ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
CHRISTAKIS IOANNOU AND ANOTHER ν. FIVOS MICHAELIDES (1966) 1 CLR 235
PARASKEVAIDES (OVERSEAS) LTD ν. CHRISTOFIS (1982) 1 CLR 789
Φοινικαρίδης & άλλη ν. Γεωργίου & άλλων (1991) 1 ΑΑΔ 475
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(1998) 1 ΑΑΔ 726
15 Απριλίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Σ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
v.
ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΟΓΙΑΤΖΗ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα,
v.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,
Τριτοδιαδίκου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9533)
Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Τροχαίο ατύχημα — Ενάγων 23 χρόνων, κατασκευαστής ξυλότυπου σε οικοδομές — Υπέστη σοβαρά τραύματα στο πρόσωπο και το κρανίο και συγκεκριμένο τραύμα της αριστεράς μετωπιαίας χώρας του τριχωτού της κεφαλής, με εμπιεστικό κάταγμα του μετωπιαίου οστού, της γνάθου και της βάσης του δεξιού οφθαλμικού κόγχου και του δεξιού ζυγωματικού τόξου — Παρουσίαζε εγκεφαλική διάσειση — Υπεβλήθη σε κρανιοτομή και ανύψωση του εμπιέσματος — Επίσης σε πλαστική χειρουργική επέμβαση για επιδιόρθωση του κατάγματος της γνάθου με οστικό μόσχευμα — Διενεργήθηκε επίσης απονεύρωση — Μετεγχειριτικά είχε επιληπτικές κρίσεις — Μόνιμες συνέπειες: ανοσμία και δυσκολία στην αναπνοή και πιθανότητα εμφάνισης μετατραυματικής επιληψίας σε ποσοστό 10% — Επιδίκαση ποσού £7.000 — Χαρακτηρίσθηκε χαμηλό, αλλά επικυρώθηκε στην απουσία αντέφεσης.
Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Απώλεια μελλοντικών απολαβών — Δεν υπολογίσθηκε με τη μέθοδο του συντελεστή παρά την ύπαρξη ενώπιον του Δικαστηρίου όλων των στοιχείων για υπολογισμό της απώλειας με ακρίβεια — Κατ' έφεση κρίθηκε ότι ο κατάλληλος συντελεστής ήταν, ενόψει της ηλικίας του θύματος (23 χρόνων κατά το ατύχημα), ο αριθμός 15.
Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Επιμερισμός ευθύνης — Σύγκρουση στη μέση του δρόμου οχημάτων που κινούνταν από αντίθετες κατευθύνσεις — Πρόκληση του ατυχήματος λόγω παράλειψης και των δύο οδηγών να διατηρούν τα οχήματά τους στη δική τους άκρα αριστερή πλευρά του δρόμου, με αποτέλεσμα να συγκρουστούν στη μέση του δρόμου — Καταμερισμός ευθύνης 70% με 30% — Ακυρώθηκε κατ' έφεση και καταμερίστηκε εξ ίσου στους δύο οδηγούς.
Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Σύγκρουση μεταξύ δύο οχημάτων — Καθήκον για επιμελή οδήγηση — Η μη λήψη μέτρων προς αποφυγή της σύγκρουσης στην αγωνία της σύγκρουσης ή ακόμα και η λήψη λανθασμένου μέτρου, δε συνιστά κατ' ανάγκη αμελή πράξη.
Ο εφεσίβλητος - ενάγων τραυματίστηκε όταν το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ως επιβάτης και που οδηγούσε η τριτοδιάδικος, συγκρούσθηκε περίπου στη μέση του δρόμου με αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων - εναγόμενος.
Το πρωτόδικο δικαστήριο καταμέρισε την ευθύνη μεταξύ του εναγομένου και του τριτοδιάδικου σε 70% με 30%. Επίσης επιδίκασε στον εφεσίβλητο γενικές αποζημιώσεις £7.000, αποζημιώσεις £8.000 για απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων και £170 ειδικές αποζημιώσεις για τα λοκούμια του γάμου του ο οποίος αναβλήθηκε λόγω του τραυματισμού του.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η απόφαση αναφορικά με τις γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για τις σωματικές βλάβες που υπέστηκε στο πιο πάνω ατύχημα ο εφεσίβλητος.
Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι έγινε εσφαλμένος υπολογισμός της απώλειας των μελλοντικών απολαβών του εφεσιβλήτου, λόγω του ότι το Δικαστήριο δεν υιοθέτησε τη μέθοδο του συντελεστή, αλλά επιδίκασε ένα κατ' αποκοπή ποσό.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο καταμερισμός της ευθύνης είναι εσφαλμένος εν όψει της μαρτυρίας που έδωσε ο εξεταστής της υπόθεσης ότι υπολόγισε το σημείο σύγκρουσης ακριβώς στη μέση του δρόμου επί της διαχωριστικής γραμμής και εν όψει όλης της άλλης σχετικής μαρτυρίας. Ως εκ τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να αποδώσει ίση ευθύνη και στους δύο οδηγούς.
2. Ο εφεσίβλητος έχει υποστεί πολλαπλά και σοβαρά τραύματα τα οποία είχαν μεγάλες συνέπειες στη ζωή του. Η αποδοχή από το Δικαστήριο της εκδοχής του εφεσιβλήτου ότι απώλεσε την όσφρησή του, συνιστούσε θέμα διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, η οποία ασκήθηκε ορθά. Το επιδικασθέν ποσό των £7.000, όχι μόνο δεν είναι ψηλό, αλλά αντίθετα θα μπορούσε να θεωρηθεί τόσο χαμηλό που να επιτρέπει επέμβαση του Εφετείου για αύξησή του. Λόγω όμως της μη καταχώρησης αντέφεσης, αυτό δεν είναι εφικτό.
3. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι λόγω του ατυχήματος ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να ασχοληθεί με την προηγούμενη εργασία του και κατά συνέπεια οι απολαβές του θα μειώνονταν, είναι ορθή. Όμως ο τρόπος που υπολογίστηκε η απώλεια αυτή, χωρίς τη μέθοδο του συντελεστή, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται όταν υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα στοιχεία για υπολογισμό της απώλειας με ακρίβεια. Ο εφεσίβλητος είχε απώλεια εισοδημάτων των £40 μηνιαίως ή £480 τον χρόνο. Λόγω της ηλικίας του κατά το χρόνο του δυστυχήματος ο κατάλληλος συντελεστής είναι ο αριθμός 15. Ως εκ τούτου η απώλεια των μελλοντικών απολαβών μπορεί να υπολογισθεί στις £7.200.
4. Δεν υπάρχει λόγος επέμβασης του Εφετείου στην επιδίκαση του ποσού των £170 για τα λοκούμια του γάμου και τα προσκλητήρια.
5. Ο εφεσίβλητος δικαιούται σε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό των £17.522. Το ποσό αυτό προκύπτει από την πρόσθεση των πιο κάτω ποσών:
α) £7.000 γενικές αποζημιώσεις,
β) £7.200 απώλεια μελλοντικών απολαβών,
γ) £3.322 ειδικές αποζημιώσεις.
Επειδή ο καταμερισμός της ευθύνης έχει μεταβληθεί σε 50% - 50% θα πρέπει να εκδοθεί απόφαση εναντίον της τριτοδιαδίκου και υπέρ του εφεσείοντα για το ποσό των £8.761 με τόκους, όπως τους υπολόγισε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας βαρύνουν τον εναγόμενο. Τα έξοδα της έφεσης βαρύνουν τον εφεσίβλητο και τον τριτοδιάδικο.
Η έφεση επιτρέπεται μερικώς με έξοδα όσον αφορά την πρωτόδικη διαδικασία εναντίον του εφεσείοντα και όσον αφορά την έφεση εναντίον του εφεσιβλήτου και της τριτοδιαδίκου.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Ioannou a.ο. v. Michaelides (1966) 1 C.L.R. 235,
Ηρακλέους v. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239,
Μαυροπετρής v. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66,
Ioannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd a.ο. v. Christofis (1982) 1 C.L.R. 789.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Aναστασίου, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 5 Iουλίου, 1995 (Aρ. Aγωγής 238/91) με την οποία επιδικάσθηκαν υπέρ του ενάγοντα γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες που υπέστηκε σε τροχαίο ατύχημα.
Α. Κακογιάννης, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσίβλητο.
Μ. Βασιλειάδης, για την Τριτοδιάδικο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η απόφαση για την επιδίκαση στον ενάγοντα-εφεσίβλητο γενικών και ειδικών αποζημιώσεων για σωματικές βλάβες που υπέστη σε τροχαίο ατύχημα που έγινε στον κύριο δρόμο Πάφου-Μεσόγης στις 11.5.1990. Στην έφεση αναφέρονται διάφοροι λόγοι, ορισμένοι από τους οποίους αποσύρθηκαν κατά την ακρόαση.
Ο εφεσίβλητος τραυματίστηκε όταν το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ως επιβάτης στα πίσω καθίσματα και που οδηγούσε η τριτοδιάδικος, συγκρούστηκε περίπου στη μέση του δρόμου με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων-εναγόμενος.
Το πρωτόδικο δικαστήριο καταμέρισε την ευθύνη μεταξύ του εναγόμενου και της τριτοδιάδικου σε 70% με 30%. Ο εφεσίβλητος προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο καταμερισμός δεν δικαιολογείται γιατί η σύγκρουση έγινε περίπου στο κέντρο του δρόμου.
Ο δρόμος Πάφου-Μεσόγης είναι πλάτους 6.20 μέτρων. Το σημείο σύγκρουσης βρίσκεται σε απόσταση 3.30 μέτρων από την αριστερή πλευρά του δρόμου, στην πορεία του αυτοκινήτου στο οποίο ταξίδευε ο εφεσίβλητος. Το αυτοκίνητο της τριτοδιάδικου άφησε ίχνη τροχοπέδησης των δεξιών τροχών μήκους 13.40 μέτρων που αρχίζουν από σημείο που απέχει 3 μέτρα από την αριστερή πλευρά του δρόμου στην πορεία της ή 10 εκ. περίπου από το κέντρο του δρόμου, στην αριστερή πλευρά του δρόμου.
Ο εξεταστής της υπόθεσης αστυφύλακας Ανδρέας Σάββα Μ.Υ.1 κατά την αντεξέταση κατέθεσε ότι το σημείο σύγκρουσης, όπως ο ίδιος το υπολόγισε, βρισκόταν ακριβώς στη μέση του δρόμου επί της διαχωριστικής γραμμής. Και στις δύο πλευρές του δρόμου υπήρχαν χρησιμοποιήσιμα κράσπεδα πλάτους 2.80 μέτρων στην κατεύθυνση της τριτοδιάδικου και 2 μέτρων στην αντίθετη πλευρά.
Με αυτά τα γεγονότα όπως τα δέκτηκε και το πρωτόδικο δικαστήριο, συμφωνούμε με τον εφεσείοντα ότι ο καταμερισμός της ευθύνης μεταξύ του εναγόμενου και της τριτοδιάδικου δεν δικαιολογείται. Ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρχαν δύο εκδοχές. Ο εναγόμενος ισχυριζόταν ότι η σύγκρουση έγινε γιατί το αυτοκίνητο της τριτοδιάδικου άλλαξε πορεία και εισήλθε στη δική του πλευρά, όταν τους χώριζαν μόνο 35 περίπου μέτρα. Αντίθετα η τριτοδιάδικος ισχυρίστηκε ότι ήταν ο εναγόμενος που μπήκε στη δική της πορεία. Το Δικαστήριο προτίμησε την εκδοχή της. Η αποδοχή της μίας ή της άλλης εκδοχής αποτελεί βέβαια καθήκον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Όμως τα συμπεράσματά του δεν μπορεί να έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα δεδομένα.
Ο εφεσείων ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ότι το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι η εφαρμογή των φρένων από την τριτοδιάδικο ουσιαστικά μειώνει την ευθύνη της για το ατύχημα. Στην παρούσα υπόθεση το δυστύχημα δεν προκλήθηκε από την παράλειψη του εναγόμενου να εφαρμόσει τα φρένα του, αλλά από το γεγονός ότι και οι δύο οδηγοί παρέλειψαν να διατηρούν τα αυτοκίνητά τους στη δική τους άκρα αριστερή πλευρά του δρόμου, με αποτέλεσμα να συγκρουστούν στη μέση του δρόμου. Η εφαρμογή των φρένων ή και η οποιαδήποτε προσπάθεια αποφυγής της σύγκρουσης στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν νομίζουμε ότι μειώνει την ευθύνη της τριτοδιάδικου. Ούτε αντίθετα η παράλειψη αντίδρασης προς αποφυγή της σύγκρουσης μεγαλώνει την ευθύνη του εναγόμενου. Και οι δύο οδηγοί είχαν καθήκον να λάβουν όλες τις απαιτούμενες προφυλάξεις για να μη εκθέτουν άλλα πρόσωπα που χρησιμοποιούν το δρόμο σε κίνδυνο. Η παράλειψη να πάρει ο οδηγός μέτρα προς αποφυγή της σύγκρουσης στην αγωνία της σύγκρουσης ή ακόμα και η λήψη λανθασμένου μέτρου, δεν συνιστά κατ' ανάγκη αμελή πράξη (βλέπε Ιoannou and another v. Michaelides (1966) 1 C.L.R. 235).
Στην παρούσα περίπτωση εξετάζοντας τι προκάλεσε το δυστύχημα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η σύγκρουση έγινε γιατί και οι δύο οδηγοί, παραλείποντας να επιδείξουν τη δέουσα επιμέλεια, οδηγούσαν τα αυτοκίνητά τους στο κέντρο του δρόμου. Δεν βλέπουμε γιατί η ευθύνη των δύο οδηγών διαφοροποιείται. Θεωρούμε ότι ο καταμερισμός της ευθύνης που έγινε από το πρωτόδικο δικαστήριο είναι εσφαλμένος και ότι θα έπρεπε η ευθύνη να καταμεριστεί εξ ίσου στους δύο οδηγούς.
Άλλος λόγος έφεσης αναφέρεται στις γενικές αποζημιώσεις. Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το ποσό που επιδικάστηκε είναι κάτω από τις περιστάσεις ψηλό, γιατί από τη μια δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι η ζωή του ενάγοντα βρισκόταν σε κίνδυνο, ενώ από την άλλη το Δικαστήριο λανθασμένα βασίστηκε στη μαρτυρία των γιατρών του ενάγοντα αναφορικά με το θέμα απώλειας της όσφρησης και όχι στην αντίθετη ιατρική μαρτυρία που παρουσιάστηκε από την υπεράσπιση. Τέλος αναφέρεται ότι το ποσό που επιδικάστηκε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων ήταν ψηλό, γιατί το Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τη νομολογία. Ο ίδιος λόγος έφεσης αναφέρεται και στον υπολογισμό της αποζημίωσης για απώλεια μελλοντικών απολαβών, αλλά με το θέμα αυτό θα ασχοληθούμε χωριστά.
Θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι στην πρωτόδικη απόφαση δεν φαίνεται πουθενά ότι το Δικαστήριο έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι η ζωή του ενάγοντα βρισκόταν σε κίνδυνο. Η μόνη αναφορά που εντοπίζουμε στο θέμα βρίσκεται στο μέρος της απόφασης όπου το Δικαστήριο αναφέρεται σε όσα κατέθεσε ο Μ.Ε.3 γιατρός Αθανάσιος Γρηγοριάδης. Φαίνεται βέβαια ότι τη διαπίστωση αυτή το Δικαστήριο δέχεται στα συμπεράσματά του, αλλά δεν φαίνεται να δίδεται οποιαδήποτε ιδιαίτερη ή υπέρμετρη βαρύτητα στο σημείο.
Είναι φανερό ότι τα τραύματα του ενάγοντα ήταν σοβαρά και ότι η ζωή του πράγματι βρισκόταν σε κίνδυνο. Αυτό διαπιστώνεται και από το γεγονός ότι λόγω των καταγμάτων που έφερε στο πρόσωπο και το κρανίο χρειάστηκε να μεταφερθεί επειγόντως από το Νοσοκομείο Πάφου στο Νευροχειρουργικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας.
Όσον αφορά το θέμα της απώλειας της όσφρησης δεν βλέπουμε να δικαιολογείται το παράπονο του εφεσείοντα. Το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του σχετική ιατρική μαρτυρία και από τις δύο πλευρές και επέλεξε, όπως είχε δικαίωμα αλλά και καθήκον, τη μια από τις δύο εκδοχές, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια σωστά. Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι για ένα άλλο παράπονο του ενάγοντα, αυτό της διπλωπίας, το Δικαστήριο δεν υιοθέτησε την ιατρική γνώμη των γιατρών του και προτίμησε τη γνώμη που εκφράστηκε για λογαριασμό του εναγόμενου.
Μετά τον τραυματισμό του ο εφεσίβλητος-ενάγων εισήχθη στο Νοσοκομείο Πάφου όπου διαπιστώθηκε ότι έφερε τραύμα της αριστεράς μετωπιαίας χώρας του τριχωτού της κεφαλής, με εμπιεστικό κάταγμα του μετωπιαίου οστού και κάταγμα της γνάθου. Υπέστη επίσης κάταγμα της βάσης του δεξιού οφθαλμικού κόγχου και του δεξιού ζυγωματικού τόξου. Παρουσίαζε εγκεφαλική διάσειση. Λόγω των πολλαπλών τραυμάτων μεταφέρθηκε επειγόντως στο Νευροχειρουργικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας γιατί η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο και το περιστατικό δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί στην Πάφο.
Στο Νευροχειρουργικό Τμήμα του Νοσοκομείου Λευκωσίας υποβλήθηκε σε επείγουσα κρανιοτομή και ανύψωση του εμπιέσματος. Σε μεταγενέστερο στάδιο υποβλήθηκε σε πλαστική χειρουργική επέμβαση για επιδιόρθωση του κατάγματος της γνάθου με οστικό μόσχευμα. Διενεργήθηκε επίσης απονεύρωση. Μετά την απόλυσή του από το νοσοκομείο παρουσίαζε ρινόρροια εγκεφαλονωτιαίου υγρού. Έτσι δύο μήνες μετά τον τραυματισμό του υποβλήθηκε στο Νοσοκομείο Λευκωσίας σε μετωπιαία κρανιοτομή και επιδιόρθωση του πρόσθιου κρανιακού βόθρου. Η μετεγχειρητική πορεία ενεπλάκη με επιληπτικές κρίσεις που αντιμετωπίστηκαν με αντιεπιληπτική αγωγή. Παρέμεινε υπό αντιεπιληπτική θεραπεία συνολικά για περίοδο 2 χρόνων. Παρουσιάζει ανοσμία και δυσκολία στην αναπνοή, διατρέχει δε τον κίνδυνο εμφάνισης μετατραυματικής επιληψίας σε ποσοστό 10%.
Εννιά μήνες μετά τον τραυματισμό του ο εφεσίβλητος νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο Πάφου για δύο εβδομάδες λόγω έντονης κεφαλαλγίας και ιγμορίτιδας με ρινόρροια εγκεφαλονωτιαίου υγρού. Μετά την πάροδο ενός μηνός επανεισήχθη στο Νοσοκομείο Πάφου με τα ίδια συμπτώματα και νοσηλεύτηκε για περαιτέρω διάστημα πέντε ημερών.
Αναμφίβολα ο εφεσίβλητος έχει υποστεί πολλαπλά και σοβαρά τραύματα τα οποία είχαν μεγάλες συνέπειες στη ζωή του. Πιστεύουμε ότι το ποσό των £7.000 που του επιδικάστηκε όχι μόνο δεν είναι ψηλό, αλλά αντίθετα θα μπορούσε να θεωρηθεί τόσο χαμηλό που να επιτρέπει επέμβασή μας για αύξησή του. Λόγω του ότι δεν έχει καταχωρηθεί αντέφεση δεν μπορούμε βέβαια να κάνουμε κάτι τέτοιο. Έτσι θεωρούμε ότι ο λόγος αυτός της έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.
Ο εφεσείων προβάλλει επίσης τον ισχυρισμό ότι έγινε εσφαλμένος υπολογισμός της απώλειας των μελλοντικών απολαβών του εφεσίβλητου. Το Δικαστήριο βασιζόμενο στην υπόθεση Φοινικαρίδης και Άλλη ν. Γεωργίου και Άλλων (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, απέφυγε να υιοθετήσει τη μέθοδο του συντελεστή και επιδίκασε κατ' αποκοπή ποσό £8.000.
Για το συγκεκριμένο σημείο φαίνεται ότι η μόνη σχετική με την ικανότητα του εφεσίβλητου προς εργασία μαρτυρία είναι η κατάθεση του ίδιου και κάποιες αναφορές του Μ.Ε.5, γιατρού Σταύρου Καλλή, γναθοχειρούργου. Ο γιατρός Καλλής ανέφερε ότι άτομα όπως ο ενάγων με κίνδυνο μετατραυματικής επιληψίας, είναι συμβουλεύσιμο να εργάζονται στο έδαφος και όχι σε ψηλά και επικίνδυνα σημεία.
Ο εφεσίβλητος εργαζόταν πριν από το δυστύχημα ως κατασκευαστής ξυλότυπου σε οικοδομές με αμοιβή £70 εβδομαδιαίως. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, που φαίνεται ότι το Δικαστήριο αποδέκτηκε ως ορθή, είχε τη δυνατότητα υπερωριών με αποτέλεσμα το εισόδημά του να ανέρχεται στις £80 - £90 την εβδομάδα. Παρέμεινε για δύο χρονικά διαστήματα εκτός εργασίας. Την πρώτη φορά, από την ημέρα του ατυχήματος 11.5.1990 μέχρι 30.9.1990 και τη δεύτερη, για σκοπούς επέμβασης στην οποία υποβλήθηκε, από το Φεβράρη του 1991 μέχρι τον Απρίλη του 1991.
Μετά την πρώτη αναρρωτική άδεια που του δόθηκε άρχισε να ασχολείται με μικροδουλειές και στη συνέχεια άλλαξε διάφορες εργοδοτήσεις, ενώ από τον Απρίλη του 1992 και μέχρι την ακρόαση, εργοδοτείτο από συγκεκριμένη εταιρεία ως αποθηκάριος με μηνιαίο μισθό £318 το μήνα.
Οι αριθμοί αυτοί δεν έχουν ουσιαστικά αμφισβητηθεί από την υπεράσπιση και καμιά αντίθετη μαρτυρία δεν έχει προσκομιστεί. Θεωρούμε εύλογη την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η κατάσταση της υγείας του δεν επιτρέπει στον εφεσίβλητο να ασχοληθεί με την προ του δυστυχήματος εργασία του και το κατά συνέπεια συμπέρασμα για μείωση των απολαβών του. Δεν συμφωνούμε όμως με τον τρόπο με τον οποίο υπολογίστηκε η απώλεια αυτή. Η νομολογία που επιτρέπει να υπολογίζεται η απώλεια μελλοντικών αποζημιώσεων χωρίς τη μέθοδο του συντελεστή (Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239 και Μαυροπετρής ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται όταν υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα στοιχεία για υπολογισμό της απώλειας με ακρίβεια. Η παρούσα περίπτωση δεν δικαιολογούσε τη χρησιμοποίηση αυτής της μεθόδου, ακριβώς γιατί μπορούσαν να βρεθούν στη μαρτυρία όλα τα στοιχεία που θα βοηθούσαν στον υπολογισμό συγκεκριμένου ποσού με βάση τη μέθοδο του συντελεστή.
Ο εφεσίβλητος ήταν ηλικίας 23 χρονών και κέρδιζε μαζί με τις υπερωρίες ποσό περίπου £90 την εβδομάδα. Σήμερα το εισόδημά του ανέρχεται στις £320 περίπου. Το ποσό αυτό δεν αμφισβητήθηκε ότι ανταποκρίνεται στις εισοδηματικές του δυνατότητες μετά τον τραυματισμό του. Συνεπώς ο εφεσίβλητος έχει απώλεια εισοδημάτων της τάξης των £40 μηνιαίως ή £480 το χρόνο. Λόγω της ηλικίας του κατά το χρόνο του δυστυχήματος πιστεύουμε ότι ο κατάλληλος συντελεστής είναι ο αριθμός 15 (βλέπε σχετικά Ioannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd and another v. Christofis (1982) 1 C.L.R. 789). Έτσι η απώλεια των μελλοντικών του απολαβών μπορεί να υπολογιστεί στις £7.200.
Ο εφεσίβλητος θα τελούσε τους γάμους του την επόμενη του ατυχήματος Κυριακή. Ο γάμος βέβαια κάτω από τις συνθήκες έπρεπε να αναβληθεί και το Δικαστήριο επιδίκασε £170 για τα λοκούμια γάμου και τα προσκλητήρια, απέρριψε όμως αξίωση για αποζημίωση για το νυφικό και τη διακόσμηση γιατί μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και στη μεταγενέστερη ημερομηνία. Εναντίον της επιδίκασης του ποσού αυτού ασκήθηκε έφεση. Δεν βρίσκουμε οποιονδήποτε λόγο επέμβασης στο συμπέρασμα αυτό του Δικαστηρίου, το οποίο βρίσκουμε ότι δικαιολογείται πλήρως από τη μαρτυρία.
Προσθέτοντας το ποσό των £7.000 που επιδικάστηκε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων στο ποσό των £7.200 που αντιπροσωπεύει την απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων και £3.322 που επιδικάστηκαν υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων, καταλήγουμε ότι ο εφεσίβλητος δικαιούται σε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα-εναγόμενου για το ποσό των £17.522.
Επειδή ο καταμερισμός της ευθύνης έχει μεταβληθεί σε 50% - 50% θα πρέπει να εκδοθεί απόφαση εναντίον της τριτοδιάδικου και υπέρ του εναγόμενου-εφεσείοντα για το ποσό των £8.761 με τόκους, όπως τους υπολόγισε το πρωτόδικο δικαστήριο. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα βαρύνουν τον εναγόμενο, αλλά τα έξοδα της έφεσης θα βαρύνουν τον εφεσίβλητο και την τριτοδιάδικο.
H έφεση επιτρέπεται μερικώς με έξοδα όσον αφορά την πρωτόδικη διαδικασία εναντίον του εφεσείοντα και όσον αφορά την έφεση εναντίον του εφεσιβλήτου και της τριτοδιαδίκου.