ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(1998) 1 ΑΑΔ 952
18 Mαΐου, 1998
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΧΡΥΣΩ ΑΧΙΛΛΕΩΣ,
2. ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΑΧΙΛΛΕΩΣ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
v.
ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΛΕΞΗ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9678)
Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Επιμερισμός ευθύνης — Σύγκρουση οχημάτων σε υπεραστικό δρόμο κατά το προσπέρασμα — Οδηγός του αυτοκινήτου που προσπερνούσε κρίθηκε πρωτόδικα ως αποκλειστικά υπεύθυνος για τη σύγκρουση — Κατ' έφεση, η ευθύνη του μειώθηκε σε 80% — Η κίνηση του προπορευόμενου αυτοκινήτου δεξιότερα, έστω και εντός της πορείας του, σε συνδυασμό με την παράλειψη του οδηγού του να αντιληφθεί το όχημα που το προσπερνούσε, συνέβαλαν στην πρόκληση του ατυχήματος σε ποσοστό 20%.
Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Επιμερισμός ευθύνης — Οι αρχές επιμερισμού της ευθύνης είναι η υπαιτιότητα που συναρτάται με την εκπλήρωση των καθηκόντων του κάθε οδηγού για την ασφάλεια του άλλου και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αμέλειας των δύο οδηγών και της ζημιάς που προκαλείται.
Ευρήματα Δικαστηρίου — Συμπέρασμα πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οδηγός αυτοκινήτου σε τροχαίο ατύχημα δεν ήταν ένοχος αμέλειας — Δεν υποστηριζόταν από τα ευρήματα του ιδίου του Δικαστηρίου — Κρίθηκε αναγκαία η επέμβαση του Εφετείου.
Η εφεσείουσα - εναγόμενη 1, που οδηγούσε το όχημα του εφεσείοντα - εναγομένου 2 στον υπεραστικό δρόμο Λευκωσίας - Λεμεσού, συγκρούστηκε με το προπορευόμενο όχημα του εφεσιβλήτου - ενάγοντα στην προσπάθειά της να το προσπεράσει. Ακολούθως το αυτοκίνητό της οδηγήθηκε στην αντίθετη πλευρά κυκλοφορίας, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί και με άλλα οχήματα.
Η αγωγή, η απόφαση της οποίας εφεσιβάλλεται με την παρούσα έφεση, αφορά την πρώτη σύγκρουση μόνο. Σ' αυτή συμφωνήθηκαν τα ποσά των αποζημιώσεων και εκδικάσθηκε μόνο το θέμα της ευθύνης. Η εφεσείουσα - εναγόμενη 1 κρίθηκε ότι έφερε αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε εύρημα ότι το σημείο συγκρούσεως βρισκόταν 75 εκ. από τη διαχωριστική γραμμή των λωρίδων κυκλοφορίας και εντός της αριστερής λωρίδας που οδηγείτο το αυτοκίνητο του εφεσιβλήτου - ενάγοντα. Επίσης ότι το σημείο συγκρούσεως υποστηριζόταν από την πραγματική μαρτυρία.
Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος - ενάγων δεν οδηγούσε στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας και επίσης ότι δεν αντελήφθηκε το όχημα της εφεσείουσας - εναγομένης αλλά αυτά, σε σχέση με το ότι η κίνησή του προς τα δεξιά έγινε εντός της δικής του λωρίδας κυκλοφορίας, δεν αποτελούσαν κατά το εύρημα του αμέλεια, που συνέβαλε στην πρόκληση του ατυχήματος. Οι λόγοι έφεσης αφορούσαν το σημείο σύγκρουσης και το εύρημα ότι η κίνηση του εφεσιβλήτου-ενάγοντα προς τα δεξιά δεν είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση του ατυχήματος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δε χωρεί επέμβαση του Εφετείου αναφορικά με τον καθορισμό του σημείου σύγκρουσης. Το σχετικό εύρημα ήταν απόλυτα δικαιολογημένο και υποστηριζόταν από την υπάρχουσα πραγματική μαρτυρία.
2. Το γεγονός ότι το αυτοκίνητο του εφεσιβλήτου - ενάγοντα κινήθηκε δεξιότερα έστω και εντός της λωρίδας του τη στιγμή που θα το προσπερνούσε το άλλο όχημα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος - ενάγων δεν πρόσεξε καθόλου την ύπαρξη του οχήματος που τον προσπερνούσε, συνιστά αμέλεια που συνέτεινε στην πρόκληση της σύγκρουσης των δύο οχημάτων. Όμως η οδηγός του άλλου οχήματος φέρει το μεγάλο μέρος αμέλειας λόγω παράλειψης της να λάβει όλα εκείνα τα αναγκαία μέτρα για ασφαλή προσπέραση. Τα μέτρα αυτά είναι η τήρηση ασφαλούς απόστασης από την πλευρά του οχήματος που προσπερνούσε, τέτοια που θα της επέτρεπε να προσπεράσει με ασφάλεια.
3. Η παρούσα περίπτωση είναι καθαρή περίπτωση όπου και με μία συνεκτίμηση από την πλατειά γωνία του μέσου συνετού πολίτη, προκύπτει σαφώς ευθύνη και εκ μέρους του εφεσιβλήτου - ενάγοντα. Ως εκ τούτου η πρωτόδικη απόφαση ανατρέπεται αναφορικά με την ευθύνη, η οποία κατανέμεται σε 80% σε βάρος της εφεσείουσας - εναγομένης και 20% σε βάρος του εφεσιβλήτου - ενάγοντα.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Κυριακίδου v. Νικολάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 45,
Χριστοδούλου v. Γρηγορίου (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 178.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγομένους κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος (Παπαδοπούλου, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 28 Μαρτίου, 1996 (Aρ. Aγωγής 3655/92) με την οποία η εναγόμενη 1 κρίθηκε αποκλειστικά υπεύθυνη για τροχαίο ατύχημα.
Α. Ζαχαρίου, για τους Eφεσείοντες.
Η. Ηλία για Α. Λεμή, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Βάση για την αγωγή και κατ' ακολουθία για την παρούσα έφεση αποτέλεσε τροχαίο ατύχημα που συνέβη στις 6.1.92 γύρω στις 5.30 μ.μ. στον υπεραστικό δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού. Σε αυτό ενείχοντο το αυτοκίνητο AAU 200 που οδηγούσε ο εφεσίβλητος-ενάγων και το TRR 636 ιδιοκτησίας του εφεσείοντα-εναγομένου 2, που οδηγούσε η σύζυγος του, εφεσείουσα-εναγομένη 1.
Το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου-ενάγοντα οδηγείτο στην αριστερή λωρίδα του δρόμου με κατεύθυνση προς τη Λεμεσό, ακολουθούμενο από το όχημα των εφεσειόντων-εναγομένων, που οδηγείτο προς την ίδια κατεύθυνση. Ενώ το τελευταίο οδηγήθηκε στη δεξιά λωρίδα με σκοπό να προσπεράσει το όχημα του εφεσίβλητου-ενάγοντα, συγκρούστηκε με αυτό και ακολούθως εκτός ελέγχου οδηγήθηκε στην αντίθετη πλευρά κυκλοφορίας, με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί και με άλλα οχήματα.
Η αγωγή, η απόφαση της οποίας εφεσιβάλλεται με την παρούσα έφεση, αφορά την πρώτη σύγκρουση μόνο. Σε αυτή είχαν συμφωνηθεί τα ποσά των αποζημιώσεων και παρέμεινε μόνο το θέμα της ευθύνης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε τη μαρτυρία και προέβηκε στα ευρήματα του θεώρησε την εφεσείουσα-εναγομένη 1 αποκλειστικά υπεύθυνη για το ατύχημα.
Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι εφεσίβαλαν την απόφαση με βάση τους πιο κάτω λόγους έφεσης: Πρόβαλαν ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η σύγκρουση επεσυνέβη στο σημείο Χ1 επί του σχεδίου, το οποίο βρισκόταν 75 εκ. από τη διαχωριστική γραμμή των λωρίδων κυκλοφορίας και εντός της αριστερής λωρίδας που οδηγείτο το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου-ενάγοντα, ήταν λανθασμένο και δεν υποστηριζόταν από τη μαρτυρία. Περαιτέρω, υπεβλήθη ότι και με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου το συμπέρασμα ευθύνης δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τη μαρτυρία, δέχθηκε το σημείο Χ1 ή κάπου πλησίον ως σημείο συγκρούσεως, ασχέτως του αν υπεδείχθη ή όχι από τον εφεσείοντα-ενάγοντα, γιατί όπως είπε, υποστηριζόταν από την πραγματική μαρτυρία και συγκεκριμένα το γεγονός ότι περίπου εκεί άρχιζαν τα τριψίματα των τροχών του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου-ενάγοντα. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε και στην απόφαση Κυριακίδου ν. Νικολάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 45, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
".... ένα αντικειμενικό εύρημα ενέχει αποδεικτική δυναμική όταν κατά την αντιπαραβολή προς αυτό των αντικρουομένων εκδοχών, είναι εγγενώς αποκαλυπτικό της εξέλιξης των πραγμάτων."
Βρίσκουμε ότι το εύρημα αυτό του Δικαστηρίου ήταν απόλυτα δικαιολογημένο και υποστηριζόταν από την υπάρχουσα πραγματική μαρτυρία και ως εκ τούτου δεν χωρεί καμμιά επέμβαση εκ μέρους μας.
Τα ουσιαστικά ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με το πώς επεσυνέβη το ατύχημα, που προέκυψαν αφού αναλύθηκαν οι δύο διαφορετικές εκδοχές, ήταν κατά λέξη τα πιο κάτω:
"Στις 6.1.92 γύρω στις 17.40 η εναγόμενη 1 οδηγούσε το αυτοκίνητο ιδιοκτησία του εναγόμενου 2 TRR 636 στον υπεραστικό δρόμο Λευκωσίας - Λεμεσού με κατεύθυνση προς Λεμεσό ενώ ταυτόχρονα οδηγείτο προπορευόμενο το αυτοκίνητο του ενάγοντα AAU 200 στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας. Η εναγομένη αρ. 1 που αρχικά οδηγούσε στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας μετακινήθηκε στη δεξιά με σκοπό να προσπεράσει. Η ταχύτητα και των δύο οχημάτων δεν μπορεί να ήταν αυτή που κατέθεσαν δηλαδή των 80 χιλιομέτρων και αυτό λαμβάνοντας υπόψη τις πορείες και την απόσταση που κάλυψαν ειδικότερα το όχημα των εναγομένων που άφησε ίχνη στην άσφαλτο 48 μ. και 53 μ. των δεξιών και αριστερών αντίστοιχα - προτού συγκρουσθεί στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και αναποδογυριστεί. Η εναγομένη αρ. 1 προσπερνούσε το αυτοκίνητο του ενάγοντα πολύ πλησίον στην διακεκομμένη γραμμή που χωρίζει τις δύο λωρίδες κυκλοφορίας. Ενώ η εναγομένη 1 προχωρούσε φαίνεται ότι το αυτοκίνητο του ενάγοντα κινήθηκε δεξιότερα μέσα πάντοτε στη λωρίδα κυκλοφορίας του με αποτέλεσμα να κτυπηθεί στη δεξιά πλευρά. Μετά την πρώτη αυτή σύγκρουση σπρώχθηκε αριστερά, κτύπησε στο σιδερένιο κιγκλίδωμα και σταμάτησε στην αριστερή πλευρά του δρόμου αφήνοντας άλλοτε ίχνη πλάγιας ολίσθησης και άλλοτε ίχνη τροχών."
Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος-ενάγοντας δεν οδηγούσε στην αριστερή άκρη της λωρίδας του και επίσης ότι δεν αντιλήφθηκε το αυτοκίνητο της εφεσείουσα-εναγομένης, αλλά αυτά, σε σχέση με το ότι η κίνηση του προς τα δεξιά έγινε εντός της δικής του λωρίδας κυκλοφορίας, δεν αποτελούσαν κατά το εύρημα του αμέλεια, που είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση του ατυχήματος.
Αφού εξετάσαμε το σημείο αυτό με μεγάλη προσοχή, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι είναι περίπτωση όπου το Εφετείο θα πρέπει να επέμβει στο συμπέρασμα αυτό του Δικαστηρίου γιατί, κατά τη γνώμη μας, δεν υποστηρίζεται από τα ευρήματα του ιδίου του Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου-ενάγοντα κινήθηκε δεξιότερα έστω και εντός της λωρίδας του τη στιγμή που θα το προσπερνούσε το άλλο όχημα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος-ενάγοντας δεν πρόσεξε καθόλου την ύπαρξη του οχήματος που τον προσπερνούσε, αποτελεί κατά τη γνώμη μας αμέλεια που συνέτεινε στην πρόκληση της σύγκρουσης των δύο οχημάτων. Παρόλον τούτο κρίνουμε ότι το μεγάλο μέρος της αμέλειας φέρει η οδηγός του άλλου οχήματος που ώφειλε να λάβει όλα εκείνα τα αναγκαία μέτρα, ούτως ώστε η προσπέραση να καταστεί ασφαλής. Δηλαδή έπρεπε να τηρεί ασφαλή απόσταση από την πλευρά του οχήματος που προσπερνούσε, τέτοια που να της επέτρεπε να προσπεράσει με ασφάλεια· με άλλα λόγια θα έπρεπε να οδηγήσει όσο δεξιότερα μπορούσε εντός της εξωτερικής λωρίδας του δρόμου. Τούτο όπως φαίνεται απέτυχε να πράξει η εφεσείουσα-ενάγουσα γιατί προφανώς οδηγήσε το αυτοκίνητό της πολύ πλησίον του οχήματος που προσπερνούσε και κοντά στη διαχωριστική γραμμή αν όχι και εν μέρει εντός της αριστερής λωρίδας του δρόμου.
Οι αρχές καταμερισμού της ευθύνης, όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 178 είναι η υπαιτιότητα που συναρτάται με την εκπλήρωση των καθηκόντων του κάθε οδηγού για την ασφάλεια του άλλου και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αμέλειας των δύο οδηγών και της ζημιάς που προκαλείται. Διαφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι ενέργειες του εφεσίβλητου-ενάγοντα μόνο αν εξετάζονταν μικροσκοπικά θα εδικαιολογούσαν ευθύνη. Πιστεύουμε ότι είναι καθαρή περίπτωση όπου και με μία συνεκτίμηση από την πλατειά γωνία του μέσου συνετού πολίτη, όπως αναφέρθηκε στη Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (πιο πάνω), προκύπτει σαφώς ευθύνη και εκ μέρους του εφεσίβλητου-ενάγοντα.
Ως συνέπεια των πιo πάνω ανατρέπουμε την πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με την ευθύνη και την επιμερίζουμε σε 80% σε βάρος της εφεσείουσας-εναγομένης και 20% σε βάρος του εφεσίβλητου-ενάγοντα.
Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων-εναγομένων.
H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.