχει εξουσία να εκδίδει παρεμπίπτοντα διατάγματα "εν τη ενασκήσει της πολιτικής αυτού δικαιοδοσίας". Το παρεμπίπτον διάταγμα αποβλέπει, τελικά, στη διασφάλιση της απονομής πλήρους δικαιοσύνης στην πολιτική διαδικασία και εκδίδεται ή δεν εκδίδεται με δοσμένη τη δικαιοδοσία για εκδίκαση της αγωγής. Αυτή η δικαιοδοσία δεν συμπλέκεται με τους όρους που προαπαιτούνται για την έκδοσή του. Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος, η πιθανότητα επιτυχίας και οι προοπτικές πλήρους απονομής δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο είναι προϋποθέσεις, θα μπορούσε να λεχθεί και αυτές δικαιοδοτικής φύσης, για την άσκηση της επιμέρους εξουσίας. Δεν αφορούν όμως στη δικαιοδοσία για την εκδίκαση της αγωγής. Αφορούν στην ποιότητα της βάσης της αγωγής και στις ανάγκες της υπόθεσης. (Βλ. Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 CLR 557). Θα παρεμβάλλαμε, μάλιστα, ως προς τις ανάγκες της υπόθεσης, πως και αυτές, εφόσο δεν εντάσσονται στην ουσία της αντιδικίας, επιλύονται ως αυτοτελές θέμα της αίτησης. (βλ. Μυριάνθη Κυριάκου Νικόλα ν. Μιχάλη Κεφάλα κ.α. Πολιτική ΄Εφεση 9939 ημερομηνίας 17.7.98).

Οι υποθέσεις El Fath Co και Bonici and Co (ανωτέρω) δεν κινήθηκαν σε διαφορετικές γραμμές. Στην πρώτη ο δικαιοδοτικός όρος αφορούσε ειδικά στην έκδοση του διατάγματος που επιδιωκόταν. Στη δεύτερη, το θέμα της κρατικής ασυλίας δεν εξετάστηκε ως θέμα της αίτησης για σύλληψη του πλοίου αλλά ως αυτοτελές, απο το δικαστήριο που είχε δικαιοδοσία να το εξετάσει. Το έθεσε αυτεπαγγέλτως, άκουσε επιχειρήματα και αφού κατέληξε στην οριστική απόφαση πως δεν εγειρόταν θέμα κρατικής ασυλίας, εξέτασε την αίτηση και εξέδωσε το διάταγμα.

Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο είχε την ευχέρεια να θεωρήσει πως ενδείκνυται να δικαστεί ως πρώτο το δικαιοδοτικό ζήτημα. Μπορούσε όμως και να προσανατολιστεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. ΄Οπως αναφέρεται στο Mareva Injuctions - Law and Practice των Gee and Andrews στη σελ. 42 ενυπάρχει πάντοτε η δυνατότητα παροχής ενδιάμεσης θεραπείας σε διαδικασία στην οποία ο εναγόμενος αμφισβητεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, μέχρις ότου διαγνωστεί τελικά το βάσιμο της αμφισβήτησης. Εκείνο που δεν μπορούσε να κάμει ήταν η εκδίκαση του δικαιοδοτικού ζητήματος ως θέματος της αίτησης για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος.

Ο χειρισμός είχε καταλυτική συνέπεια. ΄Οχι όμως γιατί ο πρωτόδικος δικαστής διατύπωσε εκ πρώτης όψεως κρίση ως προς την κρατική ασυλία. Η κρίση του είχε τη σφραγίδα της οριστικότητας. Το σφάλμα ήταν αυτή καθ΄εαυτήν η εξέταση του θέματος της κρατικής ασυλίας που προδήλως στηρίκτηκε στην αντίληψη πως αφού εγέρθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας για παρεμπίπτον διάταγμα, εντασσόταν σ΄αυτή. Οπότε, αφού δυνάμει του άρθρου 22(4) του Ν. 14/60 είχε δικαιοδοσία εκδίκασης της αίτησης για τέτοιο διάταγμα, είχε και δικαιοδοσία να εκδικάσει τα θέματα που εγείρονται στο πλαίσιο της.

Τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, να ακούει και να αποφασίζει πρωτοδίκως αγωγή την καθορίζει το άρθρο 22(1) και (3) του Ν. 14/60. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σε άλλες πρόνοιες. Εδώ, όπως ήταν παραδεκτό, τη δικαιοδοσία αυτή δεν την είχε ο πρωτόδικος δικαστής. Η εξουσία του πρωτόδικου δικαστή προέκυπτε και μπορούσε να κινηθεί μόνο μέσα στο πλαίσιο του άρθρου 22(4)(β) "να εκδίδη οιονδήποτε διάταγμα εν οιαδήποτε αγωγή, μή διαγιγνώσκον την ουσίαν της αγωγής". Σαφώς, δηλαδή, διάταγμα μέσα στην αγωγή και συνεπώς όχι προσδιοριστικό της τύχης της. Η υπόθεση ΡΙΚ κ.α. ν. Νικολαϊδης (ανωτέρω), είναι σχετική. Εν προκειμένω, η απόφαση για την ύπαρξη ή μή δικαιοδοσιας προς εκδίκαση της αγωγής, δεν είναι ούτε μπορεί να καταστεί διάταγμα "εν τη αγωγή".

Το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε με το δικαιοδοτικό ζήτημα καθ΄ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του και η πρωτόδικη απόφαση, που στηρίχτηκε στην κρίση πως υπάρχει κρατική ασυλία, πρέπει να παραμεριστεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως το δήλωσε ρητά, δεν ασχολήθηκε με την "ουσία" του θέματος. Συνεπώς, θα παραπέμπαμε το θέμα για εξέταση της ουσίας του στο Επαρχιακό Δικαστήριο, στο οποίο ανήκει η σε πρώτο βαθμό διάγνωση της συνύπαρξης των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 32 και στη συνέχεια, αν αυτές συνυπάρχουν, η άσκηση διακριτικής εξουσίας. Χωρίς αναφορά στο ζήτημα της κρατικής ασυλίας ή και της εκδικασιμότητας. Το κατά πόσο θα προκρινόταν η κατα προτεραιότητα εξέταση αυτών των ζητημάτων από το αρμόδιο Δικαστήριο, απόκειται στο Επαρχιακό Δικαστήριο.

Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ

Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.

/Μσι.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο