ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 1861
14 Οκτωβρίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]
ΕΛΕΝΗ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΜΑΡΟΥΛΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Aρ. 9237)
Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Eπιμερισμός ευθύνης — Πεζή που διασταύρωνε λεωφόρο πλάτους 11.20 μέτρων, πίσω από σταθμευμένα αυτοκίνητα, κτυπήθηκε από διερχόμενο όχημα σε απόσταση 4.70 μέτρων από την αριστερή άκρη του δρόμου στην πορεία του οχήματος — Επιμερισμός ευθύνης 2/3 στην πεζή και 1/3 στην οδηγό του οχήματος —Αποφασίστηκε κατ' έφεση ότι η πεζή ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για το ατύχημα.
Αμέλεια —Τροχαίο ατύχημα — Διασταύρωση λεωφόρου από πεζή — Κατά πόσο η δυνατότητα εμφάνισης κινδύνου ήταν λογικά εμφανής.
Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα —Υποχρέωση για επίδειξη επιμέλειας — Είναι ανάλογη με το μέγεθος του αναμενόμενου υπό τις περιστάσεις κινδύνου, εκτός αν ο κίνδυνος είναι τέτοιος, που λογικά μπορεί με ασφάλεια να αγνοηθεί.
Ενώ η εφεσείουσα οδηγούσε το αυτοκίνητό της κατά μήκος της λεωφόρου Μακαρίου Γ΄ στην Κάτω Λακατάμια, είδε σε απόσταση 15 με 20 μέτρων την εφεσίβλητη να επιχειρεί να διασταυρώσει τη λεωφόρο, προβάλλοντας πίσω από σταθμευμένα οχήματα. Η εφεσείουσα που είχε μόλις εισέλθει στη λεωφόρο από παρακείμενη πάροδο, 100 περίπου μέτρα από το σημείο σύγκρουσης και που κατά τη συγκεκριμένη στιγμή επιτάχυνε την ταχύτητά της, η οποία ήταν 40-45 χ.α.ω., πάτησε αμέσως τα φρένα της και προέβη σε ελαφρύ ελιγμό προς τα δεξιά χωρίς όμως να γίνει κατορθωτή η αποφυγή της σύγκρουσης. Η εφεσίβλητη κτύπησε στην αριστερή γωνιά του οχήματος της εφεσείουσας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατένημε την ευθύνη σε 2/3 στην εφεσίβλητη και 1/3 στην εφεσείουσα.
Η έφεση στρέφεται κατά του επιμερισμού της ευθύνης ως εσφαλμένου. Η εφεσείουσα ισχυρίσθηκε ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η ύπαρξη κινδύνου ήταν λογικά προβλεπτή ενόψει της ύπαρξης πυκνής κίνησης, της ύπαρξης υπεραγοράς και της στάθμευσης οχημάτων έξω από αυτήν, είναι αντίθετο προς τη νομολογία.
Περαιτέρω προβάλλεται η θέση ότι η πιο πάνω διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αντίθετη με την αρχή ότι αν η δυνατότητα εμφάνισης κινδύνου είναι μόνο δυνατότητα που κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα την υπολόγιζε, η παράλειψη λήψης ασύνηθων προφυλακτικών μέτρων δεν συνιστά αμέλεια.
Αποφασίστηκε ότι:
Η εφεσείουσα δεν είχε υπό τις περιστάσεις καθήκον λήψης μέτρων προφύλαξης έναντι του ενδεχομένου πεζός να προσπαθήσει να διασταυρώσει υπό τις δεδομένες συνθήκες και ως εκ τούτου δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί αμέλεια εναντίον της. Η ταχύτητά της δεν ήταν ψηλή, ενώ είχε την προσοχή της στο δρόμο, αφού αντέδρασε μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία της εφεσίβλητης. Το γεγονός ότι υπήρχε ορατότητα στην περιοχή δεν έχει και τόση σημασία στη συγκεκριμένη περίπτωση, λόγω του ότι η εφεσίβλητη ξεπρόβαλε απροσδόκητα μέσα στο δρόμο.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τον επιμερισμό της ευθύνης είναι λανθασμένη. Η εφεσίβλητη-ενάγουσα ευθύνεται πλήρως για το ατύχημα και συνεπώς η αξίωσή της θα πρέπει να απορριφθεί.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, εναντίον της εφεσίβλητης.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Fardon v. Harcourt - Rivington [1932] All E.R. Rep. 81,
Κώστα v. Χρυσοστομίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 271,
Charalambous a.o. v. Kassapis a.o. (1988) 1 C.L.R. 25,
Νικολαΐδης κ.ά. v. Κλεοβούλου (1992) 1(A) Α.Α.Δ. 422,
Tavellis v. Evangelou a.ο. (1984) 1 C.L.R. 460,
Omer v. Pavlides (1971) 1 C.L.R. 404.
Έφεση.
Έφεση από την εναγόμενη κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Nαθαναήλ, E.Δ.), που δόθηκε στις 31 Mαΐου, 1994 (Aρ. Aγωγής 5253/91), με την οποία κατανεμήθηκε η ευθύνη για το δυστύχημα κατ' αναλογία 2/3 στην ενάγουσα και 1/3 στην εναγόμενη.
Α. Δικηγορόπουλος, για την Eφεσείουσα.
Μ. Ηλιάδης για Tάσο Παπαδόπουλο και Σία, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη-ενάγουσα τραυματίστηκε στις 25.6.1990 όταν στην προσπάθειά της να διασχίσει τη λεωφόρο Μακαρίου Γ΄ στην Κάτω Λακατάμια παρασύρθηκε από το αυτοκίνητο που οδηγούσε η εφεσείουσα-εναγόμενη. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατένημε την ευθύνη σε 2/3 στην ενάγουσα και 1/3 στην εναγόμενη. Eναντίον του καταμερισμού της ευθύνης ασκήθηκε από την εναγόμενη έφεση.
Η εφεσίβλητη κτυπήθηκε όταν, ενώ εξερχόταν από υπεραγορά, προσπάθησε να διασχίσει το δρόμο. Η λεωφόρος Μακαρίου Γ΄ είναι πλάτους 11.20 μέτρων και το σημείο σύγκρουσης, όπως το αποδέκτηκε το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε απόσταση 4.70 μέτρων από την αριστερή άκρη του δρόμου στην πορεία της εφεσείουσας. Το σημείο σύγκρουσης δείχνει ότι η εφεσίβλητη όταν κτυπήθηκε είχε ήδη διανύσει το μεγαλύτερο μέρος της αριστερής λωρίδας στην οποία εκινείτο το αυτοκίνητο της εφεσείουσας.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δέκτηκε ότι έξω από την υπεραγορά υπήρχαν σταθμευμένα οχήματα. Η εφεσίβλητη αντελήφθηκε την ύπαρξη οχημάτων στο δρόμο, αλλά υπολογίζοντας ότι αυτά βρίσκονταν σε τέτοια απόσταση που μπορούσε να διασταυρώσει, επιχείρησε να το πράξει με γρήγορο βηματισμό, προβάλλοντας πίσω από τα σταθμευμένα οχήματα. Η εφεσείουσα που είχε μόλις εισέλθει στη λεωφόρο από παρακείμενη πάροδο, 100 περίπου μέτρα από το σημείο σύγκρουσης και που κατά τη συγκεκριμένη στιγμή επιτάχυνε την ταχύτητά της, η οποία ήταν 40-45 χ.α.ω., αντιλήφθηκε την εφεσίβλητη στα τελευταία 15 με 20 μέτρα, οπότε και αντέδρασε εφαρμόζοντας τα φρένα της και προβαίνοντας σε ελαφρύ ελιγμό προς τα δεξιά. Ατυχώς η σύγκρουση δεν αποφεύχθηκε και η εφεσίβλητη κτύπησε στην αριστερή γωνιά του οχήματος της εφεσείουσας.
Το Δικαστήριο δέκτηκε ότι η εφεσείουσα όφειλε να δει την εφεσίβλητη έγκαιρα και να λάβει ανάλογα μέτρα. Το Δικαστήριο έλαβε υπ' όψιν επίσης ότι το σημείο σύγκρουσης απείχε 4.70 μέτρα από την αριστερή άκρη της ασφάλτου στην πορεία της, γεγονός που επιβεβαίωνε ότι η εφεσίβλητη είχε διανύσει το μεγαλύτερο μέρος της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας προτού κτυπηθεί. Σύμφωνα με το συμπέρασμα του Δικαστηρίου, η εφεσίβλητη εξήλθε μεν πίσω από σταθμευμένο όχημα, αλλά όχι απότομα και δεδομένου ότι ο δρόμος στο σημείο ήταν ευθύς, η ορατότητα καλή και η ύπαρξη δυνατότητας εμφάνισης κινδύνου υπαρκτή, η εφεσείουσα όφειλε να επιδείξει μεγαλύτερη προσοχή.
Στην ειδοποίηση έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι ο καταμερισμός της ευθύνης είναι λανθασμένος γιατί το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η ύπαρξη κινδύνου ήταν λογικά προβλεπτή εν όψει της ύπαρξης πυκνής κίνησης, την ύπαρξη της υπεραγοράς και των άλλων καταστημάτων και τη στάθμευση οχημάτων έξω απ' αυτήν, είναι αντίθετο από τη νομολογία. Γίνεται αναφορά σε αριθμό υποθέσεων οι οποίες σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας είναι αντίθετες με το πιο πάνω συμπέρασμα.
Περαιτέρω προβάλλεται η θέση ότι η πιο πάνω διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι αντίθετη με την αρχή ότι αν η δυνατότητα εμφάνισης κινδύνου είναι μόνο δυνατότητα που κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα την υπολόγιζε, η παράλειψη λήψης ασύνηθων προφυλακτικών μέτρων δεν συνιστά αμέλεια.
Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου είναι αντίθετο με την κοινή λογική, γιατί κανένας επιμελής οδηγός δεν μπορεί να διανοηθεί ότι ενώ υπάρχει πυκνή κίνηση και από τις δύο κατευθύνσεις, πεζός θα προσπαθούσε να διασταυρώσει το δρόμο.
Η εφεσείουσα παραπονείται περαιτέρω ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει ή εκτιμήσει ορθά την ενώπιόν του μαρτυρία, αφού αγνόησε τη μαρτυρία της εναγόμενης αποδεχόμενο την ασαφή, ασυνεπή και αντιφατική μαρτυρία της ενάγουσας που συγκρούεται με αδιαμφισβήτητα γεγονότα. Για να στηρίξει τη θέση αυτή ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο κατέληξε στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα οδηγούσε αμελώς γιατί άλλαξε ταχύτητα από δευτέρα σε τρίτη, γεγονός που θεώρησε ως επιτάχυνση αντίθετα με την ενώπιόν του άλλη μαρτυρία. Επίσης αναφέρεται το γεγονός ότι το Δικαστήριο προτίμησε τη μαρτυρία της ενάγουσας ως προς το χρόνο και τρόπο διασταύρωσης, προτίμηση που δεν ήταν αποτέλεσμα αντικειμενικής κρίσης με βάση τη δοθείσα μαρτυρία ως σύνολο, αλλά λανθασμένα συμπεράσματα στη σκέψη του δικαστή.
Τέλος ο πρωτόδικος δικαστής, σύμφωνα με την εφεσείουσα, καθοδηγήθηκε λανθασμένα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας γιατί ενήργησε με βάση ανακριβή μαρτυρία, αγνοώντας την αξιόπιστη μαρτυρία της εναγόμενης ότι περνούσε καθημερινά από το σημείο του δυστυχήματος κατά τα τελευταία δέκα χρόνια και ουδέποτε είδε πεζό να μπαίνει στο δρόμο για να διασταυρώσει.
Παραπονείται η εφεσείουσα ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ευθύνεται κατά 1/3 για το ατύχημα είναι λανθασμένο και αντίθετο με τη λογική και με την υφιστάμενη νομολογία. Προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο καταμερισμός της ευθύνης είναι αντίθετος με την αρχή που διατυπώθηκε στην υπόθεση Fardon v. Harcourt - Rivington [1932] All.E.R. Rep. 81, που υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολλές υποθέσεις. Η αρχή αυτή είναι απλή και συνίσταται στη θέση ότι αν η πιθανότητα εμφάνισης κινδύνου είναι λογικά εμφανής, τότε η παράλειψη λήψης των αναγκαίων προφυλάξεων συνιστά αμέλεια. Αντίθετα, η πιθανότητα κινδύνου είναι τέτοια που ουδέποτε θα εγειρόταν στη σκέψη ενός λογικού ανθρώπου, τότε η παράλειψη λήψης ασύνηθων προφυλάξεων δεν συνιστά αμέλεια (βλέπε μεταξύ άλλων και Κώστα ν. Χρυσοστομίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 271).
Η υποχρέωση για επίδειξη επιμέλειας είναι ανάλογη με το μέγεθος του αναμενόμενου υπό τις περιστάσεις κινδύνου, εκτός αν ο κίνδυνος είναι τέτοιος που λογικά μπορεί με ασφάλεια να αγνοηθεί. Ένας οδηγός έχει καθήκον να προσέχει για κινδύνους που σχετίζονται με τα ενδεχόμενα πρόκλησης ατυχήματος που προκύπτουν κατά την οδήγηση και να λάβει κατάλληλες προφυλάξεις (Charalambous and Another v. Kassapis and Another (1988) 1 C.L.R. 25).
Καθήκον επιμέλειας υφίσταται μόνο όπου ο κίνδυνος είναι προβλεπτός (Νικολαΐδης και Άλλος ν. Κλεοβούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 422). Τόσο οι πεζοί όσο και οι οδηγοί οφείλουν ο ένας προς τον άλλο καθήκον φροντίδας, γιατί και οι δύο είναι άτομα που χρησιμοποιούν το δρόμο (Τavellis v. Evangelou and Another (1984) 1 C.L.R. 460 και Omer v. Pavlides (1971) 1 C.L.R. 404).
Το ερώτημα που προκύπτει στην παρούσα υπόθεση είναι αν κάτω από τις περιστάσεις η πιθανότητα εμφάνισης κινδύνου ήταν εύλογα ορατή, ερώτημα που το πρωτόδικο δικαστήριο απάντησε καταφατικά. Η εφεσείουσα οδηγούσε το αυτοκίνητό της στη λεωφόρο Μακαρίου Γ΄, στη Λακατάμια. Σε μια περιοχή όπου, εκτός της συγκεκριμένης υπεραγοράς, υπάρχει και αριθμός άλλων καταστημάτων.
Η εφεσίβλητη πρόβαλε πίσω από σταθμευμένα οχήματα και αποπειράθηκε να διασταυρώσει βιαστικά. Το σημείο στο οποίο κτυπήθηκε μπορεί να απέχει 4.70 μέτρα από την αριστερή άκρη του δρόμου στην πορεία της εφεσείουσας, αλλά αν ληφθεί υπ΄ όψιν και το πλάτος του σταθμευμένου οχήματος πίσω από το οποίο ξεπρόβαλε, είναι φανερό ότι πριν κτυπηθεί δεν πρόφτασε να διανύσει μεγάλη απόσταση.
Η εφεσείουσα την αντελήφθηκε την τελευταία στιγμή, όταν ήταν σε απόσταση 15-20 μέτρων και αντέδρασε αμέσως εφαρμόζοντας τα φρένα της και προβαίνοντας σε ελιγμό προς τα δεξιά.
Το πρωτόδικο δικαστήριο καταλήγοντας στην απόφασή του έλαβε υπ' όψιν και το ότι η ορατότητα στην περιοχή ήταν μεγάλη. Όμως η ορατότητα δεν έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση και τόση σημασία λόγω του ότι η εφεσίβλητη ξεπρόβαλε απροσδόκητα μέσα στο δρόμο.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση και υπό το φως των συγκεκριμένων γεγονότων θεωρούμε ότι η πιθανότητα κινδύνου δεν ήταν εμφανής, ούτε τέτοια που θα έπρεπε να εγείρει στη σκέψη ενός λογικού οδηγού την ανάγκη λήψης κάποιων προφυλάξεων.
Ολόκληρος ο καταμερισμός της ευθύνης που έγινε από το πρωτόδικο δικαστήριο, έγινε πάνω στην έλλειψη λήψης προφύλαξης έναντι του ενδεχόμενου πεζός να προσπαθήσει να διασταυρώσει υπό τις δεδομένες συνθήκες. Όμως η εφεσείουσα δεν είχε υπό τις περιστάσεις ένα τέτοιο καθήκον και δεν μπορούμε να επισημάνουμε οποιαδήποτε ενέργεια της που μπορεί να στοιχειοθετήσει αμέλεια. Η ταχύτητα της δεν ήταν ψηλή, ενώ είχε την προσοχή της στο δρόμο, αφού αντέδρασε μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία της εφεσίβλητης.
Ενόψει όλων των πιο πάνω καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τον καταμερισμό της ευθύνης είναι λανθασμένη και θα πρέπει να ανατραπεί. Θεωρούμε ότι η εφεσίβλητη ενάγουσα ευθύνεται πλήρως για το ατύχημα και συνεπώς η αξίωσή της θα πρέπει να απορριφθεί.
Η έφεση γίνεται δεκτή και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσίβλητης, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, εναντίον της εφεσίβλητης.