ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 675
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση αρ. 9766.
Σύνθεση Δικαστηρίου: ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΔΔ.
Μεταξύ:
Ζήνωνα Χρυσάνθου, από τη Μηλιού,
Εφεσείοντα-Εναγόμενου,
- ν -
Χρυσούλλας Παγκρατίου, από τη Μηλιού,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
- - -
Ημερομηνία:
10 Απριλίου 1998.Για τον εφεσείοντα: Δημήτρης Παπαδόπουλος.
Για την εφεσίβλητη: Κώστας Ευσταθίου.
- - -
Tην ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.
- - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.:
Η εφεσίβλητη είναι ιδιοκτήτρια κτήματος υπέρ του οποίου δουλεύει δικαίωμα διαβάσεως μέσω παρακείμενου κτήματος του εφεσείοντος. Το δικαίωμα ενεγράφη το 1986, με τη συγκατάθεση όπως φαίνεται, των τότε ιδιοκτητών, της Ιεράς Μητρόπολεως Πάφου.Ο εφεσείων είναι ο ιδιοκτήτης του δουλεύοντος κτήματος και κοινοτάρχης του χωριού Μηλιού. Στις 27 Ιουλίου 1989, με εντολή, καθοδήγηση και προτροπή του εφεσείοντος εκχωματώθηκε, σε μεγάλο βάθος, μέρος της διάβασης, σε μήκος 20 μέτρων και σ΄ όλο το πλάτος της, 3.66 μέτρα. Ως αποτέλεσμα η δίοδος κατέστη αδιάβατος. Η εκσκαφή του περάσματος έγινε στο πλαίσιο ευρύτερου σχεδιασμού για τη διάνοιξη δρόμου. Προς τον σκοπό αυτό είχε εξασφαλιστεί η συγκατάθεση των ιδιοκτητών της γης, μέσω της οποίας θα κατασκευαζόταν ο δρόμος, εκτός από την εφεσίβλητη. Η πρωτοβουλία για το άνοιγμα του δρόμου αναλήφθηκε από τον εφεσείοντα, τον κοινοτάρχη, μετά από απόφαση, όπως υποστηρίχθηκε, της κοινοτικής αρχής και με τη συνδρομή υπαλλήλων της Επαρχιακής Διοίκησης.
O Boηθός Έπαρχός, ο οποίος είχε την ευθύνη για θέματα διάνοιξης ή δημιουργίας δρόμων στην Επαρχία Πάφου, δεν ήταν ενήμερος του έργου ούτε και το επέτρεψε. Όπως εξήγησε σε γραπτή κατάθεσή του, η οποία είχε δοθεί σε πειθαρχική έρευνα εναντίον του συζύγου της εφεσίβλητης, αστυνομικού το επάγγελμα, και η οποία κατατέθηκε κοινή συναινέσει στη δίκη, η διάνοιξη και η δημιουργία δρόμων προϋποθέτει, εκτός από την σχετική απόφαση των αρμοδίων αρχών, τη συγκατάθεση των ιδιοκτητών ή την απαλλοτρίωση του κτήματος. Η κατάθεσή του έγινε δεχτή, όπως συνάγεται, βάσει της παραγράφου 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, λόγω της δυσχέρειας που ο μάρτυρας αντιμετώπιζε να προσέλθει και να καταθέσει εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του. Προϋπόθεση, για την αποδοχή γραπτής κατάθεσης, αποτελεί το παραδεχτό του περιεχομένου της ως μαρτυρίας, όπως φαίνεται να ήταν η περίπτωση σ΄αυτή την υπόθεση. Εφόσον ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις, για την αποδοχή γραπτής κατάθεσης ως μαρτυρίας βάσει του Άρθρου 4 του Κεφ. 9, το περιεχόμενό της καθίσταται μαρτυρία για όλους τους σκοπούς της δίκης. Το Δικαστήριο, μετά από συνεκτίμηση του συνόλου της μαρτυρίας, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:
(α) Υπήρξε επέμβαση στη δίοδο η οποία κατέστησε αδύνατη την άσκηση του δικαιώματος διαβάσεως.
(β) Την επέμβαση κατεύθυνε ο εφεσείων ο οποίος εμφορείτο και από προσωπικό ελατήριο για την κατάργηση της διόδου. Ο εφεσείων κρίθηκε υπόλογος για την επέμβαση στη διάβαση και διατάραξη του δικαιώματος διαβάσεως. Οι ενέργειες του εφεσείοντα εστερούντο νομικού ερείσματος και ήσαν παράνομες.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η επέμβαση αχρήστευσε το δικαίωμα και ότι η κατάσταση αυτή θα συνεχιζόταν μέχρι την επαναφορά του κτήματος, μέσω του οποίου η δίοδος, στην προτεραίαν του κατάσταση.
Ακολούθως εξέτασε διαζευκτικούς τρόπους αποκατάστασης της εφεσίβλητης. Κατέληξε, ότι η πλέον ενδεδειγμένη θεραπεία ήταν εκείνη του προστακτικού διατάγματος, (mandatory injunction), με το οποίο διατάχθηκε ο εφεσείων να επαναφέρει το πέρασμα στην κατάσταση που ήταν πριν την επέμβαση.
Ο εφεσείων προσβάλλει την απόφαση για είκοσι-τρείς συνολικά λόγους, οι οποίοι εξειδικεύονται στην ειδοποίηση έφεσης. Προσβάλλονται τόσο τα ευρήματα του Δικαστηρίου για τα προηγηθέντα της 27ης Ιουλίου 1989, όσο και για τα διαδραματισθέντα την ημέρα εκείνη. Περαιτέρω αμφισβητήθηκε, ότι τα ευρήματα γεγονότων στοιχειοθετούν το αστικό αδίκημα της επέμβασης, όπως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Ο εφεσείων πρόβαλε ενώπιόν μας, όπως και νωρίτερα ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, ότι οι ενέργειές του της 27 Ιουλίου 1989, δεν ήταν άλλες από εκείνες του εντολοδόχου της Χωρητικής Αρχής και της Επαρχιακής Διοίκησης για τη διάνοιξη δρόμου. Αμφισβήτησε, την απόδοση σ΄ αυτόν, ιδιαίτερου συμφέροντος για την προώθηση του έργου ή την ύπαρξη οποιασδήποτε προσδοκίας προσπορισμού ιδίου οφέλους από την εκτέλεσή του. Ανεξάρτητα από τα κίνητρά του είναι αδιαμφισβήτητο ότι δεν υπήρχε νομικό έρεισμα για την επέμβαση στη διάβαση, γεγονός που εκθέτει την ενεργό συνδρομή του, στην εκσκαφή μέρους της διόδου, ως έκνομη και καθιστά τον ίδιο υπόλογο, στην εφεσίβλητη, για την παραβίαση του δικαιώματός της.
Ο εφεσείων επίσης αμφισβήτησε, όπως και στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η εκσκαφή επηρέασε το χώρο μέσω του οποίου οριοθετήθηκε η δίοδος. Η μαρτυρία επί του προκειμένου υπήρξε συντριπτική και το εύρημα του Δικαστηρίου αναπόφευκτο.
Η εφεσίβλητη υποστήριξε την απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου σ΄ όλα της τα σημεία.
Εκ μέρους του εφεσείοντα δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στις νομικές επιπτώσεις των ευρημάτων του Δικαστηρίου. Διατάραξη του δικαιώματος διαβάσεως, κατά την εισήγησή του, συνιστά οχληρία και όχι επέμβαση, όπως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο ορισμός του όρου «ακίνητη ιδιοκτησία», ο οποίος περιέχεται στο άρθρο 2 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, περιλαμβάνει και τις δουλείες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, η επέμβαση στο δικαίωμα διαβάσεως στοιχειοθέτησε το αστικό αδίκημα της επέμβασης σε ακίνητη ιδιοκτησία (trespass to land), το οποίο προσδιορίζεται στο άρθρο 43 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Αυτό αποτελεί σφάλμα κατά τον εφεσείοντα, διότι ο όρος "ακίνητη ιδιοκτησία", προς τον οποίο συναρτάται το αστικό αδίκημα της επέμβασης, είναι διάφορος από εκείνο ο οποίος παρέχεται στο Κεφ. 224. Ό,τι ισχύει, είναι ο ορισμός "ακίνητη ιδιοκτησία" στον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ. 148. Ο ορισμός του όρου «ακίνητη ιδιοκτησία» στο Κεφ. 148, όντως διαφέρει από εκείνο του Κεφ. 224. Οι δουλείες, δεν περιλαμβάνονται στον ορισμό της ακίνητης ιδιοκτησίας στο Κεφ. 148. Στον όρο, «ακίνητη ιδιοκτησία», που απαντάται στο Άρθρο 43, πρέπει να αποδοθεί η ερμηνεία που παρέχεται στο Κεφ. 148 και όχι στο Κεφ. 224. Η θέση του δικηγόρου του εφεσείοντα στο σημείο αυτό είναι ορθή. Γεννάται το ερώτημα, το οποίο θέσαμε στο δικηγόρο του εφεσείοντα κατά την ακρόαση, κατά πόσο ο ορισμός της κατοχής στο Κεφ. 148, διευρύνει το πλαίσιο του αστικού αδικήματος της επέμβασης σε γη, δεδομένου ότι, είναι καθιερωμένο ότι επέμβαση στην ιδιοκτησία αλλά και στην κατοχή ακινήτου στοιχειοθετεί το αστικό αδίκημα της επέμβασης. (Βλ. Clerk & Lindsell on Torts Sixteenth Edition, σελ. 1320.)
Ο κ. Παπαδόπουλος υποστήριξε ότι η διατάραξη του δικαιώματος διαβάσεως, την οποία υποστηρίζουν τα ευρήματα του Δικαστηρίου, στοιχειοθετεί το αστικό αδίκημα της οχληρίας που προβλέπει το Άρθρο 46 του Κεφ. 148 και όχι εκείνο της επέμβασης σε γη που προσδιορίζει το Άρθρο 43. Η Αγγλική νομολογία, στην οποία μας παρέπεμψε, υποστηρίζει ότι η διατάραξη δουλείας συνιστά οχληρία και όχι επέμβαση. Αναφορά έγινε στη
Saint v. Jenner (1973)1 All E.R. 127, και στον Atkin's Court Forms Volume 17 - 1985 edition. Στη τελευταία έκδοση του πιο πάνω συγγράμματος, (του 1997), γίνεται αναφορά στη δυνατότητα έγερσης αγωγής, εκ μέρους του ιδιοκτήτη δεσπόζοντος ακινήτου υπέρ του οποίου εξασφαλίζεται δικαίωμα διαβάσεως, για επέμβαση, εφόσον η διατάραξη του δικαιώματος αυτού προσλαμβάνει τη μορφή ανατροπής των προϋποθέσεων για την άσκησή του. (Βλ. Αtkin's Court Forms Volume 17-1997 edition, στη σελ. 174.) Και στο σύγγραμμα Gale οn Easements, Fourteenth Edition, στη σελ. 336 (και επέκεινα), διατυπώνεται η θέση, μετά από θεώρηση της σχετικής Αγγλικής νομολογίας, ότι παρέχεται στον ιδιοκτήτη της γης, υπέρ της οποίας λειτουργεί δικαίωμα διάβασης, αγώγιμο δικαίωμα για επέμβαση εφόσον οι ενέργειες του εναγόμενου είναι ανατρεπτικές του δικαιώματος.Δεν θα επεκταθούμε στην εξέταση του ζητήματος αυτού γιατί στο πλαίσιο της παρούσας αντιδικίας προσλαμβάνει, για τους λόγους που εκθέτουμε πιο κάτω, καθαρά θεωρητικό χαρακτήρα. Πρώτο, διότι οι θεραπείες οι οποίες μπορεί να χορηγηθούν από το Δικαστήριο είναι οι ίδιες και στις δύο περιπτώσεις, επέμβασης σε γη και οχληρίας. (Βλ.
Gale Easements στη σελ. 356 (και επέκεινα), (ανωτέρω), και Halsbury's Laws of England, 3rd edition Volume 12 στη σελ. 616 (και επέκεινα). Δεύτερο, το αγώγιμο δικαίωμα συναρτάται με τα γεγονότα τα οποία το στοιχειοθετούν και όχι με το χαρακτηρισμό ο οποίος του αποδίδεται. Παρέχεται η δυνατότητα χορήγησης οποιασδήποτε θεραπείας η οποία δικαιολογείται από τα γεγονότα, τα οποία στοιχειοθετούν το αγώγιμο δικαίωμα, βάσει της έκθεσης απαιτήσεως. (Βλ. Stylianou v. Papacleovoulou (1982)1 C.L.R. 542. Kennedy Hotels Ltd v. Indirdjian (1992)1 C.L.R. 400.)Στην έκθεση απαιτήσεως του εφεσείοντα προσδιορίζονται τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν την επέμβαση στο δικαίωμα διαβάσεως της εφεσίβλητης. Μάλιστα, το αστικό αδίκημα που διαπράχθηκε χαρακτηρίζεται, αθροιστικά και διαζευτικά ως επέμβαση και οχληρία. Εφόσον ήθελαν αποδειχθεί τα γεγονότα, τα οποία προβάλλονται, η εφεσίβλητη εδικαιούτο στις ίδιες θεραπείες ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό του αγώγιμου δικαιώματος. Για τους λόγους αυτούς, αποτελεί ακαδημαϊκό ερώτημα εάν το αγώγιμο δικαίωμα συνιστούσε επέμβαση ή οχληρία.
Ο άλλος λόγος, ο οποίος προβλήθηκε, αφορά τη θεραπεία του προστακτικού διατάγματος το οποίο, κατά τον ισχυρισμό του εφεσείοντα, δεν έπρεπε να είχε δοθεί λόγω του ότι είναι δυσχερές για το Δικαστήριο να επιβλέψει την εκτέλεσή του. Διαφωνούμε. Το προστακτικό διάταγμα, όπως διαφαίνεται από τη νομολογία, είναι μια από τις θεραπείες η οποία, ανάλογα με τη φύση της επέμβασης ή διατάραξης, μπορεί, ως θέμα αρχής, να χορηγηθεί από το Δικαστήριο. Η Αγγλική νομολογία, η οποία αναλύεται στο σύγγραμμα
Gale on Easements (ανωτέρω), αναγνωρίζει το προστακτικό διάταγμα ως μία από τις θεραπείες η οποία μπορεί να χορηγηθεί για την αποκατάσταση του τρωθέντος δικαιώματος του ενάγοντα.Ως προς τα ευρήματα του Δικαστηρίου διαπιστώνουμε ότι δεν παρέχεται πεδίο για επέμβαση. Ευχερώς το Δικαστήριο μπορούσε να καταλήξει, υπό το φως της μαρτυρίας, στο εύρημα ότι σε απόσταση 20 μέτρων και σ΄ όλο το πλάτος της διόδου η γη είχε εκσκαφεί, σε μεγάλο βάθος, είχε καταστεί αδιάβατη και ότι ο εφεσείων ήταν η κινητήρια δύναμη για τη διατάραξη και ανατροπή του δικαιώματος διαβάσεως. Όπως έχουμε διαπιστώσει
, δεν υπήρχε δικαιϊκό έρεισμα για τις πράξεις του εφεσείοντα, ο οποίος, κατέστη υπόλογος για τη διατάραξη και ανατροπή του δικαιώματος.Τέλος, η επιλογή της θεραπείας αποτελεί, κατ΄ εξοχή, θέμα διακριτικής ευχέρειας του πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Δεν έχει προταθεί ούτε διαπιστώνεται οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος που να δικαιολογεί την επέμβασή μας, με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, στην επιλογή του προστακτικού διατάγματος ως μέσου θεραπείας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Π.
Δ.
Δ.
/
ΑυΦ