ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 1 ΑΑΔ 767

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9853

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΠΙΚΗ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΔΔ.

 

Συμεών Καράλουκας,

Εφεσείων-εναγόμενος,

- ν -

Νεόφυτου Α. Πάρπα,

Εφεσίβλητος-ενάγων.

- - - - - -

30 Απριλίου, 1998.

Για τον εφεσείοντα: κ. Α. Δικηγορόπουλος.

Για τον εφεσίβλητο: κ. Ι. Αβρααμίδης.

- - - - - -

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Α. Κραμβής.

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Στις 31 Αυγούστου 1989 συγκρούστηκαν μεταξύ τους το αυτοκίνητο αρ. εγγραφής GQ 20 (το αυτοκίνητο) και το τράκτορ με συρόμενη καρότσα αρ. εγγραφής UE 682 (το τράκτορ). Οδηγός του τράκτορ ήταν ο εφεσείων και οδηγός του αυτοκινήτου ο εφεσίβλητος. Το δυστύχημα έγινε στη διασταύρωση του κύριου δρόμου Λευκωσίας - Παλαιχωρίου με τους δρόμους Μαλούντας και Αγροκηπιάς αντίστοιχα.

Ο εφεσίβλητος οδηγούσε το αυτοκίνητο στον κύριο δρόμο Λευκωσίας - Παλαιχωρίου με κατεύθυνση προς Παλαιχώρι. Ο εφεσείων ερχόταν από Αγροκηπιά με κατεύθυνση προς τον κύριο δρόμο Λευκωσίας - Παλαιχωρίου και με πρόθεση να μεταβεί στη Μαλούντα. Η συμβολή του δρόμου Αγροκηπιάς με τον κύριο δρόμο Λευκωσίας - Παλαιχωρίου (ο κύριος δρόμος) είναι στα δεξιά σε σχέση με την κατεύθυνση του εφεσίβλητου και ελέγχεται με αλτ.

Η εκδοχή του εφεσείοντα είναι ότι σταμάτησε στο αλτ και από εκεί ήλεγξε τον κύριο δρόμο προς τις δυο κατευθύνσεις. Οταν διαπίστωσε πως δεν υπήρχε τροχαία κίνηση και ότι ο κύριος δρόμος ήταν ελεύθερος, άρχισε να διασταυρώνει. Προτού το τράκτορ διαπεράσει καθόλο το μήκος του τη γραμμή του αλτ, άκουσε την παρακαθήμενη γυναίκα του να του φωνάζει "έτο αυτοκίνητο πάνω μας". Πάτησε αμέσως φρένα και το τράκτορ ακινητοποιήθηκε πίσω από τη γραμμή του αλτ όπου έγινε και η σύγκρουση των δύο οχημάτων.

Η εκδοχή του εφεσίβλητου είναι ότι ενώ βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την πάροδο προς την Αγροκηπιά είδε ξαφνικά το τράκτορ να εισέρχεται στον κύριο δρόμο χωρίς να σταματά στο αλτ. Για να αποφύγει την σύγκρουση με το τράκτορ, έκαμε ελιγμό προς τα δεξιά για να υπερκεράσει το τράκτορ από το πίσω μέρος. Η προσπάθεια του απέτυχε και το αυτοκίνητο συγκρούστηκε πρώτα στον πίσω αριστερό τροχό του τράκτορ και στη συνέχεια στην καρότσα που ρυμουλκούσε.

Το πρωτόδικο δικαστήριο καταλόγισε στον εφεσείοντα αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα. Το δικαστήριο επιδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα γενικές και ειδικές αποζημιώσεις ύψους ΛΚ56670 για τις σωματικές βλάβες, ζημιές, απώλειες κλπ τις οποίες υπέστη ο εφεσίβλητος συνεπεία του δυστυχήματος, πλέον τόκους και έξοδα. Η ανταπαίτηση του εφεσείοντα απορρίφθηκε.

Κατά την ώρα του δυστυχήματος επέβαιναν στο αυτοκίνητο του εφεσίβλητου οι Ιωάννης Κ. Ιωάννου και Αδάμος Πάρπας οι οποίοι κατέθεσαν για τις συνθήκες του ατυχήματος. Η μαρτυρία του εφεσίβλητου και των συνεπιβατών του αποτέλεσε την βάση των ευρημάτων του δικαστηρίου που αναφέρονται στις πραγματικές συνθήκες του ατυχήματος. Πρόκειται για μαρτυρία ταυτόσημη στα ουσιώδη σημεία της η οποία κρίθηκε από το δικαστήριο ως αξιόπιστη. Η αξία του σχεδίου της σκηνής του δυστυχήματος συνεκτιμήθηκε με την υπόλοιπη μαρτυρία και το περιεχόμενο του σχεδίου κρίθηκε ότι συνάδει με την εκδοχή του εφεσίβλητου. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέδωσε στο σχέδιο την πρέπουσα βαρύτητα και σημασία. Βλ. Ioannides v. Kyriacou (1988) 1 CLR 639.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη και τη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή της σκηνής του δυστυχήματος ο οποίος κατέθεσε ότι ενόσω το τράκτορ βρισκόταν στην πάροδο δεν ήταν ορατό από τον κύριο δρόμο σύμφωνα με την κατεύθυνση του εφεσίβλητου γιατί η ορατότητα εμποδιζόταν από σειρά δέντρων που βρίσκονταν στην αριστερή πλευρά της παρόδου μέχρι τη γραμμή του αλτ.

Το πρωτόδικο δικαστήριο μετά από εκτενή αναφορά στο σύνολο της μαρτυρίας την οποία αξιολόγησε, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:

(1) Ενώ το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου βρισκόταν σε απόσταση 20 μέτρων περίπου από τη διασταύρωση όπου η δεξιά πάροδος οδηγεί προς την Αγροκηπιά, εισήλθε στον κύριο δρόμο το τράκτορ του εφεσείοντα χωρίς αυτό να σταματήσει προηγουμένως στο αλτ και προχώρησε για να περάσει απέναντι.

(2) Ο εφεσείων δεν αντελήφθηκε την παρουσία του αυτοκινήτου που ερχόταν από τα αριστερά και αντέδρασε μόνο όταν του φώναξε η σύζυγός του ότι ερχόταν αυτοκίνητο.

(3) Το μπροστινό μέρος του τράκτορ κατά την ώρα της σύγκρουσης βρισκόταν στο κέντρο ή και πέρα από το κέντρο του δρόμου. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σ΄ αυτό το συμπέρασμα αφού έλαβε υπόψη ότι:

(α) τροχοπεδούν μόνο οι μπροστινοί τροχοί του τράκτορ,

(β) το μήκος του τράκτορ είναι 3.20 μέτρα,

(γ) η γραμμή του αλτ είναι κατά ένα μέτρο πιο πίσω από τη νοητή γραμμή του κύριου δρόμου,

(δ) το σημείο της σύγκρουσης είναι 90 εκ. εντός του κύριου δρόμου,

(ε) η πρώτη επαφή των δυο οχημάτων ήταν στον πίσω αριστερό του τράκτορ.

Η θέση του εφεσείοντα είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει τη μαρτυρία στο σύνολό της και των γεγονότων που έχουν την βαρύνουσα σημασία και ότι αποδέχθηκε αντιφατική μαρτυρία και/ή μαρτυρία ασυμβίβαστη με την πραγματική μαρτυρία και/ή τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα. Ο εφεσείων διατείνεται επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη στην κατανομή ευθύνης χωρίς αποδεκτή ή οποιαδήποτε αιτιολογία και ότι κατέληξε σε συμπεράσματα με βάση ανακριβή γεγονότα.

Ο εφεσείων πρωτόδικα και κατ΄ έφεση, πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος ήταν η υπό του εφεσίβλητου αμελής οδήγηση του αυτοκινήτου στη δεξιά πλευρά του δρόμου καθώς και η παράλειψη του εφεσίβλητου να ασκήσει έγκαιρα και/ή καθόλου την πρέπουσα υπό τις περιστάσεις παρατηρητικότητα. Η θέση αυτή του εφεσείοντα είναι παντελώς ανεδαφική. Η σύγκρουση των δύο οχημάτων έγινε στον κύριο δρόμο γεγονός το οποίο αποκαλύπτει αφ΄ εαυτού πως το τράκτορ με τη συρόμενη καρότσα δημιούργησαν κατάσταση απόφραξης του κύριου δρόμου. Το γεγονός ότι η σύγκρουση έγινε προς τη δεξιά πλευρά του δρόμου σε σχέση με την κατεύθυνση του αυτοκινήτου καθόλου δεν διαφοροποιεί την αποκλειστική ευθύνη του εφεσείοντα εφόσον κατά την εκτίμηση του συνόλου της μαρτυρίας το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι το τράκτορ δεν ήταν ορατό από τον κύριο δρόμο λόγω των δέντρων που εμπόδιζαν την ορατότητα, ότι το τράκτορ εισήλθε από την πάροδο στον κύριο δρόμο χωρίς να σταματήσει στο αλτ, ότι το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την πάροδο κατά την ώρα της εξόδου του τράκτορ στον κύριο δρόμο και ότι η ενέργεια του εφεσίβλητου να οδηγήσει το αυτοκίνητο προς τα δεξιά για να αποφύγει τη σύγκρουση με το τράκτορ ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις και την αγωνία της στιγμής. Βλ. Adamis v. Heracleous (1982) 1 CLR 746 και Κυριάκου ν. Φιλίππου (1992) 1 ΑΑΔ (Α) 642.

Επέμβαση με τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου χωρεί μόνο όπου εξ αντικειμένου αυτά καταφαίνονται ως ανυπόστατα. Βλ. Νεάρχου ν.Χαραλάμπους (1991) 1 ΑΑΔ 954, 962, Πάφος Στόουν Εστέϊτς Λτδ κα ν. Βαλαωρίτη κα, Πολ. Εφεση 9263/25.2.97 και Αθανασίου ν. Κουνούνη, Πολ. Εφεση 9041/29.5.97.

Στην προκείμενη περίπτωση τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που αναφέρονται στις συνθήκες του ατυχήματος υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο με προσοχή αξιολόγησε και έκρινε ως αξιόπιστη. Υποστηρίζονται επίσης και από το σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος το περιεχόμενο του οποίου είναι αναντίλεκτο. Η πραγματική μαρτυρία, καθώς λέχθηκε στην Ευαγγέλου ν. Γιαννακού (1992) 1 ΑΑΔ (Β) 1243.

"..... συνιστά αμετακίνητο οδηγό του οδικού ατυχήματος γιατί του ιχνηλατεί τα περιστατικά του και γνώμονα για την κρίση της αξιοπιστίας και έλεγχο της ακρίβειας της προφορικής μαρτυρίας αναφορικά με τις συνθήκες που το περιβάλλουν."

 

Η μαρτυρία του εφεσείοντα περιέχει σημεία σύγκλισης προς την εκδοχή του εφεσίβλητου. Αξίζει, να παραθέσουμε αυτούσιο ένα απόσπασμα της μαρτυρίας του εφεσείοντα:

"............... ξεκίνησα με την κυρία μου και ερχόμασταν σπίτι μας στο συνοικισμό της Μαλούντας. Είμαστε από τον Μαραθόβουνο. Πρέπει να διασταυρώσουμε τον δρόμο εκείνο να πάμε σπίτι μας. Οσο και ήρθα εκεί κάτω σταμάτησα. Δίκλεισα αριστερά ποδά που είναι το γεφύρι και δεν είχε οχήματα. Μετά δίκλεισα δεξιά που έρχονται τα οχήματα που το Παλαιχώρι κατά τη Λευκωσία. Δίπλα μου καθόταν και η γυναίκα μου. Μόλις ήρθαμε στο αλτ σταματήσαμε και έκαμε απότομες τες στροφές που είδα. Οσον και έβαλα να ξεκινήσω και εμπήκε περίπου το μισό τράκτορ μέσα στο δρόμο λέει μου η γυναίκα μου "έτο αυτοκίνητο πάνω μας" και πάτησα στόπερ εγώ. Το μισό τράκτορ μπήκε μέσα που τη γραμμή την πρώτη του αλτ. Οπου σταματήσαμε. Το ερχόμενο αυτοκίνητο κρατούσε την αντίθετη, έρχετουν καταπάνω μας. Εφκήκε μέσα στο δρόμο της Αγροκηπιάς έδωσε μου πάνω στο ριμς, πάνω στο λάστιχο το μεγάλο στο αριστερό μέρος του αυτοκινήτου. Φεύγοντας το αυτοκίνητο που το ριμς έδωσε πάνω σε μια αμαξού που παίρνω μπάλες οι τροφές των ζώων. Που το κτύπος εγύρισε μου το τράκτορ προς τη Λευκωσία ................. "

 

 

Η γενική αρχή είναι ότι οι οδηγοί στον κύριο δρόμο έχουν προτεραιότητα για τη χρήση του δρόμου η οποία πρέπει να γίνεται σεβαστή από τους οδηγούς που προσεγγίζουν τον κύριο δρόμο από πάροδο. Αριστοδήμου ν. Πέτρου (1995) 1 ΑΑΔ 980 και Χριστοδούλου ν. Μπίλλη Πολ. Εφεση 9502/30.1.98.

Γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος ήταν η ενέργεια του εφεσείοντα να οδηγήσει το τράκτορ από την πάροδο στον κύριο δρόμο χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές να το πράξει αποκόπτοντας την ελεύθερη πορεία του αυτοκινήτου θέτοντας έτσι σε κίνδυνο τον εφεσίβλητο χωρίς ο τελευταίος να είχε καθήκον υπό τις περιστάσεις να λάβει αποτρεπτικά μέτρα πριν από την εκδήλωση του κινδύνου. Βλ. Παπαχριστοδούλου ν. Χατζηνεοφύτου (1991) 1 ΑΑΔ 426.

Η μικρή απόσταση που χώριζε τα δυο οχήματα κατά την ώρα που το τράκτορ παρεμβλήθηκε στην πορεία του εφεσίβλητου ήταν τέτοια που ουσιαστικά εκμηδένιζε κάθε δυνατότητα του εφεσίβλητου για λήψη αποτελεσματικών μέτρων αποφυγής της σύγκρουσης. Ο πρωτόδικος δικαστής με γνώμονα το δίκαιο, τη λογική και την κοινή εμπειρία ορθά αποτίμησε τα γεγονότα και περιστάσεις του δυστυχήματος και δίκαια έκρινε ότι η ευθύνη για το δυστύχημα βαρύνει εξ ολοκλήρου τον εφεσείοντα.

Αίτημα του εναγόμενου-εφεσείοντα για επανάκληση του αστυνομικού εξεταστή Χ. Χρυσάνθου για περαιτέρω αντεξέταση επί του θέματος της ορατότητας και των ιχνών τροχοπέδησης απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο. Κατά την προώθηση του αιτήματος ο συνήγορος του εφεσείοντα ανέφερε πως είχαν προκύψει στοιχεία από τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα μάρτυρα υπεράσπισης Κ. Τζιρκαλλή, τα οποία, αν γνώριζε από την αρχή, θα έκαμνε διαφορετική αντεξέταση του μάρτυρα αστυνομικού Χ. Χρυσάνθου.

Το αίτημα υποβλήθηκε μετά που έκλεισε την υπόθεσή του ο ενάγων (εφεσίβλητος) και μετά την κατάθεση τεσσάρων μαρτύρων που κλήθηκαν από τον εφεσείοντα. Το αίτημα για επανακλήτευση του μάρτυρα ορθά απορρίφθηκε εφόσον ο εφεσείων απέτυχε να θέσει ενώπιον του δικαστηρίου σοβαρό λόγο που να δικαιολογούσε την έγκριση του αιτήματος κατά το προχωρημένο εκείνο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας. Τα θέματα της ορατότητας και των ιχνών τροχοπέδησης ήταν θέματα συναφή προς τα επίδικα και οπωσδήποτε δεν ηγέρθησαν ex improviso και ούτε επρόκειτο για τυπικά θέματα. Κρίνουμε πως δεν συντρέχει λόγος παρέμβασης μας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου επί του συγκεκριμένου αυτού θέματος. Βλ. Savoullas v. Loucas (1979) 1 CLR 336. Kατά συνέπεια ο λόγος έφεσης που άπτεται αυτού του θέματος απορρίπτεται.

Ανεπιτυχής κρίνεται και ο λόγος έφεσης ο οποίος αναφέρεται στην κατάθεση φακέλου ποινικής υπόθεσης προς απόδειξη παραδοχής του ενάγοντα. Το πρωτόδικο δικαστήριο επέτρεψε την κατάθεση φακέλου ποινικής υπόθεσης προς απόδειξη παραδοχής του ενάγοντα για διάπραξη τροχαίου ποινικού αδικήματος τα γεγονότα του οποίου ταυτίζονται με τα γεγονότα της υπό συζήτηση υπόθεσης. Η μαρτυρία είναι αποδεκτή μόνο εναντίον του προσώπου το οποίο έκανε την παραδοχή και η αποδεικτική της αξία αποτιμάται από το δικαστήριο σε συνάρτηση προς τα γεγονότα που στοιχειοθετούν το αστικό αδίκημα. Βλ. Πουρίκκος ν. Βασιλείου (1993) 1 ΑΑΔ 256 και Χ"Ιωάννου ν. Μπουκάριος (1995) 1 ΑΑΔ 131. Στην προκείμενη περίπτωση η παραδοχή του εφεσείοντα έγινε αποδεκτή και συνεκτιμήθηκε μέσα στα πιο πάνω πλαίσια.

Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης καθόσον αφορά το ύψος των γενικών αποζημιώσεων για απώλεια μελλοντικών απολαβών που έχουν επιδικασθεί υπέρ του εφεσίβλητου. Ο εφεσίβλητος κατά τον χρόνο του δυστυχήματος ήταν 27 χρόνων και εργαζόταν ως οικοδόμος στην εταιρεία Χαρίλαος Αποστολίδης και Σία. Οι απολαβές από την εργασία του ήταν £80,40 εβδομαδιαίως. Το ύψος των απολαβών του εφεσίβλητου καθώς και το ότι κατά τους πρώτους έξι μήνες μετά το δυστύχημα ήταν ανίκανος για εργασία είναι γεγονότα αδιαμφισβήτητα. Με βάση αυτά τα δεδομένα το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά υπολόγισε τις απώλειες του εφεσίβλητου για τη συγκεκριμένη αυτή χρονική περίοδο στο ποσό των £2100.

Αναφορικά με τις απώλειες του εφεσίβλητου για την περίοδο που άρχιζε μετά τους πρώτους έξι μήνες της πλήρους ανικανότητας μέχρι την έναρξη της ακρόασης της υπόθεσης τον Οκτώβρη του 1993 και μέχρι τη συμπλήρωση της ακρόασης τον Φεβράρη του 1996, περίοδος κατά την οποία η ικανότητα του εφεσίβλητου για εργασία ήταν μειωμένη, ο εφεσίβλητος εργαζόταν σε άλλη εργασία και το εισόδημά του κυμαινόταν μεταξύ £30 και £50 εβδομαδιαίως. Δοθέντος ότι το εισόδημα του εφεσίβλητου πριν το δυστύχημα ήταν £80 εβδομαδιαίως το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά υπολόγισε την απώλεια του εφεσίβλητου μέχρι τον Οκτώβρη 1993 στο ποσό των £170.- μηνιαίως ήτοι, Μάρτης 1990 μέχρι Ιούνιο 1993 συνολικά 40 μήνες προς £170.- μηνιαίως, σύνολο £6800.-.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έχοντας ως υπόβαθρο αξιόπιστη μαρτυρία ότι οι ακαθάριστες απολαβές των ειδικευμένων οικοδόμων για την περίοδο από Οκτώβρη 1993 μέχρι Μάϊο 1995 ήταν £127.- εβδομαδιαίως ορθά υπολόγισε ότι ο εφεσίβλητος θα μπορούσε να είχε από τα μέσα του 1993 καθαρές απολαβές της τάξης των £100.- εβδομαδιαίως ή των £440.- περίπου το μήνα μέχρι τη συμπλήρωση της ακρόασης το Φεβράρη του 1996. Ετσι οι απώλειες του εφεσίβλητου υπολογίστηκαν από τον Ιούλιο 1993 μέχρι το Φεβράρη 1996 ήτοι, 32 συνολικά μήνες προς £260.- μηνιαίως σύνολο £8320. Το σύνολο της απώλειας για την περίοδο από Μάρτη 1990 μέχρι Φεβράρη 1996 συμποσούται στις £15120.

Το τελευταίο μέρος του υπολογισμού των αποζημιώσεων για απώλεια μελλοντικών απολαβών στις οποίες δικαιούται ο εφεσίβλητος υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων αφορά την περίοδο η οποία αρχίζει μετά το Φεβράρη 1996 που συμπληρώθηκε η ακρόαση της υπόθεσης. Σχετικά με αυτή τη πτυχή του θέματος ο πρωτόδικος δικαστής επέλεξε τη μέθοδο προσδιορισμού του κατάλληλου πολλαπλασιαστή. Αντλησε καθοδήγηση από τη νομολογία η οποία αναφέρεται στο θέμα και ορθά προσδιόρισε ότι ο κατάλληλος υπό τις περιστάσεις πολλαπλασιαστής είναι ο αριθμός 10.

Ο καθορισμός του συγκεκριμένου αριθμού ο οποίος θα αποτελέσει τον πολλαπλασιαστή είναι έργο του δικαστηρίου. Βλ. Fysko Constructing Co Ltd v. Γεωργίου (1991) 1 ΑΑΔ 1014. Η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου είναι εν προκειμένω ευρεία. Βλ. Mc Gregor on Damages, 13η έκδοση, σελ. 803, παρ. 1176, υπό τον τίτλο "Calculation of multiplier". Οσο πιο μικρή είναι η ηλικία του ενάγοντα τόσο μεγαλύτερος πρέπει να είναι ο πολλαπλασιαστής, η ηλικία συνταξιοδότησης, η κατάσταση της υγείας του, οι προοπτικές εργοδότησης, κατά πόσο παίρνει ή δεν παίρνει σύνταξη κλπ είναι παράγοντες οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη στη διεργασία προσδιορισμού του κατάλληλου πολλαπλασιαστή.

Στην προκείμενη περίπτωση ο πρωτόδικος δικαστής καθορίζοντας τον πολλαπλασιαστή στον αριθμό 10 ορθά έλαβε υπόψη την ηλικία των 34 ετών του εφεσίβλητου κατά το χρόνο της δίκης. Βλ. Ιoannou & Paraskevaides (Οverseas) Ltd v. Christofi (1982) 1 CLR 789, Χατζηχριστοφόρου ν. Αταλιανή (1992) 1 ΑΑΔ 1114. Ο πολλαπλασιαστής που προκρίνεται ως ο πιο κατάλληλος πρέπει να αντιπροσωπεύει ικανοποιητικά τη σημερινή αξία της μελλοντικής απώλειας. Βλ. Zachariou v. Elmini Lioness Inc. and Another (1983) 1 CLR 415.

Ο πολλαπλασιαστής 10 εφαρμόστηκε σε ενάγοντες τριάντα επτά ετών. Βλ. Zachariou v. Elmini Lioness Inc. and Another (ανωτέρω) τριανταπέντε ετών Fysko Constructing Co Ltd v. Γεωργίου (ανωτέρω) και Χατζηχριστοφόρου ν. Αταλιανή (ανωτέρω).

Η πάροδος επτά περίπου χρόνων από την ημερομηνία του δυστυχήματος μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης δεν καθιστά τρωτή την υιοθέτηση της συγκεκριμένης μεθόδου. Ο κατάλληλος χρόνος για τον προσδιορισμό του πολλαπλασιαστή είναι εκείνος που βρίσκεται πλησιέστερα της χρονικής περιόδου για την οποία υπολογίζεται ότι ενάγων θα εργαζόταν και θα κέρδιζε από την εργασία του αν δεν γινόταν ανίκανος εξ αιτίας του δυστυχήματος. Η ημερομηνία της δίκης είναι κατά κανόνα ο πλέον πρόσφορος χρόνος για την πρόγνωση της απώλειας μελλοντικών απολαβών και καθορισμού του πολλαπλασιαστή.

Η ετήσια απώλεια του εφεσίβλητου το Φεβράρη του 1996 με βάση τα αναντίλεκτα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου ήταν £3120. Πολλαπλασιαζόμενο το εν λόγω ποσό με τον πολλαπλασιαστή 10 υπολογίζεται το ποσό που αντιπροσωπεύει την απώλεια των μελλοντικών απολαβών του εφεσίβλητου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που αναφέρονται στις αποζημιώσεις μόνο όπου διαπιστώνεται ότι το δικαστήριο ενήργησε κάτω από λανθασμένη ερμηνεία των αρχών δικαίου που διέπουν το ζήτημα ή στην περίπτωση όπου το ποσό των αποζημιώσεων είναι έκδηλα υπερβολικό ή έκδηλα ανεπαρκές έτσι ώστε να θεωρείται ότι η απόφαση του δικαστηρίου είναι το αποτέλεσμα ενός απόλυτα λανθασμένου υπολογισμού. Βλ. Christodoulou v. Menicou and Others (1986) 1 CLR 17 και Ioannou v. Ηoward (1966) 1 CLR 45.

Στην υπό εξέταση υπόθεση δεν διαπιστώσαμε οποιοδήποτε σφάλμα στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ολα τα επί μέρους θέματα εξετάστηκαν με προσοχή και το σύνολο των συμπερασμάτων του δικαστηρίου στοιχειοθετούν δίκαιο αποτέλεσμα.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

 

Π.

Δ.

Δ.

 

 

 

 

ΑΦ.

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο