ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 1 ΑΑΔ 414

25 Φεβρουαρίου, 1998

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ κ. ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑΤΑ CERTIORARI ΚΑΙ MANDAMUS Η ΟΠΟΙΑ

ΚΑΤΑΧΩΡΕΙΤΑΙ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΔΕΙΑ ΠΟΥ ΧΟΡΗΓΗΘΗΚΕ

ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 85/97, ΗΜΕΡ. 30.9.97

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ, ΗΜΕΡ. 24.3.97 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ

ΣΤΙΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ. 502/95 ΚΑΙ 503/95,

METAΞY:

ΓΙΩΡΓΟY ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ,

Αιτητή,

v.

1. R.K. SUPER BETON LTD,

2. ΤΑΜΕΙΟΥ ΓΙΑ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Αίτηση Αρ. 119/97)

 

Προνομιακά εντάλματα — Αίτηση για έκδοση ενταλμάτων Certiorari και Mandamus εναντίον απόφασης του Προέδρου του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών για σύνταξη και υποβολή υπομνήματος προς το Ανώτατο Δικαστήριο — Κατά πόσο τα προτεινόμενα να περιληφθούν στο υπόμνημα θέματα αποτελούσαν αμιγή νομικά ζητήματα ή όχι.

Λέξεις και Φράσεις — "Νομικό σημείο" ή "νομικό ερώτημα" στον Καν. 17(1) των περί Διαιτητικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1968, όπως επεξηγήθηκε στη σχετική νομολογία.

Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (πρωτόδικο Δικαστήριο), απέρριψε τις δύο αιτήσεις του αιτητή για αποζημιώσεις από τους εργοδότες του, σύμφωνα με το Άρθρο 3(1) των περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμων 1967-1994.

Ο αιτητής καταχώρησε αίτηση για σύνταξη υπομνήματος προς το Ανώτατο Δικαστήριο επισυνάπτοντας παράρτημα με 15 λόγους, που κατά την άποψή του, συνιστούσαν νομικά σημεία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα, αφού έκρινε ότι κανείς από τους λόγους δεν αφορούσε αμιγή νομικά ερωτήματα. Η αίτηση του για απόκτηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση ενταλμάτων certiorari και mandamus έγινε δεκτή αναφορικά μόνο με τους 4 από τους 15 λόγους.

Κατά την ακρόαση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα απέσυρε ένσταση υιοθετώντας τις αρχές της απόφασης στην υπόθεση Κυριακίδης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο λόγος 1 αναφέρεται στο βάρος της απόδειξης και σε ζήτημα ορθής ερμηνείας του Άρθρου 6 του Νόμου 24/67.

2.  Οι λόγοι 2 και 3 αναφέρονται σε συμπεράσματα - όχι ευρήματα - τα οποία έχουν εξαχθεί από τη μαρτυρία.

3.  Ο λόγος 4 αφορά τη σύνθεση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.  Οι νομοθετικές πρόνοιες για τη σύνθεση του Δικαστηρίου προϋποθέτουν απαραιτήτως ότι οι αποφάσεις του πρέπει να λαμβάνονται με τη συμμετοχή του Προέδρου και δύο Μελών του.

4.  Στην κρινόμενη περίπτωση υπάρχει ισχυρισμός, ο οποίος δεν έχει αντικρουσθεί, ότι το Δικαστήριο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ερήμην και/ή χωρίς τη συμμετοχή των Παρέδρων.

     Όλοι οι πιο πάνω λόγοι συνιστούν αμιγή νομικά σημεία και έπρεπε να παραπεμφθούν στο Ανώτατο Δικαστήριο μετά από σύνταξη του αιτηθέντος υπομνήματος.

Η αίτηση επιτυγχάνει χωρίς έξοδα. Εκδίδονται εντάλματα Certiorari και Mandamus.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Κυριακίδης (1992) 1 Α.Α.Δ. 26,

British Launderer's Research Association v. Central Middlesex Assessment Committee [1949] 1 All E.R. 21,

Ελευθερίου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 490.

Aίτηση.

Aίτηση μετά από άδεια του Δικαστήριου με την οποία ο αιτητής ζητά την έκδοση εντάλματος τύπου Certiorari για παραμερισμό της απόφασης ημερομηνίας 24 Μαρτίου, 1997, που εκδόθηκε από το Δικαστήριο Eργατικών Διαφορών (Υποθέσεις Αρ. 502/95 και 503/95) καθώς και εντάλματος τύπου Mandamus το οποίο να διατάσσει το Δικαστήριο Eργατικών Διαφορών να συντάξει και παραπέμψει ενώπιον του Aνωτάτου Δικαστηρίου υπόμνημα (case stated) σύμφωνα με την αίτηση του αιτητή, ημερομηνίας 14.4.97.

Μ. Ηλία, για τον Αιτητή.

Ε. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η αίτηση 2.

Cur. adv. vult.

KAΛΛHΣ, Δ.: Στις 30.9.97 το δικαστήριο (βλ. Αίτηση 85/97) αυτό παραχώρησε άδεια στον αιτητή για καταχώριση αίτησης για έκδοση ενταλμάτων της φύσεως CERTIORARI και MANDAMUS. Ακολούθησε - στις 15.10.97 - η καταχώριση της παρούσας αίτησης με την οποία ο αιτητής επιδιώκει τις πιο κάτω θεραπείες:

"(α) Την έκδοση εντάλματος 'Certiorari' για ν' αχθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ν' αφανισθεί ή παραμερισθεί η απόφαση που εκδόθηκε από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ημερομ. 24.3.97 στις υποθέσεις αρ. 502/95 και 503/95 που συνεκδικάσθησαν.

(β)   Την έκδοση διατάγματος 'Mandamus' με βάση το οποίο να διατάσσεται και/ή να δίνονται οδηγίες προς το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών να συντάξει και παραπέμψει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπόμνημα (case stated) σύμφωνα με την αίτηση του Αιτητή ημερομ. 14.4.97."

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την αίτηση έχουν ως πιο κάτω:

Στις 24.3.97 το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ("το πρωτόδικο δικαστήριο") απέρριψε τις δύο αιτήσεις του αιτητή για αποζημιώσεις από τους εργοδότες του, σύμφωνα με το άρθρο 3(1) των περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμων 1967-1994.

Στις 14.4.97 ο αιτητής καταχώρησε αίτηση για σύνταξη υπομνήματος προς το Ανώτατο Δικαστήριο. Επισύναψε παράρτημα με 15 λόγους, που κατά την άποψη του, συνιστούν νομικά σημεία. Το πρωτόδικο δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 24.3.97 απέρριψε το αίτημα. Έκρινε ότι "ουδείς από τους λόγους δεν αφορά αμιγή νομικά ερωτήματα. Όλοι τους αφορούσαν αμφισβητήσεις των ευρημάτων του Δικαστηρίου επί των γεγονότων και μερικοί αποτελούν γραπτή αγόρευση παρά λόγους".

Η παραχωρηθείσα με την πιο πάνω απόφαση της 30.9.97 άδεια αφορούσε μόνο στους 4 από τους 15 λόγους. Τους παραθέτω όπως αναφέρονται στην σχετική ένορκη δήλωση του αιτητή:

"1.   Λανθασμένα το Δικαστήριο ερμήνευσεν το άρθρον 6 του Νόμου περί Τερματισμού Απασχόλησης 24/67, ότι ο Εργοδοτούμενος φέρει το βάρος απόδειξης του τερματισμού της απασχόλησης του.

2.  Κατά πόσον η απόφαση του Δικαστηρίου, 'ότι η απόλυση του Αιτητή ήταν το αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ αυτού και του Εργοδότη του' είναι ορθή και/ή ότι αυτή είναι λανθασμένη και/ή αυθαίρετη και/ή αδικαιολόγητη, ελλείψει στοιχείων και/ή μαρτυρίας που ν' αποδεικνύουν κάτι τέτοιο και κατά πόσον το Δικαστήριον ορθά αποφάσισε βασιζόμενο σε εντυπώσεις και/ή συμπεράσματα και/ή υποθέσεις για να καταλήξει σ' αυτή την απόφαση που βρίσκεται σε αντίθεση με το Τεκμήριο 1, (Επιστολή Εργοδότη προς τον Αιτητή για τερματισμό των υπηρεσιών του).

3.  Λαμβανομένων υπόψη των Τεκμηρίων 2 και 3 από τα οποία συνάγεται σαφώς, ότι ο Αιτητής εργάσθηκε την περίοδο της προειδοποίησης του, το Δικαστήριον αυθαίρετα και χωρίς οποιαδήποτε άλλη μαρτυρίαν απεφάσισεν, ότι δεν εργάσθηκε.

4.  Κατά πόσον ορθά το Δικαστήριον και/ή ο Προεδρεύοντας του Δικαστηρίου έκδοσεν την προσβαλλόμενην απόφασην ερήμην και/ή χωρίς τη συμμετοχήν των Παρέδρων και/ή οποιουδήποτε από αυτούς και/ή χωρίς να ληφθεί υπόψην η αντίθεση των Παρέδρων και/ή οποιουδήποτε από αυτούς για τη διαμόρφωση και/ή έκδοσην της τελικής απόφασης και πιο ειδικά για τα ευρήματα και το αποτέλεσμα της απόφασης."

Η παρούσα αίτηση επιδόθηκε στον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και τους καθ' ων η αίτηση στην υπόθεση από την οποία προήλθε αυτή η διαδικασία. Έχει καταχωρηθεί ένσταση από τον καθ' ου η αίτηση 2 - το Ταμείο για Πλεονάζον Προσωπικό. Στο στάδιο της ακρόασης της παρούσας αίτησης η ευπαίδευτη συνήγορος του Ταμείου απέσυρε την ένσταση.  Δήλωσε ότι έχει προβεί στο διάβημα αυτό μετά από μελέτη της νομολογίας και ειδικώτερα της απόφασης στην Κυριακίδης (1992) 1 Α.Α.Δ. 26, 35-36.

Η σύνταξη υπομνήματος - Η νομική θέση.

Η νομική θέση έχει αναπτυχθεί στην πιο πάνω απόφαση μου με την οποία είχε παραχωρηθεί η άδεια. Υιοθετώ την απόφαση εκείνη από την οποία μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:

"Η σύνταξη υπομνήματος διέπεται από τον Καν. 17(1) των περί Διαιτητικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1968 σύμφωνα με τον οποίο ο ενδιαφερόμενος διάδικος πρέπει 'να υποβάλη έγγραφον αίτησιν τω Πρωτοκολλητή εκθέτων άμα και τα νομικά σημεία εφ' ων στηρίζει την έφεσιν του'. Η σύνταξη του υπομνήματος περιορίζεται σε νομικά σημεία τα οποία είναι απαραίτητα για την επίλυση της υπόθεσης.  Το τί αποτελεί νομικό σημείο έχει επεξηγηθεί στην Stylianides v. Paschalides (1985) 1 C.L.R. 49, 53, 54:

'What is a question of Law? In Re HadjiCostas (1984) 1 C.L.R. 513, 519, an effort was made to explore what is a question of law and notice the difficulties inherent in supplying an all embracing definition. Whatever its content, it must not call the findings of the Court into question unless, of course, they arise from a misdirection in law; while its relevance to the outcome of the case must be manifest. The Court added: 'It appears to me that whenever an issue revolves round the application of the law to given facts, it raises a pure question of law. So long as the facts to which the Court is required to apply the law are not called in question, the point is a legal one. It merely raises questions bearing on the interpretation and the scope of the law. Exploration of the ambit of the law is always a question of law'. The decision in Edwards v. Bairstow [1955] 3 All E.R. 48 (H.L.) is instructive on the features distinguishing a question of law from one of fact.  Care must be taken to identify the question and ponder its implications.'

Καθοδήγηση παρέχεται και από την Κυριακίδης (1992) 1 Α.Α.Δ. 26, 35-36:

'Δεν υπάρχει πλήρης και εξαντλητικός ορισμός της φράσης 'νομικό σημείο' ή 'νομικό ερώτημα'. Συμπεριλαμβάνει όμως εφαρμογή του νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα, ζήτημα ερμηνείας και οριοθέτησης του σκοπού του νόμου, λανθασμένη  άσκηση της διακριτικής εξουσίας ή άσκηση διακριτικής εξουσίας με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία, συμπεράσματα που είναι αντίθετα ή δε συνάδουν με την ενώπιο του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία, άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί. Δεν περιλαμβάνει ευρήματα πρωτογενών γεγονότων, τα οποία δεν μπορούν να προσβληθούν με έφεση με υπόμνημα.'

Διαφωτιστικό επί του θέματος είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από την British Launderer's Research Association v. Central Middlesex Assessment Committee [1949] 1 All E.R. 21:

'On this point it is important to distinguish between primary facts and the conclusions from them. Primary facts are facts which are observed by witnesses and proved by oral testimony, or facts proved by the production of a thing itself, such as an original document. Their determination is essentially a question of fact for the tribunal of fact, and the only question of law that can arise on them is whether there was any evidence to support the finding. The conclusions from primary facts are, however, inferences deduced by a process of reasoning from them. If and in so far as those conclusions can as well be drawn by a layman (properly instructed on the law) as by a lawyer, they are conclusions of fact for the tribunal of fact and the only questions of law which can arise on them are whether there was a proper direction in point of law and whether the conclusion is one which could reasonably be drawn from the primary facts:  Bracegirdle v. Oxley [1947] 1 All E.R. 126). If and in so far, however, as the correct conclusion to be drawn from primary facts requires, for its correctness, determination by a trained lawyer - as, for instance, because it involves the interpretation of documents, or because the law and the facts cannot be separated, or because the law on the point cannot properly be understood or applied except by a trained lawyer - the conclusion is a conclusion of law on which an appellate tribunal is as competent to form an opinion as the tribunal of first instance.'

Στην Ελευθερίου, Αίτηση 58/96/7.5.96 τονίσθηκε η ανάγκη ότι οι λόγοι νομικής φύσεως πρέπει να εκτίθενται 'κατά τρόπον που προκύπτει ότι έχουμε μπροστά μας αμιγή νομικά προβλήματα που πρέπει να τύχουν εξέτασης από το Εφετείο'. Τονίσθηκε επίσης ότι 'πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση ορατό, από τη διατύπωση των λόγων, το στίγμα του νομικού ερωτήματος'."

Τα νομικά σημεία πρέπει να σχετίζονται με την επίλυση των επιδίκων θεμάτων. Παραθέτω τα επίδικα θέματα, όπως τα είχε προσδιορίσει το πρωτόδικο δικαστήριο, καθώς και τα σχετικά συμπεράσματα του.

"(1) Κατά πόσο ο αιτών είχε απολυθεί από τους εργοδότες του και κατά πόσο η απόλυση του αυτή πληροί την έννοια που αποδίδεται στον όρο από το άρθρο 16(1) του Νόμου.

(2)  Αν έχει απολυθεί, κατά πόσο ο λόγος που απολύθηκε ήταν γιατί είχε καταστεί πλεονάζων."

Σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο το βάρος απόδειξης της απόλυσης "φέρει ο αιτών, το δε του λόγου φέρει ο εργοδότης του".

Μετά την παράθεση της ενώπιον του μαρτυρίας το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε τα ευρήματα του και στη συνέχεια κατέληξε στο συμπέρασμα πως η απόλυση του αιτητή ήταν το αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ του και των εργοδοτών του. Όπως το έθεσε στην απόφαση του "ο αιτών απολύθηκε με τη συναίνεση του και αυτό δεν σημαίνει απόλυση υπο την έννοια που αποδίδεται στον όρο από το άρθρο 16(1) του Νόμου".

Από το ενώπιόν μου υλικό είναι πρόδηλο ότι η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν υποστηρίζεται από άμεση μαρτυρία. Αποτελεί συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου μετά από θεώρηση της ενώπιον του μαρτυρίας.

Έχω εξετάσει προσεκτικά τον κάθε ένα από τους 4 λόγους σε σχέση με τους οποίους έχει παραχωρηθεί η άδεια για την καταχώριση της παρούσας αίτησης.

Ο λόγος (1) αναφέρεται στο βάρος της απόδειξης. Αναφέρεται και σε ζήτημα ορθής ερμηνείας του άρθρου 6 του Νόμου 24/67. Κρίνω ότι αφορά σε  αμιγή νομικά σημεία (Βλ. Κυριακίδης (πιο πάνω)). Οι λόγοι (2) και (3) αναφέρονται σε συμπεράσματα - όχι ευρήματα - τα οποία έχουν εξαχθεί από τη μαρτυρία.  Αποτελούν, καθώς έχει νομολογηθεί, νομικά σημεία (Βλ. Κυριακίδης και British Launderer's (πιό πάνω)). Σε σχέση με το λόγο (4) η σύνθεση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διέπεται από το άρθρο 12(2) (α) και (4) (β) του περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμο, του 1967 (8/67) (όπως αυτό έχει τροποποιηθεί από το άρθρο 3 του Νόμου 5/73). Αποτελείται από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου και δύο Μέλη. Οι νομοθετικές πρόνοιες για τη σύνθεση αυτή του Δικαστηρίου προϋποθέτουν απαραιτήτως ότι οι αποφάσεις του πρέπει να λαμβάνονται με την συμμετοχή και των 3 μελών του.

Στην κρινόμενη περίπτωση υπάρχει ισχυρισμός, στην ένορκη δήλωση του αιτητή,  ότι το Δικαστήριο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση "ερήμην και/ή χωρίς την συμμετοχή των Παρέδρων". Ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει αντικρουσθεί. Κρίνω ότι και ο λόγος (4) αφορά σε αμιγές νομικό σημείο. Εφόσον οι πιο πάνω λόγοι (1), (2), (3) και (4) εγείρουν αμιγή νομικά σημεία έπρεπε να παραπεμφθούν στο Ανώτατο Δικαστήριο μετά από σύνταξη του αιτηθέντος υπομνήματος.

Εκδίδεται επομένως διάταγμα της φύσεως Certiorari με το οποίο ακυρώνεται η άρνηση του πρωτόδικου δικαστηρίου να συντάξει το αιτηθέν υπόμνημα σε σχέση με τους πιο πάνω 4 λόγους. Εκδίδεται ωσαύτως ένταλμα Mandamus με βάσει το οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο διατάσσεται να συντάξει και παραπέμψει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπόμνημα με την περίληψη σ' αυτό των νομικών σημείων που περιλαμβάνονται στους πιο πάνω 4 λόγους. Καμιά διαταγή για τα έξοδα.

H αίτηση επιτυγχάνει χωρίς έξοδα. Eκδίδονται εντάλματα Certiorari και Mandamus.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο