ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 1072
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9539
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.Δ.Πανευρωπαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λίμιτεδ
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι
- και -
Εretria Leisure Cruises Limited, εκ Λεμεσού
Εφεσίβλητοι-Ενάγοντες
___________
21 Mαΐου, 1998
Για τους Εφεσείοντες : κ. Χρ. Μελίδης για κ. Γ. Σαββίδη.
Για τους Εφεσίβλητους : κ. Α. Θεοφίλου.
___________
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.
: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
__________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι είναι ιδιοκτήτες του πλοίου "Ερέτρια" και οι εναγόμενοι-εφεσείοντες ασφαλιστική εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο. Οι διάδικοι συνήψαν μεταξύ τους γραπτή σύμβαση ασφάλισης ημερ. 30.11.1992, σύμφωνα με την οποία οι εφεσείοντες ανέλαβαν την ασφαλιστική κάλυψη των εφεσίβλητων για ποσό μέχρι £90.000 για τυχόν απώλειες που οι εφεσίβλητοι θα υφίσταντο λόγω ζημιών ή καταστροφής του πλοίου από φωτιά ή κεραυνό.
Το πλοίο καταστράφηκε τελικά τις πρωϊνές ώρες της 2.5.1993 από φωτιά που εκδηλώθηκε σ΄ αυτό ενώ βρισκόταν σε ναυπηγείο για μετατροπές. Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν να καταβάλουν το ποσό της αξίας του πλοίου και έτσι οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.
Η θέση των εναγομένων-εφεσειόντων ήταν ότι οι εφεσίβλητοι τους απέκρυψαν τόσο ένα προηγούμενο περιστατικό πυρκαγιάς στο πλοίο, όσο και την πραγματική αξία του πλοίου που ήταν, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, χαμηλότερη του ποσού των £90.000 που δηλώθηκε.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δέκτηκε ότι οι εφεσίβλητοι πράγματι δεν ανέφεραν κατά τη συμπλήρωση της πρότασης για ασφάλιση ο,τιδήποτε για την πυρκαγιά. Θεώρησε όμως ότι η μικρής έκτασης φωτιά, ζημιά σε καναπέ και στον τοίχο του πλοίου που προκλήθηκε από αναμμένο τσιγάρο και η οποία δεν υπερέβαινε τις £100, συνιστούσε ένα ασήμαντο περιστατικό που δεν μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη βούληση των εναγομένων, οι οποίοι κι΄ αν γνώριζαν το περιστατικό θα προχωρούσαν στη σύναψη της σύμβασης ασφάλισης του πλοίου. ΄Ετσι κατέληξε ότι το περιστατικό δεν ήταν ουσιώδες γεγονός μέσα στην έννοια του νόμου και αφού η αποκάλυψη του περιστατικού δεν θα επηρέαζε τη σκέψη των εναγομένων οι εφεσείοντες δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το συγκεκριμένο περιστατικό ως υπεράσπιση τους για να αποφύγουν την καταβολή του ποσού της ασφάλισης.
Οι εφεσείοντες προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε αποδεχόμενο την εφαρμογή της αγγλικής υπόθεσης Pan Αtlantic Insurance Co Ltd and another v. Pine Top Insurance Co Ltd
(1994) 3 All E. R. 580, η οποία σύμφωνα με το επιχείρημά τους δεν τυγχάνει εφαρμογής στην Κύπρο, δεδομένου ότι επί του θέματος υπάρχει κυπριακή νομολογία η οποία είναι εντελώς αντίθετη (Mavrides and another v. American Life Insurance Co (1984) 1 C.L.R. 611. Βλέπε σχετικά Pastella Marine Co Ltd v. National Ιranian Tanker Co Ltd (1987) 1 C.L.R. 583 και Αναφορικά με την Αίτηση του Τάκη Σιακαλλή, Αίτηση για Certiorari αρ. 9/95, ημερ. 26.1.1995).Σε ορισμένους τύπους συμβάσεων, μεταξύ των οποίων και η ασφαλιστική σύμβαση, όπου ο ένας συμβαλλόμενος είναι σε πολύ ευνοϊκότερη θέση να γνωρίζει ουσιώδη γεγονότα, που ο άλλος είναι αδύνατο να ανακαλύψει, ο πρώτος έχει το καθήκον, όχι μόνο να μην προβαίνει σε αναληθείς δηλώσεις ουσιωδών γεγονότων, αλλά και να αποκαλύπτει στον άλλο, με τη μεγαλύτερη καλή πίστη, τέτοια ουσιώδη γεγονότα. Οι αρχές που διέπουν την υποχρέωση του ασφαλισμένου για αποκάλυψη έχουν εκτεθεί από πολύ νωρίς
(βλέπε Carter v. Βoehm (1766) 3 Burr. 1905).Οι συμβάσεις αυτές ονομάζονται συμβάσεις "
uberrimae fidei ", όρος που χαρακτηρίστηκε ως όχι πάντα αυστηρά ακριβής (βλέπε Seaton v. Heath (1899) 1 Q.B. 782).Η απόκρυψη ουσιωδών πληροφοριών παρασύρει την ασφαλιστική σύμβαση σε ακυρότητα. Ακόμα κι΄ αν η απόκρυψη έγινε λόγω λάθους χωρίς οποιαδήποτε δόλια πρόθεση, ο ασφαλιστής έχει παραπλανηθεί και η ασφαλιστική σύμβαση είναι άκυρη, γιατί ο ασφαλιστικός κίνδυνος που διατρέχει είναι διαφορετικός από τον κίνδυνο που αντιλήφθηκε και είχε πρόθεση να διατρέχει κατά το χρόνο της συμφωνίας.
Η υποχρέωση του ασφαλιζόμενου συνίσταται στην αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων και βασίζεται στην αρχή της καλής πίστης που πρέπει να επικρατεί μεταξύ των συμβαλλομένων. Το κριτήριο του τι συνιστά ουσιώδες γεγονός συναντάται στο άρθρο 18(2) του Αγγλικού Marine Insurance Act του 1906, που προβλέπει ότι κάθε περίσταση η οποία θα επηρεάσει την κρίση ενός συνετού ασφαλιστή κατά τον καθορισμό του ασφαλίστρου ή κατά τη λήψη της απόφασης κατά πόσο θα αναλάβει τον κίνδυνο, είναι ουσιώδης.
Το κριτήριο κατά πόσο συγκεκριμένο γεγονός είναι ουσιώδες είναι αντικειμενικό. Γεγονός δεν αποδεικνύεται ότι είναι ουσιώδες απλώς και μόνο γιατί ο συγκεκριμένος ασφαλιστής καταθέτει ότι προσωπικά θα το θεωρούσε ουσιώδες (Bates v. Hewitt (1867) L.R. 2 Q.B. 595). Ο εναγόμενος θα πρέπει να αποδείξει ότι οποιοσδήποτε συνετός ασφαλιστής θα θεωρούσε το συγκεκριμένο γεγονός ως ουσιώδες (βλέπε Girdlestone v. North British (1870) L.R. 11 Eq.197).
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το περιστατικό της πυρκαγιάς δεν ήταν ουσιώδες. Συμφωνούμε με το συμπέρασμα αυτό. Επρόκειτο για ένα ασήμαντο περιστατικό που έγινε τρία σχεδόν χρόνια πριν την υπογραφή της ασφαλιστικής σύμβασης. Αφορούσε ουσιαστικά φωτιά περιορισμένης έκτασης που προκάλεσε σε καναπέ και στον τοίχο του πλοίου αμελητέα ζημιά. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκανε τη σκέψη ότι η περιορισμένη έκταση της φωτιάς και το χαμηλό ύψος της ζημιάς ήταν στοιχεία που καθιστούσαν ίσως το περιστατικό στη σκέψη του ασφαλιζόμενου τόσο ασήμαντο και επουσιώδες που ενδεχομένως να μην το ανακάλεσε στη μνήμη του, χωρίς βέβαια να αποκλείεται και το ενδεχόμενο να το θυμήθηκε, αλλά να παρέλειψε να το αναφέρει για δικούς του λόγους.
Παρά ταύτα όμως γεννάται και παραμένει προς εξέταση το ερώτημα κατά πόσο το γεγονός ότι δίδεται λανθασμένη απάντηση σε απ΄ ευθείας ερώτηση που υποβάλλεται κατά τη συμπλήρωση της πρότασης προς ασφάλιση καθιστά από μόνο του την απάντηση απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος, ανεξάρτητα από το ουσιώδες ή μη του αποκρυβέντος γεγονότος.
΄Οπως είδαμε στις ασφαλιστικές συμβάσεις επικρατεί η υποχρέωση επίδειξης καλής πίστης με επακόλουθο το καθήκον αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. ΄Ολα τα γεγονότα τα οποία εν γνώσει του υποψήφιου ασφαλιζόμενου θεωρούνται από τους ασφαλιστές ουσιώδη, κατά κανόνα μπορεί να λεχθεί ότι συνήθως θεωρούνται σαν τέτοια (
Ivamy, General Principles of Insurance Law, 4η ΄Εκδοση, σελ. 142, 147). Η γνώμη του ασφαλιστή ότι συγκεκριμένο γεγονός είναι ουσιώδες μπορεί να διαφανεί από τη διαφορά στο αξιούμενο ασφάλιστρο, άνκαι στην πρακτική συνήθως παρουσιάζεται με την υποβολή συγκεκριμένης ερώτησης (Glicksman v. London and General Assurance Co Ltd (1925) 2 K.B. 593, 609, C.A.). ΄Ομως η υποβολή της ερώτησης αφ΄ εαυτής δεν καθιστά το γεγονός ουσιώδες, εκτός αν ο συνετός ασφαλιστής το θεωρεί έτσι (Babatsikos v. Car Owners' Mutual Insurance Co Ltd (1970) 2 Lloyd's Rep. 314).Το ασφαλιστήριο δυνατό να περιέχει ρητή συμφωνία που να καθορίζει την υποχρέωση αποκάλυψης και να περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο αυτή θα πραγματοποιείται. Η τήρηση της υποχρέωσης αυτής καθίσταται έτσι συμβατική (
Anderson v. Fitzgerald (1853) 4 H.L. Cas. 484). Αν δεν τηρηθεί έχουμε αθέτηση της σύμβασης ασφάλισης και όχι αθέτηση της υποχρέωσης επίδειξης καλής πίστης.Η διατύπωση και ευρύτητα των διάφορων σχετικών συμβατικών όρων ποικίλει. ΄Ετσι όρος μπορεί να καθιστά την ακρίβεια όλων των δηλώσεων που γίνονται κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ουσιώδη όρο της σύμβασης
(* ). Σ΄ αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ ουσιωδών και επουσιωδών δηλώσεων, εκτός αν ο όρος ρητά αναφέρεται σε ουσιώδεις μόνο δηλώσεις (Dawsons Ltd v. Bonnin (1922) 2 A.C. 413 και Re Universal Non-Tariff Insurance Fire Co., Forbes & Co's Claim (1875) L.R. 19 Eq. 485).΄Οπου η ακρίβεια των δηλώσεων καθίσταται η βάση της σύμβασης δεν χρειάζεται να εξεταστεί κατά πόσο το ανακριβές γεγονός είναι ουσιώδες ή όχι, ή κατά πόσο ο ασφαλισμένος εγνώριζε ή όχι, την αλήθεια (
Condogiannis v. Guardian Assurance Co, 90 L.J.P.C. 168). ΄Οταν αντίθετα δεν υπάρχει όρος που να καθιστά την πρόταση προς ασφάλιση βάση της σύμβασης, η ανακρίβεια των απαντήσεων δεν παρέχει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να απεκδυθεί της ευθύνης, εκτός αν η ανακρίβεια συνιστά μη αποκάλυψη ή ψευδή παράσταση ουσιώδους γεγονότος (Dawsons Ltd v. Bonnin, ανωτέρω). Δόλια παραπλάνηση που αναφέρεται σε ουσιώδες γεγονός παρέχει την ευχέρεια μη τήρησης της σύμβασης. Αν το γεγονός δεν είναι ουσιώδες, η εγκυρότητα της σύμβασης δεν επηρεάζεται (Anderson v. Fitzgerald, ανωτέρω).Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι για να απαντήσουμε το ερώτημα που θέσαμε αρχικά θα πρέπει αναπόφευκτα να ανατρέξουμε στη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία. Η ασφαλιστική σύμβαση στον όρο 1 προβλέπει:
Μisdescription
1. If there be any material misdescription of any of the property hereby insured, or of any building or place in which such property is contained, or any misrepresentation as to any fact material to be known for estimating the risk, or any omission to state such fact, the Company shall not be liable upon this Policy so far as it relates to property affected by any such misdescription, misrepresentation or imission.
Kαι σε μετάφραση:
" Ανακριβής περιγραφή
1. Αν υπάρξει οποιαδήποτε ουσιώδης ανακριβής περιγραφή οιουδήποτε ασφαλιζόμενου με το παρόν περιουσιακού στοιχείου, ή οιουδήποτε κτιρίου στο οποίο περιέχεται το ρηθέν περιουσιακό στοιχείο, ή οποιαδήποτε ψευδής παράσταση ως προς γεγονός ουσιώδες στον υπολογισμό του κινδύνου, ή οποιαδήποτε παράλειψη αναφοράς του γεγονότος αυτού, η Εταιρεία δεν θα υπέχει ευθύνη από το παρόν ασφαλιστήριο, στο βαθμό που σχετίζεται με περιουσιακό στοιχείο επηρεαζόμενο από τη ρηθείσα ανακριβής περιγραφή, ψευδή παράσταση ή παράλειψη."
Ο όρος αναφέρεται στην απόκρυψη ουσιωδών μόνο γεγονότων. Έτσι αφού η απόκρυψη δεν έχει καταστεί ουσιώδης όρος της σύμβασης ή βάση της σύμβασης, θα πρέπει να εξετάσουμε κατά πόσο η υπό εξέταση απόκρυψη αναφέρεται σε ουσιώδες γεγονός. ΄Ηδη το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε και συμφωνούμε με την κατάληξη του αυτή, ότι το αποκρυβέν γεγονός δεν είναι ουσιώδες.
Ας εξετάσουμε όμως και το επιχείρημα ότι η απόφαση στην υπόθεση
Pan Atlantic Insurance, ανωτέρω, συγκρούεται με τη δική μας νομολογία. Το θέμα της υποχρέωσης του υποψήφιου ασφαλισμένου να αποκαλύπτει στον ασφαλιστή τα ουσιώδη γεγονότα απασχόλησε, με κάπως διαφορετικό περιεχόμενο και στην υπόθεση Mavrides, ανωτέρω. Η ουσία της υπόθεσης Μavrides είναι ότι το ερώτημα κατά πόσο ένα συγκεκριμένο γεγονός είναι ή δεν είναι ουσιώδες είναι θέμα πραγματικό και πρέπει να αποφασίζεται σε κάθε περίπτωση από το δικαστήριο σαν τέτοιο. Η απόφαση στηρίζεται στην εκτίμηση του δικαστή για τη σχετικότητα του αμφισβητούμενου γεγονότος με το αντικείμενο της ασφάλισης.Η απόφαση στην Pan Atlantic Insurance, η οποία θα πρέπει να πούμε εκφράζει το Κοινό Δίκαιο επί του συγκεκριμένου σημείου, δεν περιέχει οποιαδήποτε αρχή που να είναι ασυμβίβαστη με τα πιο πάνω. Επαναλαμβάνει την αρχή ότι αν ένα ουσιώδες γεγονός δεν αποκαλυφθεί από τον ασφαλισμένο, ο ασφαλιστής δυνατόν να απαλλαγεί της ευθύνης. Προχωρά όμως και καθορίζει τι θεωρείται ουσιώδες γεγονός. ΄Ενα γεγονός που δεν έχει αποκαλυφθεί από τον ασφαλισμένο είναι ουσιώδες, αν η αποκάλυψη θα επηρέαζε την αποδοχή του κινδύνου ή το ύψος του ασφάλιστρου. Το ουσιώδες όμως του γεγονότος θα πρέπει να εκτιμάται όχι από τον ενδιαφερόμενο ασφαλιστή, αλλά με βάση τις αντιδράσεις του συνετού ασφαλιστή, αλλοιώς ο επηρεαζόμενος ασφαλιστής θα μπορούσε μετά την έλευση του κινδύνου, να πείσει τον εαυτό του και φυσικά και το δικαστήριο, ότι θα απέρριπτε τη σύμβαση ή θα αύξανε το ασφάλιστρο, αν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων είχε πλήρη αποκάλυψη του γεγονότος. Θα πρέπει να θεωρηθεί ότι, σε περίπτωση μη αποκάλυψης, ο συνετός ασφαλιστής θα ήταν πρόθυμος να αναλάβει τον κίνδυνο με το ασφάλιστρο των διαπραγματεύσεων. Το ερώτημα τότε θα είναι κατά πόσο η πλήρης αποκάλυψη θα έκαμνε το συνετό ασφαλιστή να αρνηθεί τη σύναψη της σύμβασης ή να αυξήσει το ασφάλιστρο.
Η απόφαση στην Pan Atlantic Insurance καταλήγει ότι για να δικαιούται ασφαλιστής να αρνηθεί να καταβάλει την αποζημίωση λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιώδους γεγονότος, δεν θα πρέπει μόνο η μη αποκάλυψη να είναι ουσιώδης, αλλά επιπρόσθετα να ώθησε στη σύναψη της σύμβασης με τους συγκεκριμένους όρους. Το θέμα όμως αυτό δεν εγείρεται στην παρούσα υπόθεση, αφού καταλήξαμε ότι το συγκεκριμένο γεγονός δεν κρίθηκε ουσιώδες.
Η πιο πάνω αντιμετώπιση δεν είναι αντίθετη με τις αρχές που θέτει η Mavrides. Δεν συμφωνούμε ότι η νομολογία μας υποδεικνύει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο προς την κατεύθυνση ότι οι αρχές αυτές δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στον τόπο μας. Aπλώς η Pan Atlantic Insurance εξετάζει το θέμα περαιτέρω. Συμφωνούμε με τις αρχές που θέτει στην έκταση που συζητήθηκε στην παρούσα υπόθεση και τις υιοθετούμε. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά την εφάρμοσε και κατέληξε στα συγκεκριμένα του συμπεράσματα.
Τελικά, το θέμα παραμένει στην εκτίμηση του δικαστηρίου, ανάλογα με τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης. Εξαρτάται από το κατά πόσο η αποκάλυψη έχει καταστεί είτε ουσιώδης όρος της σύμβασης ή η βάση της, ή αν η υποχρέωση προς αποκάλυψη βασίζεται στην υποχρέωση επίδειξης καλής πίστης. Φαεινό παράδειγμα του ότι τα Δικαστήρια μπορούν να προβαίνουν στη δική τους εκτίμηση της μαρτυρίας επί του σημείου είναι και η απόφαση στην υπόθεση Roselodge Ltd v. Castle (1966) 2 Lloyd's Rep. 113, όπου ασφαλιστής του Οργανισμού των Lloyds κατέθεσε ότι θεωρούσε ουσιώδες πως εργοδοτούμενος επιχείρησης κοσμηματοπωλών που είχε ασφαλιστεί έναντι απώλειας ή ζημίας της περιουσίας της είχε καταδικαστεί για δωροδοκία μέλους της αστυνομίας δώδεκα χρόνια προηγουμένως, ενώ το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο συνετός ασφαλιστής δεν θα θεωρούσε το γεγονός σαν τέτοιο.
Καταλήγουμε, ότι το Δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι το γεγονός που απεκρύβη δεν ήταν ουσιώδες και συνεπώς οι εφεσείοντες δεν απαλλάσσονται, αφού η υποχρέωση των εφεσιβλήτων σύμφωνα με τη σύμβαση, εξαντλείτο στην αποκάλυψη ουσιωδών μόνο γεγονότων.
Δεν είναι, όπως είδαμε πιο πάνω, ορθή η θέση ότι μόνο και μόνο επειδή ασφαλιστής υπέβαλε στον ασφαλιζόμενο κάποια ερώτηση και ο ασφαλισμένος απάντησε αναληθώς, εξυπακούεται αυτόματα και συμπέρασμα ότι η απόκρυψη της απάντησης συνιστά απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος που δίδει το δικαίωμα στην ασφαλιστική εταιρεία να αποφύγει την πληρωμή. ΄Ετσι αυτός ο λόγος θα πρέπει να απορριφθεί.
Οι εφεσείοντες υποβάλλουν επίσης τον ισχυρισμό ότι το Δικαστήριο έσφαλε αποφασίζοντας να μη λάβει υπ΄ όψη δύο τεκμήρια και να περιοριστεί με τον τρόπο αυτό στη μαρτυρία του Μ.Ε. 1 αναφορικά με το περιστατικό της φωτιάς. Τα δύο τεκμήρια είναι εκθέσεις που ετοιμάστηκαν από την Πυροσβεστική Υπηρεσία Κύπρου και αφορούσαν το περιστατικό της ασήμαντης πυρκαγιάς που απέκρυψαν οι εφεσίβλητοι. ΄Εχουμε εξετάσει τα δύο τεκμήρια. Βρίσκουμε ότι δεν προσθέτουν ο,τιδήποτε στα γεγονότα που ήδη ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου και συνεπώς το ζήτημα που εγείρεται αναφορικά με το αποδεκτό ή μη των συγκεκριμένων εγγράφων καθίσταται άνευ σημασίας.
Εξ ίσου χωρίς σημασία έχει καταστεί και ο τρίτος λόγος έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου για την πρόταση ασφάλισης και τη βαρύτητα που δόθηκε στο περιεχόμενό της πριν συναφθεί η σύμβαση. Το συγκεκριμένο συμπέρασμα του Δικαστηρίου καθίσταται εν πάση περιπτώσει άνευ σημασίας, αφού το ουσιώδες ή μη του γεγονότος που αποκρύβηκε δεν εξετάζεται με γνώμονα το συγκεκριμένο ασφαλιστή, αλλά το μέσο συνετό ασφαλιστή. ΄Ετσι είναι άσχετο αν οι εφεσείοντες-εναγόμενοι στηρίχθηκαν στην πρόταση και στις δηλώσεις των εφεσιβλήτων για να προχωρήσουν στη σύναψη της σύμβασης.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται και πάλιν το επιχείρημα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε με το να καταλήξει ότι το περιστατικό της φωτιάς δεν ήταν ουσιώδες γεγονός μέσα στην έννοια του νόμου και της νομολογίας. Το θέμα έχει ήδη καλυφθεί προηγουμένως και δεν χρειάζεται να επεκταθούμε περισσότερο. Και ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί.
Οι επόμενοι δύο λόγοι έφεσης αφορούν την αξία του πλοίου. Προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι το Δικαστήριο έσφαλε με το να καταλήξει ότι δεν τίθεται θέμα εξέτασης κατά πόσο η δηλωθείσα αξία του πλοίου αποτελεί ή μη ουσιώδες γεγονός και ότι η αξία που δηλώθηκε ήταν έκφραση γνώμης. Επισημαίνεται από τους εφεσείοντες ότι ήταν γνωστό στους ενάγοντες ότι το πλοίο, για διάφορους λόγους (αφαίρεση εξαρτημάτων, ζημιές που προκλήθηκαν όταν το πλοίο έπεσε από τα στηρίγματά του ύστερα από ισχυρή νεροποντή κλπ) κατά το χρόνο πρότασης ασφάλισης ήταν μικρότερης αξίας των £90.000.
Παραπονούνται επίσης (έκτος λόγος έφεσης) ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε μη αποδεχόμενο τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 Στ. Καραμοντάνη σχετικά με την αξία του πλοίου. Το θέμα αφορά την εκτίμηση αξιοπιστίας μάρτυρα, τομέας στον οποίο το Εφετείο πολύ σπάνια επεμβαίνει. Εν πάση περιπτώσει δεν διαφωνούμε με την εκτίμηση του πρωτόδικου δικαστηρίου στο σημείο αυτό. Δεν προβλήθηκε, θα πρέπει να πούμε, οποιοσδήποτε σοβαρός λόγος που να συνηγορεί υπέρ της θέσης ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να αποδεκτεί τη μαρτυρία του Καραμοντάνη ως αληθή. Εξ άλλου δεν τίθεται ούτε θέμα απόκρυψης γεγονότων, αφού ουσιαστικά έχουμε εκτίμηση της αξίας του πλοίου. Οι εφεσίβλητοι έδωσαν τη δική τους εκτίμηση για την αξία του πλοίου, ύστερα από σχετική γνώμη ειδικών. Οι ασφαλιστές είχαν κάθε ευκαιρία να επιθεωρήσουν το πλοίο πριν την ασφάλισή του και να καταλήξουν στα δικά τους συμπεράσματα. Κατά συνέπεια το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά προσέγγισε το θέμα σαν θέμα γνώμης.
Εν πάση περιπτώσει όπως προκύπτει και από την πρωτόδικη απόφαση, η εκτίμηση δεν ήταν λανθασμένη. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο κατά τον υπολογισμό του πληρωτέου ποσού έλαβε υπ΄ όψη τη μείωση της αξίας του πλοίου, τόσο για τα εξαρτήματα που είχαν αφαιρεθεί από το πλοίο, όσο και για τη ζημιά που αυτό είχε υποστεί κατά τη νεροποντή. Σχετική επί του σημείου για την επίδραση που πιθανόν να έχει η αξία των αντικειμένων που ασφαλίζονται για την υποχρέωση των ασφαλιστών να καταβάλουν το οφειλόμενο ποσό είναι και η απόφαση Economides v. Commercial Union Αssurance Co plc (1997) 3 All E.R. 636.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ακόμα ότι πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε καταλήγοντας ότι οι εφεσίβλητοι είχαν αποδείξει ότι κατά τη διάρκεια που το πλοίο βρισκόταν στο ναυπηγείο έγιναν διάφορες εργασίες συντήρησης. Ισχυρίζονται ότι δεν έχει δοθεί ικανοποιητική μαρτυρία σχετικά με το θέμα της συντήρησης του πλοίου. Η θέση αυτή ουσιαστικά ισοδυναμεί με τον ισχυρισμό ότι η απόδειξη συντήρησης του πλοίου δεν ισοδυναμεί με απόδειξη της ζημιάς που οι εφεσίβλητοι υπέστηκαν με αποτέλεσμα να χρειάζεται απόδειξη της ζημιάς, με τον τρόπο που πρέπει να αποδεικνύονται οι ειδικές ζημιές.
Το Δικαστήριο δέκτηκε ότι το πλοίο είχε καταστραφεί ολοσχερώς και η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται και από τη μαρτυρία της υπεράσπισης. Ο υπολογισμός της αξίας του πλοίου κατά το χρόνο της καταστροφής έγινε βάσει της μαρτυρίας ειδικών εμπειρογνωμόνων που κατέθεσαν, τόσο για τους ενάγοντες όσο και τους εναγόμενους. Το Δικαστήριο έχοντας υπ΄ όψη τη μαρτυρία επί του σημείου κατέληξε σε συγκεκριμένα συμπεράσματα ως προς την αξία του πλοίου κατά το χρόνο της καταστροφής του. Δεν φαίνεται από τη μαρτυρία ότι οι εφεσίβλητοι προσπάθησαν να παρουσιάσουν ότι η αξία του σκάφους αυξήθηκε με τη συντήρηση. Απλά η αναφορά στη συντήρηση του πλοίου έγινε με σκοπό την απόδειξη της διατήρησης της αξίας του, λόγω ακριβώς της συντήρησης.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ακόμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε δεχόμενο ότι οι εφεσίβλητοι τήρησαν τη συμβατική τους υποχρέωση να τους ειδοποιήσουν για την απώλεια μέσα σε 15 μέρες από το περιστατικό. Το Δικαστήριο δέκτηκε ότι η επιστολή του δικηγόρου των εναγόντων προς τους εναγόμενους ημερ. 3.5.1993, μια μόνο μέρα μετά το συμβάν, περιέχει όλα τα στοιχεία που προβλέπει ο σχετικός συμβατικός όρος. Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων που αφορούσε το θέμα
της απαίτησης. Κρίνουμε ότι ορθά θεωρήθηκε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν εκπληρώσει τις συμβατικές τους υποχρεώσεις και ότι οι εφεσείοντες ειδοποιήθηκαν έγκαιρα.Οι εφεσείοντες παραπονούνται επίσης ότι το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του Μ.Υ.2 Στ. Καραμοντάνη ότι το μεγάλωμα των αρμών και η οξύδωση των βίδων του πλοίου οφειλόταν στην κακή συντήρηση. Και ο λόγος αυτός αναφέρεται στα συμπέρασματα του δικαστηρίου για την αξιοπιστία της μαρτυρίας, όπου το Εφετείο σπάνια και μόνο κάτω από κάποιες προϋποθέσεις επεμβαίνει. Το Δικαστήριο έχοντας υπ΄ όψη όλη την ενώπιόν του μαρτυρία, όχι μόνο του Καραμοντάνη αλλά και των άλλων εμπειρογνωμόνων που κατέθεσαν, όπως για παράδειγμα του Χ. Μανώλη, κατέληξε σε συγκεκριμένα συμπεράσματα επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Δεν βρίσκουμε λόγο επέμβασης. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο προβαίνει σε ορισμένες σκέψεις για το λόγο της διάβρωσης μερών του πλοίου δεν δικαιολογεί την ακύρωση των συμπερασμάτων αυτών γιατί είναι φανερό ότι δεν είναι οι σκέψεις αυτές που οδήγησαν το Δικαστήριο στην απόρριψη της μαρτυρίας του κ. Καραμοντάνη.
Ο δέκατος λόγος δεν είναι ουσιαστικά χωριστός λόγος έφεσης αλλά σύνοψη των άλλων λόγων. Δεν νομίζουμε ότι απαιτείται ειδικότερη ανάλυσή του. Σαν αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω βρίσκουμε ότι η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Δ.
Δ.
Δ
/ΜΔ