ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 1000
20 Μαΐου, 1998
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
TO ΠΛΟΙΟ "ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ",
Εφεσείον-Εναγόμενο,
v.
1. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΥ,
2. ΔΗΜΗΤΡΗ ΖΑΝΕΤΤΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων
(Πολιτική Έφεση Αρ. 7542)
Συμβάσεις — Συλλογικές συμβάσεις εργασίας — Οικονομικός εξαναγκασμός (economic duress - coercion) — Ισχυρισμός εκ μέρους των εργοδοτών ότι οι συμβάσεις ήταν προϊόν οικονομικού εξαναγκασμού και ως εκ τούτου άκυρες — Οι συνθήκες σύναψης των συμβάσεων δεν τεκμηρίωναν τον εν λόγω ισχυρισμό — Κατά πόσο υπάρχει δόγμα οικονομικού εξαναγκασμού — Καταφατική η απάντηση στο ερώτημα — Πότε θεωρείται ότι υπάρχει οικονομικός εξαναγκασμός που οδηγεί σε ακύρωση της σύμβασης.
Ανθρώπινα δικαιώματα — Συλλογική στάση εργασίας — Απεργία — Βελτίωση όρων αμοιβής — Είναι ανθρώπινο δικαίωμα των εργαζομένων — Δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σαν παράνομη άσκηση πίεσης στην εργοδοτική πλευρά — Σύνταγμα, Άρθρο 27.1.
Λέξεις και Φράσεις — " Εξαναγκασμός" στο Άρθρο 15 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.
Οικονομικός εξαναγκασμός — Συνιστά μέρος του Δικαίου της Επιείκειας (equity) που οδηγεί σε ακύρωση της σύμβασης αν ανατρέπει την ελεύθερη βούληση του εξαναγκασθέντος.
Συμβάσεις — Ασάφεια — Συλλογική σύμβαση εργασίας — Η μη επισύναψή της σε νέες συμβάσεις δε δημιούργησε ασάφεια, αφού η πρόθεση των συμβαλλομένων μπορούσε να γίνει αντιληπτή από τη συλλογική σύμβαση — Οι όροι συλλογικής σύμβασης μπορούν να ενσωματωθούν σε σύμβαση εργοδότησης — Ο περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149, Άρθρο 29.
Συμβάσεις — Αντιπαροχή — Αναστολή εργασίας — Επιστροφή στην εργασία με καλύτερους όρους αμοιβής — Είναι επαρκής αντιπαροχή για μια έγκυρη συμφωνία.
Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες προσλήφθηκαν στο εναγόμενο πλοίο για περίοδο επτά μηνών, ο πρώτος ως Α΄ Μηχανικός και ο δεύτερος ως Β΄ Μηχανικός, με συμβάσεις που υπέγραψαν στον Πειραιά στις 25.9.82. Ακολούθως ανάλαβαν καθήκοντα στο πλοίο, το οποίο απέπλευσε για διάφορα ευρωπαϊκά λιμάνια για να παραλάβει γενικό φορτίο για μεταφορά. Όταν έφθασε στο Σουηδικό λιμάνι της Udevalla, η ITF, διεθνής ομοσπονδία εργατών μεταφορών, αφού ήλεγξε τους όρους και τις συνθήκες εργοδότησης και ιδιαίτερα το ύψος του μισθού των εφεσιβλήτων, βρήκε ότι οι όροι εργασίας και ιδιαίτερα ο μισθός δεν ήταν ικανοποιητικοί και έδωσαν εντολή για αναστολή της φόρτωσης στο πλοίο. Στη συνέχεια άρχισαν διαπραγματεύσεις με τους πλοιοκτήτες μέσω του πλοιάρχου και άλλων αντιπροσώπων οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τη σύναψη νέων συμβάσεων μεταξύ του πληρώματος και του πλοιάρχου, ο οποίος ενεργούσε εκ μέρους των ιδιοκτητών, οι οποίες προνοούσαν σημαντικές αυξήσεις των μισθών του πληρώματος. Οι νέες συμβάσεις υπογράφηκαν από τον πλοίαρχο χωρίς διαμαρτυρία.
Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες ήγειραν αξίωση με βάση τις νέες συμβάσεις και ισχυρίστηκαν ότι οι πλοιοκτήτες τις παραβίασαν, γιατί κατά την άφιξη του πλοίου στην Κύπρο, οι αντιπρόσωποι του πλοίου, τερμάτισαν τις υπηρεσίες τους και αρνήθηκαν να πληρώσουν με βάση τις νέες συμβάσεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού απέρριψε τους ισχυρισμούς του δικηγόρου του πλοίου περί αβεβαιότητας των όρων των νέων συμβάσεων, περί ανυπαρξίας ανταλλάγματος και περί εξαναγκασμού και οικονομικού εξαναγκασμού (economic duress - coercion), έκρινε ότι οι νέες συμβάσεις ήταν έγκυρες. Στη συνέχεια εξέδωσε απόφαση ως η απαίτηση των εφεσιβλήτων στις δύο συνεκδικασθείσες αγωγές τους και απέρριψε τις ανταξιώσεις του εφεσείοντος πλοίου.
Οι λόγοι έφεσης αφορούν α) τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και β) την εγκυρότητα των νέων συμβάσεων. Αναφορικά με το λόγο β) της έφεσης υποστηρίχθηκε ότι οι επίδικες συμβάσεις δεν έγιναν με την ελεύθερη βούληση των πλοιοκτητών, ότι ήταν αποτέλεσμα βίας και/ή οικονομικών κυρώσεων και/ή απειλών και οικονομικού εξαναγκασμού. Επίσης ότι οι νέες συμβάσεις ήταν ασαφείς με την ενσωμάτωση σ' αυτές της συλλογικής σύμβασης της ITF, χωρίς αυτή να επισυνάπτεται, ότι στερούντο αντιπαροχής ή ότι η αντιπαροχή αφορούσε υπηρεσίες που οι εφεσίβλητοι είχαν ήδη συμφωνήσει να προσφέρουν με τις πρώτες συμβάσεις.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Τα προσβαλλόμενα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασίζονται σε μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ή σε κοινές θέσεις των δύο πλευρών και δεν έχει καταδειχθεί οποιοδήποτε σφάλμα ως προς την εξαγωγή των ευρημάτων αυτών.
2. Οι όροι των νέων συμβάσεων, όπως έκρινε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι σαφείς και επιδέχονται μόνο μια ερμηνεία. Η μη επισύναψη της συλλογικής σύμβασης της ITF σ' αυτές, δε δημιουργεί ασάφεια, αφού η πρόθεση των συμβαλλομένων μπορεί να γίνει αντιληπτή αν γίνει αναφορά στη συλλογική αυτή σύμβαση. Πέραν αυτού έχει νομολογηθεί, πως οι όροι συλλογικής σύμβασης μπορούν να ενσωματωθούν σε σύμβαση εργοδότησης και να θεωρούνται ότι ισχύουν οι πλέον πρόσφατες τροποποιήσεις.
3. Οι νέες συμβάσεις δε στερούνται αντιπαροχής, αφού ήταν προϊόν και αποτέλεσμα διευθέτησης μιας εργατικής διαφοράς η οποία εκδηλώθηκε και προωθήθηκε με νόμιμο τρόπο και υπογράφηκε με ελεύθερη βούληση χωρίς εξαναγκασμό.
4. Οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν εκ μέρους του πλοίου περί εξαναγκασμού ή οικονομικού εξαναγκασμού και ελεύθερης συναίνεσης δεν ευσταθούν, λαμβανομένων υπ' όψιν των συνθηκών που συνήφθηκαν οι νέες συμφωνίες τις οποίες οι πλοιοκτήτες επιβεβαίωσαν (ratified) με το να πληρώσουν το πλήρωμα, συμπεριλαμβανομένων και των εφεσιβλήτων, με βάση τις νέες συμφωνίες, χωρίς οποιαδήποτε διαμαρτυρία.
5. Ο όρος εξαναγκασμός στο Άρθρο 15 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, αναιρεί την "ελεύθερη συναίνεση", αλλά όπως είναι διατυπωμένος ο νόμος μας, δεν καλύπτει απειλές στις επιχειρήσεις ή το εμπόριο. Οι μετέπειτα εξελίξεις που σημειώθηκαν στον αγγλικό νόμο στον τομέα αυτό, οδηγούν στο δόγμα του οικονομικού εξαναγκασμού που είναι αποτέλεσμα και έκφραση του δικαίου της επιείκειας (equity) που οδηγεί και αυτό σε ακύρωση της σύμβασης αν ανατρέπει την ελεύθερη βούληση του εξαναγκασθέντος. Το δόγμα αυτό σαν δόγμα του δικαίου της επιείκειας εφαρμόζεται στην Κύπρο και καλύπτει τις εμπορικές συναλλαγές και εμπορικές συμβάσεις. Ο οικονομικός εξαναγκασμός εφαρμόζεται εκεί που η φαινομενική συγκατάθεση της μιας πλευράς είναι προϊόν πίεσης και ασκείται από την άλλη πλευρά, την οποία ο νόμος δε θεωρεί νόμιμη.
6. Η συλλογική ενέργεια που παρατηρήθηκε είναι δικαίωμα των εργαζομένων όπως και η απεργία, η οποία αναγνωρίζεται σε πλείστες χώρες ως νόμιμο όπλο των συντεχνιών για προώθηση των συμφερόντων των μελών της. Το δικαίωμα αυτό στοχεύει στη βελτίωση των όρων αμοιβής και δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν παράνομη άσκηση πίεσης εν όψει του Άρθρου 27.1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει μια τέτοια ενέργεια σαν βασικό ανθρώπινο δικαίωμα. Οι ενέργειες που έγιναν από την ITF και το πλήρωμα, συνάδουν πλήρως με τα δικαίωματα των εργαζομένων όπως αυτά διατυπώθηκαν στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη και στην περί Εφαρμογής των Αρχών του Δικαιώματος Οργανώσεως και Συλλογικής Διαπραγματεύσεως Συμβάσεως (Αρ.98) του 1949 που κυρώθηκαν από τους Κυρωτικούς Νόμους 64/67 και 17/66 αντίστοιχα που αποτελούν ημεδαπό δίκαιο με αυξημένη ισχύ. Ορθά το Δικαστήριο εφάρμοσε το ημεδαπό δίκαιο, ελλείψει εισήγησης για εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου και μαρτυρίας που να το αποδεικνύει.
7. Στην παρούσα υπόθεση ο εξαναγκασμός ή οικονομικός εξαναγκασμός δεν είναι εφικτός όπου διενεργήθηκε νόμιμη απεργία και ο λόγος για μη ύπαρξη αντιπαροχής επομένως δεν ευσταθεί. Πέραν τούτου ένας εργάτης μπορεί να αναστείλει την εργασία του για καλυτέρευση του μισθού του και η επιστροφή στην εργασία του με καλύτερους όρους αμοιβής είναι επαρκής αντιπαροχή για μια έγκυρη συμφωνία.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Universe Tankships Inc. of Monrovia v. International Transport Workers' Federation [1982] 2 All E.R. 67,
"Hoegh Apapa" [1983] 2 Lloyd's Law Reports 9,
Petrou v. Petrou (1978) 1 C.L.R. 257,
Saab a.o. v. Holy Monastery of Ayios Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499,
National Coal Board v. Galley [1958] 1 W.L.R. 16,
Pao On a.o. v. Lau Yiu a.o. [1979] 3 All E.R. 65,
Κούτας v. Δήμου Λευκωσίας (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 516.
Έφεση.
Έφεση απο το εναγόμενο πλοίο κατά της απόφασης Δικαστή τότε του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Πικής, Δ.) που δόθηκε στις 10 Δεκεμβρίου, 1987 (Aρ. Aγωγών 213/82 και 216/82) με την οποία επιδικάσθηκαν εναντίον του αποζημιώσεις για παράνομες απολύσεις, υπόλοιπα μισθών, άδειες και υπερωρίες.
Μ. Μοντάνιος, για το Εφεσείον πλοίο.
Π. Ονουφρίου για Ν. Αναστασιάδη, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Οι δύο εφεσίβλητοι ναυτικοί, Εμμανουήλ Σιδηρόπουλος και Δημήτριος Τζανέτος, από την Ελλάδα, με τις δυο αγωγές τους που συνεκδικάστηκαν, αξιούσαν από το εφεσείον-εναγόμενο πλοίο Παναγία Μυρτιδιώτισσα, υπό Κυπριακή σημαία και ιδιοκτησία, ορισμένα ποσά σαν υπόλοιπα μισθών τους, άδειες, υπερωρίες και αποζημιώσεις για ισχυριζόμενες παράνομες απολύσεις.
Οι εφεσίβλητοι προσλήφθηκαν στο πλοίο για περίοδο επτά μηνών, ο μεν Σιδηρόπουλος ως Α΄ Μηχανικός, ο δε Τζανέτος ως Β΄ Μηχανικός, με συμβάσεις που τις υπέγραψαν στον Πειραιά στις 25.9.82. Ακολούθως ανάλαβαν καθήκοντα στο πλοίο, το οποίο απέπλευσε για διάφορα ευρωπαϊκά λιμάνια για να παραλάβει γενικό φορτίο για μεταφορά.
Όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το ταξίδι του ήταν ομαλό χωρίς προβλήματα μέχρι που έφτασε στο Σουηδικό λιμάνι της Udevalla την 1.11.82. Εκεί επιβιβάστηκαν στο πλοίο μέλη της International Transport (Workers) Federation (ITF), που είναι διεθνής ομοσπονδία εργατών μεταφορών και ζήτησαν να ελέγξουν τους όρους και τις συνθήκες εργοδότησης του πληρώματος και ιδιαίτερα το ύψος του μισθού τους. Βρήκαν ότι οι όροι εργασίας και ιδιαίτερα ο μισθός δεν ήταν ικανοποιητικοί και κατόπιν δικής τους πρωτοβουλίας και εντολής, η φόρτωση στο πλοίο ανεστάλη και άρχισαν διαπραγματεύσεις με τους πλοιοκτήτες μέσον του πλοιάρχου και άλλων αντιπροσώπων. Οι εφεσίβλητοι και τα άλλα μέλη του πληρώματος σταμάτησαν την εργασία τους εν αναμονή του αποτελέσματος της παρέμβασης της ITF.
Οι διαπραγματεύσεις υπήρξαν επιτυχείς και στις 4.11.82 συνήφθησαν νέες συμβάσεις μεταξύ του πληρώματος και του πλοιάρχου, ο οποίος ενεργούσε από μέρους των ιδιοκτητών, οι οποίες προνοούσαν σημαντικές αυξήσεις των μισθών του πληρώματος. Επίσης οι πλοιοκτήτες κλήθηκαν να πληρώσουν και πλήρωσαν 10.293 δολάρια Η.Π.Α. στο Ταμείο Ευημερίας Ναυτικών της ITF. Οι νέες συμβάσεις αντικατέστησαν τις συμβάσεις της 25.9.82 και υπεγράφησαν από τον πλοίαρχο χωρίς διαμαρτυρία. Η διαφορά του μισθού μεταξύ των προηγουμένων και των νέων συμβάσεων επληρώθη στους ναυτικούς βάσει των όρων των νέων συμβάσεων. Ακολούθως επανάρχισε η εργασία στο πλοίο το οποίο και συνέχισε την πορεία του σύμφωνα με το πρόγραμμα.
Η αξίωση των εφεσιβλήτων βασίστηκε στις νέες συμβάσεις της 4.11.82 και σε παραβάσεις τους από μέρους των πλοιοκτητών. Η ειδική σύμβαση (Τεκμήριο 1) που υπεγράφη μεταξύ της ITF και των πλοιοκτητών και η πληρωμή εισφορών από τους πλοιοκτήτες στο Ταμείο Seafares International Welfare Protection and Assistance Fund, δηλαδή το Ταμείο Ευημερίας Ναυτικών της ITF, δεν ήταν επίδικα θέματα στις αγωγές αυτές.
Tο βασικό επίδικο θέμα ήταν η εγκυρότητα των νέων συμβάσεων της 4.11.82 μεταξύ των πλοιοκτητών και των εφεσιβλήτων, γιατί όταν το πλοίο αφίχθηκε στην Κύπρο οι αντιπρόσωποι του εφεσείοντος πλοίου που ενεργούσαν από μέρους των πλοιοκτητών, τερμάτισαν την 27 Νοεμβρίου, 1982, τις υπηρεσίες των εφεσιβλήτων και αρνήθηκαν να τους πληρώσουν με βάση τις νέες συμβάσεις. Επομένως, εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως ανάφερε στην απόφαση του, εύρισκε ότι οι νέες συμβάσεις ήταν έγκυρες, οι εφεσίβλητοι θα εδικαιούντο στις αποζημιώσεις που αξιούσαν στις αγωγές τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιοποίησε την ενώπιον του μαρτυρία, κατάληξε σε ευρήματα και πραγματεύθηκε σε έκταση τις εισηγήσεις του δικηγόρου του εφεσείοντος πλοίου περί αβεβαιότητας των όρων των νέων συμβάσεων, περί ανυπαρξίας ανταλλάγματος και περί εξαναγκασμού και οικονομικού εξαναγκασμού (economic duress-coercion). Ακολούθως κατάληξε ότι οι εισηγήσεις αυτές δεν ευσταθούσαν, θεώρησε τις νέες συμβάσεις έγκυρες και αφού απεδέχθη ότι οι πλοιοκτήτες τις παρέβησαν σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων, εξέδωσε απόφαση ως η απαίτηση των εφεσιβλήτων στις δυο συνεκδικασθείσες αγωγές τους και απέρριψε τις ανταξιώσεις του εφεσείοντος πλοίου.
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου εφεσιβλήθη από το εφεσείον πλοίο και στο στάδιο της προδικασίας δόθηκαν οδηγίες για υποβολή περιγραμμάτων αγορεύσεων σύμφωνα με τον Περί Εφέσεων Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996. Επειδή ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων παράλειψε να υποβάλει την αγόρευση του, κατά την ακρόαση της έφεσης ακούσαμε μόνο το δικηγόρο του εφεσείοντος πλοίου να διευκρινίζει το περίγραμμα του, όχι όμως και το δικηγόρο των εφεσιβλήτων, αφού αυτός απώλεσε το δικαίωμα του να ακουσθεί λόγω της παράλειψης του.
Οι λόγοι της έφεσης είναι πολλοί. Αρκετοί από αυτούς αναφέρονται στα ίδια θέματα και οι λόγοι 9-12 αποσύρθηκαν. Οι υπόλοιποι, μπορούν να διαχωρισθούν σε δύο βασικά οντότητες. Η μια οντότητα αφορά την προσβολή ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου με στόχο την αλλαγή του υπόβαθρου γεγονότων προφανώς για να μπορεί ευκολότερα να υποστηριχθεί η δεύτερη οντότητα που είναι και η βασική και που αφορά την εγκυρότητα των νέων συμβάσεων της 4.11.82.
Σαν συγκεντρωτικός λόγος έφεσης παρουσιάζεται το παράπονο του εφεσείοντος πλοίου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε με το να εκδώσει απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και να απορρίψει τις ανταξιώσεις του, με τις οποίες αξιούσε διάταγμα του Δικαστηρίου ή δήλωση ότι οι νέες συμφωνίες της 4.11.82 ήσαν άκυρες, γιατί δεν έγιναν με την ελεύθερη βούληση ή συγκατάθεση των πλοιοκτητών. Υποστηρίζεται επίσης η θέση ότι οι νέες συμβάσεις ήσαν το αποτέλεσμα βίας και/ή οικονομικών κυρώσεων και/ή απειλών και οικονομικού εξαναγκασμού. Επίσης είναι η θέση του εφεσείοντος πλοίου, ότι οι νέες συμβάσεις είναι ασαφείς με το να ενσωματώνεται σ' αυτές η συλλογική σύμβαση της ITF, χωρίς αυτή να επισυνάπτεται, ότι στερούνται αντιπαροχής ή ότι η αντιπαροχή που δόθηκε στις νέες συμβάσεις από τους εφεσίβλητους αφορούσε υπηρεσίες που αυτοί είχαν ήδη συμφωνήσει με τις πρώτες συμβάσεις να προσφέρουν.
Θα ασχοληθούμε πρώτα με τα προσβαλλόμενα ευρήματα γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο δικηγόρος του εφεσείοντος πλοίου ισχυρίζεται ότι δεν δόθηκε μαρτυρία που να δικαιολογεί το εύρημα ότι υπήρξε εργατική διαφορά ή απεργία από το πλήρωμα ή ότι υπήρξαν διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στις νέες συμβάσεις. Αμφισβητείται επίσης ο ρόλος της ITF, όπως τον διατύπωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο και προς υποστήριξη της εισήγησης του ο δικηγόρος του εφεσείοντος πλοίου αναφέρθηκε στις υποθέσεις Universe Tankships Inc. of Monrovia v. International Transport Workers' Federation [1982] 2 All E.R. 67, και The "Hoegh Apapa" [1983] 2 Lloyd's Law Reports 9 και κάλεσε το Εφετείο να αποδεχθεί ότι οι νέες συμβάσεις επιβλήθηκαν με βία και εξαναγκασμό των πλοιοκτητών και κατά συνέπεια θα πρέπει να ακυρωθούν.
Τα ευρήματα του Δικαστηρίου επί των γεγονότων που προσβάλλονται είναι ότι με την άφιξη του πλοίου στην Udevalla επεσκέφθησαν το πλοίο αξιωματούχοι της ITF και ενδιαφέρθηκαν να εξετάσουν τους όρους εργοδότησης του πληρώματος, ιδιαίτερα εκείνους που αφορούσαν την αμοιβή τους. Βρήκαν ότι η αμοιβή του πληρώματος δεν ήταν ικανοποιητική και με δική τους πρωτοβουλία και οδηγίες η φόρτωση στο πλοίο αναστάληκε, για να γίνουν διαπραγματεύσεις με τους πλοιοκτήτες, οι οποίες διεξάχθηκαν από μέρους των από τον πλοίαρχο και άλλους αντιπροσώπους. Οι εφεσίβλητοι και οι συνάδελφοι τους στο μεταξύ σταμάτησαν την εργασία τους και ανέμεναν το αποτέλεσμα της παρέμβασης της ITF. Τελικά οι διαπραγματεύσεις ήσαν επιτυχείς.
Tα ευρήματα αυτά του Δικαστηρίου υποστηρίζονται από τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων και από τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 Frane Lokas. Επίσης θα πρέπει να ειπωθεί πως ήταν κοινό έδαφος ότι η πρωτοβουλία που είχε σαν αποτέλεσμα τη διακοπή των εργασιών, ανήκε στην ITF, ότι οι εφεσείοντες και το υπόλοιπο πλήρωμα συνενώθηκαν με τη συντεχνία αυτή, ότι υπήρξαν διαπραγματεύσεις και η εργασία στο πλοίο επανάρχισε μετά την υπογραφή των νέων συμβάσεων (Βλ. παρ. 10-15 της Απαντήσεως και Ανταξιώσεων των εφεσιβλήτων).
Επίσης οι ενέργειες και η πολιτική της ITF εξάγονται από τη μαρτυρία του Μ.Ε.3 Όμηρου Νεοκλέους, την οποία το Δικαστήριο απεδέχθη. Ο μάρτυς αυτός ανάφερε, ότι η πολιτική της ΙΤF είναι να επεμβαίνει όπου οι όροι εργασίας των ναυτικών συμπεριλαμβανομένης και της αμοιβής τους, δεν βασίζονται σε συλλογικές συμβάσεις που συνομολογήθηκαν στη χώρα προέλευσης του πλοίου ή σε συλλογική σύμβαση που είναι εγκεκριμένη από την ITF. Δεν υπάρχει μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο που να αποδεικνύει τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι η ITF σε πλοία που κατά τη γνώμη τους είναι πλοία σημαίας ευκολίας, εφαρμόζεται εμπάρκο ή μαυροπινακισμός ή άλλοι μέθοδοι παράνομης ακινητοποίησης των πλοίων.
Tα προσβαλλόμενα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασίζονται σε μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη ή σε κοινές θέσεις των δυο πλευρών που δεν αποτέλεσαν επίδικα θέματα στην υπό κρίση υπόθεση και δεν έχει καταδειχθεί οποιοδήποτε σφάλμα ως προς την εξαγωγή των ευρημάτων αυτών. Το υπόβαθρο των γεγονότων βασίζεται και εξάγεται από την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσαχθείσα μαρτυρία και δεν μπορεί τούτο να αντικατασταθεί με ευρήματα άλλων Δικαστηρίων στις αγγλικές υποθέσεις που αναφέρθηκε ο δικηγόρος του πλοίου, τα οποία βασίστηκαν και εξάχθηκαν από άλλη μαρτυρία που προσήχθη ενώπιον τους. Εμείς οφείλουμε να αποφασίσουμε την υπόθεση αυτή με βάση τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία για τους λόγους που αναφέραμε παραμένουν αναλλοίωτα και βέβαια σύμφωνα με το νόμο.
Πριν ασχοληθούμε με τους υπόλοιπους λόγους της έφεσης, θεωρούμε χρήσιμο να αναφερθούμε αποσπασματικά και σε άλλα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που κρίνουμε ότι είναι σκόπιμο να αναφερθούν, για να συμπληρώσουμε έτσι το αναγκαίο υπόβαθρο γεγονότων που θεωρούμε αναγκαίο και υποβοηθητικό στην ανάπτυξη των υπολοίπων λόγων της έφεσης.
Στις σελ. 98-99 της απόφασης το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι:
"..... The action οf ITF was taken in support of the rights of seamen in general and for the immediate benefit of the crew of "PANAGIA MYRTIDIOTISSA". The plaintiffs and fellow seamen joined in the industrial action for the improvement of their remuneration. The economic pressure that was undoubtedly exerted by ITF on defendant was the result of industrial action mounted in support of conditions of pay of members of the class of workers that ITF represented on a global basis."
Kαι στη σελ. 99:
"....... Τhe inevitable inference is that the intervention of ITF led to a drastic increase of the remuneration of the crew. ........... The action of ITF, as fas as it affected the plaintiffs, constituted industrial action designed to improve the salaries of members of the class of workers they represented."
Με βάση τα ευρήματα γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, θα εξετάσουμε ακολούθως συλλογικά τους υπόλοιπους λόγους της έφεσης.
Σαν πρώτο θέμα από την οντότητα αυτή θα εξετάσουμε την εισήγηση των εφεσειόντων ότι οι νέες συμβάσεις μεταξύ των εφεσιβλήτων και των πλοιοκτητών, πάσχουν από ασάφεια και επομένως σύμφωνα με το άρθρο 29 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, θα πρέπει να κηρυχθούν άκυρες. Ιδιαίτερη έμφαση πάνω στο θέμα αυτό δόθηκε στο γεγονός ότι η συλλογική σύμβαση της ΙTF κατέστη αναπόσπαστο μέρος των συμφωνιών αυτών και δεν επισυνάφθηκε σ' αυτές, άρα οι όροι είναι αβέβαιοι. Επίσης έγινε εισήγηση ότι σύμφωνα με τους όρους των νέων συμβάσεων δίδεται το δικαίωμα στην ITF να αλλάζει όποτε θέλει και όσες φορές θέλει τους όρους της συλλογικής της σύμβασης και οι εναλλασσόμενοι αυτοί όροι προνοείται ότι αποτελούν μέρος των νέων συμβάσεων, άρα οι όροι αυτοί που είναι άγνωστοι και αβέβαιοι καθιστούν τις νέες συμβάσεις των εφεσιβλήτων άκυρες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατάληξε στο συμπέρασμα ότι οι νέες συμβάσεις ήταν σύμφωνες με τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις όσον αφορά το θέμα της ασάφειας και ότι ήταν δυνατό για οποιονδήποτε να εξακριβώσει με σαφήνεια τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις κάθε ενός από τους συμβαλλόμενους.
Σύμφωνα με την ανάλυση των προνοιών του άρθρου 29 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, που έγινε στην Petrou v. Petrou (1978) 1 C.L.R. 257, στη σελ. 267 και στην Saab and Other v. Holy Monastery of Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499, στις σελ. 513, 515, με την οποία συμφωνούμε, καταλήγουμε και εμείς όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο και ευρίσκουμε ότι οι όροι των νέων συμβάσεων είναι σαφείς και δεν επιδέχονται παρά μόνο μιας ερμηνείας. Από τους όρους αυτούς απεικονίζεται το αντικείμενο των συμβάσεων, η ταυτότητα των συμβαλλομένων και η συμβατική πρόθεση τους είναι καθοριστική και ακριβής. Με το να μην επισυναφθεί στις νέες συμβάσεις η συλλογική σύμβαση της ITF δεν δημιουργείται ασάφεια, αφού η πρόθεση των συμβαλλομένων μπορεί με σαφήνεια να γίνει αντιληπτή αν γίνει αναφορά στη συλλογική αυτή σύμβαση. Πέραν τούτου έχει νομολογηθεί πως όροι συλλογικής σύμβασης μπορούν να ενσωματωθούν σε σύμβαση εργοδότησης και να θεωρούνται ότι ισχύουν οι πλέον πρόσφατες τροποποιήσεις. (Βλ. National Coal Board v. Galley [1958] 1 W.L.R. 16 και Chitty on Contract, Volume II, Para. 3420).
Για τους πιο πάνω λόγους, η εισήγηση για ακύρωση των νέων συμβάσεων για ασάφεια δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Ο λόγος που αναφέρεται στην μη ύπαρξη νόμιμης αντιπαροχής στις νέες συμβάσεις δεδομένου ότι οι εφεσίβλητοι με αυτές συμφώνησαν να προσφέρουν τις ίδιες υπηρεσίες που συμφώνησαν να προσφέρουν με τις προηγούμενες συμβάσεις, μας προβλημάτισε. Γιατί αν πράγματι έτσι έχουν τα πράγματα, οι νέες συμβάσεις θα πρέπει να θεωρηθούν άκυρες για έλλειψη αντιπαροχής. Όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Από την εισήγηση αυτή του δικηγόρου του εφεσείοντος πλοίου, ελλείπει η νομική εξέλιξη που δημιουργήθηκε όταν η νέα σύμβαση είναι το προϊόν και αποτέλεσμα διευθέτησης μιας εργατικής διαφοράς η οποία εκδηλώθηκε και προωθήθηκε με νόμιμο τρόπο και υπεγράφη με ελεύθερη βούληση χωρίς οικονομικό εξαναγκασμό.
Η ύπαρξη εργατικής διαφοράς, που θεωρείται ότι υπάρχει όταν περιορίζεται μεταξύ εργοδότη και εργοδοτουμένου και που δεν είναι αναγκαίο να εκδηλώνεται με απειλή στάσης εργασίας ή στάση εργασίας ή απεργία, δημιουργεί νέα κριτήρια και νέα τάξη πραγμάτων και ανατρέπει τα ισχύοντα όπου μια τέτοια διαφορά δεν υπάρχει. Στην υπόθεση Pao On and Others v. Lau Yiu and Another [1979] 3 All E.R. 65, διατυπώθηκε με σαφήνεια η θέση του Ανακτοβουλίου και ο Λόρδος Scarman ανάφερε στις σελ. 77 και 78, τα ακόλουθα:
"Their Lordships' conclusion is that where businessmen are negotiating at arm's length it is unnecessary for the achievement of justice, and unhelpful in the development on the law, to invoke such a rule of public policy. It would also create unacceptable anomaly. Ιt is unnecessary because justice requires that men, who have negotiated at arm's length, be held to their bargains unless it can be shown that their consent was vitiated by fraud, mistake or duress. If a promise is induced by coercion of a man's will, the doctrine of duress suffices to do justice. The party coerced, if he chooses and acts in time, can avoid the contract. If there is no coercion, there can be no reason for avoiding the contract where there is shown to be a real consideration which is otherwise legal."
Βασιζόμενο στην υπόθεση αυτή το πρωτόδικο Δικαστήριο διατύπωσε την ακόλουθη θέση στη σελ. 97 της απόφασης του:
".... Substitution or variation of the terms of an agreement as a result of industrial action is no longer examined, as can be deduced from the judgment, from a straight angle of consideration, but from a broader perspective associated with the achievement of harmony and justice in industrial relations. Therefore, if the parties freely enter into an agreement replacing an old one intending to be bound thereby contractually, the agreement will be sustained; unless the consent of either is not a voluntary expression of willingness to enter into the agreement ............"
Οι προσεγγίσεις αυτές μας βρίσκουν απόλυτα σύμφωνους και κάτω από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης διαπιστώνεται ότι το τι συνέβη στο πλοίο στο Σουηδικό λιμάνι, ήταν μια εργατική διαφορά που δημιουργήθηκε μεν με πρωτοβουλία της ITF αλλά το πλήρωμα την υιοθέτησε και σαν αποτέλεσμα ακολούθησε και στάση εργασίας τόσο επί του πλοίου όσο και εκτός του πλοίου, αφού σταμάτησε η φόρτωση. Επακολούθησαν διαπραγματεύσεις και οι πλοιοκτήτες μέσον του καπετάνιου συμφώνησαν και υπέγραψαν τις νέες συμφωνίες τις οποίες και επιβεβαίωσαν (ratified) με το να πληρώσουν το πλήρωμα, συμπεριλαμβανομένων και των εφεσιβλήτων, με βάση τις νέες συμφωνίες, χωρίς οποιαδήποτε διαμαρτυρία. Και αυτό μας φέρνει στο λόγο περί εξαναγκασμού ή οικονομικού εξαναγκασμού και ελεύθερης συναίνεσης.
Ο όρος "εξαναγκασμός" που αναφέρεται στο άρθρο 15 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, αναιρεί την "ελεύθερη συναίνεση", αλλά όπως είναι διατυπωμένος ο νόμος μας, δεν καλύπτει απειλές στις επιχειρήσεις ή το εμπόριο. Οι μετέπειτα εξελίξεις που σημειώθηκαν στον αγγλικό νόμο στον τομέα αυτό αναφέρονται στην Universe Tankships v. ITF (ανωτέρω) και μας φέρνουν στο δόγμα του οικονομικού εξαναγκασμού που είναι αποτέλεσμα και έκφραση του δικαίου της επιείκειας (equity) που οδηγεί και αυτό σε ακύρωση της σύμβασης αν ανατρέπει την ελεύθερη βούληση του εξαναγκασθέντος. Το δόγμα αυτό σαν δόγμα του δικαίου της επιείκειας εφαρμόζεται κατά συνέπεια και στην Κύπρο και καλύπτει τις εμπορικές συναλλαγές και εμπορικές συμβάσεις. Με βάση την αγγλική νομολογία που υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Κούτας ν. Δήμου Λευκωσίας (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 516, οικονομικός εξαναγκασμός υπάρχει εκεί που δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση και είναι επομένως σημαντικό να διαπιστωθεί κατά πόσο το άτομο που υπέστη την πίεση δεν διαμαρτυρήθηκε ή κατά πόσο είχε υπαλλακτική οδό και δεν την έλαβε, π.χ. δικαστικά μέτρα για άρση του εξαναγκασμού ή για ακύρωση της σύμβασης ή που επιβεβαίωσε τη σύμβαση. Ο οικονομικός εξαναγκασμός εφαρμόζεται εκεί που η φαινομενική συγκατάθεση της μιας πλευράς είναι προϊόν πίεσης που ασκείται από την άλλη πλευρά, την οποία ο νόμος δεν θεωρεί νόμιμη.
Στην υπό κρίση υπόθεση επαναλαμβάνουμε ότι υπήρξε μια απεργιακή δραστηριότητα και ακολούθως απεργία, η οποία εκδηλώθηκε με πρωτοβουλία της ITF προς προώθηση των συμφερόντων των μελών του πληρώματος του πλοίου και ειδικότερα προς το σκοπό βελτίωσης της αμοιβής τους. Η ITF όπως προκύπτει από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και από τις νέες συμβάσεις, είναι μια διεθνής ανεξάρτητη συντεχνιακή οργάνωση η οποία έδρασε προς το σκοπό διακανονισμού της εργοδότησης των μελών του πληρώματος του πλοίου, δια της υιοθέτησης νέων όρων εργασίας και αμοιβής και δια της ενσωμάτωσης της συλλογικής σύμβασης της ITF στις νέες συμβάσεις εργασίας του πληρώματος, προς βελτίωση των όρων εργασίας του. Υπήρξε επομένως μια εργατική διαφορά και εκδήλωση απεργίας που υποστηρίχθηκε από άλλους κλάδους μελών της ITF στο λιμάνι της Udevalla. Τα μέσα που χρησιμοποίησε η ITF δεν μπορούν, με βάση τον ημεδαπό νόμο, να χαρακτηρισθούν παράνομα. Η ακινητοποίηση του πλοίου με τον τρόπο που επιτεύχθηκε ήταν το αποτέλεσμα της άσκησης του δικαιώματος της απεργίας και δεν αποδείχθηκε το ισχυριζόμενο εμπάρκο ή μαυροπινακισμός του πλοίου. Η συλλογική ενέργεια που παρατηρήθηκε είναι δικαίωμα των εργαζομένων όπως και η απεργία, η οποία αναγνωρίζεται σε πλείστες χώρες ως νόμιμο όπλο των συντεχνιών προς προώθηση των συμφερόντων των μελών τους.
Το δικαίωμα αυτό, που στοχεύει στην βελτίωση των όρων αμοιβής, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν παράνομη άσκηση πίεσης ενόψει του Άρθρου 27.1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει μια τέτοια ενέργεια σαν βασικό ανθρώπινο δικαίωμα. Ακόμα προσθέτουμε πως οι ενέργειες που έγιναν από την ITF και το πλήρωμα, συνάδουν πλήρως με τα δικαιώματα των εργαζομένων όπως αυτά διατυπώθηκαν στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη και στην περί Εφαρμογής των Αρχών του Δικαιώματος Οργανώσεως και Συλλογικής Διαπραγματεύσεως Συμβάσεως (Αρ. 98) του 1949 που κυρώθηκαν από την Κυπριακή Δημοκρατία από τους Κυρωτικούς Νόμους 64/67 και 17/66, αντίστοιχα, και αποτελούν ημεδαπό δίκαιο με αυξημένη ισχύ. Τέλος θα πρέπει να αναφέρουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εφάρμοσε το ημεδαπό δίκαιο ελλείψει εισήγησης για εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου και μαρτυρίας που να το αποδεικνύει.
Η υπόθεση Universe Tankships v. ITF (ανωτέρω), στην οποία αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος πλοίου και μας κάλεσε να την υιοθετήσουμε, διαφοροποιείται από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Επίσης η αιτία της αγωγής είναι διάφορος. Ο οικονομικός εξαναγκασμός ήταν αποδεκτός, αλλά η ITF επικαλέστηκε ατιμωρησία με βάση τις πρόνοιες του Τrade Union and Labour Relations Act 1974. Τελικά η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων απεφάνθη πως για να γίνει επίκληση της ατιμωρησίας έπρεπε να υπάρχει εργατική διαφορά και τέτοια διαφορά δεν μπορούσε να υπάρξει αφού η αγωγή βασιζόταν στην ειδική σύμβαση μεταξύ της ITF και των πλοιοκτητών και όχι επί σύμβασης εργοδότησης μεταξύ των εργοδοτουμένων και πλοιοκτητών. Το ίδιο συνέβη και στην The "Hoegh Apapa" (ανωτέρω). Από τις υποθέσεις αυτές γίνεται φανερό ότι ο Αγγλικός Νόμος διαφέρει από τον ημεδαπό και καλύπτει ορισμένα μέτρα εξαναγκασμού και οικονομικού εξαναγκασμού με ατιμωρησία. Σε μας όμως υπάρχει η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος της απεργίας και μια τέτοια ενέργεια που εκδηλώνεται νόμιμα, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει εξαναγκασμό ή οικονομικό εξαναγκασμό έτσι που να καταστήσει μια νέα συμφωνία που επιτυγχάνεται ακυρώσιμη (voidable) κατ' εκλογή του εργοδότη. Μια τέτοια θέση θα κατέληγε αναμφιβόλως στην εξουδετέρωση του βασικού ανθρώπινου δικαιώματος της απεργίας.
Πέραν των όσων αναφέρθηκαν, δεν μας διαφεύγει το γεγονός ότι στην υπό κρίση υπόθεση οι πλοιοκτήτες ενέκριναν (ratified) αδιαμαρτύρητα τις νέες συμβάσεις και ενήργησαν με βάση αυτές και πλήρωσαν στη Σουηδία, τόσο τους εφεσείοντες όσο και όλο το υπόλοιπο πλήρωμα, τη διαφορά του μισθού που προέκυψε. Πέραν τούτου δεν λήφθηκαν δικαστικά μέτρα προς άρση των μέτρων που έλαβε η ITF. Όλα αυτά ανατρέπουν τον οποιοδήποτε ισχυρισμό ότι οι νέες συμβάσεις δεν υπεγράφησαν από αυτούς με ελεύθερη βούληση. Ο εξαναγκασμός ή οικονομικός εξαναγκασμός δεν είναι εφικτός σ΄αυτή την υπόθεση όπου διενεργήθηκε νόμιμη απεργία και ο λόγος για μη ύπαρξη αντιπαροχής επομένως δεν ευσταθεί. Πέραν τούτου, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ένας εργάτης μπορεί να αναστείλει την εργασία του για καλυτέρευση του μισθού του και η επιστροφή στην εργασία του με καλύτερους όρους αμοιβής είναι επαρκής αντιπαροχή για μια έγκυρη συμφωνία.
Όσον αφορά τον 8ο λόγο έφεσης όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο παράλειψε να εφαρμόσει τις πρόνοιες του άρθρου 46 του Ν. 46/63, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι ούτε ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Το Δικαστήριο βρήκε ότι οι νέες συμβάσεις είναι έγκυρες και επομένως για ποιο λόγο θα έπρεπε να κρίνει ότι ενδεικνυόταν να τις ακυρώσει. Εξάλλου αυτός ο λόγος δεν αναπτύχθηκε επαρκώς και δεν γίνεται καμιά εισήγηση γιατί το Δικαστήριο έπρεπε να εφαρμόσει τις πρόνοιες αυτές.
Το δεύτερο σκέλος του 13ου λόγου παρέμεινε αναιτιολόγητο και η ανάπτυξη που έγινε στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του πλοίου, δεν καλύπτεται από τους λόγους έφεσης. Επίσης αναιτιολόγητος είναι και ο 16ος λόγος ο οποίος αναφέρει γενικά χωρίς αιτιολογία και προσδιορισμό, ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι ενάντια προς το βάρος της μαρτυρίας. Στο περίγραμμα αναπτύσσονται άλλοι ισχυρισμοί που εισάγουν νέους λόγους έφεσης. Επομένως δεν είναι ανάγκη να μας απασχολήσουν.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.