ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 1 ΑΑΔ 364

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9975

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ/στών

Αντζολέττα Χ"Ιωσήφ,

Εφεσείουσα

- ν. -

Άννας Πετρίχου,

Εφεσίβλητης

---------------------------

23 Φεβρουαρίου 1998

Για την εφεσείουσα: Χρ. Λειβαδιώτου.

Για την εφεσίβλητη: Χρ. Κληρίδης με Ε. Νικολαίδου.

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα είναι εναγομένη σε αγωγή την οποία κίνησε η εφεσίβλητη στις 26 Ιουνίου 1995 με αντικείμενο τις αντίστοιχες διεκδικήσεις τους για την παραχώρηση εγγράφων διαχείρισης της περιουσίας αποβιώσαντος. Πριν από τη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος καταχωρήθηκε ένορκη δήλωση για επαλήθευση της γενικής οπισθογράφησης σύμφωνα με τη Δ.2 κ. 13.

Η εφεσείουσα καταχώρησε εμφάνιση στις 6 Νοεμβρίου 1995. Επειδή εν συνεχεία καθυστερούσε η καταχώρηση έκθεσης απαίτησης - σύμφωνα με τη Δ.20 κ. 1 η προθεσμία είναι 10 ημέρες από την εμφάνιση εκτός εάν το δικαστήριο την επεκτείνει - η εφεσείουσα, με αίτηση ημερ. 12 Δεκεμβρίου 1995, ζήτησε βάσει της Δ.26 κ. 1 την απόρριψη της αγωγής λόγω έλλειψης προώθησης. Παραθέτουμε τη σχετική πρόνοια:

"If the plaintiff, being bound to deliver a statement of claim, does not deliver the same within the time allowed for that purpose, the defendant may, at the expiration of that time, apply by summons to the Court to dismiss the action with costs, for want of prosecution; and on the hearing of such application the Court may, if no statement of claim shall have been delivered, order the action to be dismissed accordingly, or may make such other order on such terms as the Court shall think just."

 

Στις 17 Ιανουαρίου 1996 που η αίτηση ήταν για πρώτη φορά ορισμένη, ζητήθηκε εκ μέρους της εφεσίβλητης χρόνος για καταχώρηση έκθεσης απαίτησης και η συνήγορος της εφεσείουσας δεν έφερε ένσταση. Οπότε η αίτηση αναβλήθηκε για μνεία. Κατά τη νέα ημερομηνία δηλώθηκε εκ μέρους της εφεσίβλητης πρόθεση να καταχωρήσει αίτηση για τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος. Το δικαστήριο ανέβαλε την αίτηση και πάλι για μνεία, προφανώς για να δοθεί η ευκαιρία εκδήλωσης σχετικού διαβήματος. Στις 22 Μαρτίου 1996, πριν από τη νέα δοθείσα ημερομηνία, καταχωρήθηκε από την εφεσίβλητη η αίτηση για τροποποίηση. Ενόψει αυτού, η αίτηση της εφεσείουσας για απόρριψη αναβλήθηκε για τις 22 Απριλίου 1996 που ήταν ορισμένη και η αίτηση για τροποποίηση ώστε να προγραμματιστεί η περαιτέρω πορεία τους. Το πρακτικό της 22 Απριλίου 1996 για την αίτηση απόρριψης έχει ως εξής:

"Οι δικηγόροι ζητούν ημερομηνία για μνεία της αιτήσεως εν όψει του γεγονότος ότι η αίτηση για τροποποίηση (κατωτέρω) θα προηγηθεί.

Δικαστήριο: Ορίζεται για μνεία 7.6.1996. Καμιά διαταγή για έξοδα."

 

Γι΄ αυτό ορίστηκε για ακρόαση πρώτα η αίτηση τροποποίησης. Ακολούθησαν αναβολές και εν τέλει η ακρόαση διεξήχθη στις 13 Νοεμβρίου 1996. Με απόφαση που εκδόθηκε την επομένη, δεν επιτράπηκε η τροποποίηση διότι, καθώς έκρινε το δικαστήριο, θα καθίστατο πλέον αδύνατη η επαλήθευση του νέου μέρους της οπισθογράφησης εφόσον η ένορκη δήλωση που προβλέπεται πρέπει να προηγείται της σφράγισης του κλητηρίου εντάλματος.

Η εφεσίβλητη άσκησε έφεση κατά εκείνης της απόφασης. Και στις 30 Ιανουαρίου 1997 καταχώρησε αίτηση για αναστολή της διαδικασίας της αγωγής εκκρεμούσας της έφεσης. Τόσο αυτή η αίτηση όσο και η αίτηση της εφεσείουσας για απόρριψη της αγωγής ορίστηκαν για ακρόαση στις 15 Απριλίου 1997. Κατ΄ εκείνη την ημερομηνία το δικαστήριο έδωσε προτεραιότητα στην αίτηση απόρριψης, η ακρόαση της οποίας διεξήχθη και η απόφαση επιφυλάχθηκε ενώ η άλλη αίτηση αναβλήθηκε για ακρόαση στις 22 Απριλίου 1997. Δεν έμελλε όμως να γίνει ποτέ. Κατά τη δοθείσα ημερομηνία παρέπεσε ο φάκελος ο οποίος όμως ανευρέθηκε την επομένη και μετά ακολούθησε σειρά συναινετικών αναβολών ενόψει διεργασιών για διευθέτηση της υπόθεσης. Στο τέλος του δικαστικού έτους δηλώθηκε όμως αδιέξοδο οπότε επαναλήφθηκε ο ορισμός της αίτησης αναστολής για ακρόαση.

Στο μεταξύ, στις 6 Μαίου 1997, εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση επί της αίτησης της εφεσείουσας για απόρριψη της αγωγής. Η αίτηση απέτυχε και μάλιστα με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας. Το δικαστήριο, αφού επεσήμανε ότι η προηγουμένως απορριφθείσα αίτηση της εφεσίβλητης για τροποποίηση φανέρωνε το αδιάπτωτο ενδιαφέρον της στην προώθηση της αγωγής, θεώρησε ότι η εκκρεμότητα έφεσης κατά της απόφασης επί εκείνης της αίτησης δικαιολογούσε τη συνεχιζόμενη παράλειψη της εφεσίβλητης να καταχωρήσει έκθεση απαίτησης. Ανέφερε σχετικά τα εξής:

"Το γεγονός ότι η ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου έχει εφεσιβληθεί υποδηλώνει ότι το θέμα της τροποποίησης εξακολουθεί να βρίσκεται ακόμα ανοικτό μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης από το Εφετείο ή της κατ΄ άλλο τρόπο διάθεσης της έφεσης."

 

Η πρωτόδικη προσέγγιση, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν ουσιαστικά η αναστολή της περαιτέρω διαδικασίας στην αγωγή, βρίσκεται σε αντίθεση με πάγια νομολογία με την οποία ερμηνεύονται οι διατάξεις που αφορούν στην αναστολή. Το Εφετείο στην Παπακόκκινου και άλλη ν. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου, Πολ. Έφ. 9716, ημερ. 13 Ιουνίου 1997, συνόψισε ως εξής:

"Κατ΄ αρχήν, σύμφωνα με το άρθρο 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, αναστολή χωρεί σε σχέση μόνο με την εκτέλεση απόφασης όχι με τη συνέχιση της εξέλιξης της μη συμπληρωθείσας διαδικασίας. Το ίδιο, καθώς νομολογήθηκε, είναι το αποτέλεσμα και δυνάμει του κ. 18 της Δ.35: βλ. Fotiou and another v. Petrolina Ltd (1984) 1 C.L.R. 708. In re E.S. (an infant) (1986) 1 C.L.R. 119. και Aftomata Eleourgia Lythrodonta Ltd v. Holy Monastery of Mahera (1986) 1 C.L.R. 524. Η αναφορά στον εν λόγω κανονισμό σε "..... stay of ..... proceedings under the decision appealed from ......" δεν αποβλέπει στην αναστολή της ευρύτερης διαδικασίας από την οποία προέκυψε ενδιάμεση απόφαση αλλά μόνο της διαδικασίας που εκπορεύεται αυτοτελώς από απόφαση της οποίας σκοπείται η ικανοποίηση: παραδείγματα προσφέρονται από τον Πική, Δ. (όπως ήταν τότε) στην In re E.S. (an infant) (ανωτέρω)."

 

Ενώ λοιπόν η αγωγή θα έπρεπε οπωσδήποτε να είχε προχωρήσει, η παράλειψη καταχώρησης της Έκθεσης Απαίτησης συνέχιζε να έθετε τροχοπέδη, κατά παράβαση προς τους θεσμούς. Σημειώνουμε συναφώς ότι μέχρι την υστάτη η εφεσίβλητη δεν υπέβαλε αίτηση για παράταση χρόνου. Η αίτηση της εφεσείουσας για απόρριψη της αγωγής δεν μπορούσε παρά να επιτύχει είτε απόλυτα είτε με την επιβολή όρου στην άλλη πλευρά που να παρείχε διέξοδο στην απόρριψη: βλ. Pryer v. Smith (1977) 1 All E.R. 218 στην οποία αναφέρθηκε ο συνήγορος της εφεσίβλητης και, γενικότερα για τέτοιες περιπτώσεις, τη Samuels v. Linzi Dresses Ltd (1980) 1 All E.R. 803. Αυτό ισχύει τόσο όπου η απόρριψη ζητείται δυνάμει των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας - η Δ.26 κ.1 που εδώ ενδιαφέρει ρητά παρέχει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να πράξει ό,τι θεωρεί δίκαιο - όσο και όπου ζητείται δυνάμει της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση η πορεία των εξελίξεων, υπό το φως της τοποθέτησης των μερών και του τρόπου με τον οποίο το δικαστήριο τις αντίκρυσε, δικαιολογούσε, κατά την άποψη μας, την υπό όρο απόρριψη της αγωγής με διαταγή ως προς τα έξοδα που να δικαίωνε βέβαια την εφεσείουσα. Κι αυτό θα πράξουμε τώρα.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται διαταγή για απόρριψη της αγωγής εκτός εάν εντός δέκα ημερών από σήμερα καταχωρηθεί Έκθεση Απαίτησης. Τα έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και της έφεσης, να είναι υπέρ της εφεσείουσας.

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο