ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(1998) 1 ΑΑΔ 687

14 Απριλίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΘΕΣΕΩΣ ΤΣΙΜΕΝΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα,

v.

ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΘΗΤΖΙΩΤΗ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 9910)

 

Εγγύηση — Εγγύηση υφιστάμενου χρέους — Αντιπαροχή — Παρελθούσα αντιπαροχή — Είναι καλή αντιπαροχή — Άρθρο 2 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

Εγγύηση — Συνεγγυητής — Προϋποθέσεις για εγκυρότητα της εγγύησης — Άρθρο 102 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

Λέξεις και Φράσεις — "Αντιπαροχή" στο Άρθρο 2(2)(δ) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

Η εφεσείουσα εταιρεία κίνησε αγωγή κατά του εφεσιβλήτου, ως εγγυητή, για την αποπληρωμή του οφειλόμενου από την εταιρεία Καθητζιώτης Λτδ, χρεωστικού υπολοίπου £3,020, που προέκυψε από την πώληση τσιμέντων από την εφεσείουσα εταιρεία προς την εταιρεία Καθητζιώτης Λτδ. Ο εφεσίβλητος ήταν προφανώς ο κύριος μέτοχος και διευθυντής της εταιρείας Καθητζιώτης Λτδ. και υπέγραψε την εγγυητική επιστολή, της οποίας ο διευθυντής της εφεσείουσας κράτησε φωτοτυπημένο αντίγραφο, ενώ το πρωτότυπο πήρε στο σπίτι του ο εφεσίβλητος για να το υπογράψει η σύζυγός του. Η σύζυγος του εφεσιβλήτου δεν υπέγραψε όμως την εγγυητική, η οποία και ως εκ τούτου δεν επεστράφη στην εφεσείουσα.

Το οφειλόμενο ποσό δεν αμφισβητήθηκε. Εκείνο που απασχόλησε το Δικαστήριο ήταν κατά πόσο η φερόμενη ως γραπτή εγγύηση που υπέγραψε ο εφεσίβλητος ήταν έγκυρη, ώστε να θεμελιώνει την αξίωση της εφεσείουσας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή για δύο λόγους:

(α)   η δοθείσα εγγύηση ήταν άκυρη γιατί δε δόθηκε οποιαδήποτε αντιπαροχή εκ μέρους της εφεσείουσας και

(β)   η συνυπογραφή της συζύγου του εφεσιβλήτου ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να ισχύει η εγγύηση.

Ο δικηγόρος της εφεσείουσας εισηγήθηκε στην έφεση, ότι υπήρχε καλή παρελθούσα αντιπαροχή δυνάμει του Άρθρου 85 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, ανεξάρτητα από την όποια προϋπόθεση που μπορεί να τίθεται με το γενικό ορισμό του Άρθρου 2 (2) (δ) του εν λόγω Νόμου.

Αποφασίστηκε κατά  πλειοψηφία ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη.

Α. Υπό Αρτεμίδη, Δ. συμφωνούντος και του Κρονίδη, Δ.:

1. Η υπόθεση Ρωμανός v. Χρυσάνθου, στην οποία αποφασίστηκε ότι παρελθούσα αντιπαροχή συνιστά καλή αντιπαροχή, καλύπτει επαρκώς τα γεγονότα και τη νομική πτυχή της παρούσας υπόθεσης.

2. Ο εφεσίβλητος είχε συμφωνήσει και υπογράψει την εγγύηση και η εφεσείουσα κράτησε αντίγραφο. Δεν υπήρχε μαρτυρία στο Δικαστήριο που να αποδεικνύει ότι ο εφεσίβλητος συμφώνησε με την εφεσείουσα ότι η τελευταία δε θα ασκούσε τα δικαιώματά της που απόρρεαν από την εγγύηση, μέχρις ότου υπέγραφε και η σύζυγός του ως εγγυήτρια. Ως εκ τούτου ο εφεσίβλητος κρίνεται υπόχρεος να την τιμήσει.

    Ο Δικαστής Νικολάου διεφώνησε με την απόφαση της πλειοψηφίας.

Β. Υπό Νικολάου, Δ.:

1.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή, ο εφεσίβλητος προ της αγωγής παραδέχθηκε την ευθύνη του ως εγγυητής. Η ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους του δε συναρτάτο με την υπογραφή του εγγράφου και από τη σύζυγό του. Η αντίθετη κατάληξη του Δικαστηρίου επί του θέματος αυτού είναι εσφαλμένη.

2.  Το Εφετείο, στην υπόθεση Ρωμανός v. Χρυσάνθου, δεν ασχολήθηκε με ότι συνθέτει την καλή παρελθούσα αντιπαροχή, επειδή το θέμα αυτό δεν αποτελούσε μέρος του λόγου της απόφασης.

3.  Η παρελθούσα αντιπαροχή, όπως ορίζεται στο Άρθρο 2 (2) (δ), είναι στην περίπτωση κάθε είδους σύμβασης, καλή, μόνο εφόσον πληρούται η προϋπόθεση που θέτει το εν λόγω άρθρο. Το Άρθρο 85 διαβάζεται υπό το κράτος του Άρθρου 2(2)(δ), το οποίο ορίζει την έννοια της αντιπαροχής. Συνεπώς η αντιπαροχή στην οποία γίνεται αναφορά στο Άρθρο 85 είναι η αντιπαροχή που ορίζεται στο Άρθρο 2(2)(δ). Αποτελεί λοιπόν, προϋπόθεση για τους σκοπούς του Άρθρου 85, όπως για να υπάρχει καλή παρελθούσα αντιπαροχή θα πρέπει να είχε προηγηθεί, από το πρόσωπο που μεταγενέστερα δίδει την υπόσχεση, απαίτηση για την έλευση της συμπληρωθείσης πράξης.

     Με αδιαμφισβήτητο δεδομένο ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρξε απαίτηση εκ μέρους του εφεσίβλητου προς την εφεσείουσα, δεν προκύπτει καλή παρελθούσα αντιπαροχή εντός της εννοίας του Νόμου. Η διαπίστωση, ως εκ τούτου, του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι το επίδικο έγγραφο δεν αποτελούσε σύμβαση εγγύησης και ως εκ τούτου δε θεμελίωνε την αξίωση, είναι ορθή.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Ρωμανός v. Χρυσάνθου (1991) 1 Α.Α.Δ. 991,

Prenn. v. Simmonds [1971] 3 All E.R. 237,

Raif v. Dervish (1971) 1 C.L.R. 158.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Xατζηγιάννη-Iωσήφ, Πρ. E.Δ.) που δόθηκε στις 28 Δεκεμβρίου, 1997 (Aρ. Aγωγής 4409/94) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή τους για αποπληρωμή ποσού  Λ.K.3.000,- δυνάμει εγγυητικής επιστολής.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για την Eφεσείουσα.

Π. Πετράκης, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Με την απόφαση αυτή συμφωνεί και ο Δικαστής Μ. Κρονίδης. Ο Δικαστής Γ. Νικολάου θα εκδώσει διϊστάμενη απόφαση.

Η εφεσείουσα-ενάγουσα εταιρεία είχε εμπορικές συναλλαγές με την εταιρεία Α.Καθητζιώτης Λτδ. την προμήθευε με τσιμέντα.  Τον Μάρτιο του 1993 ο λογαριασμός της Καθητζιώτης Λτδ προς την εφεσείουσα έδειχνε χρεωστικό υπόλοιπο £3,020. Η Καθητζιώτης Λτδ διέκοψε τις εργασίες της και επειδή δεν πλήρωνε το υπόλοιπο του χρέους της η εφεσείουσα καταχώρισε αγωγή εναντίον της, στην οποία εκδόθηκε απόφαση για το πιο πάνω ποσό.

Στις 16.3.93 ο εφεσίβλητος, που προφανώς είναι ο κύριος μέτοχος και διευθυντής της εταιρείας Καθητζιώτης Λτδ, υπέγραψε έγγραφο, τεκμ.1, σύμφωνα με το οποίο εγγυόταν την αποπληρωμή του οφειλόμενου από την εταιρεία του ποσού.  Η εγγύηση,  όπως αναφέρεται στο επίδικο έγγραφο, ήταν συνεχής και θα τερματιζόταν με ειδοποίηση συστημένης επιστολής, ο τερματισμός όμως δεν θα επηρέαζε την εγγύηση πληρωμης τυχόντος υφιστάμενου χρέους μέχρι £3,000. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες υπεγράφη η επίμαχη εγγύηση δεν αμφισβητήθηκαν ουσιαστικά στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Έγινε παραδεκτό από την εφεσείουσα πως σκοπός του εγγράφου ήταν η εγγύηση αποπληρωμής του υπάρχοντος χρέους της Καθητζιώτης Λτδ., από τον εφεσίβλητο και τη σύζυγο του προσωπικά. Προς τούτο ο Καθητζιώτης υπέγραψε την εγγυητική επιστολή, της οποίας ο διευθυντής της εφεσείουσας κράτησε φωτοτυπημένο αντίγραφο, ενώ το πρωτότυπο πήρε ο εφεσίβλητος στο σπίτι του για να το υπογράψει η σύζυγος του, και να το επιστρέψει στην εφεσείουσα.  Η σύγυζος όμως του εφεσίβλητου δεν υπέγραψε την εγγυητική, η οποία και ως εκ τούτου δεν επεστράφη στην εφεσείουσα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή για δυο λόγους. Έκρινε ότι:

(α) η δοθείσα εγγύηση από τον εφεσίβλητο ήταν άκυρη γιατί δεν δόθηκε οποιαδήποτε αντιπαροχή εκ μέρους της εφεσείουσας και

(β) απαραίτητη προϋπόθεση για να ισχύσει ήταν και η συνυπογραφή της από τη σύζυγο του εφεσίβλητου.

Ο δικηγόρος της εφεσείουσας υπέβαλε ενώπιον μας πως η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι νομικά εσφαλμένη και στα δυο πιο πάνω σημεία, ενώ ο δικηγόρος του εφεσίβλητου συμφώνησε πλήρως με αυτή.  Η πρωτόδικος δικαστής, όπως είπαμε ήδη, έκρινε πως δεν υπήρξε αντιπαροχή εκ μέρους της εφεσείουσας για τη δοθείσα από τον εφεσίβλητο εγγύηση γιατί ο τελευταίος εγγυήθηκε την πληρωμή οφειλόμενου ήδη ποσού  από την εταιρεία του, χωρίς η εφεσείουσα να δώσει οποιαδήποτε αντιπαροχή γι΄αυτή την εγγύηση. Έκρινε επίσης πως βάσει της δοθείσας μαρτυρίας, και των διατάξεων του άρθρου 102 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ.149, η εγγύηση για να ισχύσει έπρεπε να συνυπογραφεί και από τη σύζυγο του εφεσίβλητου.

Έχουμε τη γνώμη πως η προσέγγιση της νομικής πτυχής της υπόθεσης από την πρωτόδικο δικαστή είναι εσφαλμένη. Όπως και η ίδια ορθά παρατηρεί παρελθούσα αντιπαροχή είναι, σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Συμβάσεων Νόμου, καλή και νόμιμη. Στην υπόθεση που εξετάζουμε η εγγύηση αφορούσε υφιστάμενο χρέος που δημιουργήθηκε από προηγούμενες συναλλαγές μεταξύ της εφεσείουσας εταιρείας και της Καθητζιώτης Λτδ, του οποίου την πληρωμή  εγγυήθηκε προσωπικά ο εφεσίβλητος. Η υπόθεση Ρωμανός ν. Χρυσάνθου (1991) 1 Α.Α.Δ. σελ. 991 καλύπτει, νομίζουμε, επαρκώς τα γεγονότα και τη νομική πτυχή της υπό εξέταση υπόθεσης. Στο τέλος της πιο πάνω απόφασης διαβάζουμε τα εξής:

«Αναφορικά με το ζήτημα της παρελθούσας αντιπαροχής, οι ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, προβλέπουν πως παρελθούσα αντιπαροχή είναι καλή και νόμιμη. (Δες: Ralf v. Dervish [1971] 1 A.A.Δ. 158).  To ίδιο προβλέπεται, εκ πλεονασμού, στο άρθρο 27(1)(β) του περί Συναλλαγματικών Νόμων, Κεφ.262. Τα γεγονότα στην υπόθεση Davis είναι παντελώς διάφορα από αυτά της εξεταζόμενης. Στην υπόθεση Davis το Δικαστήριο βρήκε πως δεν υπήρχε αντιπαροχή για την έκδοση των επιταγών, ενώ εδώ τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, που ακολουθούν αμέσως πιο κάτω, δείχνουν το αντίθετο. Ο εφεσίβλητος δεν ήταν μόνο μέτοχος και σύμβουλος στην εταιρεία «Χρυσαυγή», αλλά, όπως ο ίδιος ανέφερε στη μαρτυρία του, και ο μοναδικός διαχειριστής της. Η εταιρεία μάλιστα δεν είχε ούτε καν τραπεζικό λογαριασμό, και γι' αυτό όλες οι πληρωμές γινόντουσαν από τον προσωπικό λογαριασμό του ιδίου. Εξέδωσε επομένως τις επιταγές, τις οποίες ο εφεσείων εδέχθη, προς εξόφληση αντίστοιχης οφειλής της εταιρείας».

(Σημειώνουμε πως οι επιταγές δεν είχαν τιμηθεί μετά από οδηγίες του εφεσίβλητου στην τράπεζα του.)

Αναφορικά με το δεύτερο ζήτημα το άρθρο 102 του περί Συμβάσεων Νόμου προβλέπει:

«Αν πρόσωπο δώσει εγγύηση με το συμβατικό όρο ότι ο πιστωτής δεν θα ασκήσει τα δικαιώματα του που απορρέουν από αυτή, μέχρις ότου προσχωρήσει άλλο πρόσωπο ως συνεγγυητής, η εγγύηση δεν είναι έγκυρη αν το άλλο αυτό πρόσωπο δεν προσχωρήσει.»

Η πρωτόδικη απόφαση θα ήταν ορθή αν αποδεικνυόταν, με την προσαχθείσα μαρτυρία, πως ο εφεσίβλητος συμφώνησε με την εφεσείουσα ότι δεν θα ασκούσε τα δικαιώματα της που απόρρεαν από την εγγύηση μέχρις ότου υπέγραφε και η σύζυγος του ως εγγυήτρια. Τέτοια μαρτυρία δεν υπήρξε στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Αντίθετα, η μαρτυρία που δόθηκε ήταν πως ετοιμάστηκε η εγγυητική επιστολή, στην οποία αναγράφηκαν ως εγγυητές τα ονόματα του εφεσίβλητου και της συζύγου του, την υπέγραψε ο ίδιος και ανέλαβε να την πάρει στο σπίτι του για να υπογράψει και η σύζυγός του. Σίγουρα η εφεσείουσα θα ήταν πιο ευτυχής αν υπέγραφε και η σύζυγος του εφεσίβλητου. Δεν ετέθη όμως ως προϋπόθεση, για να ισχύει η εγγύηση, να υπογραφεί και από τη σύζυγο του εφεσίβλητου.  Ο εφεσίβλητος είχε ήδη συμφωνήσει και υπογράψει την εγγύηση, και η εφεσείουσα κράτησε αντίγραφο.  Μ' αυτά τα δεδομένα ο εφεσίβλητος κρίνεται υπόχρεος να την τιμήσει.

Ενόψει των όσων αναφέρουμε πιο πάνω η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας εταιρείας ως η απαίτηση με έξοδα στο πρωτόδικο δικαστήριο και εδώ, που θα υπολογίσει ο πρωτοκολλητής και θα εγκρίνει το Δικαστήριο.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα κίνησε αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου ως εγγυητή μέρους του χρέους της εταιρείας Α. Καθητζιώτης Λτδ, το οποίο προέκυψε από την πώληση, σε διάφορα διαστήματα, τσιμέντων συνολικού τιμήματος ανερχομένου,  κατά την 9 Νοεμβρίου 1992 που σταμάτησαν οι συναλλαγές, σε £3.020,40. Στις συναλλαγές ο εφεσίβλητος ενεργούσε προφανώς ως διευθυντής της Α. Καθητζιώτης Λτδ.

Το χρέος της Α. Καθητζιώτης Λτδ. δεν αμφισβητήθηκε. Εκδόθηκε μάλιστα εναντίον της και απόφαση σε προηγουμένως κινηθείσα αγωγή, χωρίς όμως να υπάρξει ικανοποίηση. Ό,τι εν προκειμένω απασχόλησε ήταν το κατά πόσο η φερόμενη ως γραπτή εγγύηση που υπέγραψε ο εφεσίβλητος ήταν έγκυρη ώστε να θεμελιώνει την εναντίον του αξίωση. Σε σχέση με αυτό το ζήτημα εξετάστηκαν δύο πτυχές: πρώτο, το κατά πόσο υπήρξε από μέρους της εφεσείουσας καλή αντιπαροχή προς τον εφεσίβλητο και, δεύτερο, το κατά πόσο η μη υπογραφή του εγγράφου από τη σύζυγο του εφεσίβλητου, η οποία κατονομαζόταν εκεί ως συνεγγυήτρια, σήμαινε τη μη εκπλήρωση προϋπόθεσης ώστε να μην ετίθετο η εγγύηση σε ισχύ ούτε σε σχέση με τον εφεσίβλητο.

Οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες καταρτίστηκε το επίδικο έγγραφο μπορεί να εκτεθούν με συντομία.  Κατέθεσε αναφορικά με αυτές ο μόνος μάρτυρας της εφεσείουσας, ο οποίος ήταν  υπεύθυνος στο τμήμα της για πωλήσεις και εισπράξεις. Τέτοιου είδους μαρτυρία επιτρέπεται βέβαια μόνο για να φωτίσει το πραγματικό υπόβαθρο που ήταν τότε γνωστό στα μέρη και κατ'  επέκταση τις περιστάσεις γένεσης της διευθέτησης και τον αντικειμενικό της σκοπό.  Όπως λέχθηκε στην Prenn v. Simmonds [1971] 3 All E.R. 237 (H.L.) (στη σελ. 241):

"...... evidence of negotiations or of the parties' intentions, ..... ......... ought not to be received, and evidence should be restricted to evidence of the factual background known to the parties at or before the date of the contract, including evidence of the "genesis" and objectively the "aim" of the transaction."

Από μέρους του εφεσίβλητου δεν προσήχθη μαρτυρία.

Με αποκρυσταλλωμένη πλέον την οικονομική αδυναμία της             Α. Καθητζιώτης Λτδ. να εκπληρώσει τις οικονομικές της υποχρεώσεις, ο εφεσίβλητος επισκέφθηκε τα γραφεία της εφεσείουσας όπου συνάντησε τον υπεύθυνο του τμήματος πωλήσεων και εισπράξεων προς τον οποίο εκδήλωσε προθυμία να εγγυηθεί το υφιστάμενο χρέος. Ο υπάλληλος της εφεσείουσας ετοίμασε τότε εγγυητική επιστολή, συμπληρώνοντας σχετικό έντυπο στο οποίο προσετέθη και το όνομα της συζύγου του εφεσίβλητου, προφανώς ως αποτέλεσμα επιθυμίας της εφεσείουσας για περαιτέρω εξασφάλιση. Ο εφεσίβλητος υπέγραψε το έγγραφο επί τόπου και ακολούθως το πήρε μαζί του για να το υπογράψει η σύζυγος του, αφήνοντας φωτοαντίγραφο, με μόνο τη δική του υπογραφή, στην εφεσείουσα. Είναι κοινό έδαφος ότι η σύζυγος του εφεσίβλητου ουδέποτε υπέγραψε το έγγραφο και ότι ο εφεσίβλητος δεν το επέστρεψε στην εφεσείουσα.  Αναφερόταν στο έγγραφο - στη δίκη παρουσιάστηκε το φωτοαντίγραφο ως η καλύτερη διαθέσιμη μαρτυρία - ότι η εγγύηση κάλυπτε την τιμή "τσιμέντων πωληθέντων" μέχρι ποσού £3.000.- αλλά και προστίθετο ότι επρόκειτο για συνεχή εγγύηση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε, για λόγους που με λεπτομέρεια εξήγησε, ότι παρόλον που η προοριζόμενη ως εγγύηση εμφανιζόταν να ήταν συνεχής, εντούτοις δεν προέκυπτε ενεστώσα αντιπαροχή που να λάμβανε υπόψη και το υπάρχον χρέος προς ρύθμιση μελλοντικών συναλλαγών. Επρόκειτο δηλαδή για υπόσχεση που δόθηκε σε σχέση με αμιγώς παρελθούσα πράξη η έλευση της οποίας δεν ήταν αποτέλεσμα υποκίνησης από τον εφεσίβλητο ώστε να προέκυπτε καλή παρελθούσα αντιπαροχή, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2(2)(δ) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, με ανάλογη αντανάκλαση και σε ό,τι αφορά τη λειτουργία του άρθρου 85 το οποίο αναφέρεται στην αντιπαροχή εγγύησης. Επίσης κατέληξε ότι εν πάση περιπτώσει η εγγύηση θα τελούσε υπό την αίρεση υπογραφής του εγγράφου από την κατονομαζόμενη ως συνεγγυήτρια, θεωρώντας ότι η συμπερίληψη δεύτερου προσώπου εξέφραζε αντίστοιχο προς τούτο όρο. Ενόψει αυτών των καταλήξεων απέρριψε την αξίωση της εφεσείουσας για το ποσό των £3.000.- στο οποίο αναφερόταν το έγγραφο. 

Με την έφεση δεν αμφισβητείται το μέρος της πρωτόδικης κατάληξης ότι το έγγραφο προοριζόταν να καλύψει μόνο το υφιστάμενο χρέος της Α. Καθητζιώτης Λτδ. Ο συνήγορος της εφεσείουσας το έθεσε, αγορεύοντας, ως εξής:

"Εδώ οι εφεσείοντες πώλησαν τσιμέντα προς την εταιρεία και ήλθε ο εγγυητής και είπε επ' ανταλλάγματι των πωλήσεων που έχετε κάμει προς την εταιρεία Α. Καθητζιώτης Λτδ υπογράφω ως εγγυητής για το χρέος της εταιρείας Α. Καθητζιώτης Λτδ. Το αντάλλαγμα είναι οι πωλήσεις που έκαμαν οι εφεσείοντες προς την εταιρεία Α. Καθητζιώτης Λτδ ......."

Προέβαλε, ωστόσο, ότι υπήρχε καλή παρελθούσα αντιπαροχή δυνάμει του άρθρου 85 του Νόμου, το οποίο ειδικά διέπει τις εγγυήσεις, ανεξάρτητα από την όποια προϋπόθεση που μπορεί να τίθεται με τον γενικό ορισμό στο άρθρο 2(2)(δ).

Της εξέτασης του θέματος αντιπαροχής προηγείται, νομίζω, το θέμα της αυτοτέλειας ή μη της υπογραφής του εφεσίβλητου για απόδοση ευθύνης.  Και με αυτό είναι που θα ασχοληθώ πρώτα.  Κατά την άποψή μου, αυτό επιδέχεται σύντομης απάντησης.  Με δεδομένο ότι η διευθέτηση απέβλεπε στην εξασφάλιση της εφεσείουσας για μόνο το υπάρχον χρέος, η προτεινόμενη από τον εφεσίβλητο προσωπική του εγγύηση αποτελούσε για την εφεσείουσα θετική εξέλιξη. Το ότι η εφεσείουσα επεδίωξε ενδυνάμωση της εξασφάλισης με συμπερίληψη και δεύτερου προσώπου ως εγγυητή δεν μπορούσε να επιδράσει σε ό,τι είχε ήδη προσφέρει ο εφεσίβλητος.  Αυτή άλλωστε ήταν, ως προς αυτό, η βασική επιχειρηματολογία του συνηγόρου της εφεσείουσας. Με την οποία συμφωνώ. Η έλλειψη ενεστώσας αντιπαροχής σήμαινε ότι η εφεσείουσα δεν αναλάμβανε δεσμεύσεις για το μέλλον σε σχέση με τις οποίες μπορεί να θεωρούσε ότι ένας εγγυητής δεν θα ήταν αρκετός. Ο συνήγορος της εφεσείουσας επίσης πρόσθεσε ότι εν πάση περιπτώσει, από τη στιγμή που η εφεσείουσα θεώρησε  τον ένα εγγυητή αρκετό, αυτός δεν μπορούσε να αποφύγει ευθύνη εκτός αν αποδείκνυε πως υπέγραψε στη βάση συμφωνίας που  να έθετε τη δική του ευθύνη υπό την αίρεση ανάληψης υποχρέωσης και από άλλον ως συνεγγυητή, σύμφωνα με το άρθρο 102 του Νόμου. Τέτοια συμφωνία δεν υπήρξε στην προκείμενη περίπτωση. Ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του εφεσίβλητου στην υπεράσπιση δεν προωθήθηκε. Επισημαίνω εξ άλλου ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία που το δικαστήριο αποδέχθηκε, ο εφεσίβλητος προ της αγωγής παραδέχθηκε την ευθύνη του ως εγγυητής.  Τα όσα λοιπόν εισηγήθηκε επί αυτού του θέματος με την αντεξέταση στη δίκη, δεν αποτελούσαν παρά μόνο μεταγενέστερη σκέψη. Η από μέρους του ανάληψη υποχρέωσης δεν συναρτάτο με την υπογραφή του εγγράφου και από τη σύζυγό του. Η επί αυτής της πτυχής αντίθετη κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου αναδεικνύεται λοιπόν εσφαλμένη.

Ως προς το ζήτημα της αντιπαροχής, στο άρθρο 2(2)(δ) του Νόμου - η Ελληνική μετάφραση κατέστη αυθεντική από 23 Αυγούστου 1996 - ορίζεται ότι:

"2(2)  Στο Νόμο αυτό, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετικά, οι ακόλουθες λέξεις και εκφράσεις χρησιμοποιούνται με την ακόλουθη έννοια:

         .................................................................................

   (δ) όταν, με απαίτηση του οφειλέτη, ο δανειστής ή οποιοσδήποτε τρίτος προέβηκε ή προβαίνει ή υπόσχεται να προβεί σε πράξη ή αποχή, η πράξη αυτή ή αποχή καλείται "αντιπαροχή", για την υπόσχεση·

         ................................................................................."

Καθίσταται ως εκ τούτου καλή αντιπαροχή και η παρελθούσα εφόσον η πράξη στο παρελθόν, σε σχέση με την οποία δίδεται μεταγενέστερα η υπόσχεση από το άλλο μέρος, είχε γίνει ως αποτέλεσμα "απαίτησης" του δεύτερου. Στο Αγγλικό κείμενο η αντίστοιχη λέξη ήταν "desire".

Στη Raif v. Dervish (1971) 1 C.L.R. 158 το Εφετείο υπέμνησε, με γενική αναφορά που δεν αποτελούσε μέρος του σκεπτικού, ότι παρελθούσα αντιπαροχή μπορεί να είναι καλή αντιπαροχή. Το ίδιο έπραξε το Εφετείο και σχετικά πρόσφατα στη Ρωμανός ν. Χρυσάνθου (1991) 1 Α.Α.Δ. 991 με συγκεκριμένη, εκεί, αναφορά στο άρθρο 2 - όχι και στο άρθρο 85 - του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, χωρίς όμως να ασχοληθεί με ό,τι συνθέτει την καλή παρελθούσα αντιπαροχή κι αυτό, καθώς είναι πρόδηλο, επειδή δεν αποτελούσε μέρος του λόγου της απόφασης.  Σε αυτή τη δεύτερη υπόθεση, ο εφεσίβλητος εξέδωσε δύο επιταγές έναντι της αμοιβής του εφεσείοντα ο οποίος ως αρχιτέκτονας είχε ετοιμάσει αρχιτεκτονικά σχέδια για εταιρεία της οποίας ο εφεσίβλητος "δεν ήταν μόνο μέτοχος και σύμβουλος ..... αλλά ..... και ο μοναδικός διαχειριστής της" οι δε πληρωμές της εταιρείας "γινόντουσαν από τον προσωπικό λογαριασμό του ιδίου" διότι η εταιρεία "δεν είχε ούτε καν τραπεζικό λογαριασμό".  Δεν επρόκειτο λοιπόν στην ουσία για περίπτωση πληρωμής της οφειλής τρίτου αλλά πληρωμής οφειλής εκ μέρους τρίτου. Οπότε δεν ετίθετο ζήτημα παρελθούσας αντιπαροχής.

Ο συνήγορος της εφεσείουσας φάνηκε, κατά τη συζήτηση της έφεσης, να αναγνώριζε την προβλεπόμενη στο άρθρο 2(2)(δ) προϋπόθεση της "απαίτησης" προ της έλευσης της συμπληρωθείσας πράξης για να προκύπτει καλή παρελθούσα αντιπαροχή που να στοιχειοθετεί σύμβαση. Εισηγήθηκε, ωστόσο, πως στην περίπτωση συμβάσεων εγγύησης, το ζήτημα της αντιπαροχής διέπεται όχι από το άρθρο 2(2)(δ) αλλά αποκλειστικά από το άρθρο 85 όπου προβλέπεται ότι:

"85.  Κάθε πράξη ή υπόσχεση προς όφελος του πρωτοφειλέτη, δύναται να αποτελεί επαρκή αντιπαροχή για τον εγγυητή για παροχή της εγγύησης."

Ας σημειωθεί ότι το "δύναται" στη διάταξη αποτελεί μετάφραση του Αγγλικού "may be". Ας σημειωθεί επίσης ότι τόσο το άρθρο 85 όσο και το άρθρο 2(2)(δ) είναι πανομοιότυπα με τα άρθρα 2(d) και 127, αντίστοιχα, του Indian Contract Act 1872.  Αναλύονται στο σύγγραμμα Pollock & Mulla Indian Contract and Specific Relief Acts, 10th Ed.* (: σε σχέση με το πρώτο άρθρο ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι σελ. 47 και 48, και, σε σχέση με το δεύτερο, οι σελ. 725-726. Προς υποστήριξη της εισήγησης του ότι το άρθρο 85 προβλέπει για παρελθούσα αντιπαροχή χωρίς αυτή να συνοδευόταν προ της εκπλήρωσης της από "απαίτηση" εκείνου που αργότερα παρέχει την υπόσχεση, ο συνήγορος της εφεσείουσας επικαλέστηκε την Ινδική απόφαση στην υπόθεση Ghulam Husain v. Faiyaz Ali η οποία αναφέρεται στο εν λόγω σύγγραμμα. Στο σύγγραμμα διατυπώνεται ωστόσο επίκριση της απόφασης η οποία θεωρείται ως οπωσδήποτε εσφαλμένη.  Συμμερίζομαι πλήρως την επίκριση.

Η παρελθούσα αντιπαροχή είναι στην περίπτωση κάθε είδους σύμβασης καλή μόνο εφόσον πληρούται η προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 2(2)(δ) του Νόμου. Όποιο και αν είναι το είδος της σύμβασης τα συστατικά στοιχεία που συνθέτουν τη γενική φυσιογνωμία της δεν μπορεί παρά να είναι ακριβώς τα ίδια. Δεν υπάρχει αντιπαροχή καλή για ένα είδος σύμβασης και όχι καλή για άλλο. Το άρθρο 85 διαβάζεται υπό το κράτος του άρθρου 2(2)(δ) το οποίο ορίζει την έννοια της "αντιπαροχής". Συνεπώς η "αντιπαροχή" στην οποία γίνεται αναφορά στο άρθρο 85 είναι η "αντιπαροχή" που ορίζεται στο άρθρο 2(2)(δ). Δηλαδή τη λέξη "αντιπαροχή" στο άρθρο 85 τη διαβάζει κανείς όπως την ορίζει το άρθρο 2(2)(δ). Αυτός είναι ο σκοπός των ορισμών σε ένα νομοθέτημα. Αποτελεί λοιπόν προϋπόθεση και για τους σκοπούς του άρθρου 85 όπως για να υπάρχει καλή παρελθούσα αντιπαροχή θα πρέπει να είχε προηγηθεί, από το πρόσωπο που μεταγενέστερα δίδει την υπόσχεση, "απαίτηση" για την έλευση της συμπληρωθείσας πράξης.

Με αδιαμφισβήτητο δεδομένο ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρξε από μέρους του εφεσίβλητου "απαίτηση" προς την εφεσείουσα, δεν προκύπτει καλή παρελθούσα αντιπαροχή εντός της έννοιας του Νόμου. Ορθά λοιπόν έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι το εν λόγω έγγραφο δεν αποτελούσε σύμβαση εγγύησης και ως εκ τούτου δε θεμελίωνε την αξίωση.

Για τον λόγο που εξέθεσα, θα απέρριπτα την έφεση με έξοδα.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο