ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(1998) 1 ΑΑΔ 239

11 Φεβρουαρίου, 1998

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΗ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΥ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ

ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ/Η ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 19712/93

ΜΕΤΑΞΥ:

ΓΡΗΓΟΡΗ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΥ,

Κατηγορουμένου-Εφεσείοντα,

v.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Κατηγόρου-Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9395)

 

Προνομιακά εντάλματα — Έφεση κατά της απόρριψης αίτησης για απόκτηση άδειας για καταχώρηση ενταλμάτων Certiorari και Prohibition με στόχο την ακύρωση δύο ενδιάμεσων αποφάσεων Επαρχιακού Δικαστηρίου με τις οποίες απορρίφθηκαν τα αιτήματα του αιτητή (α) για αναστολή της ποινικής διαδικασίας την οποία αντιμετώπιζε δυνάμει του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της προσφυγής κατά της απόφασης του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων να τον κατατάξει ως αυτοεργοδοτούμενο και (β) για επιφύλαξη από το Δικαστήριο νομικών ερωτημάτων για γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο — Επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης.

Προνομιακά εντάλματα — Θέματα που αφορούν την άσκηση διακριτικής εξουσίας δεν ελέγχονται με προνομιακά εντάλματα.

Ο εφεσείων κατηγορήθηκε για παράλειψη πληρωμής εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων ως αυτοτελώς εργαζόμενο πρόσωπο, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν.41/80), όπως τροποποιήθηκε.  Ο εφεσείων προσέβαλε με προσφυγή την απόφαση του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων με την οποία ο τελευταίος τον κατέταξε ως αυτοτελώς εργαζόμενο πρόσωπο και εκκρεμούσας της προσφυγής, ζήτησε από το Επαρχιακό Δικαστήριο να απορρίψει ή τουλάχιστο να αναστείλει την ποινική υπόθεση, προβάλλοντας ότι, ενόσω η διοικητική απόφαση παρέμενε υπό αμφισβήτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας. Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα και ο εφεσείων υπέβαλε νέο αίτημα όπως σε σχέση με το ζήτημα επιφυλαχθούν νομικά ερωτήματα για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο. Το αίτημα αυτό επίσης απορρίφθηκε. Στη συνέχεια ο εφεσείων αποτάθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο, σε σχέση και με τις δύο ενδιάμεσες αποφάσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου, για άδεια καταχώρησης αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Prohibition. Το αίτημα απορρίφθηκε και εναντίον της απόφασης αυτής στρέφεται η παρούσα έφεση. 

Αποφασίστηκε ότι:

(α)   Το κατά πόσο η ποινική κατηγορία ευσταθεί από νομικής άποψης ή καθίσταται από πραγματικής άποψης δυνατή η απόδειξή της, δεν αποτελούν ζητήματα που άπτονται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να εξετάσει την κατηγορία για να διαπιστώσει εν τέλει αν επιτυγχάνει ή όχι. Το Άρθρο 77 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, δεν αναφέρει οτιδήποτε που να μειώνει τη δικαιοδοσία του Ποινικού Δικαστηρίου να επιληφθεί της υπόθεσης για να κρίνει αναφορικά με το κατά πόσο η κατηγορία τελικά αποδείχθηκε.

(β)   Ως προς το ζήτημα επιφύλαξης νομικών ερωτημάτων για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 148 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ορθά ήταν που επισημάνθηκε ότι επρόκειτο για ζήτημα που αφορούσε την άσκηση διακριτικής εξουσίας μέσα σε παραδεκτά όρια και ως εκ τούτου δεν προσφερόταν η δυνατότητα ελέγχου με προνομιακά εντάλματα σκοπός των οποίων είναι μόνο ο έλεγχος της νομιμότητας και όχι η ορθότητα της άσκησης διακριτικής εξουσίας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Nικήτας, Δ.) που δόθηκε στις 14 Φεβρουαρίου, 1995 (Aρ. Aίτησης 12/95) με την οποία απορρίφθηκε αίτηση για χορήγηση άδειας καταχώρησης αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari αναφορικά με την ενδιάμεση απόφαση του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην Ποιν. Yπόθεση Aρ. 19712/93.

Αυτοπροσώπως, ο εφεσείων.

Ε. Ρωσσίδου-Παπακυριακού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο Διευθυντής Κοινωνικών Ασφαλίσεων προσήψε εναντίον του εφεσείοντος κατηγορία για παράλειψη πληρωμής εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων ως αυτοτελώς εργαζόμενο πρόσωπο, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν. 41/80), όπως τροποποιήθηκε.  Το κατά πόσο για την περίοδο που ενδιέφερε ο εφεσείων ήταν ή όχι αυτοτελώς εργαζόμενος είχε αποτελέσει το αντικείμενο διαφοράς και ο Διευθυντής, με απόφαση του δυνάμει του άρθρου 76 του Νόμου, έτσι τον κατέταξε. Ο εφεσείων προσέβαλε τη διοικητική απόφαση με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο.  Και, εκκρεμούσας της προσφυγής, ζήτησε από το Επαρχιακό Δικαστήριο να απορρίψει ή τουλάχιστο να αναστείλει την ποινική υπόθεση, προβάλλοντας κυρίως ότι ενόσω η διοικητική απόφαση παρέμενε υπό αμφισβήτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, το Επαρχιακό Δικαστήριο εστερείτο δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας. Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα, επισημαίνοντας ότι το ζήτημα που είχε τεθεί αφορούσε την απόδειξη της κατηγορίας και όχι τη δικαιοδοσία εκδίκασης της. Ο εφεσείων εν συνεχεία υπέβαλε αίτημα όπως σε σχέση με το ζήτημα επιφυλαχθούν νομικά ερωτήματα για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο. Απορρίφθηκε και αυτό διότι  δεν θεωρήθηκε αναγκαία μια τέτοια εξέλιξη.

Ο εφεσείων αποτάθηκε τότε στο Ανώτατο Δικαστήριο σε σχέση και με τις δύο ενδιάμεσες αποφάσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου, για άδεια να καταχωρήσει αίτηση προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων certiorari και prohibition. Με απόφαση ημερ. 15 Φεβρουαρίου 1995 το αίτημα απορρίφθηκε για λόγους που συνιστούσαν επικρότηση της προσέγγισης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την προσθήκη λεπτομερών επεξηγήσεων. Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της πρωτόδικης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η απλότητα των εγερθέντων ζητημάτων μας επιτρέπει να εκφράσουμε με συντομία την απόλυτη συμφωνία μας με την πρωτόδικη απόφαση. Πρώτο, το κατά πόσο η ποινική κατηγορία ευσταθεί από νομικής άποψης ή καθίσταται από πραγματικής άποψης δυνατή η απόδειξη της, δεν αποτελούν ζητήματα που συνάπτονται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να εξετάσει την κατηγορία για να διαπιστώσει εν τέλει αν επιτυγχάνει ή όχι. Το άρθρο 77 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου καθορίζει πως η διοικητική απόφαση επί του ζητήματος, εφόσον δεν παραμένει πλέον σε εκκρεμότητα αμφισβήτησή της, καθίσταται τελεσίδικη ως απόδειξη ως προς το αντίστοιχο στοιχείο της κατηγορίας. Τίποτε από ό,τι αναφέρεται στο άρθρο 77 δεν μειώνει τη δικαιοδοσία του ποινικού δικαστηρίου να επιληφθεί της υπόθεσης για να κρίνει αναφορικά με το κατά πόσο η κατηγορία εν τέλει αποδείχθηκε.

Ως προς το ζήτημα επιφύλαξης νομικών ερωτημάτων για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 148 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ορθά ήταν που επισημάνθηκε ότι επρόκειτο για ζήτημα που αφορούσε την άσκηση διακριτικής εξουσίας μέσα σε παραδεκτά όρια και ως εκ τούτου δεν προσφερόταν η δυνατότητα ελέγχου με προνομιακά εντάλματα σκοπός των οποίων είναι μόνο ο έλεγχος της νομιμότητας και όχι η ορθότητα της άσκησης διακριτικής εξουσίας.  Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο