ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
CHARALAMBOUS ν. KASSAPIS (1988) 1 CLR 25
IOANNOU ν. ATHIENITIS (1989) 1 CLR 178
Ιορδάνου κ.ά. ν. Κυριάκου κ.ά. (1996) 1 ΑΑΔ 1364
Γεωργίου Παύλος και Άλλοι ν. Aνδρέα Πιερίδη (1997) 1 ΑΑΔ 1194
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.35
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Τολμάς Κώστας και Άλλοι ν. Αιμίλιου Χ"Χαραλάμπους (2003) 1 ΑΑΔ 1937
ΚΩΣΤΑΣ ΤΟΛΜΑΣ ν. ΑΙΜΙΛΙΟΥ Χ"ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Πολιτική Εφεση Αρ.11341, 23 Δεκεμβρίου, 2003
(1998) 1 ΑΑΔ 112
22 Iανουαρίου, 1998
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
v.
1. ΜΕΛΑΝΗΣ Α. ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
2. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ,
3. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
(ΣΑΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ),
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9351)
Αμέλεια — Συντρέχουσα αμέλεια — Tροχαίο ατύχημα — Επιμερισμός ευθύνης — Σύγκρουση φορτηγού και ημιφορτηγού κατά την είσοδο του φορτηγού σε υπεραστικό δρόμο και την απόφραξη μέρους της δεύτερης λωρίδας κυκλοφορίας, με αποτέλεσμα ο οδηγός του ημιφορτηγού ο οποίος αποπειράθηκε να προσπεράσει τα προπορευόμενα οχήματα, χρησιμοποιώντας την έξω λωρίδα του δρόμου, ενώ η παρουσία του φορτηγού ήταν ορατή, να προσκρούσει βίαια στο πίσω μέρος του φορτηγού και να τραυματιστεί θανάσιμα — Kατανομή ευθύνης εξ ίσου στους δύο οδηγούς — Eπικυρώθηκε κατ' έφεση.
Αμέλεια — Επιμερισμός ευθύνης — Παράγοντες επιμερισμού, το μεμπτό της διαγωγής κρινόμενο υπό το πρίσμα του καθήκοντος επιμέλειας και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας και της ζημιάς που προκύπτει.
Αμέλεια — Επιμερισμός ευθύνης — Συνιστά κατεξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Αρχές με βάση τις οποίες επεμβαίνει το Εφετείο.
O εφεσείων-εναγόμενος που οδηγούσε μεγάλων διαστάσεων φορτηγό, εισήλθε στον υπεραστικό δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού από την πάροδο Tσερίου, διασταύρωσε εγκάρσια την πρώτη και μεγάλο μέρος της δεύτερης λωρίδας του υπεραστικού δρόμου που οδηγεί προς τη Λευκωσία και ακινητοποιήθηκε πριν συνεχίσει την πορεία του προς την απέναντι πάροδο, για να καταστήσει δυνατή τη δίοδο των οχημάτων που διακινούνταν προς την κατεύθυνση της Λεμεσού. Hμιφορτηγό που κινείτο στον κύριο δρόμο κατευθυνόμενο προς Λευκωσία, η έλευση του οποίου ήταν ορατή όταν το φορτηγό διασταύρωσε το δρόμο, προσέκρουσε βίαια στο πίσω μέρος του φορτηγού με αποτέλεσμα ο οδηγός του να τραυματιστεί θανάσιμα.
Tο πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε και τους δύο οδηγούς ως υπεύθυνους εξ ίσου για το θανατηφόρο δυστύχημα. H γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος συνίστατο στην αλόγιστη είσοδο του φορτηγού του εφεσείοντα στον κύριο δρόμο, με αποτέλεσμα την απόφραξη μεγάλου μέρους της δεύτερης λωρίδας προς τη Λευκωσία. Eπίσης αμέλεια συνιστούσε και ο τρόπος κίνησής του στον υπεραστικό δρόμο. O αποβιώσας κρίθηκε ένοχος συντρέχουσας αμέλειας, για το λόγο ότι, ενώ η παρουσία του φορτηγού ήταν ορατή, αποπειράθηκε να προσπεράσει τα προπορευόμενα αυτοκίνητα χρησιμοποιώντας την έξω λωρίδα του δρόμου, που τον έφερε αντιμέτωπο με το εμπόδιο που παρενέβαλε ο εφεσείων στην πορεία του.
Kαταχωρήθηκε έφεση εκ μέρους του εναγομένου και αντέφεση εκ μέρους των διαχειριστών της περιουσίας του αποβιώσαντος.
O δικηγόρος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την απόδοση ευθύνης και τον ασφαλή επιμερισμό της, είναι ακροσφαλή. Προσέβαλε επίσης, παρά τη συμφωνία των μερών, την απόφαση ως προς την ημερομηνία από την οποία τα ποσά των επιδικασθεισών αποζημιώσεων, έπρεπε να καταστούν τοκοφόρα.
Oι εφεσίβλητοι, με την αντέφεσή τους, ζήτησαν τον παραμερισμό της απόφασης, ως προς την ευθύνη.
Aποφασίστηκε ότι:
1. O επιμερισμός της ευθύνης, μεταξύ οδηγών, οι οποίοι συμβάλλουν στην πρόκληση οδικού δυστυχήματος, αποτελεί κατεξοχή έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
2. Yπό το φως των ευρημάτων του Δικαστηρίου, τα οποία θεμελιώνονται από τη μαρτυρία, δικαιολογημένα ο εφεσείων κρίθηκε υπόλογος για αμελή οδήγηση.
3. Tα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι εύλογα υπό το φως της ενώπιόν του μαρτυρίας, περιλαμβανομένης και της πραγματικής μαρτυρίας και τα συμπεράσματά του, ως προς την εκατέρωθεν αμέλεια και υπαιτιότητα για το δυστύχημα, είναι παραδεκτά όπως και ο καταμερισμός ευθύνης μεταξύ των δύο οδηγών.
4. Oρθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το θέμα της ημερομηνίας του τόκου, αφού αυτό συμφωνήθηκε κατά την έναρξη της δίκης και έπαυσε να αποτελεί θέμα αντιδικίας μεταξύ των μερών.
H έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Charalambous a.o. v. Kassapis a.o. (1988) 1 C.L.R. 25,
Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 178,
Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Λεβέντη κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 420,
Ιορδάνου κ.ά. ν. Κυριάκου κ.ά. (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1364,
Γεωργίου κ.ά. ν. Πιερίδη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1194.
Έφεση - Αντέφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο και αντέφεση από τους ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Nικολαΐδης, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 8 Νοεμβρίου, 1994 (Aρ. Aγωγής 10096/89) με την οποία κατανεμήθηκε εξίσου ευθύνη και στους δύο οδηγούς για θανατηφόρο δυστύχημα, που ήταν αποτέλεσμα της σύγκρουσης των αυτοκινήτων τους.
Χρ. Κληρίδης με Χ. Αρτέμη, για τον Eφεσείοντα.
Γ. Ερωτοκρίτου, για τους Eφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας κατένειμε εξίσου ευθύνη στους δύο οδηγούς για το θανατηφόρο δυστύχημα, που έγινε στις 29 Σεπτεμβρίου, 1989, αποτέλεσμα της σύγκρουσης των αυτοκινήτων (UD 420 και GN 40) τα οποία οδηγούσαν αντίστοιχα, ο αποβιώσας, η περιουσία του οποίου εκπροσωπείται από τους εφεσίβλητους, και ο εφεσείων. Ο οδηγός του πρώτου τραυματίστηκε θανάσιμα. Η απόφαση, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της έφεσης, εκδόθηκε σε αγωγή που ήγειραν οι διαχειριστές της περιουσίας του για αποζημιώσεις.
Κατά το χρόνο του δυστυχήματος ο αποβιώσας οδηγούσε το ημιφορτηγό UD 420, και ο Μιχαλάκης Παναγιώτου, ο εναγόμενος, το μεγάλων διαστάσεων φορτηγό, GN 40. Kατά την έναρξη της δίκης συμφωνήθηκαν οι ειδικές και γενικές αποζημιώσεις και καθορίστηκε η ημερομηνία από την οποία τα ποσά που ήθελαν επιδικαστεί θα έφεραν τόκο. (17.2.1990 - 6%.)
Ο εναγόμενος εφεσίβαλε την απόφαση. Προσέβαλε την ετυμηγορία του δικαστηρίου για την απόδοση ευθύνης σ' αυτόν και διαζευκτικά τον επιμερισμό της. Είναι η θέση του ότι καμιά ευθύνη δεν φέρει για το δυστύχημα αλλά, και στην αντίθετη περίπτωση, το ποσοστό της ευθύνης του θα έπρεπε να είναι πολύ μικρότερο του 50%. Πρόβαλε σειρά λόγων οι οποίοι καθιστούν, κατά την εισήγησή του, τα ευρήματα του Δικαστηρίου για την ευθύνη ακροσφαλή. Προσβάλλει επίσης, παρά τη συμφωνία των μερών, την απόφαση του Δικαστηρίου ως προς την ημερομηνία από την οποία τα ποσά που επιδικάστηκαν έπρεπε να καταστούν τοκοφόρα. Οι εφεσίβλητοι αντέταξαν ότι η συμφωνία των μερών, στο σημείο αυτό, σηματοδότησε την απόφαση του Δικαστηρίου, οπόταν δεν παρέχεται πεδίο για την αμφισβήτηση του μέρους της απόφασης που αντανακλά τη συμφωνία. Και οι εφεσίβλητοι αμφισβητούν τα ευρήματα και συναφώς την απόφαση του Δικαστηρίου αναφορικά με την ευθύνη και με αντέφεση (Δ.35, θ.10), επιδιώκουν τον παραμερισμό της. Είναι η θέση τους, ότι ο αποβιώσας δεν έφερε ευθύνη για το δυστύχημα. Και αν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη αυτή, πρέπει να είναι πολύ μικρότερη της καταλογισθείσας.
Κατά την προφορική ακρόαση ο δικηγόρος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι απουσιάζουν, από την απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, τα θετικά εκείνα ευρήματα που θα επέτρεπαν την απόδοση ευθύνης και τον ασφαλή επιμερισμό της. Δεν συμμεριζόμεθα τη θέση αυτή. Το Δικαστήριο προέβη σε εκτενή αξιολόγηση της μαρτυρίας, περιλαμβανομένης και της πραγματικής μαρτυρίας, και καθόρισε με ακρίβεια τις πράξεις των δύο οδηγών που συνέβαλαν στο δυστύχημα και οι οποίες στοιχειοθέτησαν την ευθύνη τους. Στον προσδιορισμό του καθήκοντος επιμέλειας ενός εκάστου των οδηγών και τη συνδρομή του στη σύγκρουση των δύο οχημάτων, το Δικαστήριο καθοδηγήθηκε από τις ισχύουσες αρχές δικαίου όπως αυτές αντανακλούνται στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ως προς τον καταμερισμό της ευθύνης έκαμε αναφορά (το πρωτόδικο Δικαστήριο), στο ακόλουθο απόσπασμα, (σε μετάφραση), από τη Charalambous v. Kassapis (1988) 1 C.L.R. 25:
«Ο καταμερισμός της ευθύνης, όπως πολύ συχνά έχει ειπωθεί περιστρέφεται πρώτα πάνω στην αποτίμηση της αντίστοιχης υπαιτιότητας και δεύτερον πάνω στην αιτιώδη συνάφεια των πράξεών του. Το ζήτημα επιλύεται από μια ευρεία σκοπιά με καθοδήγηση την κοινή λογική και καθημερινή εμπειρία .....»
Η σύγκρουση έγινε σε σημείο της δεξιάς λωρίδας του υπεραστικού δρόμου Λεμεσού-Λευκωσίας οδεύοντας προς τη Λευκωσία. Ένθεν και ένθεν του υπεραστικού δρόμου υπήρχαν παρόδοι που οδηγούσαν αντίστοιχα, από την πλευρά της κατεύθυνσης Λευκωσίας προς το Τσέρι, και από την άλλη, προς τον παλαιό δρόμο Λευκωσίας - Λεμεσού. Στο μέσο του υπεραστικού δρόμου υπήρχε νησίδα με ανοιχτό χώρο ο οποίος επέτρεπε τη διάβαση καθέτως, από τη μια πλευρά του υπεραστικού δρόμου, στην άλλη. Η είσοδος στον υπεραστικό δρόμο σηματοδοτείται από σημείο Άλτ που υπογραμμίζει το καθήκον των οδηγών, που προσεγγίζουν τον κύριο δρόμο από τις παρόδους, να δώσουν προτεραιότητα στα οχήματα που διακινούνται σ' αυτό και την υποχρέωσή τους να μή εισέλθουν στον κύριο δρόμο εκτός εάν τούτο είναι ασφαλές. Το φορτηγό, υπό τον έλεγχο του εφεσείοντα, εισήλθε στον υπεραστικό δρόμο, από την πάροδο Τσερίου, διασταύρωσε εγκάρσια την πρώτη και μεγάλο μέρος της δεύτερης λωρίδας του υπεραστικού δρόμου που οδηγεί προς τη Λευκωσία και ακινητοποιήθηκε, πριν συνεχίσει την πορεία του προς την απέναντι πάροδο, για να καταστήσει δυνατή τη δίοδο των οχημάτων που διακινούνταν προς την κατεύθυνση της Λεμεσού. Το πίσω μέρος του λεωφορείου έφρασσε μέρος της δεξιάς λωρίδας προς την κατεύθυνση της Λευκωσίας. Το δυστύχημα έγινε όταν το όχημα του αποβιώσαντος, το οποίο διακινείτο στον κύριο δρόμο κατευθυνόμενο προς τη Λευκωσία, η έλευση του οποίου ήταν ορατή όταν το φορτηγό διασταύρωσε το δρόμο, προσέκρουσε βίαια στο πίσω μέρος του φορτηγού με μοιραίες συνέπειες για τον οδηγό.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι, η είσοδος του φορτηγού στον κύριο δρόμο κατά το χρόνο που επιχειρήθηκε εγκυμονούσε προβλεπτούς κινδύνους για την ασφάλεια των οδηγών και των οχημάτων τους που κατευθύνονταν προς τη Λευκωσία, η παρουσία των οποίων ήταν ορατή όπως και η εγγύτητά τους στο σημείο της διάβασης και σύγκρουσης. Τόσο η είσοδος του φορτηγού στον κύριο δρόμο, κατά το χρονικό σημείο που εκδηλώθηκε, όσο και η διακίνησή του συνιστούσαν παρέκκλιση από το καθήκον επιμέλειας του οδηγού του φορτηγού, προς τον αποβιώσαντα. Σ΄ αυτό εντοπίζεται η αμέλεια του εφεσείοντα.
H απόφραξη μεγάλου μέρους της δεύτερης λωρίδας προς τη Λευκωσία, συνιστούσε βάσει της εφεσιβαλλόμενης απόφασης γενεσιουργό αιτία του δυστυχήματος. Σύμφωνα με την απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου το φορτηγό
«... κρατούσε ένα μεγάλο μέρος της δεξιάς λωρίδας κίνησης προς Λευκωσία έτσι που να αποκόπτει την πορεία οποιουδήποτε οχήματος που θα χρησιμοποιούσε τη λωρίδα εκείνη (δεύτερη λωρίδα). Αναμφίβολα, τέτοια πράξη είναι αμέλεια γιατί είναι προβλεπτό πως τα οχήματα μπορούσαν να χρησιμοποιούν τη λωρίδα εκείνη και ο εναγόμενος εγνώριζε τόσο το μήκος του αυτοκινήτου του και πλάτος της λωρίδας ...........».
Εκτός από την αλόγιστη είσοδό του στον κύριο δρόμο άλλη αμελής ενέργεια του εφεσείοντα υπήρξε ο τρόπος διακίνησής του στον υπεραστικό δρόμο, όπως σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Ο εναγόμενος ήταν αμελής να τοποθετήσει το όχημα του κατά τέτοιο τρόπο που το πίσω μέρος του να αποτελεί εμπόδιο και να καθιστά τη χρήση εκείνης της λωρίδας διακίνησης επικίνδυνη και μάλλον αδύνατη, ενώ μπορούσε να τοποθετήσει το όχημα του διαγώνια μέσα στην τρίτη λωρίδα χωρίς τούτο να αποτελεί εμπόδιο. Πέραν τούτου ο εναγόμενος εάν τηρούσε επίβλεψη θα έβλεπε τα οχήματα που ερχόντουσαν από τα δεξιά του και θα μπορούσε να κινήσει το όχημα του πιο μέσα να απελευθερώση τη λωρίδα κίνησης, πράγμα που δεν έκαμε. Αναμφίβολα ο εναγόμενος είναι ένοχος αμέλειας.»
Υπό το φως των ευρημάτων του Δικαστηρίου, τα οποία θεμελιώνονται από τη μαρτυρία, δικαιολογημένα κρίθηκε υπόλογος για αμελή οδήγηση ο εφεσείων.
Το επόμενο που θα εξετάσουμε είναι η συνδρομή του αποβιώσαντα στο δυστύχημα για τα δεινά που τον έπληξαν. Η παρουσία του φορτηγού στο δρόμο ήταν ορατή και θα ήταν δυνατή η αποφυγή του κινδύνου, τον οποίο ο εφεσείων εισήγαγε στο δρόμο, εάν ο αποβιώσας οδηγούσε με μεγαλύτερη περίσκεψη που επέβαλλε η ασφάλειά του. Αυτοκίνητα προπορευόμενα του εφεσείοντα προσπέρασαν τον κίνδυνο χωρίς επιπτώσεις περιορίζοντας την πορεία τους στην μέσα λωρίδα· όχι όμως ο αποβιώσας ο οποίος, όπως διαπιστώνει το Δικαστήριο, λόγω του απερίσκεπτου τρόπου με τον οποίο οδηγούσε, εξέθεσε την ασφάλειά του σε προβλεπτούς κινδύνους που μπορούσε να αποφύγει. Ενώ η παρουσία του φορτηγού ήταν ορατή, αποπειράθηκε να προσπεράσει τα προπορευόμενα αυτοκίνητα χρησιμοποιώντας την έξω λωρίδα του δρόμου, που τον έφερε αντιμέτωπο με το εμπόδιο που παρενέβαλε ο εφεσείων στην πορεία του. Επρόκειτο, για ενέργεια με εμφανείς κινδύνους, τους οποίους παρέβλεψε, καθιστώντας τον εαυτό του, σε μεγάλο βαθμό, πρόξενο της ζημίας που υπέστη. Δικαιολογημένα καταλογίστηκε συντρέχουσα αμέλεια στον αποβιώσαντα.
Ο επιμερισμός της ευθύνης, μεταξύ οδηγών οι οποίοι συμβάλλουν στην πρόκληση οδικού δυστυχήματος, αποτελεί κατεξοχή έργο του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, (βλ. μεταξύ άλλων Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 178· Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Λεβέντη κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 420· Ειρήνη Ιορδάνου σύζυγος Ευριπίδη Γρηγορίου κ.ά. ν. Γιάγκου Κυριάκου κ.ά. (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1364· Παύλος Γεωργίου κ.ά. ν. Ανδρέα Πιερίδη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1194.)
Κρίνουμε τα ευρήματά του Δικαστηρίου εύλογα υπό το φως της ενώπιόν του μαρτυρίας (περιλαμβανομένης και της πραγματικής μαρτυρίας), και τα συμπεράσματά του, ως προς την εκατέρωθεν αμέλεια και υπαιτιότητα για το δυστύχημα, παραδεκτά όπως και τον καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ των δύο οδηγών.
Επομένως, τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση πρέπει να απορριφθούν. Απορριπτέα είναι η έφεση και ως προς το ζήτημα της ημερομηνίας του τόκου. Αυτό, συμφωνήθηκε κατά την έναρξη της δίκης και έπαυσε να αποτελεί θέμα αντιδικίας μεταξύ των μερών. Ορθά το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το θέμα αυτό. Η συμφωνία των διαδίκων ήταν δεσμευτική και προδιέγραφε το μέρος της απόφασης το οποίο προσβάλλεται.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται. Δεν εκδίδεται διαταγή για τα έξοδα.
H έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται χωρίς έξοδα.