ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 1376
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9361
ΕΝΩΠΙΟΝ:
ΝΙΚΗΤΑ, ΚΑΛΛΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΔΔ.Μεταξύ -
Μιχαήλ Αριστοδήμου Μιχαήλ από την Παρεκκλησιά
Εφεσείοντα/ενάγοντα
- και -
1. Αντωνίας Ανδρέα Αντωνίου από τη Λεμεσό
2. Ιωάννας Ανδρέα Αντωνίου από τη Λεμεσό
Εφεσιβλήτων/εναγομένων
-----------------------
Ημερομηνία:
14 Ιουλίου, 1998Για τον εφεσείοντα: Αντ. Τόκας
Για τις εφεσίβλητες: Αιμ. Θεοδούλου και Φ. Αποστολίδης
---------------------
- Η απόφαση θα δοθεί από το δικαστή Σ. Νικήτα -
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΟΛΩΝ ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ: Οι διάδικοι είναι ιδιοκτήτες όμορων κτημάτων στην περιοχή του χωριού Παρεκκλησιά στην επαρχία Λεμεσού. Η διαφορά τους δημιουργήθηκε όταν ο ενάγων/εφεσείων ανόρυξε, στις 30/8/91, γεώτρηση στα σύνορα των δύο κτημάτων. Ακολούθησαν αντεγκλήσεις σε προσωπικό επίπεδο. Ο καθένας ισχυρίστηκε πως η διάτρηση ήταν μέσα στο δικό του κτήμα. Στη συνέχεια οι δικηγόροι τους αντάλλαξαν αλληλογραφία, προτού η διαφορά καταλήξει στα δικαστήρια της Λεμεσού. Ο ενάγων ζήτησε, μεταξύ άλλων, δήλωση πως η διάτρηση που ανόρυξε βρισκόταν στο κτήμα του και απαγορευτικό διάταγμα που να εμποδίζει τις εναγόμενες/εφεσίβλητες να επεμβαίνουν σε αυτό. Με ανταπαίτηση τους οι τελευταίες αξίωσαν ανάλογες θεραπείες για την κατοχύρωση της ιδιοκτησίας τους από την επέμβαση του ενάγοντα.
Οι εφεσίβλητες υποστήριξαν πως υπήρχε συνοριακή διαφορά, κατά την έννοια του άρθρ. 58 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, όπως τροποποιήθηκε, με τον προηγούμενο ιδιοκτήτη - και πατέρα του εφεσείοντα. Αλλά λύθηκε με απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ημερ. 19/10/81 (αρ. φακέλου Α788/80). Η απόφαση προσδιόρισε επακριβώς τα σύνορα. Σύμφωνα με την οροθέτηση στην οποία προέβη και τον επανακαθορισμό των συνόρων, που έγινε στις 7/11/91, ύστερα από αίτηση των εφεσιβλήτων, με στοιχεία Α2061/91, διαπιστώθηκε πως η διάτρηση βρισκόταν στο κτήμα τους. Η απόφαση είχε γνωστοποιηθεί με συστημένη επιστολή στους τότε ιδιοκτήτες, αλλά κανένας δεν την εφεσίβαλε.
Ο εφεσείων έθεσε υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη της παραπάνω απόφασης. Όμως ο πρωτοδικος δικαστής, με βάση τη μαρτυρία και στοιχεία που είχαν προσκομισθεί, κατέληξε ότι όντως δημιουργήθηκε συνοριακή διαφορά στην οποία έδωσε λύση ο Διευθυντής
. χωρίς να επιδιωχθεί ανατροπή της με το παρεχόμενο ένδικο μέσο έφεσης, όπως προβλέπει το άρθρ. 80 του Κεφ. 224. Το δικαστήριο αποφαίνεται συγκεκριμένα:"Στην παρούσα υπόθεση η απόφαση του Διευθυντού, τεκμ. 5, ως επιλύουσα συνοριακή διαφορά μεταξύ των δύο επιδίκων κτημάτων σύμφωνα με το άρθρ. 58 του Κεφ. 224, εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και μόνο μέσα στο πλαίσιο έφεσης σύμφωνα με το άρθρο 80 του Κεφ. 224 μπορούσε να ελεγχθεί δικαστικώς η ορθότητα της κάτι που δεν έγινε. Κατά συνέπεια το Δικαστήριο, στη παρούσα διαδικασία, στερείται δικαιοδοσίας να ελέγξει δικαστικώς την ορθότητα της απόφασης του Διευθυντού, τεκμ. 5."
Ο πρωτόδικος δικαστής εντόπισε τις νομικές αρχές που διέπουν το ζήτημα στις αποφάσεις Σολομώντος ν. Παπανεοκλή (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 906 και Χ"Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου (1993) 1 Α.Α.Δ. 844. Προτού καταλήξει, διέκρινε την απόφαση Fatsita ν. Fatsita and
Another (1988) 1 C.L.R. 210, που, κατά την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα, τότε και τώρα, επέτρεπε την πλήρη αναθεώρηση της απόφασης στην ουσία της.Ο πρωτόδικος δικαστής, παρά την παραπάνω διαπίστωση του πως δεν είχε δικαιοδοσία, μετά την πάροδο 10ετίας, να αναθεωρήσει την απόφαση του Διευθυντή, εξέτασε και την ουσία. Για το σκοπό αυτό ανέλυσε, σε έκταση, τη μαρτυρία. Προερχόταν, στην ολότητα της, από 4 μάρτυρες, που κάλεσε ο εφεσείων. Οι δύο πρώτοι ηταν υπάλληλοι του Κτηματολογίου με ειδικότητα και πλούσια εμπειρία στις χωρομετρήσεις. Μάλιστα ο Μ.Ε.2 είναι ανώτερος χωρομέτρης με εκπαιδευτικά καθήκοντα στον τομέα του. Οι μάρτυρες αυτοί διενήργησαν επιτόπια έρευνα, ύστερα από διάβημα του εφεσείοντα, που έγινε στο πλαίσιο της αγωγής. Η αυτοψία έγινε
και υπό το πρίσμα της προηγούμενης απόφασης του Διευθυντή. Σύμφωνα με τα ευρήματα του, υπάρχει διάτρηση μέσα στα όρια του κτήματος των εφεσιβλήτων. Οι μάρτυρες του εφεσείοντα 3 και 4 είναι ιδιώτες τοπογράφοι/μηχανικοί. Κατέληξαν, για τους δικούς τους λόγους, στο αντίθετο αποτέλεσμα, που υποστήριζε την εκδοχή του εφεσείοντα.Ο πρωτόδικος δικαστής αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Κτηματολογίου, αφού πείσθηκε από την προφορική μαρτυρία και το αποδεικτικό υλικό που προσκομίστηκε ότι οι μάρτυρες 1 και 2:
"
.............έκαμαν σοβαρή, επισταμένη, εμπεριστατωμένη, αντικειμενική και αμερόληπτη εξέταση τα δε πορίσματα στα οποία κατέληξαν, ως και ολόκληρη τη μαρτυρία τους, τα αποδέχομαι."Για τους δύο άλλους μάρτυρες (Μ.Ε.3 και 4) είπε πως η μαρτυρία τους δε βοηθά διότι δεν ενημερώθηκαν ούτε είχαν υπόψη πριν την έρευνα τους την απόφαση του Διευθυντή. Και πρόσθεσε πως δε θα δεχόταν τη μαρτυρία τους και για άλλους λόγους.
Είναι βολικό στο σημείο αυτό να εξετάσουμε το λόγο της έφεσης που ουσιαστικά πλήττει την απόφαση ως αναιτιολόγητη γιατί το δικαστήριο δεν αποσαφήνισε ποίοι είναι αυτοί οι άλλοι λόγοι για τους οποίους θα απέρριπτε τη μαρτυρία τους. Αυτό δεν είναι σωστό. Οι λόγοι προσδιορίζονται εκτεταμένα σε ό,τι ακολουθεί στο κείμενο της απόφασης. Αφού αναφέρεται στα καθήκοντα των ειδικών ως μαρτύρων, όπως διαγράφονται από τις αποφάσεις Davie v. Edinborough Magistrates (1953) SC 34 και Philippou ν. Odysseos (1989) 1 Α.Α.Δ. 1, ο πρωτόδικος δικαστής σχολιάζει πολύ δυσμενώς τη μαρτυρία τους. Χαρακτηριστικά για τους Μ.Ε.3 και 4 παρατηρεί ότι:
".....αποσκοπούσαν μόνο πως να βοηθήσουν την πλευρά του Ενάγοντα κι όχι να παρουσιάσουν στο Δικαστήριο επιστημονικά κριτήρια για δοκιμασία της ακρίβειας των συμπερασμάτων τους."
Στη συνέχεια ο πρωτόδικος δικαστής αναφέρεται σε παραδείγματα που δείχνουν πως στα διάφορα στάδια της μαρτυρίας του ο Μ.Ε.3 μετέβαλε στάση, που αποτελεί κλασσικό γνώρισμα αναξιοπιστίας μιας μαρτυρίας. Είναι αξιοσημείωτη η διαπίστωση του δικαστηρίου πως αποδοχή της μαρτυρίας τους "θα αναστάτωνε και τα τοπικά
δεδομένα της περιοχής των δύο κτημάτων". Εξετάζοντας τους λόγους για τους οποίους ούτε η μαρτυρία του Μ.Ε.4 είχε οποιαδήποτε βαρύτητα, ο πρωτόδικος δικαστής ανέφερε ότι τα σχεδιαγράμματα 9(β) και 9(γ) και εν μέρει το 9(δ), ο μάρτυς τα ετοίμασε με βάση πληροφορίες του ενάγοντα που αυτός πήρε από άλλα πρόσωπα. Οι πληροφορίες αυτές δεν επαληθεύτηκαν από άλλη νομικά παραδεκτή μαρτυρία. Με άλλα λόγια τα πορίσματα του ήταν βασισμένα σε εξ ακοής μαρτυρία της χειρότερης μορφής.Κατά συνέπεια είναι αβάσιμη η εισήγηση πως δεν παρατέθηκαν οι λόγοι για τους οποίους το δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία των Μ.Ε.3 και 4.
Προβλήθηκε σαν ξεχωριστός λόγος έφεσης ότι στο θέμα της δικαιοδοσίας ο πρωτόδικος δικαστής στηρίχθηκε στις παραπάνω αυθεντίες παραγνωρίζοντας άλλες και συγκεκριμένα τη Fatsita, ανωτέρω, με βάση την οποία θα μπορούσε να εξεταστεί η ορθότητα της κτηματολογικής απόφασης.
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης στρέφονται κατά της αποδοχής της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 και 2 με κύριες αιχμές τους ισχυρισμούς πως ήταν σε αρκετά ή καίρια σημεία αντιφατική και πως παραβίαζε τον κανόνα για αποκλεισμό της εξ ακοής μαρτυρίας. Λανθασμένα, κατά την εισήγηση του εφεσείοντα, το δικαστήριο δεν είχε ενεργήσει στηριζόμενο στους μάρτυρες 3 και 4, οι οποίοι όπως αναφέρεται στο εφετήριο "ήσαν εξειδικευμένοι επιστήμονες και ακριβείς και σαφείς στις θέσεις τους".
Θα μπορούσαμε να αρχίσουμε με την υπόθεση
Fatsita. Ήταν περίπτωση με εντελώς διαφορετική φυσιογνωμία. Αφορούσε αγωγή για ειδική εκτέλεση γραπτής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων. Παρενθετικά, με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 80 του Κεφ. 224, ο εφεσείων θα μπορούσε να αμφισβητήσει την απόφαση του Διευθυντή μόνο με έφεση στο δικαστήριο. Δε θα μπορούσε όμως να παρακάμψει την απόφαση με απευθείας αγωγή ή άλλη δικαστική διαδικασία.Η ουσία της απόφασης είναι ότι στην έκταση που το άρθρ. 80 αποκλείει ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο, είναι αντίθετο με τις διατάξεις του άρθρ. 30(1) και (2) του Συντάγματος, που προστατεύουν το δικονομικό δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο. Ωστόσο, το Εφετείο στην απόφαση του, που εξέδωσε ο Στυλιανίδης Δ, όπως ήταν τότε, δέχεται την αρχή ότι το δικαίωμα μπορεί να καταστεί αντικείμενο λογικής νομοθετικής ρύθμισης. Παράλληλα, τονίστηκε ότι, και πριν την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, τα δικαστήρια αναγνώριζαν τις εξουσίες του Διευθυντή σε αμιγώς τεχνικά θέματα σε αντιδιαστολή με τη διεκδίκηση δικαιωμάτων:
"The guarantee of the right of access to the Courts does not debar the legislature from providing for some sort of regulation of this right provided that the regulatory provision is not arbitrary or unreasonable and does not labour as an infringement of the right of access to a Court.
...................................................................................................................................... ..............................................
In this country, even before the coming into operation of the Constitution, the Court interpreted the powers vested in the Director as limited to rather technical matters and not matters of vindication of rights."
Πρέπει να λεχθεί ότι οι δικηγόροι δεν εξέτασαν το θέμα σε βάθος. Ούτε είχαμε το ευεργέτημα της διεξοδικής συζήτησης που του αρμόζει. Δεν τέθηκε καν θέμα αντισυνταγματικότητας του άρθρ. 80. Μόνο έμμεσα με αναφορά στη Fatsita. Όμως είναι φανερό από τη μεταγενέστερη απόφαση Παναγιώτου ν. Χ"Κυριάκου (1991) 1 Α.Α.Δ. 362, που εξέδωσε ο ίδιος δικαστής εκ μέρους πάλιν του Εφετείου, πως η
Fatsita δεν αποσκοπούσε να καλύψει κάθε εξουσία του Διευθυντή κάτω από τις διατάξεις του Κεφ. 224. Όπως αντιλαμβανόμαστε την αιτία της απόφασης, η αντισυνταγματικότητα αφορά την περίπτωση αποκλεισμού του δικαστηρίου για διεκδικήσεις ουσιαστικών δικαιωμάτων. Δεν επηρεάζει τις αρμοδιότητες του Διευθυντή σε τεχνικής φύσεως θέματα, όπως ο καθορισμός συνόρων κάτω από το άρθρ. 58. Η αντίληψη μας αυτή βρίσκει έρεισμα στην εξής περικοπή από τη σύνοψη της υπόθεσης:"Το άρθρο 58 του Κεφ. 224 έχει εφαρμογή μόνο στις περιπτώσεις όπου το θέμα είναι η τοποθέτηση επί του εδάφους των συνόρων, όπως αυτά περιγράφονται στον τίτλο ή φαίνονται στο σχετικό τοπογραφικό σχέδιο."
Ο Πικής Δ., όπως ήταν τότε, στη Φιλίππου ν. Στυλιανού (1992) 1 (Α) Α.Α.Δ. 448, παρέχει την εξήγηση για την αντιμετώπιση αυτή στη σελ. 457:
"Όπως και στην περίπτωση επίλυσης συνοριακών διαφορών [(Ibrahim (ανωτέρω)], που καλύπτεται από το άρθρο 58, έτσι και στην περίπτωση του άρθρου 61 η φύση της διαφοράς που υπόκειται σε αρμοδιότητα του διευθυντή του Κτηματολογίου, και μπορεί να επιλυθεί από το διευθυντή, περιορίζεται σε κτηματολογικά θέματα της αρμοδιότητάς του που η πραγματογνωμοσύνη του τμήματος και τα μέσα και στοιχεία στη διάθεσή τους καθιστούν τις κτηματολογικές αρχές το φυσιολογικό φορέα επίλυσής τους."
Οι δύο υποθέσεις στις οποίες παραπέμπει η πρωτόδικη απόφαση προσφέρουν το ορθό νομικό πλαίσιο αντιμετώπισης της κρινόμενης υπόθεσης στο υπό συζήτηση θέμα. Η υπόθεση Χ"Ιωάννου, ανωτέρω, θεωρεί ότι είναι δυνατή η αναθεώρηση απόφασης του Διευθυντή, που αφορά επίλυση συνοριακής διαφοράς, μόνο στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρ. 80, δηλαδή, με έφεση και όχι με απευθείας αγωγή στο δικαστήριο. Ο Κωνσταντινίδης Δ. τονίζει σχετικά:
"Απόφαση που εκδίδεται από το Διευθυντή του Κτηματολογίου κατά την ενάσκηση των εξουσιών του προς επίλυση συνοριακής διαφοράς δυνάμει του άρθρου 58 του Κεφ. 224 υπόκειται σε έφεση που πρέπει να ασκείται εντός τριάντα ημερών όπως προβλέπει το άρθρο 80 του ίδιου Νόμου. Είναι μόνο στο πλαίσιο τέτοιας έφεσης που είναι επιτρεπτός ο δικαστικός έλεγχος της ορθότητας της. Το αίτημα της εφεσείουσας να αναθεωρηθεί η απόφαση του Διευθυντή και τελικά να ακυρωθεί στο πλαίσιο της αγωγής δεν ήταν δυνατό να ικανοποιηθεί. Το θέμα δεν ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου στη διαδικασία αυτή. [Βλ. Θεονίτσα Σωφρονίου Σολομώντος ν. Παναγιώτα Παπανεοκλή (1992) 1 Α.Α.Δ. 906]."
Θα μπορούσαμε περαιτέρω να παραπέμψουμε σε πιο πρόσφατη απόφαση στην Π.Ε. 9642 Γιάλλουρου κ.α. ν. Μιχαηλίδη κ.α. ημερ. 21/1/98, που δόθηκε από τον Καλλή, Δ.
Απ' ότι προηγήθηκε είναι φανερό ότι η πρωτόδικη κρίση πάνω στο δικαιοδοτικό ζήτημα είναι σωστή. Το δικαστήριο δεν είχε εξουσία να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Διευθυντή. Θα μπορούσε αυτό να σημαίνει το τέλος της υπόθεσης. Κάθε περαιτέρω ενασχόληση ήταν άσκοπη και μάταιη. Όμως, όπως εξελίχθηκε η υπόθεση, έγινε έρευνα και της ουσίας, που κρίθηκε επίσης προς όφελος των εφεσιβλήτων. Υπό τις συνθήκες αυτές, θα προσθέταμε ότι η εκκαλούμενη απόφαση υπήρξε σωστή και σ' αυτό. Κανένας από τους λόγους που προσβάλλουν αυτό το μέρος της απόφασης δεν έχει τεκμηριωθεί. Ο πρωτόδικος δικαστής έδωσε ικανοποιητικούς λόγους για τα ευρήματα του, που έχουν κατά βάση προαναφερθεί και που δικαιολογούν απόλυτα την επιλογή της μαρτυρίας που αποδέχθηκε.
Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι, δικαιώνοντας τις εφεσίβλητες, ο πρωτόδικος δικαστής εξέδωσε, μεταξύ άλλων: (1) αναγνωριστική απόφαση ότι ο εφεσείων άνοιξε τη διάτρηση σε μέρος του κτήματος των εφεσιβλήτων
. και (2) διάταγμα "εμποδίζον τον ενάγοντα και/ή τους υπηρέτες του ............... από του να επεμβαίνουν με οποιονδήποτε τρόπο παρανόμως και/ή αυθαίρετα εντός του κτήματος των εναγομένων". Για την ακρίβεια το δικαστήριο στην απόφαση του ρητά ανέφερε πως εξέδωσε δήλωση και διάταγμα ως οι παράγραφοι (α) και (β) της ανταπαίτησης, που αντιστοιχούν στις δύο πιο πάνω θεραπείες.Η παραπάνω απόφαση, που συντάχθηκε στις 13/12/94, διατυπώνει με ακρίβεια το απαγορευτικό διάταγμα, όπως το έδωσε ο δικαστής. Προφανώς για σκοπούς διασάφησης το πρωτοκολλητείο, σε παρένθεση που ακολουθεί, περιγράφει το κτήμα. Λανθασμένα όμως παρατίθενται τα στοιχεία του κτήματος του εφεσείοντα αντί των εφεσιβλήτων. Η αβλεψία αυτή αποτέλεσε το αντικείμενο του τελευταίου
λόγου έφεσης. Ωστόσο, όπως προκύπτει απ' ότι προεκτέθηκε, η απόφαση του δικαστηρίου ήταν απόλυτα σαφής τόσο όσον αφορά το αναγνωριστικό της μέρος όσο και το απαγορευτικό διάταγμα. Με αυτή την αποσαφήνιση αποκαθίσταται οποιαδήποτε αμφιβολία πάνω στο ζήτημα και οπωσδήποτε δεν παρέχεται λόγος για οποιαδήποτε επεμβατική ή άλλη διορθωτική ενέργεια μας.Η έφεση απορρίπτεται. Με έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.