ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 1 ΑΑΔ 1191

5 Ioυνίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

Κ & M TRANSPORT LTD,

Εφεσείουσα,

v.

CYPRUS FINA LTD κ.ά.,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9187)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου — Αξιοπιστία μαρτύρων — Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους από το εδώλιο του μάρτυρα — Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Η εφεσείουσα ασχολείται με μεταφορές πετρελαιοειδών έναντι αμοιβής, η δε εφεσίβλητη με την εμπορία πετρελαιοειδών τα οποία παραδίδει σε διάφορα πρατήριά της ανά την Κύπρο. Η εφεσείουσα, με σύμβαση πενταετούς διάρκειας με ισχύ από την 1/7/77 ανέλαβε τη μεταφορά των πετρελαιοειδών της εφεσίβλητης με δικά της βυτιοφόρα, από τα υποστατικά της εφεσίβλητης σε πρατήρια ανά την Κύπρο.

Ήταν η εκδοχή της εφεσείουσας ότι τον Απρίλιο του 1980 ακολούθησε νέα προφορική συλλογική σύμβαση που αφορούσε όλες τις πολυεθνικές εταιρείες πετρελαιοειδών που ασκούσαν επιχείρηση στην Κύπρο και τις εταιρείες μεταφορών των προϊόντων τους, με την οποία συμφωνήθηκε η διατήρηση του status quo των μεταφορών κάθε εταιρείας, η αύξηση της τιμής μεταφοράς και η μη μεταβολή της κατανομής των πετρελαιοειδών που μετέφεραν τα βυτιοφόρα των μεταφορέων. Περί το Δεκέμβριο του 1981, η εφεσίβλητη ζήτησε από την εφεσείουσα την προμήθεια και άλλου βυτιοφόρου για μεταφορά καυσίμων. Επειδή η αρχική σύμβαση έληγε σε περίπου 6 μήνες κρίθηκε ασύμφορη από την εφεσείουσα η άνευ όρων προμήθεια και νέου βυτιοφόρου, γι' αυτό συμφωνήθηκε η ανανέωση της αρχικής σύμβασης μέχρι τη φυσική απόσβεση του νέου βυτιοφόρου που υπολογίστηκε σε 12 χρόνια.

Παρόλο που η εφεσείουσα διενεργούσε τις μεταφορές και πληρώνετο με βάση τα συμφωνηθέντα, η εφεσίβλητη δεν προέβηκε στην ανανέωση του συμβολαίου, αλλά περί τον Απρίλιο του 1982, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, ζήτησε προσφορές για τη νέα πενταετή περίοδο. Αυτό κρίθηκε ότι συνιστούσε παράβαση και/ή πρόθεση παράβασης της συμφωνίας για ανανέωση του συμβολαίου και σαν επακόλουθο η εφεσείουσα καταχώρησε την υπό κρίση αγωγή.

Η εκδοχή της εφεσίβλητης είναι ότι δεν έγινε νέα προφορική συμφωνία και δε συμφωνήθηκε η συνομολόγηση νέας σύμβασης με την εφεσείουσα. Εκτός από την κατά καιρούς αύξηση του κομίστρου και της προμήθειας και άλλου βυτιοφόρου για τα ορεινά πρατήρια, δε γίνεται παραδεκτός οποιοσδήποτε άλλος ισχυρισμός περί τροποποίησης της αρχικής σύμβασης.

Κατά την ακρόαση της αγωγής το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως μη ικανοποιητική και αντιφατική τη μαρτυρία που δόθηκε από την εφεσείουσα και αποδέχθηκε σαν αξιόπιστη τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 που ήταν και η μόνη για την υπεράσπιση.

Κατ' έφεση οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν μεταξύ άλλων, ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέκτηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 αντί αυτή της ενάγουσας και ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ο ισχυρισμός για σύναψη νέας προφορικής συμφωνίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

1. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί σε εκείνα τα ευρήματα αξιοπιστίας που προέβηκε, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.

2. Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του Μ.Υ.1 ήταν εύλογα επιτρεπτά. Επίσης εύλογα επιτρεπτά ήταν τα ευρήματα γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία υποστηρίζονται από τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, την οποία το Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενη υπόθεση:

Κασιέρη κ.ά. v Κυριάκου (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1246.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λαούτας, Π.E.Δ., Kολατσή, E.Δ.) που δόθηκε στις 27 Aπριλίου, 1994 (Aρ. Aγωγής 2932/82) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή της για αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας ή/και δόλο ή/και απάτη ή/και ψευδείς παραστάσεις ή/και βάσει των αρχών του δικαίου της επιείκειας.

Α. Χαβιαράς, για την Εφεσείουσα.

Ν. Παπαευσταθίου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει o Δικαστής Γ. Χρυσοστομής.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία η αξίωση της εφεσείουσας-ενάγουσας εταιρείας, για αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και άλλων παρεμφερών θεραπειών, εναντίον της εφεσίβλητης-εναγόμενης εταιρείας απορρίφθηκε. Η αγωγή εναντίον της εναγόμενης 2 εταιρείας αποσύρθηκε και απορρίφθηκε πριν από την ακρόαση της υπόθεσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Η εφεσείουσα ασχολείται με μεταφορές πετρελαιοειδών έναντι αμοιβής, η δε εφεσίβλητη με την εμπορία πετρελαιοειδών τα οποία παραδίδει σε διάφορα πρατήρια της ανά την Κύπρο. 

Η εφεσείουσα με σύμβαση πενταετούς διάρκειας ημερ. 23.12.77 και με ισχύ από την 1.7.77, ανάλαβε επ' αμοιβή τη μεταφορά των πετρελαιοειδών της εφεσίβλητης, με δικά της βυτιοφόρα, από τα υποστατικά της εφεσίβλητης στη Λάρνακα στα πρατήρια πετρελαιοειδών ανά την Κύπρο.

Το τι επακολούθησε στοιχειοθετεί τη διαφορά που προέκυψε μεταξύ των διαδίκων και τις εκδοχές τους ως προς τα συμβάντα.

Ήταν η εκδοχή της εφεσείουσας ότι μετά την αρχική σύμβαση της 23.12.77 ακολούθησε νέα προφορική συλλογική σύμβαση τον Απρίλιο του 1980 που αφορούσε όλες τις πολυεθνικές εταιρείες πετρελαιοειδών που ασκούσαν επιχείρηση στην Κύπρο και τις εταιρείες μεταφορών των προϊόντων τους, σαν επακόλουθο απεργίας που κήρυξαν οι μεταφορείς. Με τη συμφωνία αυτή συμφωνήθηκε, κατά την εφεσείουσα, η διατήρηση του status quo των μεταφορών κάθε εταιρείας, έτσι που να μην αυξηθεί το ποσοστό που μετέφεραν οι εταιρείες πετρελαιοειδών με δικά τους βυτιοφόρα, η αύξηση της αμοιβής μεταφοράς και τέλος η μη μεταβολή της κατανομής των πετρελαιοειδών που μετέφεραν τα βυτιοφόρα των μεταφορέων.

Ακολούθως, περί το Δεκέμβριο του 1981, η εφεσίβλητη ζήτησε από την εφεσείουσα την προμήθεια και άλλου βυτιοφόρου για μεταφορά καυσίμων σε νέα πρατήρια της στον Αμίαντο, Πλάτρες και Πεδουλά. Επειδή η αρχική σύμβαση του 1977 έληγε σε περίπου 6 μήνες (Ιούνιο 1982), κρίθηκε ασύμφορη από την εφεσείουσα η άνευ όρων προμήθεια και νέου βυτιοφόρου, γι' αυτό συμφωνήθηκε η ανανέωση της αρχικής σύμβασης μέχρι τη φυσική απόσβεση του νέου βυτιοφόρου που υπολογίστηκε σε 12 χρόνια.

Παρά ταύτα και παρόλο που η εφεσείουσα διενεργούσε τις μεταφορές και επληρώνετο με βάση τα συμφωνηθέντα, η Εφεσίβλητη δεν προέβη στην ανανέωση του Συμβολαίου, όπως υπεσχέθη, αλλά αντ' αυτού, περί τον Απρίλιο 1982, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, ζήτησε προσφορές παρά διαφόρων μεταφορέων, περιλαμβανομένης και της Εφεσείουσας, για τη νέα πενταετή περίοδο.

Η ζήτηση προσφορών από την εφεσίβλητη κρίθηκε ότι συνιστούσε παράβαση ή/και πρόθεση παράβασης της συμφωνίας δι' ανανέωση του Συμβολαίου ή/και πρόθεση ανατροπής του συμφωνηθέντος status quo και σαν επακόλουθο καταχωρήθηκε η υπό κρίση αγωγή.

Η εκδοχή της εφεσίβλητης είναι ότι δεν έγινε νέα προφορική συμφωνία και δεν συμφωνήθηκε η συνομολόγηση νέας σύμβασης με την εφεσείουσα. Επίσης, εκτός από την κατά καιρούς αύξηση του κομίστρου και της προμήθειας και άλλου βυτιοφόρου για τα ορεινά πρατήρια, δεν γίνεται παραδεκτός οποιοσδήποτε άλλος ισχυρισμός περί τροποποίησης της αρχικής σύμβασης.

Ακολούθησε η ακρόαση της αγωγής και το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία, απεδέχθη σαν θετική και αξιόπιστη τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 Γιαννάτσου, που ήταν και η μόνη για την Υπεράσπιση. Τη μαρτυρία που δόθηκε για την εφεσείουσα την έκρινε ως μη ικανοποιητική και αντιφατική. Με βάση τη μαρτυρία που απεδέχθη, κατάληξε στα ακόλουθα ευρήματα, τα οποία παραθέτουμε αποσπασματικά από τη σελ. 8 της απόφασης:

"Δεν υπάρχει μαρτυρία,  και αυτό αποτελεί κοινό έδαφος, για σύναψη οποιασδήποτε έγγραφης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων εκτός από τη συμφωνία τεκμ. 3, για οποιοδήποτε συγκεκριμένο θέμα. Επιπρόσθετα παραμένει αναντίλεκτο ότι δεν συνήφθηκε προφορική συμφωνία άμεσα μεταξύ των διαδίκων στη σύσκεψη στο Υπουργείο. Βρίσκουμε σαν γεγονός ότι στη σύσκεψη του Υπουργείου οι πολυεθνικές εταιρείες δεσμεύτηκαν συλλογικά σε ορισμένες απαιτήσεις των μεταφορέων.  Επί του συγκεκριμένου θέματος της σύσκεψης προτιμούμε τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 Γιαννάτσου, η οποία ήταν πιο θετική και αξιόπιστη. Στη σύσκεψη δεχόμαστε ότι επιτεύχθηκε συλλογική συμφωνία για αύξηση της τιμής μεταφοράς των πετρελαιοειδών. Δεν υπάρχει αποδεικτικό υλικό όμως για το ύψος της αύξησης. Και στο θέμα τούτο παρατηρείται αντίφαση μεταξύ των μαρτύρων της Ενάγουσας. Η κατάληξη μας περί μη υπάρξεως συμφωνίας μας οδηγεί κατ' επέκταση στην απόρριψη του ισχυρισμού του Διευθυντή της Ενάγουσας για σύναψη προφορικής συμφωνίας με το Σιέλις, αξιωματούχο της Εναγομένης."

Πέραν των ευρημάτων αυτών, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και σε ορισμένους λόγους που κατά την κρίση του ενισχύουν το εύρημά του ότι δεν έγινε προφορική συμφωνία. Ένας από αυτούς είναι ότι η αρχική σύμβαση, Τεκμήριο 3, ημερ. 23.12.77, που αποτελείται από 19 σελίδες με σχολαστικές λεπτομέρειες, όπως ανάφερε, "δεν είναι λογικό να αλλοιώνεται ή να ανανεώνεται τόσο απλά και με προφορική συμφωνία, ιδιαίτερα όταν υπάρχει αδιαμφισβητούμενη μαρτυρία ότι η μητρική εταιρεία στο Βέλγιο εγκρίνει όλες τις συμφωνίες".

Ένας άλλος λόγος, ήταν η συγκρουόμενη μαρτυρία που προσήχθη από μέρους της εφεσείουσας ως προς το λόγο που υπαγόρευσε την ανανέωση. Η μια εκδοχή ήταν ότι η ανανέωση βασιζόταν στο χρόνο απόσβεσης των οχημάτων της εφεσείουσας που ορίστηκε στα 12 χρόνια, ενώ η άλλη ότι η προφορική συμφωνία ήταν πενταετούς διάρκειας.

Αναφερθήκαμε στους λόγους αυτούς γιατί αποτέλεσαν λόγους έφεσης, στους οποίους και θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

Ο πρώτος λόγος της έφεσης στρέφεται κατά της αποδοχής της μαρτυρίας του μάρτυρα Γιαννάτσου αντί εκείνης της ενάγουσας. Οι λόγοι 2 και 3 στρέφονται κατά της αιτιολογίας απόρριψης του ισχυρισμού για σύναψη νέας προφορικής συμφωνίας που προαναφέρθηκαν και που το πρωτόδικο Δικαστήριο τους θεώρησε σαν ενισχυτικούς των ευρημάτων του. Αυτοί οι τρεις λόγοι μπορούν να απαντηθούν συλλογικά.

Είναι η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας ότι ο μάρτυς Γιαννάτσος δεν έπρεπε να γίνει πιστευτός γιατί δεν ενθυμείτο πολλά θέματα και συνεπώς δεν έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο να προτιμήσει την εκδοχή του αντί εκείνη των δυο μαρτύρων της εφεσείουσας.

Όσον αφορά τους ενισχυτικούς συλλογισμούς του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο δικηγόρος της εφεσείουσας τους χαρακτήρισε εσφαλμένους και εάν είναι ή όχι λογικό να ανανεωθεί μια σύμβαση προφορικά σε σχέση με το χρόνο διάρκειας της, δεν είναι για το Δικαστήριο να αποφασίσει.

Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης υπέβαλε πως τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εύλογα επιτρεπτά και υποστηρίζονται από τη μαρτυρία. Η μαρτυρία του μάρτυρα Γιαννάτσου δεν ήταν αντιφατική και απέρριψε τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς.

Όσον αφορά τους λόγους 2 και 3, ο δικηγόρος της εφεσίβλητης υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση και ανάφερε ότι πέραν των λόγων αυτών το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση και τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας για ύπαρξη προφορικής συμφωνίας και για επιπρόσθετους λόγους οι οποίοι δεν προσβάλλονται με την έφεση.

Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει για να αποφασίσει την αξιοπιστία ενός μάρτυρα.  Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί σε εκείνα τα ευρήματα αξιοπιστίας που προέβη το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ. μεταξύ άλλων, πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Κασιέρη κ.ά. ν. Κυριάκου (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1246, στην οποία γίνεται και ευρεία αναφορά της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του προκειμένου).

Έχουμε τη γνώμη ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του μάρτυρα Γιαννάτσου ήταν εύλογα επιτρεπτά. Επίσης εύλογα επιτρεπτά ήταν τα ευρήματα γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία υποστηρίζονται από τη μαρτυρία του μάρτυρα Γιαννάτσου, την οποία το Δικαστήριο απεδέχθη ως αξιόπιστη.

Οι άλλοι λόγοι που θεωρήθηκαν ενισχυτικοί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν και δεν διατυπώθηκαν με τον καλύτερο τρόπο, εντούτοις δεν επηρεάζουν το λόγο (ratio) της απόφασης που στην ουσία στηρίζεται στα ευρήματα γεγονότων που απορρέουν από τη μαρτυρία του μάρτυρα Γιαννάτσου. Από αυτή τη μαρτυρία και τα πρωτογενή ευρήματα του Δικαστηρίου η τύχη της αγωγής της εφεσείουσας είχε κριθεί και οι λόγοι 2 και 3 δεν θα μπορούσαν να επιφέρουν αλλαγή στο αποτέλεσμα.

Ο λόγος 4 αφορά τη μη επιδίκαση ζημιών, παρόλο που το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε ότι η εφεσείουσα υπέστη ζημιές και τούτο γιατί η θεωρία που πρόβαλε ο μάρτυρας είναι πολύ δυσνόητη και άσχετη. Ο λόγος αυτός ενόψει της απόρριψης των λόγων 1, 2 και 3, καθίσταται ακαδημαϊκός και επομένως δεν θα απαντηθεί.

Ο 5ος λόγος ήδη απαντήθηκε με τον 1ο λόγο, οι δε λόγοι 6 και 7 αποσύρθηκαν στο στάδιο της προδικασίας την 21.10.97.

Ο 8ος και τελευταίος λόγος της έφεσης, αναφέρεται στην εσφαλμένη απόρριψη της εκδοχής της ενάγουσας, γιατί δεν υπήρξε αντάλλαγμα για την ισχυριζόμενη προφορική συμφωνία και γίνεται εισήγηση ότι το αντάλλαγμα περιήχετο στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της εφεσίβλητης που θα επιτυγχάνετο με την μεταφορά των προϊόντων της στα ορεινά της πρατήρια με τρίτο όχημα.

Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στα ευρήματα γεγονότων και κατάληξε ότι δεν έγινε η ισχυριζόμενη  από την εφεσείουσα προφορική συμφωνία πενταετούς διάρκειας σε αντικατάσταση της γραπτής συμφωνίας της 23.12.77. Πέραν τούτου όμως, ανάφερε πως έστω και αν δεχόταν ότι υπήρξε προφορική συμφωνία, αδυνατούσε να εντοπίσει την ύπαρξη ανταλλάγματος. Μια τέτοια αναφορά δεν αποτελεί το λόγο (ratio) της απόφασης που ήταν το εύρημα ότι δεν έγινε νέα προφορική συμφωνία. Επομένως και αυτός ο λόγος δεν είναι ικανός να ανατρέψει την πρωτόδικη απόφαση.

Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο