ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 1 ΑΑΔ 932

18 Mαΐου, 1998

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΥΛΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗΣ, ΣΥΝΑΛΛΑΤΤΟΜΕΝΟΣ ΩΣ ISIRO  HOTEL ASSOCIATION,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

1. ΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΑ,

2. ΙΝΩΣ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΗ,

3. ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΜΙΚΕΛΛΙΔΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9667)

 

Συμβάσεις — Αντιπροσωπεία — Σύμβαση  υπό αντιπροσώπου ο οποίος δεν αποκαλύπτει την ιδιότητά του ή το όνομα του αντιπροσωπευομένου — Δεσμεύει προσωπικά τον αντιπρόσωπο — Άρθρο 190 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 — Όταν ο αντιπρόσωπος έχει προσωπική ευθύνη, το πρόσωπο που συναλλάττεται με αυτό δύναται να στραφεί είτε εναντίον αυτού, είτε εναντίον του αντιπροσωπευομένου, είτε εναντίον και των δύο  — Άρθρο 193 του Κεφ. 149.

Ευρήματα Δικαστηρίου — Aξιοπιστία μαρτύρων — Αξιολόγηση μαρτυρίας — Ευθύνη πρωτόδικου Δικαστηρίου — Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

Μάρτυρες — Αξιοπιστία — Προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις — Κατά πόσο καθιστούν τη μαρτυρία τους στο Δικαστήριο εκ προοιμίου αναξιόπιστη — Ο περί Αποδείξεως Νόμος, Κεφ. 9, Άρθρο 5 — Εφαρμοστέες αρχές.

Οι εφεσίβλητοι - ενάγοντες, οι οποίοι είχαν εκμισθώσει, δυνάμει γραπτής συμφωνίας, στον εφεσείοντα - εναγόμενο, οργανωμένα διαμερίσματα, καταχώρησαν αγωγή εναντίον του για οφειλόμενα ενοίκια, ειδικές αποζημιώσεις για ζημιές στην επίπλωση και τον εξοπλισμό των διαμερισμάτων τους και τέλη τα οποία υποχρεούτο να πληρώσει ο εφεσείων - εναγόμενος.

Οι εφεσίβλητοι - ενάγοντες, ισχυρίστηκαν ότι η συμφωνία είχε γίνει μεταξύ τους και του εναγομένου που συναλλάττετο ως Isiro Hotel Association.  Αντίθετα ο εφεσείων - εναγόμενος ισχυρίστηκε ότι η συμφωνία (τεκμ.1) δεν υπογράφτηκε εκ μέρους του υπό την προσωπική του ιδιότητα, αλλά ως αντιπροσώπου της εταιρείας Isiro Hotels Ltd και, διαζευκτικά, ισχυρίστηκε ότι οι ενάγοντες αποδέκτηκαν την εταιρεία ως ενοικιαστές τους.  Αναφέρθηκε σχετικά σε ένορκη δήλωση (τεκμ. 11), η οποία είχε δοθεί σε άλλη διαδικασία και κατατέθηκε κατά την εκδίκαση της παρούσας αγωγής, στην οποία ο Μ.Ε.1 εφεσίβλητος - ενάγων 1 ανέφερε ότι ενοικιαστής ήταν η εταιρεία Isiro Hotels Ltd.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε την εκδοχή των εφεσιβλήτων - εναγόντων και συγκεκριμένα τη μαρτυρία του Μ.Ε.1. Επίσης βρήκε ότι ο εναγόμενος ήταν ο ίδιος προσωπικά υπεύθυνος για τη σύμβαση, δυνάμει των Άρθρων 190 και 193 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, αφού δεν είχε αποκαλύψει τον αντιπροσωπευόμενο.

Λόγοι έφεσης:

1.  Η μη αποδοχή από το Δικαστήριο της ένορκης δήλωσης (τεκμ. 11) ως απόδειξη του περιεχομένου της, με βάση το άρθρο 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, ήταν εσφαλμένη.

2.  Η μαρτυρία του εφεσιβλήτου 1 αναφορικά με τα καθυστερημένα ενοίκια ήταν εξ ακοής.

3.  Η αποδοχή από το Δικαστήριο της θέσης ότι ο εναγόμενος εμπορευόταν υπό την επωνυμία Isiro Hotels Association, ήταν εσφαλμένη, καθόσον δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία για ύπαρξη εγγραφής ή μη της ως άνω επωνυμίας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Άρθρο 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση, όπου ο αντίδικος θέτει ενώπιον μάρτυρα προηγούμενη γραπτή του δήλωση που αντιβαίνει στο περιεχόμενό της την προφορική του μαρτυρία και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε την πιο πάνω δήλωση ως αντιφατική δήλωση που ήταν δυνατό να επηρεάσει την αξιοπιστία του μάρτυρα, εφόσον βρισκόταν σε αντίθεση με την προφορική του μαρτυρία. Όπως προκύπτει σαφώς από τις πρόνοιες του Άρθρου 5 του Κεφ. 9, έστω και αν το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρούσε το τεκμ. 11 ως αποδεκτό προς απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου του με βάση το Άρθρο 4 του Κεφ.9, τούτο δε συνεπαγόταν και υποχρέωση του Δικαστηρίου να δεχθεί το περιεχόμενό του ως αποδίδον την πραγματικότητα και να το κάνει πιστευτό. Είναι έτσι σαφές ότι το επιχείρημα του εφεσείοντα ότι αν γινόταν δεκτή η δήλωση με βάση το Άρθρο 4 του Κεφ. 9, αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε αντίθετο συμπέρασμα αναφορικά με την αξιοπιστία του μάρτυρα, είναι εσφαλμένο.

2.  Η δήλωση αυτή έγινε μεταγενέστερα της υπογραφής της επίδικης σύμβασης, τεκμ. 1, και έτσι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά αντίφαση με την προφορική μαρτυρία του Μ.Ε.1, γιατί αυτή αναφερόταν στον χρόνο υπογραφής της σύμβασης που συνιστά τον ουσιώδη χρόνο κρίσης του κατά πόσο η σύμβαση υπεγράφη υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα ή όχι.

3.  Ενόψει των ανωτέρω, το συμπέρασμα περί αξιοπιστίας του Μ.Ε.1 και της αποδοχής της μαρτυρίας του, ήταν συμπέρασμα στο οποίο εύλογα μπορούσε να αχθεί το Δικαστήριο.

4.  Με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 190 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, ο αντιπρόσωπος δε δεσμεύεται προσωπικά από σύμβαση, ελλείψει συμβατικού όρου προς το σκοπό αυτό.  Μεταξύ άλλων όμως τέτοιος συμβατικός όρος τεκμαίρεται ότι υπάρχει όταν ο αντιπρόσωπος δεν αποκαλύπτει το όνομα του αντιπροσωπευομένου, οπόταν καθίσταται ο ίδιος υπεύθυνος.

5.  Στην παρούσα περίπτωση, καθίσταται σαφές ότι, με βάση τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο αντιπρόσωπος, δηλαδή ο εφεσείων - εναγόμενος, είχε προσωπική ευθύνη, με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 190.

6.  Δυνάμει του Άρθρου 193 του Κεφ. 149, οι εφεσίβλητοι - ενάγοντες είχαν δικαίωμα να επιλέξουν να εγείρουν την αγωγή εναντίον του αντιπροσώπου, όπως και έπραξαν .

7.  Η επωνυμία που χρησιμοποίησε ο εφεσείων - εναγόμενος δεν επηρεάζει τη νομική του ευθύνη, αφ' ης στιγμής υπέγραψε προσωπικά τη σύμβαση.

8.  Το ύψος των οφειλομένων ενοικίων δεν αμφισβητήθηκε, ούτε και δόθηκε μαρτυρία εκ μέρους του εφεσείοντα - εναγομένου περί του αντιθέτου. Ως εκ τούτου επικυρώνεται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Κωνσταντίνου v. Σταύρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 157,

Ανδρέου v. Psaras Shipping Agencies Ltd (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 174,

Γεωργιάδης v. Bernoulli Trading Co. Ltd (1994) 1 Α.Α.Δ. 629,

Ευθυμίου v. Philippides Spring Co. Ltd (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1107.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος (Kρονίδης, Π.) που δόθηκε στις 7 Μαρτίου, 1996 (Aρ. Aγωγής 1544/91) με την οποία διατάχθηκε να καταβάλει στους ενάγοντες το ποσό των Λ.K.14,750 ως οφειλόμενα ενοίκια δυνάμει συμφωνίας εκμίσθωσης οργανωμένων διαμερισμάτων, Λ.K.1.250 ως συμφωνηθέν ποσό για τις ζημιές στον εξοπλισμό τους και Λ.K.1.005,14 για τέλη στην A.H.K., A.TH.K. και Συμβούλιο Yδατοπρομήθειας.

Α. Ζαχαρίου, για τον Εφεσείοντα.

Α. Κλεάνθους, για τους Εφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες στην αγωγή τους με βάση τις πρόνοιες γραπτής συμφωνίας εκμίσθωσης οργανωμένων διαμερισμάτων τους ημερ. 17.2.89 (τεκμ.1), ζητούσαν εναντίον του εφεσείοντα-εναγόμενου οφειλόμενα ενοίκια και ειδικές αποζημιώσεις για ζημιές στην επίπλωση και τον εξοπλισμό των διαμερισμάτων τους, καθώς και για τέλη τα οποία υποχρεούτο να πληρώσει ο εφεσείων-εναγόμενος.

Η εκδοχή των εφεσιβλήτων-εναγόντων ήταν ότι η συμφωνία είχε γίνει μεταξύ τους και του εναγομένου που συναλλάττετο ως Isiro Hotel Association. Λόγω παράλειψης του εναγομένου να καταβάλει αριθμό ενοικίων οι ενάγοντες τερμάτισαν τη σύμβαση και τελικά ο εναγόμενος παρέδωσε κατοχή των διαμερισμάτων, οφείλοντας σε αυτούς ολικό ποσό ενοικίων £14.750 και ζημιά στον εξοπλισμό ανερχόμενη στο συμφωνημένο ποσό των £1.250 και για ορισμένα άλλα ποσά για κατανάλωση νερού, ρεύματος κ.λ.π., τα οποία η υπεράσπιση δεν αμφισβήτησε στην αντεξέταση, ούτε και πρόσφερε αντίθετη μαρτυρία.

Η εκδοχή του εφεσείοντα-εναγόμενου, που αρνήθηκε όλους τους ισχυρισμούς των εναγόντων, ήταν ότι η συμφωνία (τεκμ. 1) δεν είχε υπογραφεί εκ μέρους του υπό την προσωπική του ιδιότητα αλλά ως αντιπροσώπου  της εταιρείας Isiro Hotels Ltd  και, διαζευκτικά, ισχυρίστηκε ότι οι ενάγοντες αποδέχθηκαν την εταιρεία ως ενοικιαστές τους και δέχονταν πληρωμή των ενοικίων από την εταιρεία αυτή, κωλυόμενοι έτσι να ισχυρίζονται ότι ενοικιαστής ήταν ο εναγόμενος. Σε συνάρτηση με αυτή τους τη θέση αναφέρθηκαν σε ένορκη δήλωση (τεκμ.11), η οποία είχε δοθεί σε άλλη διαδικασία και είχε κατατεθεί κατά την εκδίκαση της παρούσας αγωγής, στην οποία ο Μ.Ε.1, εφεσίβλητος-ενάγων 1, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ενοικιαστής ήταν η εταιρεία Isiro Hotels Ltd.

Τελικά το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή των εφεσιβλήτων-εναγόντων και συγκεκριμένα βασικά τη μαρτυρία του Μ.Ε.1, που είχε ορκιστεί και την επίδικη ένορκη δήλωση, τεκμ.11.  Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι τον απασχόλησε σοβαρά το περιεχόμενο της ένορκης αυτής δήλωσης, την οποία και θεώρησε ως προηγούμενη δήλωση του Μ.Ε.1, αντιφατική με τις δηλώσεις στις οποίες προέβηκε ενόρκως κατά την ακρόαση.  Τελικά το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη, όπως το ίδιο αναφέρει, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η προηγούμενη δήλωση, αποδέχθηκε τη μεταγενέστερη μαρτυρία του Μ.Ε.1 ως την ορθή και αναφέρθηκε και σε σχετική νομολογία. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι κατά τη σύναψη της συμφωνίας ο εφεσείων-εναγόμενος ουδέποτε, είτε άμεσα είτε έμμεσα, υπέδειξε στους ενάγοντες ότι ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της εταιρείας Isiro Hotels Ltd και απέρριψε τον ισχυρισμό ότι οι ενάγοντες έπρεπε να γνωρίζουν ότι ενοικιαστής ήταν η εταιρεία, αφού αυτή κατέβαλλε τα ενοίκια. Δέχθηκε επίσης την εκδοχή του Μ.Ε.1 ότι την επωνυμία Isiro Hotel Association ως συμβαλλομένους συμπλήρωσε στο τεκμ. 1 ο εφεσίβλητος-ενάγων 1 μετά από υπόδειξη του εφεσείοντα-εναγόμενου. Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά σε σχετική νομολογία και στις πρόνοιες των άρθρων 190 και 193 του Περί Συμβάσεων Νόμου κεφ. 149, βρήκε ότι ο εναγόμενος ήταν ο ίδιος προσωπικά υπεύθυνος για τη σύμβαση, αφού δεν είχε αποκαλύψει τον αντιπροσωπευόμενο.

Οι λόγοι έφεσης του εφεσείοντα-εναγόμενου καλύπτουν τρία θέματα: Πρώτον, υπέβαλε ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δεν δέχθηκε την ένορκη δήλωση (τεκμ. 11) ως απόδειξη του περιεχομένου της με βάση το άρθρο 4 του Περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9 και τη θεώρησε απλώς ως προηγούμενη αντιφατική δήλωση, υποβάλλοντας ότι αν τη δεχόταν ως απόδειξη του περιεχομένου της τούτο θα επηρέαζε ουσιαστικά την αξιοπιστία του εφεσίβλητου-ενάγοντα 1 ώστε να οδηγήσει το Δικαστήριο στο να απορρίψει τη μαρτυρία του και ουσιαστικά να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είχε αποκαλυφθεί η αντιπροσωπευτική του ιδιότητα, γιατί το περιεχόμενο του τεκμ.11 φανέρωνε ότι οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι γνώριζαν ότι ο εφεσείων-εναγόμενος ενεργούσε ως αντιπρόσωπος για την Isiro Hotels Ltd. 

Δεύτερον, αναφορικά με το ύψος των οφειλομένων ενοικίων ο εφεσείοντας υπέβαλε ότι η μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 αναφορικά με τα καθυστερημένα ενοίκια, ήταν εξ ακοής μαρτυρία και τρίτον, το Δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε ότι ο εναγόμενος εμπορευόταν με την επωνυμία Isiro Hotels Association, καθόσον δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία για ύπαρξη εγγραφής ή μη  της ως άνω επωνυμίας.

Θα εξετάσουμε κατά πρώτον την περί αξιοπιστίας επιχειρηματολογία του εφεσείοντα σε συνάρτηση με τη σημασία του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης (τεκμ.11). 

Μία προσεκτική εξέταση του άρθρου 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, καταδεικνύει ότι σκοπός του εν λόγω άρθρου ουδέποτε ήταν να καλύπτει περιπτώσεις ως η παρούσα, όπου ο αντίδικος θέτει ενώπιον μάρτυρα προηγούμενη γραπτή του δήλωση που αντιβαίνει στο περιεχόμενό της την προφορική του μαρτυρία και κατά τη γνώμη μας ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε την πιο πάνω δήλωση ως αντιφατική δήλωση που ήταν δυνατόν να επηρεάσει την αξιοπιστία του μάρτυρα, εφόσον βρισκόταν σε αντίθεση με την προφορική του μαρτυρία. Επισημαίνουμε ότι έστω και αν το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρούσε το τεκμ. 11 ως αποδεκτό προς απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου του με βάση το άρθρο 4 του Κεφ. 9, τούτο δεν συνεπαγόταν και υποχρέωση του Δικαστηρίου να δεχθεί το περιεχόμενο της ως αποδίδον την πραγματικότητα και να το κάνει πιστευτό. Τούτο προκύπτει σαφώς από τις πρόνοιες του άρθρου 5 του Κεφ.9, όπου αναφέρεται ότι, στην εκτίμηση της βαρύτητας που μπορεί να αποδοθεί σε τέτοια δήλωση, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα περιστατικά από τα οποία μπορεί εύλογα να συναχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα ως προς την ακρίβεια της δήλωσης. Είναι έτσι σαφές ότι το επιχείρημα του εφεσείοντα ότι αν γινόταν δεκτή η δήλωση με βάση το άρθρο 4 του Κεφ. 9 αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε αντίθετο συμπέρασμα αναφορικά με την αξιοπιστία του μάρτυρα, είναι εσφαλμένο.

Επισημαίνουμε επίσης ότι η δήλωση αυτή έγινε μεταγενέστερα της υπογραφής της επίδικης σύμβασης, τεκμ.1, και έτσι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά αντίφαση με την προφορική μαρτυρία που δόθηκε από το Μ.Ε.1 γιατί αυτή αναφερόταν στο χρόνο υπογραφής της σύμβασης που είναι και ο ουσιώδης χρόνος κρίσης του κατά πόσο η σύμβαση υπεγράφη υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα ή όχι, όπως προκύπτει από τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και τη νομολογία που θα παραθέσουμε πιο κάτω.

Ως συνέπεια των πιο πάνω παρατηρήσεων μας κρίνουμε ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας του Μ.Ε.1 και της αποδοχής της μαρτυρίας του, ήταν συμπέρασμα στο οποίο εύλογα μπορούσε να αχθεί το Δικαστήριο και δεν πάσχει σε κανένα του σημείο. Η αξιοπιστία μάρτυρα διέπεται από σταθερή νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που προνοεί ότι το θέμα αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και  ευχέρεια επέμβασης του Εφετείου υπάρχει μόνο σε περίπτωση που χρήζει παραμερισμός ή ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας όπου αυτή είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατη (Κωνσταντίνου ν. Σταύρου (1995) 1 Α.Α.Δ. σελ. 157, Ανδρέου ν. Psaras Shipping Agencies Ltd (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 174. Ως εκ τούτου η εισήγηση για ανατροπή των ευρημάτων του Δικαστηρίου δεν γίνεται αποδεκτή και επικυρώνουμε τα ευρήματα αυτά.

Με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 190 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 ελλείψει συμβατικού όρου προς το σκοπό αυτό, ο αντιπρόσωπος δεν δεσμεύεται προσωπικά από σύμβαση.  Μεταξύ άλλων όμως τέτοιος συμβατικός όρος τεκμαίρεται ότι υπάρχει όταν ο αντιπρόσωπος δεν αποκαλύπτει το όνομα του αντιπροσωπευόμενου και σε τέτοια περίπτωση καθίσταται και ο ίδιος υπεύθυνος.  Σχετική είναι και η απόφαση στην Γεωργιάδης ν. Bernoulli Τrading Co. Ltd (1994) 1 A.A.Δ. σελ. 629, όπου σε παρόμοια υπόθεση αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 633:

"Είναι πράγματι δύσκολο σε μιά τέτοια περίπτωση ,ο αντιπρόσωπος να απεκδυθεί των ευθυνών του εκτός αν καταστήσει σαφή την πρόθεση του όπως φαίνεται από το παρακάτω απόσπασμα από τον A.C. Dutt "The Indian Contract Act" 4η έκδοση, 1969, σελ. 1005:

'Τhe effect of S. 240 cl. (2) read with S. 92 is that, if on the face of a written contract an agent appears to be personally liable, he cannot escape liability by evidence of any disclosure of his principal' s name apart from the contract.  The presumption is not rebutted by the agent merely writing the words "for principal" after his signature'.

Aναφέρεται εδώ διευκρινιστικά ότι το άρθρο 230 της Ινδικής νομοθεσίας είναι ακριβώς το ίδιο με το κυπριακό άρθρο 190."

Καθίσταται έτσι σαφές ότι στην παρούσα περίπτωση, με βάση τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο αντιπρόσωπος, δηλαδή ο εφεσείων-εναγόμενος, είχε προσωπική ευθύνη με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 190.

Περαιτέρω, σχετικές είναι και οι πρόνοιες του άρθρου 193 του Κεφ.149 που προνοεί τα ακόλουθα:

"Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο αντιπρόσωπος έχει προσωπική ευθύνη, το πρόσωπο που συναλλάττεται με αυτό δύναται να στραφεί είτε εναντίον αυτού είτε εναντίον του αντιπροσωπευομένου, είτε εναντίον και των δύο".

Στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 1, στην παράγρ. 853 αναφέρονται τα ακόλουθα:

"Where a person makes a contract in his own name without disclosing either the name or the existence of a principal, he is personally liable on the contract to the other contracting party, though he may be in fact acting on a principal' s behalf. He will continue to be liable even after the discovery of the agency by the other party, unless and until there has been an unequivocal election by the other contracting party to look to the principal alone."

Καθίσταται έτσι σαφές ότι, ασχέτως οποιασδήποτε μεταγενέστερης γνώσης περί αντιπροσωπείας και να είχαν οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες δεν επηρεαζόταν το δικαίωμά τους να επιλέξουν να εγείρουν την αγωγή εναντίον του αντιπροσώπου, όπως έπραξαν στην παρούσα περίπτωση. (Bλ. και Ευθυμίου ν. Philippides Spring Co. Ltd (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1107.

Αναφορικά με το παράπονο του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε το κατά πόσο υπήρχε εγγεγραμμένη επωνυμία "Isiro Hotel Association" ή όχι, θεωρούμε ότι το γεγονός αυτό ουδόλως θα επηρέαζε την έκβαση της υπόθεσης. Αφ' ης στιγμής ο εναγόμενος-εφεσίβλητος υπέγραψε προσωπικά τη σύμβαση (τεκμ.1), η επωνυμία που χρησιμοποίησε δεν επηρεάζει τη νομική θέση της ευθύνης του.

Παραμένει να εξετάσουμε κατά πόσο υπήρχε μαρτυρία αποδεκτή αναφορικά με το ύψος των οφειλομένων ενοικίων. Καταφαίνεται από τα πρακτικά ότι δίδοντας μαρτυρία ο εφεσίβλητος-εναγόμενος 1 ανέφερε ότι τα οφειλόμενα ενοίκια ανέρχονταν σε £15.500, ποσό που τελικά περιορίστηκε σε £14.750. Η θέση του αυτή στην ουσία δεν αμφισβητήθηκε, ούτε και δόθηκε μαρτυρία εκ μέρους του εφεσείοντα-εναγόμενου περί του αντιθέτου. Ως εκ τούτου βρίσκουμε ότι ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

Κατά συνέπεια των πιο πάνω, αποδεχόμενοι την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα πραγματικά ευρήματα του Δικαστηρίου και επικυρώνοντας τα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τη νομική ευθύνη του εφεσείοντα-εναγόμενου καθώς και για τα οφειλόμενα ποσά ήταν ορθή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο