ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 1 ΑΑΔ 856

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9334

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ Δ/στών

 

1. KOURIS DAM JOINT VENTURE

2. IMPRESIT - GIRALA - LODIGIANI IMPREGILO S.P.A.

3. ΙΩΑΝΝΟΥ & PARASKEVAIDES LIMITED

Eφεσείοντες/Εναγόμενοι

v.

Κυριάκου Γ. Πέττη

Εφεσίβλητου/ενάγοντος

 

----------------------

 

15.5.1998

Για τους εφεσείοντες: Κ. Δημητριάδης.

Για τους εφεσίβλητους: Κ. Ευσταθίου.

--------------------------

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος τραυματίστηκε ενώ εκτελούσε την εργασία του. Το πρωτόδικο δικαστήριο καταλόγισε το 75% της ευθύνης στους εφεσείοντες-εργοδότες του και το 25% στον ίδιο. Και επεδίκασε υπέρ του γενικές και ειδικές αποζημιώσεις. Οι εφεσείοντες αμφισβητούν κάθε πτυχή της πρωτόδικης απόφασης.

Η ευθύνη

Είναι παραδεκτό πως ο εφεσίβλητος κατέπεσε από ύψος τριών μέτρων για να "σουβλιστεί" κυριολεκτικά από σίδερο που προεξείχε προς τα άνω στη βάση. Βρισκόταν τότε στην κορυφή καλουπιού στη μέση ανοίγματος που είχε εκσκαφεί κατά μήκος της κοίτης του ποταμού Κούρρη. Θα κατασκευαζόταν σύραγγα και το καλούπι διέγραφε το τοίχωμά της. Κατ΄εκείνο το στάδιο των εργασιών, μεταξύ του καλουπιού και της απέναντι όχθης του ποταμού υπήρχε κενό και η πρόσβαση από και προς το καλούπι εξασφαλιζόταν από ξύλινο "μαδέρι" μήκους περίπου δυο μέτρων και πλάτους μόλις 6". Το οποίο απλώς εφαπτόταν, με κλίση μάλιστα, χωρίς άλλη σταθεροποίηση, από τη μιά στην όχθη της κοίτης και από την άλλη στο καλούπι ως στενή γέφυρα χωρίς οποιοδήποτε προστατευτικό στις πλευρές της. Είτε αυτή είτε και το ίδιο το καλούπι στη μέση της κοίτης.

Κατέθεσε ως προς τις περιστάσεις του ατυχήματος τοπογράφος που επίσης εργαζόταν εκεί και ο εφεσείων, ως κατασκευαστής ξυλοτύπων (καλουψιής) που του ανετέθη να τον βοηθήσει. Και σε σχέση με τη περιγραφή του χώρου, επιθεωρητής ασφάλειας στο Επαρχιακό Γραφείο Εργασίας Λεμεσού. Μάρτυρες ως προς αυτά από την πλευρά των εφεσειόντων δεν κλήθηκαν.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δέκτηκε εξ ολοκλήρου τη μαρτυρία του τοπογράφου. ΄Οπως και εκείνη του εφεσίβλητου αλλά με ορισμένες επιφυλάξεις, όπως σημείωσε, τις οποίες και προσδιόρισε. Παράπονο σε σχέση με αυτή την αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν έχει διατυπωθεί. Εκείνο που θεωρούν οι εφεσείοντες ως μεμπτό είναι η κατά την αντίληψή τους εκτροπή από τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν στην έκθεση απαιτήσεως και, συναφώς, η παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να καθορίσει το σημείο από το οποίο έπεσε ο εφεσίβλητος. Αν, όπως προσθέτουν, εθεωρείτο ότι έπεσε ενώ βρισκόταν στο καλούπι θα υπήρχε σύγκρουση προς την έκθεση απαιτήσεως αφού εκεί προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι έπεσε επειδή ταλαντεύθηκε το μαδέρι (πόντος) στο οποίο στεκόταν. Και άν εθεωρείτο πως έπεσε από το μαδέρι, αυτό θα ήταν αντίθετο προς τη μαρτυρία του τοπογράφου την οποία δέκτηκε.

Υποστηρίζουν επιπλέον ότι η απόφαση είναι εσφαλμένη γιατί το δικαστήριο "λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη του ότι ο ενάγων έπεσε ενώ προσπαθούσε να πατήσει στο σιδερένιο καλούπι το οποίο ήτο λαδωμένο" και ότι "το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι μόλις ο Μ.Ε.2 (τοπογράφος) κινήθηκε να φύγει από το ξύλινο καλούπι πατώντας πάνω στο μαδέρι ο ενάγων έκαμε 2 - 3 ασταθή βήματα και έπεσε, δεν είναι αρκετό για να επιρρίψει ευθύνη στους εναγομένους γιατί δεν υπήρχε ενώπιον του μαρτυρία, επεξήγηση ή δικαιολογία γιατί έκαμε ο ενάγων αυτά τα ασταθή βήματα, ούτε το Δικαστήριο καταλήγει σε οποιοδήποτε εύρημα ή αιτιολογία γι΄αυτό το θέμα". Τελικά, είναι ο ισχυρισμός των εφεσειόντων πως οτιδήποτε και να είχε συμβεί και εφόσον εθεωρείτο ότι είχαν ευθύνη θα έπρεπε να επιμεριστεί ψηλότερο ποσοστό συντρέχουσας αμέλειας στον εφεσίβλητο.

Ο εφεσίβλητος υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση. Αρνείται πως πάσχει για τους λόγους που αναφέρθηκαν και αποδίδει στους εφεσείοντες λανθασμένη αναφορά στα γεγονότα. ΄Οπως αναφέρεται, δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να τον εμφάνιζε να είχε προσπαθήσει να πατήσει στο σιδερένιο καλούπι το οποίο ήταν λαδωμένο. Αυτός ήταν ο ισχυρισμός που προβλήθηκε από τους εφεσείοντες στην υπεράσπισή τους, χωρίς όμως να υποστηριχθεί από μαρτυρία.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αναφέρθηκε δια μιας σε όλες τις σχετικές διαπιστώσεις του ως προς τα γεγονότα. ΄Ενα μέρος τους προκύπτει από το σημείο της απόφασης του στο οποίο προσδιορίζεται η συντρέχουσα αμέλεια του εφεσίβλητου. Και εξάγεται καθαρά από αυτό η διαπίστωση του Δικαστηρίου πως κατά το χρόνο της πτώσης ο εφεσίβλητος πατούσε στην άκρη του μαδεριού. Και αυτή η διαπίστωση βρίσκει πλήρες έρεισμα στη μαρτυρία του εφεσίβλητου χωρίς να βρίσκεται σε αντίθεση προς εκείνη του τοπογράφου. Ο τοπογράφος είδε τα ασταθή βήματα του εφεσίβλητου αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει την αιτία τους. Και είναι γεγονός ότι τοποθετούσε τον εαυτό του και τον εφεσίβλητο στο καλούπι. ΄Ομως βρίσκονταν και οι δύο σε πολύ περιορισμένο χώρο και το μαδέρι, όπως κατέθεσε, ήταν μέσα στα πόδια τους. Ο εφεσίβλητος κατέθεσε πως "έκαμε μια κλίση, υποχρεωτικώς έφυγε το πόδι μου από το μαδέρι". Και σε άλλο σημείο πως "το μαδέρι έπαιξε όταν ο ΜΕ2 εκινήθη για να φύγει" με αποτέλεσμα τα ασταθή βήματα και τη πτώση. Και επέμενε σ΄αυτή τη θέση παρά την έντονη αντεξέτασή του. Αυτή τη μαρτυρία τη δέκτηκε το πρωτόδικο δικαστήριο. Οι επιφυλάξεις αφορούσαν στον παράλληλο ισχυρισμό πως ήταν λαδωμένο το ξύλινο καλούπι όπως ήταν και στην προέκτασή του το σιδερένιο.

Σε συμφωνία με το πρωτόδικο δικαστήριο δεν διαπιστώνουμε απομάκρυνση από τις γραπτές αγορεύσεις. Ούτε διαπιστώσεις αντίθετες προς τη μαρτυρία ή που δεν στηρίζονται στη μαρτυρία.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά στις υποθέσεις Savvas Athanassiou v. Αttorney General of the Republic (1969) 1 CLR 160, Δήμος Λεμεσού ν. Χαραλάμπους (1989 1(Ε) 423, Στρατμάρκο Λτδ ν. Μιχαήλ (1989) 1(Ε) 453 Fysco v. Georghiou (1991) 1 AAΔ 1014 καταλόγισε στους εφεσείοντες παράλειψη παροχής ασφαλούς συστήματος εργασίας με αποτέλεσμα την έκθεση του εφεσίβλητου σε κίνδυνο. Και πραγματικά, η οργάνωση εργασίας σε τέτοιο ύψος, σε στενό χώρο, χωρίς προφύλαξη και με το μαδέρι αστερέωτο να εφάπτεται απλώς στις δυο βάσεις του και μάλιστα με κλίση, πολύ απέχει από όσα θα αναμένονταν για στοιχειώδη έστω ανταπόκριση στο καθήκον παροχής ασφαλούς συστήματος εργασίας. Προς αντιμετώπιση του εμφανούς κινδύνου μοιραίας πτώσης, όταν μάλιστα σκεφτούμε πως στον πυθμένα εκτείνονταν κάθετα τα σίδερα που αναφέρθηκαν. Αυτός ήταν κίνδυνος τον οποίο οι εφεσείοντες είχαν καθήκον να προλάβουν, δεν το έκαμαν και αναμφιβόλως έχουν ευθύνη.

Το πρωτόδικο δικαστήριο είδε και συντρέχουσα αμέλεια του εφεσίβλητου. ΄Οπως έκρινε, γνώριζε ότι ο χώρος ήταν περιορισμένος και πως το μαδέρι ήταν ασταθές. Και πάντως μπορούσε να αρνηθεί να ανέβει στο καλούπι μαζί με τον τοπογράφο. Υποστηρίζεται στο περίγραμμα της αγόρευσης του εφεσίβλητου πως δεν θα έπρεπε να του είχε καταλογιστεί οποιοσδήποτε βαθμός ευθύνης. Δεν έχει όμως προσβάλει ο ίδιος την απόφαση του πρωτόδικου δικαστήριου και δεν παρέχεται δυνατότητα για ανατροπή της προς όφελός του. Εκείνο στο οποίο θα περιοριστούμε είναι η διαπίστωσή μας πως η εισήγηση των εφεσειόντων πως σε κάθε περίπτωση ο καταμερισμός της ευθύνης τους αδικεί, είναι αβάσιμη.

Οι αποζημιώσεις

Το σίδερο διέτρησε τον εφεσίβλητο από την αριστερή μασχάλη ως το δεύτερο μεσοπλεύριο διάστημα στο εμπρόσθιο θωρακικό τοίχωμα, από το οποίο εξήλθε. Αυθημερόν, στις 18.11.85, μετακομίστηκε στο Νοσοκομείο Λεμεσού όπου κρατήθηκε για 14 μέρες, ως στις 2.12.85. Είχε τρυπηθεί ο αριστερός πνεύμονας και προκλήθηκε εμφύσημα με κίνδυνο για τη ζωή του. Που αντιμετωπίστηκε με την γρήγορη ιατρική επέμβαση. Χωρίς όμως και αποκατάσταση του πνεύμονα. Τμήμα των κυψελίδων του είχε καταστραφεί. Η έκπτυξη του πνεύμονα φαινόταν περιορισμένη και η αρχική εκτίμηση του γιατρού Ξηρού πως η επίπτωση ήταν μόνιμη, επιβεβαιώθηκε από τον ειδικό καρδιολόγο Αβρααμίδη που τον εξέτασε πέντε χρόνια αργότερα, στις 7.5.91. Ο γιατρός Αβρααμίδης διαπίστωσε σοβαρή πνευμονική ανεπάρκεια αποφρακτικού τύπου που οφειλόταν στο κάπνισμα αλλά και περιοριστικού τύπου που, σε μεγάλο βαθμό, οφειλόταν στο τραύμα χωρίς προοπτικές αποκατάστασης αλλά, αντίθετα, με κίνδυνο σταδιακής πρόκλησης ακόμα και καρδιακής ανεπάρκειας.

Είχε εκδηλωθεί κάποια διαφορά μεταξύ του γιατρού Αβρααμίδη και του γιατρού Γλ. Μιχαηλίδη που εξέτασε τον εφεσίβλητο εκ μέρους των εφεσειόντων το 1990 ως προς το βαθμό στον οποίο η πνευμονική ανεπάρκεια περιοριστικού τύπου οφειλόταν στο κάπνισμα ή στο τραύμα αλλά οι εφεσείοντες είχαν δεκτή, με ρητή δήλωσή τους, τη μαρτυρία του γιατρού Γ. Παπαδόπουλου που παρακολουθούσε τον εφεσίβλητο μετά την απόλυσή του από το Νοσοκομείο, από το Δεκέμβριο 1985. Θα αναφερθούμε εκτενέστερα σ΄αυτή τη δήλωση και στην επίπτωσή της γιατί διατυπώθηκε λόγος έφεσης σε σχέση με τη μαρτυρία του γιατρού Παπαδόπουλου.

Κατά τη διάρκεια της ακρόασης ο δικηγόρος του εφεσίβλητου αναφέρθηκε στην αδυναμία του γιατρού Παπαδόπουλου να προσέλθει ως μάρτυρας κατά την ημέρα εκείνη, αν και είχε κλητευθεί, επειδή είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση. Παρενέβη τότε ο δικηγόρος των εφεσειόντων και πρότεινε πρακτική λύση. Είχε ακουστεί η υπόθεση ενώπιον άλλου δικαστή ο οποίος όμως αφυπηρέτησε χωρίς να εκδώσει απόφαση. Διεξαγόταν, συνεπώς, νέα ακρόαση εξ΄ αρχής αλλά υπήρχαν τα πρακτικά της κατάθεσης του γιατρού Παπαδόπουλου στην πρώτη διαδικασία. Δήλωσε, λοιπόν, ότι αποδέχεται τη μαρτυρία του όπως ήταν καταγραμμένη και πρότεινε πως αν αυτό γινόταν δεκτό, δεν θα χρειαζόταν να κλητευθεί ο γιατρός εκ νέου. Συμφώνησε και ο δικηγόρος του εφεσίβλητου και η κατάθεση του γιατρού κατατέθηκε ως τεκμήριο.

Παραπονούνται τώρα οι εφεσείοντες για την αποδοχή αυτή της κατάθεσης. Λέγουν πως το πρωτόδικο δικαστήριο ανεπίτρεπτα δέκτηκε αυτή τη μαρτυρία αφού δεν είχε την ευκαιρία να ακούσει το μάρτυρα και να αξιολογήσει τη μαρτυρία του. Μας προκαλεί έκπληξη αυτή η στάση των εφεσειόντων. Και βρίσκουμε αιτιολογημένη την αντίδραση του εφεσίβλητου που τους παραπέμπει σε όσα εκείνοι πρότειναν.

Δεν είχε κατατεθεί η μαρτυρία για να αντιπαρατεθεί προς άλλη και να αξιολογηθεί με ζητούμενο το κατά πόσο θα γινόταν, τελικά, δεκτή και σε ποιο βαθμό ως ανταποκρινόμενη στην αλήθεια. Εκείνο που σήμαινε η κατάθεσή της ήταν πως το περιεχόμενό της ήταν παραδεκτό. Η ρητή και ανεπιφύλακτη δήλωση των εφεσειόντων και η επακόλουθη του εφεσίβλητου, στη βάση των οποίων τροχιοδρομήθηκε η πορεία, συνιστούσαν παραδοχή όσων περιλάμβανε η κατάθεση, ως γεγονότων. Παραδοχή η οποία τους δεσμεύει ως προς αυτά. Μεταξύ των οποίων, και το ότι η περιοριστικού τύπου αναπνευστική ανεπάρκεια οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στο τραύμα. Και το ότι η αδυναμία του εφεσίβλητου ήταν ουσιαστική και η κατάστασή του θα χειροτέρευε με συνεχή επιβάρυνση της πνευμονικής κυκλοφορίας. Επίσης το ότι, πλέον, ο εφεσίβλητος θα μπορούσε να κάμνει μόνο καθιστική εργασία, όπως άλλωστε κατάθεσαν και οι άλλοι γιατροί. Μαζί με αυτά, κατά την υπόλοιπη ιατρική μαρτυρία, παρέμεινε μόνιμο κατάλοιπο από τον τραυματισμό και την επώδυνη ωμοαρθρίτιδα που προκλήθηκε, που εκδηλωνόταν με περιορισμό των κινήσεων του βραχίονα.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά στα τραύματα, τις επιπτώσεις τους, την αγωνία της απαγκίστρωσης, "ξεσούβλισμα" όπως το χαρακτήρισε από τη σιδερένια ράβδο, το επώδυνο της ανάρρωσής του και τα όσα απέμειναν, καθόρισε ως γενικές αποζημιώσεις το ποσό των £7.000. Στο τέλος της απόφασής του, κατά τον υπολογισμό του ποσού που θα έπρεπε να επιδικαστεί ενόψει της συντρέχουσας αμέλειας του εφεσίβλητου, αναφέρθηκε σε £6.000 και εξέδωσε απόφαση πάνω σ΄αυτή τη βάση. Για να θέτουν τώρα θέμα οι εφεσείοντες, ισχυριζόμενοι πως η αναφορά σε £7.000 ήταν λανθασμένη. Πράγματι είχε γίνει λάθος αλλά αυτό αφορούσε στην αναφορά σε £6.000. Και όπως ξεκαθάρισε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου, αυτό διορθώθηκε ως γραφικό από το Δικαστήριο μετά από αίτησή τους. Και οι εφεσείοντες όχι μόνο δεν είχαν αναφερθεί, όπως θα όφειλαν, σ΄αυτή την εξέλιξη αλλά ούτε και πρόσφεραν κάποια εξήγηση.

Το δεύτερο παράπονο ως προς το θέμα των γενικών αποζημιώσεων, αφορούσε στο ύψος του ποσού. Κατά τη γνώμη των εφεσειόντων οτιδήποτε πέραν των £4.000 είναι υπερβολικά ψηλό. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Το ποσό που καθορίστηκε ήταν μάλλον χαμηλό.

Το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε ειδικές αποζημιώσεις ως ακολούθως:

Για 8½ μήνες ολική απώλεια απολαβών προς £280 μηνιαίως και για 98 μήνες μερική απώλεια προς £100 μηνιαίως, μείον 25%, £9.135. Για απώλεια μελλοντικών απολαβών, επί δυο χρόνια απο τη δίκη, προς £750 το χρόνο, μείον 25%, £1,125. Για ιατρικά έξοδα συνολικού ύψους £1.034, μείον 25%, £775,50σ.

Μεγάλο μέρος των ειδικών ζημιών δεν καλυπτόταν από την απαίτηση η οποία είχε καταχωριστεί το 1987. Είχε προσαχθεί η μαρτυρία όμως χωρίς ένσταση, το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε το γεγονός, ξεχώρισε τα ποσά από αυτή την άποψη και για όσα δεν καλύπτονταν εξέδωσε απόφαση υπό τον όρο ότι θα καταχωρείτο τροποποιημένη έκθεση απαίτησης.

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν τα πάντα. Για την ολική απώλεια απολαβών ισχυρίζονται πως δεν υπήρχε μαρτυρία για οποιαδήποτε περίοδο ανικανότητας πέραν των 4½ μηνών. Για την μερική απώλεια απολαβών λέγουν πως η κακή κατάσταση της υγείας του εφεσίβλητου οφειλόταν στο κάπνισμα και όχι στον τραυματισμό του. Για το ποσό των £100 μηνιαίως ως μερική απώλεια απολαβών ισχυρίζονται πως δεν εναρμονίζεται προς τις £750 που καθορίστηκε ως η ετήσια μελλοντική του απώλεια. Καταλογίζουν σύγχυση ως προς τις ημερομηνίες και τα διαστήματα της ολικής με την μερική απώλεια απολαβών και υποστηρίζουν πως επιδικάστηκαν αποζημιώσεις χωρίς μαρτυρία πως ο εφεσίβλητος, που ήταν 58 ετών κατά το χρόνο του δυστυχήματος, θα είχε τη δυνατότητα να εργαστεί πέραν του 60 έτους της ηλικίας του ή της ηλικίας αφυπηρέτησης των καλουψιήδων. Και υποστηρίζουν πως έστω και αν ακόμη άσκησε ορθά το Δικαστήριο τη διακριτική του εξουσία για αποζημιώσεις και για όσα δεν καλύπτονταν από την έκθεση απαίτησης, θα έπρεπε να είχε διαταχθεί να υποβληθεί αίτηση για τροποποίηση.

Είναι γεγονός ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι διατυπωμένη με τρόπο ελλειπτικό. Αλλά μια προσεκτική ανάγνωση θα απέτρεπε τους εφεσείοντες από του να προβάλουν τη σειρά των αβάσιμων, όπως κρίνουμε, ισχυρισμών που πρόβαλαν. Η περίοδος των 8½ μηνών της ολικής ανικανότητας καλύπτεται από την παραδεκτή κατάθεση του γιατρού Παπαδόπουλου που ήταν τότε ο θεράπων γιατρός του εφεσίβλητου. Στα περί την αιτία της κατάστασης του εφεσίβλητου μετά το δυστύχημα και τις επιπτώσεις στη δυνατότητα του να εργαστεί, έχουμε αναφερθεί και δεν χρειάζεται να επανέλθουμε.

Aυτός καθ΄εαυτός ο υπολογισμός των £100 δεν αμφισβητήθηκε και το γεγονός ότι, ως προς την μελλοντική απώλεια υπολογίστηκε μικρότερο ποσό, αιτιολογήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ειδικά. Δεν διαπιστώνουμε σύγχυση στην πρωτόδικη απόφαση και οι ισχυρισμοί για αποζημίωση που θα κάλυπτε 11 χρόνια, παραγνωρίζει πως κατά το χρόνο της εκδίκασης της αγωγής τα 9 χρόνια είχαν ήδη παρέλθει. Και ήταν η μαρτυρία, όχι μόνο του εφεσίβλητου αλλά και των γιατρών που τον εξέτασαν σε διάφορες περιόδους, πως ήταν το πνευμονικό πρόβλημα και η κατάσταση του ώμου του που επηρέαζαν τη δυνατότητά του να εργαστεί ως καλουψιής. Το δε πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά τον καθορισμό του μειωμένου ποσού των £100 μηνιαίως, το οποίο επαναλαμβάνουμε δεν αμφισβητήθηκε με αναφορά σε άλλες παραμέτρους, έλαβε υπόψη, όπως σημειώνει, και "το γεγονός της αυξήσεως της ηλικίας στα όρια της συντάξεως". Είναι πάντως σχετική επί του προκειμένου η υπόθεση S. Poullou ν. S. Constantinou (1973) 1 CLR 177 πως ο χρόνος της συνταξιοδότησης δεν σηματοδοτεί από μόνος του και αυτομάτως το τέλος της εργασιακής ζωής. (Βλ. συναφώς και την υπόθεση Τelemachou v. Papakyriakou (1986) 1 CLR 705 στη σελ. 723). Δεν μπορούμε, λοιπόν, να θεωρήσουμε πως, στη βάση των δεδομένων, τεκμηριώνεται ο σχετικός λόγος έφεσης, όπως είναι διατυπωμένος. Βεβαίως θα μπορούσε να συζητηθεί πως η χρησιμοποίηση συντελεστή 1 στην περίπτωση, θα ήταν ίσως η πιο κατάλληλη. ΄Ομως δεν νομίζουμε πως παρέχεται περιθώριο επέμβασης πολύ λιγότερο αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενόψει ακριβώς της ηλικίας του εφεσίβλητου και άλλων παραγόντων που προσδιόρισε, μείωσε τον πολλαπλασιαστέο. ΄Οπως έχει αναφερθεί, υπολόγισε απώλεια για μελλοντικές απολαβές όχι πάνω στη βάση των £100 μηνιαίως αλλά πάνω στη βάση του μειωμένου ποσού των £750 ετησίως. Ως προς δε τα ποσά που δεν καλύπτονταν από την έκθεση απαίτησης, ο χειρισμός που έγινε είναι εναρμονισμένος προς τη νομολογία πάνω στο θέμα, όπως αυτή συνοψίζεται στην υπόθεση Fysco v. Georghiou (ανωτέρω).

Εγείρεται ένα τελευταίο θέμα. Λέγουν οι εφεσείοντες πως η απόφαση πρέπει να παραμεριστεί για να επανεκδικαστεί η υπόθεση, 13 χρόνια μετά το δυστύχημα, επειδή χρειάστηκαν ένας χρόνος για τη συμπλήρωση της ακρόασης και δέκα μήνες για την έκδοση της απόφασης. Αυτή η καθυστέρηση, όπως υποστηρίζουν, θέτει υπό αμφισβήτηση το τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξιολόγηση των λεπτομερειών της μαρτυρίας τους. Είναι εντελώς αστήρικτος ο ισχυρισμός. Δεν θέλουμε να πούμε πως δεν θα αναμέναμε γρηγορότερη εκδίκαση και έκδοση της απόφασης. Αλλά κάθε άλλο παρά ο χρόνος που παρήλθε, και μάλιστα αφ΄εαυτού, οδηγεί στα συμπεράσματα που εισηγούνται οι εφεσείοντες. Δεν νομίζουμε πως τα περιστατικά δικαιολογούν να επεκταθούμε. Πέραν από του να σημειώσουμε πως η εισήγηση δεν συνοδεύτηκε με αναφορά στις υποθέσεις Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 (Α) ΑΑΔ 512, Μακρή και άλλοι ν. Χ"Ευαγγέλου (1993) 1 ΑΑΔ 203 και Κυριακή Σ. Αθανασίου και Νεόφυτος Αθανασίου ν. Αντώνη Κουνούνη Πολιτική ΄Εφεση 9041 ημερομηνίας 29.5.97, πού αφορούν στο θέμα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.

 

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

 

/Μσι.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο