ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 9/98.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

 

Αναφορικά με την Αίτησιν της Κύπρου Θεοδώρου Μπετόν

Λτδ., εκ Λευκωσίας δι΄ άδειαν δια την έκδοσιν προνομιακού

διατάγματος CERTIORARI

και

Αναφορικά με το παρεμπίπτον διάταγμα το οποίον εξεδόθη

υπό του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας EX-PARTE την

25.11.1997 εις την αγωγήν του Επαρχιακού Δικαστηρίου

Λευκωσίας, υπ΄ αριθμόν 595/95.

Μεταξύ:

SKYRODEMA A. KLATSIAS AND CO LTD,

Εναγόντων

και

1. Κύπρου Θεοδώρου Μπετόν Λτδ.,

2. Κυριάκου Θεοδώρου,

3. Χριστάκη Θεοδώρου,

4. Παρασκευής Κωνσταντίνου,

Εναγομένων.

________________

9 Φεβρουαρίου, 1998.

Για τους αιτητές: Π. Χριστοδουλίδης.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η (Ex tempore)

Στις 25.11.97, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ("το πρωτόδικο δικαστήριο"), μετά από μονομερή αίτηση των εναγόντων στην αγωγή με αρ. 595/95, χορήγησε προσωρινό διάταγμα ("το επίδικο διάταγμα") σε σχέση με τη φύλαξη αριθμού μηχανημάτων. Τα τελευταία αποτελούν το αντικείμενο της αγωγής. Το επίδικο διάταγμα ήταν επιστρεπτέο την 9.1.98 και "ξανά επιστρεπτέο την 9.2.98". Επεδόθη στους εναγομένους 1, στην πιο πάνω αγωγή, στις 2.12.97. Με αίτηση τους, που καταχώρισαν την 6.2.98, οι εναγόμενοι 1 στην πιο πάνω αγωγή ("οι αιτητές") επιδιώκουν την χορήγηση άδειας να καταχωρίσουν αίτηση "για την έκδοση προνομιακού διατάγματος της φύσεως Certiorari που να ακυρώνει" το επίδικο διάταγμα. Ισχυρίζονται ότι:

(α) Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία και/ή εξουσία να εκδόσει

το επίδικο διάταγμα ενόψει του ότι η πιο πάνω αγωγή "ήδη εδικάζετο ενώπιον άλλου Δικαστού".

(β) Το πραγματικό υπόβαθρο της μονομερούς αίτησης, η οποία οδήγησε στην

χορήγηση του επίδικου διατάγματος, δεν δικαιολογεί την έκδοση του

"καθότι δεν ικανοποιούνται τα κριτήρια και προϋποθέσεις του άρθρου 32

του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν 14/60). ΄Ητο δε κατάφωρος

κατάχρησις της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου και τίποτα το επείγον

δεν υπήρχε εφόσον η υπόθεσις κατεχωρήθη από το 1995".

Αναπτύσσοντας, περαιτέρω, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, τα όσα αναφέρονται στις παραγ. (α) και (β) ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών τόνισε ότι το μόνο δικαστήριο το οποίο μπορούσε να ακούσει και κρίνει την μονομερή αίτηση ήταν το δικαστήριο το οποίο είχε αρχίσει την ακρόαση της αγωγής. Σε σχέση με το άρθρο 32 του Νόμου 14/60 ο ευπαίδευτος συνήγορος τόνισε:

(1) Το επίδικο διάταγμα είχε επιδιωχθεί μετά από καθυστέρηση 3 ετών.

(2) Προηγούμενο παρόμοιο διάταγμα αποσύρθηκε στις 13.6.95.

 

 

 

(3) Η ένορκη δήλωση η οποία συνόδευε την μονομερή αίτηση ήταν ελαττωματική. Τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται δεν ήταν εντός της

προσωπικής γνώσης του ωμόσαντος και ο τελευταίος δεν κατονομάζει

τις πηγές των πληροφοριών του.

Στο παρόν στάδιο, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της αίτησης. Είναι ικανοποιητικό για την χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari ως επίσης και Mandamus, να φαίνεται στην αίτηση και στις ένορκες δηλώσεις που την υποστηρίζουν και γενικά το υλικό των πρακτικών που τη συνοδεύει, ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για συζήτηση ώστε να δοθεί άδεια (Βλ. Costas Papadopoullos (Ex Parte) (1968) 1 C.L.R. 496, In re Nina Panaretou (1972) 1 C.L.R. 165 και In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).

Ωστόσο, όπως έχει νομολογηθεί, αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του για να δοθεί η αναγκαία άδεια. ΄Οπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και/ή διαδικασία έφεσης, σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις παραχωρείται άδεια (Βλ. Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 48 - απόφαση της Ολομέλειας).

Στην παρούσα περίπτωση υπάρχουν στη διάθεση των αιτητών τα πιο κάτω ένδικα μέσα:

(α) Να καταθέσουν ένσταση και να ακουστούν από το πρωτόδικο δικαστήριο

(βλ. άρθρο 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και Δ.48 θ.4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών).

(β) Να αποταθούν με αίτηση δια κλήσεως για παραμερισμό ή τροποποίηση του

επίδικου διατάγματος (βλ. Δ.48 θ.8(4) και In re Hadji Soteriou (1986) 1 C.L.R. 429).

΄Οπως εξήγησε ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών οι τελευταίοι εμφανίσθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου κατά την ημερομηνία - 9.1.98- - που ήταν επιστρεπτέο το διάταγμα. Τους δόθηκε χρόνος να καταχωρίσουν ένσταση και η αίτηση ορίσθηκε την 9.2.98. Μέχρι σήμερα δεν έχουν καταχωρίσει ένσταση. Εξήγησε περαιτέρω ότι η καθυστέρηση στην καταχώριση ένστασης και η μη έγκαιρη καταχώριση της παρούσας αίτησης - καταχωρήθηκε την 6.2.98 - οφείλονται σε οικονομικές διαφορές των αιτητών με τους δικηγόρους τους. Η τελευταία αυτή εξήγηση δεν μπορεί να εξεταστεί. Δεν περιλαμβάνεται στην ένορκη δήλωση των αιτητών ούτε εμφαίνεται στα μητρώα ή τα πρακτικά του δικαστηρίου (books or records) (Βλ. Φιλίππου ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Παλλουριώτισσας, Πολιτική ΄Εφεση 9212/22.12.97).

Αντί λοιπόν οι αιτητές να κάμουν χρήση των πιο πάνω δικονομικών μέτρων έχουν, με καθυστέρηση περίπου 2 1/2 μηνών, επιδιώξει την επίδικη θεραπεία. Ενώ είχαν δικαίωμα ευθύς μετά την επίδοση του επίδικου διατάγματος - την 2.12.97 - να λάβουν τα πιο πάνω μέτρα παρέμειναν αδρανείς μέχρι την 6.2.98.

Προκύπτει για εξέταση το ερώτημα κατά πόσο συντρέχουν οι εξαιρετικές εκείνες περιστάσεις οι οποίες συνηγορούν υπέρ της χορήγησης της αιτούμενης άδειας παρά την διαπίστωση μου ότι οι αιτητές όχι μόνο δεν έκαμαν χρήση των πιο πάνω ένδικων μέσων αλλά παρέμειναν αδρανείς για περίοδο περίπου 2 1/2 μηνών.

Η απάντηση είναι αρνητική. Οι λόγοι που επικαλούνται οι αιτητές για ακύρωση του επίδικου διατάγματος δεν αποτελούν "εξαιρετικές περιστάσεις" για τους πιο κάτω λόγους: Εκείνος που θέτει τις υποθέσεις για εκδίκαση ενώπιον των Δικαστών είναι ο Πρωτοκολλητής (Βλ. και Ματθαίου κ.α. ν. ΄Ανιφτου (1992) 1 Α.Α.Δ. 529, 532). Δεν εγείρεται ζήτημα έλλειψης δικαιοδοσίας ή εξουσίας επειδή το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση αίτησης που έθεσε ενώπιον του ο Πρωτοκολλητής. Αναφορικά με το δεύτερο λόγο ακύρωσης αυτός φέρνει στο προσκήνιο την ορθότητα του επίδικου διατάγματος. Πρέπει ωστόσο να διευκρινιστεί ότι αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας μιας απόφασης αλλά της νομιμότητας της. Δεν τίθεται ζήτημα αντικατάστασης της άποψης που διαμόρφωσε το κατώτερο Δικαστήριο, αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με εκείνη του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν εκδίδεται ένταλμα Certiorari ως μανδύας μεταμφιεσμένης έφεσης. Ούτε και μπορεί να χρησιμοποιείται η διαδικασία για την έκδοση τέτοιου διατάγματος προκειμένου να γίνει επανακρόαση του ζητήματος που εγέρθηκε. Και δεν είναι επιτρεπτό να εκδίδεται ένταλμα Certiorari προκειμένου να υπαγορευθεί σε Δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αποφασιστεί ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του ή ακόμα ο τρόπος που θα ασκήσει τη διακριτική του εξουσία (Βλ. Re Mareware Shipping, Αίτηση 6/92/24.1.92 και Τζεννάρο Περέλλα, Πολιτική ΄Εφεση 9169/18.7.95).

Ακολουθεί πως δεν ικανοποιείται η προϋπόθεση των εξαιρετικών περιστάσεων. Αντίθετα η όλη συμπεριφορά και χειρισμοί των αιτητών υποδεικνύουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αν οι αιτητές έκαμναν χρήση των πιο πάνω ένδικων μέσων μετά την επίδοση - την 2.12.97 - του επίδικου διατάγματος, τα επίδικα θέματα της παρούσας διαδικασίας θα οδηγούντο στην ευχερή, πλήρη, αποτελεσματική και άμεση επίλυση τους από το πρωτόδικο δικαστήριο πριν από την καταχώριση - την 6.2.98 - της κρινόμενης αίτησης (Βλ. R. v. Hallstrom, ex p.w. (1985) 3 W.L.R. 1090, 1108).

Η χορήγηση προνομιακών ενταλμάτων είναι διακριτική (Βλ. Annual Practice (1988) σελ. 798). Δεν αποτελεί υποκατάστατο της πρωτόδικης διαδικασίας. Οσάκις προσφέρεται άλλη εξ΄ ίσου αποτελεσματική θεραπεία η οποία μπορεί να χορηγηθεί με ευχέρεια από το πρωτόδικο δικαστήριο - όπως είναι εδώ η περίπτωση - το Ανώτατο Δικαστήριο πρέπει να είναι πάρα πολύ φειδωλό στην ανάληψη της σχετικής δικαιοδοσίας. Αυτή η ανάληψη δικαιοδοσίας, καθώς έχει νομολογηθεί, είναι επιτρεπτή μόνο οσάκις συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις - και δεν συντρέχουν στην κρινόμενη περίπτωση.

Η χορήγηση θεραπείας από το Ανώτατο Δικαστήριο στις περιπτώσεις που ο διάδικος δεν κάμνει χρήση των άλλων ένδικων μέσων που είναι διαθέσιμα είναι ανεπιθύμητη για πολλούς και ισχυρούς λόγους και πρέπει να αποθαρρύνεται. Αφαιρεί από τα πρωτόδικα δικαστήρια, τα οποία αποτελούν το πιο κατάλληλο βήμα για επίλυση τέτοιων επιδίκων θεμάτων, ένα πολύ σημαντικό μέρος από τις αρμοδιότητες τους. Μετατρέπει το Ανώτατο Δικαστήριο, χωρίς αποχρώντα λόγο, σε κριτή επίδικων θεμάτων τα οποία μπορούν με ευχέρεια να κριθούν άμεσα και αποτελεσματικά από τα πρωτόδικα δικαστήρια.

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο