ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 1567
22 Σεπτεμβρίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΛΥΣΙΩΤΗΣ,
Εφεσείων - Eνάγων,
ν.
1. ΑΧΙΛΛΕΑ ΗΛΙΑ ΑΧΙΛΛΕΩΣ,
2. ΔEΣΠΩΣ AXIΛΛEΩΣ,
Εφεσιβλήτων - Eναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9442)
Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Αποτελούν το αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων — Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορεί να επεκταθεί στην επίλυση θεμάτων που δεν περιλαμβάνονται στα επίδικα θέματα — Η αυτεπάγγελτη εξέταση παραδεκτών γεγονότων, τα οποία δεν συνιστούσαν αντικείμενο της αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων, κρίθηκε ανεπίτρεπτη.
Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλαβε αυτεπάγγελτα να εξετάσει αν το επίδικο έγγραφο, μία συναλλαγματική η οποία κατατέθηκε από κοινού ως Τεκμήριο 1, ανταποκρινόταν στην περιγραφή του ως συναλλαγματικής και ενώ οι δικηγόροι και των δύο πλευρών το εκλάμβαναν πως ήταν συναλλαγματική. Αυτό, επειδή "η βάση της αγωγής του ενάγοντα είναι το έγγραφο ως έγγραφο". Το Δικαστήριο αποφάσισε πως το έγγραφο δεν συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά ούτε συναλλαγματικής ούτε γραμματίου συνήθους τύπου ούτε χρεωστικού ομολόγου και απέρριψε την αγωγή αφού ο εφεσείων "απέτυχε να αποδείξει οποιαδήποτε από τις βάσεις πάνω στις οποίες στήριζε την αξίωσή του". Απέρριψε επίσης και την ανταπαίτηση, αφού δεν έγινε δεκτή η μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 ότι το έγγραφο υπεγράφη ως εγγύηση για την έγκριση συμβολαίου ενοικιαγοράς από συγκεκριμένη τράπεζα, πως συνάφθηκε τελικά σύμβαση ενοικιαγοράς και πως θα έπρεπε, πλέον, όπως είχαν συμφωνήσει, να καταστραφεί.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα υποστήριξε στην έφεση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε τη δυνατότητα αυτεπάγγελτης εξέτασης του πιο πάνω θέματος, όταν ουδέποτε ηγέρθη και για το οποίο δεν έγιναν αγορεύσεις.
Αποφασίστηκε ότι:
Αντικείμενο της αντιδικίας ήταν οι ισχυρισμοί των εφεσιβλήτων, και η διαπίστωση πως ήταν αναληθείς, στο πλαίσιο των εγγράφων προτάσεων και της κοινής δήλωσης που έγινε, θα έπρεπε να οδηγήσει στην έκδοση απόφασης υπέρ του εφεσείοντα. Δεν παρεχόταν δυνατότητα αναζητήσεων, με πρωτοβουλία του Δικαστηρίου, σε σχέση με όσα οι εφεσίβλητοι δεν αμφισβήτησαν, αλλά αντίθετα παραδέχθηκαν.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση, ως προς την απαίτηση του εφεσείοντα, παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων ως η απαίτηση.
H έφεση γίνεται αποδεκτή. Tα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και της έφεσης βαρύνουν τους εφεσίβλητους.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
GIP Constructions Ltd v. Neofytou a.o. (1983) 1 C.L.R. 669,
Παπαγεωργίου v. Κλάππα (Investments Services Ltd) (1991) 1 Α.Α.Δ. 24,
Πουρίκκος v. Σάββα κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 507,
Αυστριακές Αερογραμμές v. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου Λτδ. κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 764,
Βραχίμη v. Κουλουμπρή (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 836.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Παναγή, E.Δ.), που δόθηκε στις 27 Mαρτίου, 1995 (Aρ. Aγωγής 3477/94), με την οποία απορρίφθηκε η αξίωση του ενάγοντα για το ποσό των £1.000 πλέον τόκους, το οποίο όφειλαν σ' αυτόν οι εναγόμενοι δυνάμει συναλλαγματικής και/ή γραμματίου και/ή ομολόγου.
Α. Κουμής με Κρ. Παπαλοΐζου, για τον Eφεσείοντα.
Κ. Αντρέου, για τους Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
KΩNΣTANTINIΔHΣ, Δ.: Ο εφεσείων αξίωσε από τους εφεσίβλητους το ποσό των £1.000 πλέον τόκους δυνάμει, όπως αναφέρεται στην έκθεση απαιτήσεως, συναλλαγματικής και/ή γραμματίου συνήθους τύπου και/ή γραμματίου και/ή ομολόγου και/ή εγγράφου αναγνώρισης χρέους. Κατά τις λεπτομέρειες, ο πρώτος εφεσίβλητος ήταν ο πρωτοφειλέτης και η δεύτερη, εγγυήτρια.
Η κοινή υπεράσπιση των εφεσιβλήτων αφορούσε στο αντάλλαγμα του εγγράφου, όπως αυτό διαζευκτικά χαρακτηρίστηκε, το οποίο παραδέχθηκαν ότι υπέγραψαν. Ήταν η θέση τους πως υπεγράφη για να αποτελεί εγγύηση μέχρι την έγκριση συμβολαίου ενοικιαγοράς από τη Λαϊκή Τράπεζα, πως συνάφθηκε τελικά σύμβαση ενοικιαγοράς και πως θα έπρεπε, πλέον, όπως είχαν συμφωνήσει, να καταστραφεί. Οι ίδιοι, όπως εξηγούν περαιτέρω, δεν είχαν καν σχέση με την ενοικιαγορά. Αυτή αφορούσε σε φορτηγό αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του εφεσείοντα και η ενοικιαγορά συνάφθηκε μεταξύ της τράπεζας και της αδελφής του πρώτου εφεσίβλητου.
Την ημέρα της ακρόασης οι δυο πλευρές έκαμαν την ακόλουθη κοινή δήλωση:
"Εν όψει του ότι οι Εναγόμενοι στην υπεράσπιση τους παραδέχονται την υπογραφή της συναλλαγματικής/ή γραμματίου και/ή ομόλογο ως είναι η Έκθεση Απαίτησης, παράγραφος 2 θα καταθέσουμε από κοινού την επίδικη συναλλαγματική ως Τεκμήριο 1 και θα ξεκινήσουν οι Εναγόμενοι την υπόθεσή τους επειδή αυτοί έχουν το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών τους."
Κατατέθηκε το έγγραφο, προσάχθηκε μαρτυρία κατά τα ανωτέρω και το πρωτόδικο Δικαστήριο, για λόγους που εξήγησε, δέκτηκε ως αξιόπιστη την εκδοχή του εφεσείοντα και απέρριψε ως μή ανταποκρινόμενη στην αλήθεια εκείνη του εφεσίβλητου 1. Δεν υπήρξε συσχετισμός μεταξύ των £1.000 που διεκδίκησε ο εφεσείων και οποιασδήποτε σύμβασης ενοικιαγοράς. Πληρώθηκαν σε μετρητά, όπως αναφερόταν και στο ίδιο το έγγραφο που υπεγράφη και η οφειλή παρέμεινε εκκρεμούσα. Το πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση είναι χαρακτηριστικό:
"Έχοντας δεκτή τη μαρτυρία του Ενάγοντα, βρίσκω ότι την 24/10/1986 ο Ενάγοντας συμπλήρωσε το Τεκμήριο 1 το οποίο υπέγραψε ο Εναγόμενος (1) και η σύζυγος του Εναγομένη (2), η τελευταία ως "εγγυήτρια", έναντι νομίμου και καλού ανταλλάγματος δηλαδή του ποσού των ΛΚ1,000.- αξία ληφθείσα σε μετρητά από τον Εναγόμενο (1). Ημερομηνία λήξεως του Τεκμηρίου 1 ήταν η 24/10/1988.
.............................................................................................................
Βρίσκω επίσης με βάση τη μαρτυρία που έχω αποδεχθεί ότι ο Εναγόμενος (1) "αποδέκτηκε" με την υπογραφή του να πληρώσει στον Ενάγοντα βάσει του Τεκμηρίου 1 το ποσό των ΛΚ1,000.-· ήταν όρος του εν λόγω εγγράφου ότι παρελθούσης της πιο πάνω ημερομηνίας ο Εναγόμενος (1) υποχρεούτο στην πληρωμή τόκου προς 9% ετησίως. Παρόλο που ο Ενάγοντας ζήτησε επανειλημμένα από τον Εναγόμενο (1) όπως πληρώσει το ποσό που αναφέρεται στο Τεκμήριο 1, κανένας από τους Εναγομένους δεν έχει πληρώσει στον Ενάγοντα οποιοδήποτε ποσό."
Εν τούτοις, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, εξ ου και η έφεση τώρα από τον ενάγοντα. Το σκεπτικό ήταν σε συντομία το ακόλουθο. Ενώ δεν είχε αμφισβητηθεί από τους εναγομένους πως το "επίδικο έγγραφο" ανταποκρινόταν στην περιγραφή του ως συναλλαγματικής κλπ και ενώ οι δικηγόροι και των δυο πλευρών εκλάμβαναν πως ήταν συναλλαγματική, ήταν "αναγκαίο" να εξετάσει το ίδιο το Δικαστήριο αν πράγματι ήταν οτιδήποτε από αυτά. Αυτό, επειδή "η βάση της αγωγής του ενάγοντα είναι το έγγραφο ως έγγραφο".
Και αφού ανέλαβε αυτό το έργο, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε πως το έγγραφο δεν συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά ούτε συναλλαγματικής ούτε γραμματίου συνήθους τύπου ούτε χρεωστικού ομολόγου. Ως προς τα λοιπά, πρόσθεσε πως και να ήταν γραπτή αναγνώριση χρέους ή γραμμάτιο, αυτά δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν αυθύπαρκτη και αυτοτελή βάση αγωγής. Θεώρησε επομένως, πως ο εφεσείων, "απέτυχε να αποδείξει οποιαδήποτε από τις βάσεις πάνω στις οποίες στηρίζει την αξίωση του" και απέρριψε, όπως σημειώσαμε, την αγωγή αλλά και την ανταπαίτηση αφού δεν είχε γίνει δεκτή η μαρτυρία του εφεσίβλητου 1.
Ενώπιόν μας αναπτύχθηκαν επιχειρήματα μόνο από την πλευρά του εφεσείοντα. Οι εφεσίβλητοι δεν καταχώρησαν περίγραμμα αγόρευσης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε πως ήταν λανθασμένη και κατ' ουσίαν η πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με το χαρακτηρισμό του εγγράφου αλλά η πρώτη του θέση αφορούσε στη δυνατότητα αυτεπάγγελτης εξέτασης τέτοιου θέματος από το Δικαστήριο. Όταν ουδέποτε ηγέρθη και για το οποίο δεν είχαν αγορεύσει.
Θα είμαστε σύντομοι. Ο εφεσείων έχει δίκαιο. Προέκυπτε από την αντιπαραβολή των εγγράφων προτάσεων αλλά και από την κοινή δήλωση των διαδίκων πως δεν υπήρχε βάρος απόδειξης στους ώμους των εφεσειόντων. Δεν είχε αμφισβητηθεί η γέννηση ευθύνης πάνω στη βάση του εγγράφου που παραδέχονταν οι εφεσίβλητοι ότι υπέγραψαν και ήταν με αυτό το δεδομένο που τροχιοδρομήθηκε η δίκη. Αντικείμενο της αντιδικίας ήταν οι ισχυρισμοί των εφεσιβλήτων και η διαπίστωση πως ήταν αναληθείς, στο πλαίσιο των εγγράφων προτάσεων και της κοινής δήλωσης που έγινε, θα έπρεπε να οδηγήσει σε έκδοση απόφασης υπέρ του εφεσείοντα. Δεν παρεχόταν δυνατότητα αναζητήσεων, με πρωτοβουλία του Δικαστηρίου, σε σχέση με όσα οι εφεσίβλητοι δεν αμφισβήτησαν αλλά αντίθετα παραδέχθηκαν.
Από τη μεγάλη σειρά των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με τη σημασία των εγγράφων προτάσεων, τις επιπτώσεις από παραδοχές των διαδίκων και το ανεπίτρεπτο της επίλυσης θεμάτων που δεν είναι επίδικα, αναφέρουμε τις GIP Construction v. Neofytou and Another (1983) 1 C.L.R. 669, Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24, Πουρίκκος ν. Σάββα κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 507, Αυστριακές Αερογραμμές ν. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου Λτδ κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 764 και Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1 Α.Α.Δ. 836.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση, ως προς την απαίτηση του εφεσείοντα, παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων, ως η απαίτηση. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων.
Η έφεση γίνεται αποδεκτή. Tα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και της έφεσης βαρύνουν τους εφεσίβλητους.