ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Κουμής Λευτέρης ν. Γεώργιου Χίνη (2000) 1 ΑΑΔ 383
Λευτέρη Κουμή ν. Γεώργιου Χίνη, Πολιτική Έφεση Αρ. 10237, 22.3.2000
(1998) 1 ΑΑΔ 96
21 Iανουαρίου, 1998
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
1. ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗ,
2. ΑΙΜΙΛΙΑ ΓΙΑΝΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ,
Εφεσείοντες-Ενάγοντες,
v.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α. ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9570)
Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα —Επιμερισμός ευθύνης — Αυτοκίνητο εισήλθε στο δρόμο από χώρο στάθμευσης, τον διασταύρωσε διαγωνίως και πήρε δεξιά στροφή, δίδοντας ενδείξεις ως προς την πορεία που θα ακολουθούσε — Άλλαξε απότομα την πορεία του και με κυκλική κίνηση στο δρόμο, αποπειράθηκε να επιστρέψει στο σημείο από όπου είχε εκκινήσει, με αποτέλεσμα να αποφράξει την πορεία αυτοκινήτου που το ακολουθούσε — Επιμερισμός ευθύνης 15% για τον οδηγό του αυτοκινήτου που ακολουθούσε — Ανατράπηκε κατ' έφεση — Αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα είχε ο οδηγός που επιχείρησε την επαναστροφή.
Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Αιτιώδης συνάφεια — Ανάγκη να αποδεικνύεται πάντα η άμεση αιτιώδης σχέση μεταξύ της αμελούς πράξης και του δυστυχήματος.
Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Καθήκον για επιμελή οδήγηση — Δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών.
Το ατύχημα έγινε στο δρόμο Πρωταρά-Παραλιμνίου υπό τις ακόλουθες συνθήκες:
Το ατύχημα συνέβηκε στο δρόμο Πρωταρά - Παραλιμνίου, όταν η εφεσείουσα βγήκε από το χώρο που ήταν σταθμευμένο το αυτοκίνητό της, κατευθύνθηκε στο δρόμο, τον διασταύρωσε και έστριψε προς το Παραλίμνι. Όταν εισχώρησε στο δρόμο, μικρή μόνο απόσταση χώριζε το αυτοκίνητό της από το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου, το οποίο κατευθυνόταν επίσης προς το Παραλίμνι. Ο εφεσίβλητος φρενάρισε ελαφρά και έδωσε δεξιά κλίση στο αυτοκίνητό του ώστε να προσπεράσει το προπορευόμενο της εφεσείουσας. Η εφεσείουσα άλλαξε τότε πορεία και με κυκλική κίνηση στο δρόμο αποπειράθηκε να επιστρέψει στο σημείο από όπου είχε εκκινήσει, στο χώρο στάθμευσης. Τα δύο αυτοκίνητα συγκρούστηκαν παρά την προσπάθεια του εφεσίβλητου να αποφύγει τη σύγκρουση πατώντας δυνατά φρένο και στρίβοντας δεξιότερα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσίβλητο υπεύθυνο για συντρέχουσα αμέλεια 15% λόγω του ότι δεν περιόρισε δραστικά την ταχύτητά του μετά την είσοδο της εφεσείουσας στο δρόμο μέχρις ότου βεβαιωθεί απόλυτα για τις προθέσεις της.
Καταχωρήθηκε έφεση και αντέφεση.
Η έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Δικαστηρίου ως προς το ύψος της ζημίας την οποία υπέστηκε η εφεσείουσα.
Η αντέφεση στρέφεται κατά της απόδοσης ευθύνης στον εφεσίβλητο για το δυστύχημα.
Το Εφετείο εξέτασε πρώτα την αντέφεση, εφόσον αποδοχή και επικύρωση των θέσεων του εφεσίβλητου, θα καθιστούσε την έφεση άνευ αντικειμένου.
Αποφασίστηκε ότι:
Ο καταλογισμός οποιασδήποτε ευθύνης στον εφεσίβλητο για το δυστύχημα αποτελεί σφάλμα. Η αντίδραση του ήταν εύλογη, έχοντας ως δεδομένη την πορεία που θα ακολουθούσε η εφεσείουσα. Η μέριμνα για την αντιμετώπιση της αμέλειας άλλου οδηγού πριν την εκδήλωσή της, δεν αποτελεί μέρος του καθήκοντος επιμέλειας του συνετού οδηγού. Εφόσον εκδηλωθεί τέτοια συμπεριφορά, τότε προκύπτει το καθήκον για τη λήψη μέτρων προς αντιμετώπιση του κινδύνου που εισαγάγει. Αλλά και σε εκείνη την περίπτωση, οι ενέργειες του οδηγού που βρίσκεται αντιμέτωπος με τέτοια συμπεριφορά κρίνονται κάτω από το φάσμα της αγωνίας της στιγμής και τα παρεπόμενα της πίεσης για την αποτροπή του κινδύνου που μπορεί να σκοτίζει τον ορίζοντα της σκέψης. Δεν υπάρχει οτιδήποτε που να καταμαρτυρεί ότι η πορεία του εφεσίβλητου, στο πρώτο στάδιο, υπολειπόταν σε οποιοδήποτε βαθμό επιμέλειας ως προς την αντιμετώπιση του κινδύνου που παρενέβαλε στο δρόμο η εφεσείουσα. Η γενεσιουργός και μόνη αιτία για το δυστύχημα ήταν η αλόγιστη συμπεριφορά της εφεσείουσας να αλλάξει πορεία, αδιαφορώντας για τα δικαιώματα των άλλων που χρησιμοποιούν τον δρόμο, η οποία απέληξε στη σχεδόν ολοκληρωτική απόφραξη της πορείας του εφεσίβλητου. Ως εκ τούτου η απόδοση ευθύνης στον εφεσίβλητο είναι εσφαλμένη.
Η έφεση απορρίπτεται. Η αντέφεση επιτρέπεται με έξοδα.
Aναφερόμενη υπόθεση:
Κυριάκου κ.ά. v. Κανάρη (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1436.
Έφεση - Αντέφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Aμμοχώστου (Παπαδοπούλου, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 31 Οκτωβρίου, 1995 (Aρ. Aγωγής 679/91) αναφορικά με το ύψος της ζημίας που υπέστηκε η ενάγουσα σε τροχαίο ατύχημα, στο οποίο της αποδόθηκε ευθύνη κατά 85% και αντέφεση από τον εναγόμενο στο βαθμό που του αποδίδεται ευθύνη για το δυστύχημα.
Γ. Πιττάτζης, για τους Eφεσείοντες.
Γ. Λουκαΐδης, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο εφεσείων 1 είναι ο ιδιοκτήτης και η εφεσείουσα 2 η οδηγός αυτοκινήτου το οποίο ενεπλάκη σε σύγκρουση με αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσε ο εφεσίβλητος στο δρόμο Πρωταρά-Παραλιμνίου. Το δυστύχημα έγινε κοντά σε κέντρο αναψυχής, στον ανοικτό χώρο, μπροστά από τον οποίο ήταν σταθμευμένο το αυτοκίνητο της εφεσείουσας 2, εφεξής "η εφεσείουσα", πριν ξεκινήσει για τον αμφίδρομο προορισμό της. Κατεύθυνε το αυτοκίνητό της στο δρόμο, τον διασταύρωσε και έστριψε προς το Παραλίμνι. Ο προσανατολισμός και οι προθέσεις της για τη μελλοντική της πορεία ήταν πρόδηλα. Όταν εισχώρησε στο δρόμο, μικρή μόνο απόσταση χώριζε το αυτοκίνητό της από το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου, με το οποίο όδευε προς το Παραλίμνι. Μπροστά στον κίνδυνο που παρενεβλήθη στην πορεία του, ο εφεσίβλητος φρενάρισε ελαφρά και έδωσε δεξιά κλίση στο αυτοκίνητό του ώστε να προσπεράσει το προπορευόμενο αυτοκίνητο της εφεσείουσας. Η ορατότητα ήταν καλή και η πορεία την οποία επέλεξε ήταν ελεύθερη από κάθε εμπόδιο. Δεν υπήρχαν άλλα αυτοκίνητα στο δρόμο. Αν έτσι έμεναν τα πράγματα δεν θα υπήρχε κίνδυνος σύγκρουσης. Όμως, δεν έμειναν. Η εφεσείουσα άλλαξε πορεία και με κυκλική κίνηση στο δρόμο αποπειράθηκε να επιστρέψει στο σημείο από όπου είχε εκκινήσει, στο χώρο στάθμευσης. Στο μεταξύ, η απόσταση που χώριζε τα δύο αυτοκίνητα, μικρή όπως ήταν, σμικρύνθηκε ακόμα περισσότερο καθιστώντας τη σύγκρουση μεταξύ των δύο οχημάτων ουσιαστικά αναπόφευκτη. Ο εφεσίβλητος έκαμε προσπάθεια να αποφύγει τη σύγκρουση. Πάτησε δυνατά φρένο και έστριψε δεξιότερα χωρίς όμως να καταστεί δυνατή η αποτροπή της σύγκρουσης. η οποία επήλθε σε μικρή απόσταση από την άσφαλτο στη δεξιά πλευρά με κατεύθυνση το Παραλίμνι.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι "Η γενεσιουργός αιτία του ατυχήματος ήταν η απότομη αλλαγή της πορείας του οχήματος της ενάγουσας αρ. 2." Καμιά μομφή δεν αποδίδεται στον εφεσίβλητο για τις αντιδράσεις του κάτω από την αγωνία του διλήμματος με το οποίο η εφεσείουσα τον έθεσε αντιμέτωπο. Το Δικαστήριο λέγει: "Βέβαια η συμπεριφορά του εναγομένου με χρήση των φρένων και οδήγηση δεξιότερα όταν πια αντελήφθη τις πραγματικές διαθέσεις της ενάγουσας κρινόμενη όχι μικροσκοπικά ήταν ορθή." Παρά τη διαπίστωση αυτή έκρινε τον εφεσίβλητο υπόλογο συντρέχουσας αμέλειας και του καταλόγησε ευθύνη 15% για το δυστύχημα με έρεισμα όχι τις αντιδράσεις του μετά την αλλαγή της πορείας της εφεσείουσας, αλλά εκείνες που προηγήθηκαν και εκδηλώθηκαν μετά την είσοδό της στο δρόμο. Έπρεπε, λέγει το Δικαστήριο, ο εφεσίβλητος να περιορίσει δραστικά την ταχύτητά του και να αποφύγει να οριοθετήσει την περαιτέρω πορεία του μέχρις ότου καταστεί απόλυτα βέβαιος για τις προθέσεις της εφεσείουσας.
Η έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Δικαστηρίου ως προς το ύψος της ζημίας την οποία υπέστη. Κατά την ακρόαση η έφεση περιορίστηκε σ' ένα ουσιαστικά λόγο, τον ακόλουθο, ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε ως εξ ακοής μαρτυρία το μέρος της μαρτυρίας του εκτιμητή αυτοκινήτων, τον οποίο κάλεσε η εφεσείουσα, αναφορικά με την αξία των ανταλλακτικών. Υπέβαλε, ότι η συλλογή πληροφοριών από τους εισαγωγείς αυτοκινήτων για την αξία των ανταλλακτικών απλώς επιβεβαίωσε τη δική του γνώση. Δεν αποτέλεσε το πραγματικό υπόβαθρο της μαρτυρίας του. Ακόμη σημαντικότερο, υποστήριξε, ότι η διαπίστωση του εκτιμητή ότι το αυτοκίνητο είχε καταστραφεί ολοσχερώς σε συνδυασμό και με τον προσδιορισμό της αξίας του πριν και μετά το δυστύχημα καθιστούσε τη μαρτυρία του, για την αξία των ανταλλακτικών, άνευ σημασίας.
Με αντέφεση ο εφεσίβλητος αμφισβητεί την απόφαση του Δικαστηρίου στο βαθμό που του αποδίδεται ευθύνη για το δυστύχημα. Πρώτον, υπέδειξε ότι το Δικαστήριο λειτούργησε κάτω από σφάλμα, ως προς την απόσταση η οποία χώριζε τα δύο αυτοκίνητα, όταν η εφεσείουσα εισήλθε στο δρόμο. Το Δικαστήριο αναφέρει ότι η απόσταση ήταν "γύρω στα 100 μέτρα". Τέτοια μαρτυρία δεν υπήρχε όπως είναι παραδεκτό και από την εφεσείουσα. Η μόνη μαρτυρία, στο σημείο αυτό, η οποία έτεινε να διαφωτίσει για την απόσταση που χώριζε τα δύο αυτοκίνητα στο χρονικό εκείνο σημείο είναι η μαρτυρία του εφεσίβλητου, σύμφωνα με την οποία, η απόσταση ήταν "περίπου 30 με 40 μέτρα". Η μαρτυρία του έγινε δεκτή. Συνεπώς, κατά το δικηγόρο του εφεσίβλητου, το Δικαστήριο λειτούργησε κάτω από σφάλμα το οποίο επέδρασε ουσιωδώς στην απόφασή του, γεγονός που την εκθεμελιώνει.
Ως θέμα λογικής τάξης πρέπει να εξεταστεί πρώτα η αντέφεση εφόσον αποδοχή της και επικύρωση των θέσεων του εφεσίβλητου, ως προς το αναίτιο της συμπεριφοράς του, θα καθιστούσε την έφεση άνευ αντικειμένου.
Κρίνουμε, ότι ο καταλογισμός οποιασδήποτε ευθύνης στον εφεσίβλητο για το δυστύχημα αποτελεί σφάλμα. Η αρχική πρόθεση της εφεσείουσας, για την πορεία που θα ακολουθούσε, ήταν σαφής και αναντίλεκτη. Διασταύρωσε το δρόμο διαγωνίως και έδωσε δεξιά στροφή στο αυτοκίνητό της εξωτερικεύοντας, με βέβαιο τρόπο, την πορεία που θα ακολουθούσε. Ο εφεσίβλητος εύλογα αντέδρασε με αυτό ως δεδομένο. Επανειλημμένα έχει τονιστεί ότι δεν αποτελεί μέρος του καθήκοντος επιμέλειάς του συνετού οδηγού η μέριμνα για την αντιμετώπιση της αμέλειας άλλου οδηγού πριν την εκδήλωσή της. Εφόσον εκδηλωθεί, τέτοια συμπεριφορά, τότε προκύπτει και το καθήκον για τη λήψη μέτρων προς αντιμετώπιση του κινδύνου που εισαγάγει. Αλλά, και σε εκείνη την περίπτωση, οι ενέργειες του οδηγού που βρίσκεται αντιμέτωπος με τέτοια συμπεριφορά κρίνονται κάτω από το φάσμα της αγωνίας της στιγμής και τα παρεπόμενα της πίεσης για την αποτροπή του κινδύνου που μπορεί να σκοτίσει τον ορίζοντα της σκέψης. Δεν υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να καταμαρτυρεί ότι η πορεία που ακολούθησε ο εφεσίβλητος, στο πρώτο στάδιο, υπολειπόταν σε οποιοδήποτε βαθμό επιμέλειας ως προς την αντιμετώπιση του κινδύνου που παρενέβαλε στο δρόμο η εφεσείουσα. Η γενεσιουργός, όπως ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, και μόνη αιτία για το δυστύχημα ήταν η αλόγιστη συμπεριφορά της εφεσείουσας, να αλλάξει πορεία αδιαφορώντας για τα δικαιώματα των άλλων που χρησιμοποιούν το δρόμο, η οποία απέληξε στην σχεδόν ολοκληρωτική απόφραξη της πορείας του εφεσίβλητου. Όπως επισημάναμε και στην πρόσφατη απόφασή μας, Κυριάκου και Άλλοι v. Κανάρη (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1436, "... μόνον όπου η πράξη του οδηγού του σταθμευμένου αυτοκινήτου συνέχεται προς το δυστύχημα και αποτελεί μέρος των γενεσιουργών αιτιών που το προκάλεσαν δικαιολογείται η απόδοση ευθύνης σε αυτόν. Είναι προς αυτά τα αίτια που συνδέεται η αμέλεια και ο καταμερισμός της. Προϋπόθεση για την απόδοση αμέλειας αποτελεί η επενέργεια αμελούς πράξης στην πρόκληση του δυστυχήματος ως θέμα άμεσης αιτιώδους σχέσης μεταξύ της πράξης και του δυστυχήματος."
Για τους λόγους που έχουμε εκθέσει καταλήγουμε ότι εσφαλμένα αποδόθηκε οποιαδήποτε ευθύνη στον εφεσίβλητο για το δυστύχημα γεγονός, που σηματοδοτεί το αποτέλεσμα όχι μόνο της αντέφεσης αλλά και της έφεσης. Εξέταση του θέματος που εγείρεται με την έφεση θα συνιστούσε θεωρητικό εγχείρημα που δεν θα επιχειρήσουμε.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η αντέφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Αντικαθίσταται με απόφαση βάσει της οποίας απορρίπτεται η αγωγή με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται. H αντέφεση επιτρέπεται με έξοδα.